1. Οικογένεια
Ο Γεώργιος Σχολάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1400 και του 1405. Σε κάποια κείμενα μνημονεύεται και ως Κουρτέσης, που ίσως ήταν το επώνυμο της μητέρας του.1 Οι γονείς του κατάγονταν από τη Θεσσαλία και ανήκαν στα μεσαία στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Απέκτησε παιδεία στη βυζαντινή πρωτεύουσα και διδάσκαλοί του ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, ο Ιωάννης Χορτασμένος και ο Ιωσήφ Βρυέννιος.
2. Ενωτικός και ανθενωτικός
Έως το 1438 ο Σχολάρης είχε ήδη αποκτήσει κύρος: ήταν διδάσκαλος, συγκλητικός, καθολικός κριτής των Ρωμαίων. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φερράρας και της Φλωρεντίας το 1439, όπου πήρε ενωτική θέση. Γνώριζε το δόγμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας καλύτερα από τους περισσότερους Βυζαντινούς σύγχρονούς του. Στην πραγματικότητα, πίστευε ότι η ένωση πρέπει να επέλθει ως αποτέλεσμα ειλικρινούς συμφιλίωσης, μέσω της αμοιβαίας ανοχής και της πίστης, και όχι ως συνέπεια πολιτικών όρων και πιέσεων της Ρώμης.2
Μερικά χρόνια αργότερα, περίπου το 1443, ο Σχολάρης άρχισε να εκδηλώνεται ως φανατικός πολέμιος της ένωσης. Μάλιστα, μετά το θάνατο του Μάρκου Ευγενικού (1445), ετέθη επικεφαλής των ανθενωτικών. Λόγω των θέσεών του αυτών και του τότε πνευματικού κλίματος στην Κωνσταντινούπολη, παραμερίστηκε από τη θέση του το 1446/1447. Περίπου το 1450 εκάρη μοναχός και έλαβε το όνομα Γεννάδιος στη μονή Χαρσιανίτου στην Κωνσταντινούπολη.
Στο μεταξύ η μάχη εναντίον της ένωσης των Εκκλησιών έγινε έμμονη ιδέα του Σχολάρη. Είναι γνωστό ότι, ενόψει της ανακοίνωσης της ένωσης, την οποία με την τέλεση Θείας Λειτουργίας σύμφωνα με το καθολικό δόγμα κήρυξε στην Αγία Σοφία ο καρδινάλιος Ισίδωρος (Δεκέμβριος 1452), αποσύρθηκε στο μοναστικό κελί του και στην πόρτα ανάρτησε διάγγελμα, στο οποίο ορκιζόταν ενώπιον του Κυρίου ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να προδώσει την ορθόδοξη πίστη. Θεωρούσε ότι η ένωση είναι έργο του διαβόλου και ότι προμήνυε την πτώση εκείνων οι οποίοι γυρίζουν την πλάτη τους στο Θεό.3
Κατά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ο Γεννάδιος αιχμαλωτίστηκε και ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήταν στην Αδριανούπολη. Αφού απελευθερώθηκε, έπειτα από επιθυμία και την άδεια του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (6 Ιανουαρίου 1454-1456). Ως ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υπό τουρκική εξουσία, σύμφωνα με τη βυζαντινή «κατ’ οικονομίαν», προσπαθούσε να βρει τον καλύτερο τρόπο συμβίωσης με τους Οθωμανούς. Το 1456 παραιτήθηκε από το πατριαρχικό αξίωμα λόγω διάφορων προβλημάτων και της επιβαρημένης κατάστασης της υγείας του. Αρχικά αποσύρθηκε στη μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Μενοίκιο όρος κοντά στις Σέρρες. Το 1463 και το 1464-1465, εκλήθη στον πατριαρχικό θρόνο, αλλά δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για το αν ανέλαβε ουσιαστικά πατριαρχικά καθήκοντα. Έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη μονή Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες, όπου και πέθανε και ετάφη το 1472 ή λίγο αργότερα, αλλά οπωσδήποτε πριν από τον Οκτώβριο του 1474.4
3. Το έργο του λογίου
Ο Γεώργιος Σχολάρης άφησε πίσω του μεγάλο λογοτεχνικό έργο, το οποίο μαρτυρεί ότι ήταν ένας ιδιαίτερα μορφωμένος λόγιος.5 Πρόκειται για ένα σύνθετο έγγραφο κληροδότημα στο οποίο εντάσσονταν επικήδειοι λόγοι, επιστολές, πολεμικά κείμενα, ομιλίες, ποιήματα, μεταφράσεις από τα λατινικά και σχόλια, λειτουργικά κείμενα και πραγματείες. Ως πολυμαθής, είχε και ο ίδιος μαθητές, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Θεόδωρος Σοφιανός και ο Ματθαίος Καμαριώτης.
Ο Σχολάρης γνώριζε άπταιστα τη λατινική και αναγνώριζε ιδιαίτερα την αξία της λατινικής παιδείας. Εκτιμούσε το Θωμά Ακινάτη, ορισμένα κείμενα του οποίου μετέφρασε και σχολίασε. Γι’ αυτό ο Σχολάρης σε ένα σημείο αναφέρει: «Θωμάν γαρ τον εξ Ακίνου ουκ οίδα ει τις εμού πλέον τετίμηκε των αθτώ προσεχόντων».6 Προσπάθησε μάλιστα να ενσωματώσει στη βυζαντινή σκέψη την ερμηνεία του Αριστοτέλη που έδωσαν οι σχολαστικοί και ο Θωμάς Ακινάτης.7
Όσον αφορά την αρχαία φιλοσοφική κληρονομιά, ο Σχολάρης ήταν μεγάλος υποστηρικτής του Αριστοτέλη και τον υπερασπιζόταν θερμά από τις επιθέσεις του μεγαλύτερου σε ηλικία σύγχρονού του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος. Είναι γνωστό ότι μεταξύ του 1460 και του 1465, ως πατριάρχης στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη, έκαψε το χειρόγραφο των Νόμων του Πλήθωνος, επειδή το θεωρούσε ασεβέστατο και αντιχριστιανικό.8
Η υπεροχή των θρησκευτικών-πολιτικών απόψεων επί της εθνικής του συνείδησης καθίσταται καταφανής από τα λόγια του «τελευταίου Βυζαντινού» και πρώτου πατριάρχη επί Τουρκοκρατίας Γεννάδιου Σχολάριου. Ερωτηθείς πώς αισθάνεται, απάντησε: Αν και είμαι Έλληνας κατά τη γλώσσα, δε θα ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου Έλληνα, γιατί δε σκέφτομαι όπως οι παλαιοί Έλληνες,9 θέλω αντίθετα να με αποκαλούν σύμφωνα με την πίστη μου, και αν κανείς με ρωτήσει ποιος είμαι, θα απαντήσω ότι είμαι χριστιανός («Ἕλλην ὢν τῇ φωνῇ, οὐκ ἄν ποτε φαίην Ἕλλην εἶναι, διὰ τὸ μὴ φρονεῖν ὡς ἐφρόνουν ποτὲ Ἕλληνες· ἀλλ’ ἀπὸ τῆς ἰδίας μάλιστα θέλω ὀνομάζεσθαι δόξης. Καὶ εἴ τις ἔροιτό με τίς εἰμί, ἀποκρινοῦμαι χριστιανὸς εἶναι»).10Ηλιτή αυτή φράση δεν εκφράστηκε από θέση αυθεντίας, αλλά συνοψίζει με απλό τρόπο την ιδιαιτερότητα του βυζαντινού πολιτισμού και τη δύση του κάτω από το φως της ορθοδοξίας. Από την άλλη πλευρά φαίνεται ότι αναγγέλλει την αρχή μιας νέας εποχής, μιας νέας γενικής βαλκανικής ορθόδοξης λογοτεχνίας, η οποία με τις ιδέες της ήταν και ελληνική και βουλγαρική και σερβική, ανεξάρτητα από τη γλώσσα. Επρόκειτο για μια νέα βαλκανική κοινότητα η οποία τους επόμενους αιώνες –έως το 18ο αιώνα– εξάλειψε τα εθνικά σύνορα11 και με έναν ξεχωριστό τρόπο κράτησε ενωμένους τους ορθόδοξους λαούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη διάρκεια των μακρών αιώνων της Τουρκοκρατίας. Ταυτόχρονα, διαδραμάτισε τεράστιο ρόλο στη διαφύλαξη των γνώσεων και των παραδόσεων του μεσαιωνικού βυζαντινού πολιτισμού. Ένας από τους πρώτους της κήρυκες ήταν ο Γεώργιος Σχολάρης.