Παλάτια στη Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

1. Εισαγωγή

Τα αυτοκρατορικά και αριστοκρατικά παλάτια αποτελούσαν μια σημαντική πλευρά της αστικής δομής της Κωνσταντινούπολης. Εκτός από τα κατεξοχήν αυτοκρατορικά ενδιαιτήματα, το Μέγα Παλάτιο και, μετά τον 11ο αιώνα, τις Βλαχερνές, πλήθος άλλων είναι γνωστά τόσο από τις γραπτές πηγές όσο και από αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ωστόσο, η σπανιότητα των τελευταίων δυσκολεύει την εξαγωγή συμπερασμάτων για την επιρροή της ανακτορικής αρχιτεκτονικής στην αστική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης. Μπορούμε εντούτοις να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι τα πρώιμα ανάκτορα, όπως συμβαίνει και με κάθε άλλο είδος αρχιτεκτονήματος στην πρωτεύουσα, συνέχισαν τη ρωμαϊκή παράδοση· επομένως, πρέπει να είχαν ανοιχτούς χώρους και να ήταν αρμονικά ενταγμένα στον αστικό ιστό. Μετά τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» (7ος-9ος αι.) και με την ανάδυση της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης, τα ανάκτορα έγιναν οχυρά και ως εκ τούτου απομονώθηκαν. Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η αρχιτεκτονική των ανακτόρων επηρεάστηκε ως προς την τεχνοτροπία και την οργάνωση της διάταξης από τα δυτικά πρότυπα.

2. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (324-842)

Το Μέγα Παλάτιο, το κατεξοχήν ενδιαίτημα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων μέχρι τον 11ο αιώνα, βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, μεταξύ Ιπποδρόμου και θάλασσας, στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το Sultan Ahmet Camii (το Μπλε τζαμί).1 Το Παλάτιο, η οικοδόμηση του οποίου άρχισε από τον Κωνσταντίνο και συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, περιλάμβανε χώρους ενδιαίτησης (Δάφνη), καταλύματα για την αυτοκρατορική φρουρά, το Τριβουνάλιο (αναφέρεται και ως Δέλφαξ), το Αυγουσταίο, πιθανώς μία αίθουσα του θρόνου και μία αίθουσα ακροάσεων, το επονομαζόμενο Κονσιστώριο. Οι επόμενοι αυτοκράτορες έκαναν διάφορες προσθήκες στο Μέγα Παλάτιο. Δυστυχώς, πολύ λίγα σώζονται σήμερα, με εξαίρεση τον ευρύ περίστυλο αύλειο χώρο, που βρισκόταν μπροστά από μια αψιδωτή αίθουσα και έφερε διάκοσμο από υπέροχα επιδαπέδια ψηφιδωτά. Έχει χρονολογηθεί στον 6ο ή στον 7ο αιώνα.

Τα ερείπια δύο οικιών του 5ου αιώνα, που αποκαλύφθηκαν κοντά στον Ιππόδρομο, μας δίνουν μια ιδέα για το πώς ήταν μια αριστοκρατική έπαυλη εκείνη την εποχή. Το Παλάτι του Αντιόχου, ενός πραιπόσιτου την εποχή του Θεοδοσίου Β΄, βρισκόταν στη βορειοδυτική πλευρά του Ιπποδρόμου.2 Περιλάμβανε μία εξαγωνική αίθουσα, στην οποία οδηγούσε ένα ημικυκλικό προστώο. Η ανέγερση του ανακτόρου τοποθετείται μεταξύ 429 και 433. Όταν έγινε η μετακομιδή των ιερών λειψάνων της αγίας Ευφημίας από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, το έτος 680, ιδρύθηκε στο χώρο του ανακτόρου ένας ναός αφιερωμένος σε αυτήν. Γραπτές πηγές μαρτυρούν ότι το Ανάκτορο του Λαύσου, ενός πραιπόσιτου του ευσεβεστάτου κοιτώνος, επίσης στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄, βρισκόταν κοντά στο Ανάκτορο του Αντιόχου. Ο Λαύσος ήταν πασίγνωστος για τη συλλογή του με αρχαία αγάλματα, την οποία περήφανα εξέθετε στην κατοικία του (η συλλογή περιλάμβανε την Αφροδίτη της Κνίδου του Πραξιτέλη, έργα του Φειδία και άλλα φημισμένα γλυπτά της κλασικής τέχνης).3 Τα ερείπια μιας ροτόντας και μιας αίθουσας ορθογώνιας κάτοψης στα νοτιοανατολικά του Ανακτόρου του Αντιόχου έχουν ταυτιστεί με το Ανάκτορο του Λαύσου, αν και αυτή η ταύτιση έχει πρόσφατα τεθεί σε αμφισβήτηση.4

3. Μέση Βυζαντινή περίοδος (842-1204)

Το Μέγα Παλάτιο είναι καλύτερα γνωστό στη μορφή που είχε το 10ο αιώνα χάρη στο Περί βασιλείου τάξεως, ένα συμπίλημα από αυτοκρατορικά πρωτόκολλα που συγκεντρώθηκαν από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο. Στο πέρασμα των αιώνων έγιναν προσθήκες στο ανάκτορο από διάφορους αυτοκράτορες, οι οποίες δημιούργησαν ένα ακανόνιστο σε κάτοψη σχέδιο, που περιλάμβανε διαφορετικά οικοδομήματα, κήπους και χώρους άθλησης. Το 10ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β΄ Φωκάς οχύρωσε το κεντρικό τμήμα του ανακτόρου.5 Την τελευταία δεκαετία διάφορες νόμιμες και παράνομες ανασκαφές έχουν αποκαλύψει εκτεταμένα θεμέλια στην περιοχή. Αξιόλογα λείψανα βρίσκονται σήμερα στην ακτή η οποία έβλεπε προς το λιμάνι του Βουκολέοντος, που ανήκε στο Παλάτι του Βουκολέοντος.6

Τα ερείπια μιας έπαυλης που ανήκε στο Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό ανεσκάφησαν κοντά στην εκκλησία του Μυρελαίου (το σημερινό Bodrum Camii, περ. 920) όπου ήταν αρχικά προσαρτημένη.7 Το Παλάτι στο Μυρέλαιο είχε ανεγερθεί πάνω στα ερείπια μιας τεράστιας ροτόντας του 5ου αιώνα, η οποία κατά πάσα πιθανότητα ανήκε σε ένα αριστοκρατικό συγκρότημα ενδιαιτημάτων. Το Ανάκτορο του Λεκαπηνού ήταν μια ορθογωνική σε κάτοψη αίθουσα. Δύο μικρότερες πτέρυγες, προσαρτημένες στη δυτική πλευρά της, διαχωρίζονταν από μια περίστυλη αυλή. Το συγκρότημα στο Μυρέλαιο είναι ενδεικτικό των αλλαγών στην οικιστική αρχιτεκτονική που συνέβησαν από την Πρώιμη στη Μέση Βυζαντινή περίοδο: ολόκληρη η έπαυλη του 10ου αιώνα είχε το μισό μεγέθος από εκείνο της ροτόντας του 5ου αιώνα, η οποία αποτελούσε απλώς ένα τμήμα κάποιας πρωτοβυζαντινής οικίας.

Τον 11ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος ανήγειρε ένα ανάκτορο μαζί με ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο και ένα νοσοκομείο, στην περιοχή Μάγγανα. Από τα επιβλητικά ερείπια της μονής, τα οποία ανεσκάφησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, κανένα δε στάθηκε δυνατό να ταυτιστεί με το παλάτι.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού συντελέστηκε μια σημαντική αλλαγή, καθώς μεταφέρθηκε το διοικητικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης από το Μέγα Παλάτιο στο Ανάκτορο των Βλαχερνών, που βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης και κοντά στην εκκλησία των Βλαχερνών.8 Το ανάκτορο χτίστηκε περίπου το 500. Στη συνέχεια οχυρώθηκε και επεκτάθηκε τόσο από τον Αλέξιο Α΄ όσο και από το Μανουήλ Α΄.

4. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος (1204-1453)

Το Ανάκτορο των Βλαχερνών ήταν η συνηθισμένη κατοικία των Παλαιολόγων. Το Μέγα Παλάτιο εγκαταλείφθηκε, πιθανώς επειδή ήταν εξαιρετικά δαπανηρή η συντήρησή του. Στην Παλαιολόγεια περίοδο χρονολογείται το πλέον σημαντικό και ολοκληρωμένο παράδειγμα παλατινής αρχιτεκτονικής που σώζεται στην Κωνσταντινούπολη, το επονομαζόμενο Tεκφούρ σαράι («το παλάτι του πρίγκιπα», γνωστό και ως «Παλάτι του Πορφυρογέννητου»), που ανάγεται στον ύστερο 13ο ή στο 14ο αιώνα.9 Βρίσκεται στο βορειότερο άκρο των θεοδοσιανών τειχών της πόλης, ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό τείχος. Το Τεκφούρ σαράι ήταν αρχικά τριώροφο οικοδόμημα. Το ισόγειο υποστηριζόταν από κίονες και πεσσούς. Ο επάνω όροφος ενδεχομένως ήταν ενιαίος, χωρίς εσωτερικά χωρίσματα, και χρησιμοποιούνταν ως αίθουσα του θρόνου ή ακροάσεων. Στη νότια πλευρά του ορόφου αυτού υπήρχε ένα παρεκκλήσιο.



1. Για το Μέγα Παλάτιο, βλ. Paspates, A.G., The Great Palace of Constantinople (London 1893)· Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies (Paris 1910)· Miranda, S., Étude de topographie du Palais Sacré de Byzance2 (Mexico City 1976)· Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Κopenhagen 1959).

2. Για τη σταδιοδρομία του Αντιόχου, το ανάκτορο και την παλαιότερη βιβλιογραφία βλ. Greatrex, G. – Bardill, J., “Antiochus the "Praepositus": A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II”, Dumbarton Oaks Papers 50 (1996), σελ. 171-197.

3. Για αυτή τη συλλογή, βλ. Mango, C. – Vickers, M. – Francis, E.D., “The Palace of Lausos at Constantinople and Its Collection of Ancient Statues”, Journal of the History of Collections 4 (1992), σελ. 89-98· Guberti Bassett, S., “"Excellent Offerings": The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25.

4. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, American Journal of Archaeology 101:1 (1997), σελ. 67-95.

5. Βλ. σχετικά Mango, C., “The Palace of the Boukoleon”, Cahiers Archéologiques 45 (1997), σελ. 41-50.

6. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls. Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 225-228.

7. Naumann, R., “Ausgrabungen bei der Bodrum Camii (Myrelaion)”, Istanbul Arkeoloji Müzeleri Yilliği 13-14 (1966), σελ. 135-139· Naumann, R., “Der antike Rundbau beim Myrelaion und der Palast Romanos I Lekapenos”, Istanbuler Mitteilungen 16 (1966), σελ. 199-216. Πρβλ. Striker, C.L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Istanbul (Princeton 1981).

8. Papadopoulos, J.B., Le palais et les églises des Blachernes (Thessalonike 1928)· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls. Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 223-224.

9. Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 2 (Berlin 1943), σελ. 95- 100· Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch der Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls. Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 244-245.