1. Εισαγωγή
Οι ελληνορθόδοξοι ναοί της Κωνσταντινουπόλεως έχουν μακρόχρονη και ταραγμένη ιστορική πορεία, δεδομένου ότι αναφέρονται στις πηγές από το 16ο αι. Υπέστησαν πλήγματα λόγω φυσικών αιτίων (σεισμοί, πυρκαγιές) αλλά και συνέπειες απ' όλες τις διώξεις του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού στο 19ο και τον 20ό αι.
2. Σύντομη ιστορική επισκόπηση
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως τα κτηριακά συγκροτήματα των μεγάλων βυζαντινών μονών θα περιέλθουν στους κατακτητές και τα περισσότερα θα μετατραπούν σε τεμένη,1 (όπως η Αγία Θεοδοσία (Gül camii), οι Άγιοι Θεόδωροι (Kilise camii), η Μονή του Λιβός (Fenari İsa camii), η Μονή Μυρελαίου (Bodrum camii), η Παμμακάριστος (Fethiye camii), η Μονή του Χριστού Παντεπόπτου (Eski İmaret), η Μονή Παντοκράτορος (Zeyrek camii), η Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (Küçük Aya Sofya camii), η Μονή Στουδίου (İmrahor camii), η Μονή της Χώρας (Kariye camii), ο Άγιος Ανδρέας Εν Τη Κρίσει (Koca Mustafa Paşa camii), η Μονή Ακαταλήπτου Χριστού (Kalenderhane camii), οι Άγιοι Πέτρος και Μάρκος (Atik Mustafa Paşa camii), ο Άγιος Ιωάννης Εν Τρούλλω (Ahmet Paşa mescidi) και η Αγία Θέκλα (Toklu İmbrahim Dede mescidi). Αρκετά μνημεία όπως η μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων θα καταστραφούν,2 ενώ ορισμένοι βυζαντινοί ναοί θα τύχουν διαφορετικής χρήσης, όπως η Αγία Ειρήνη, η οποία μετατράπηκε σε οπλοστάσιο3 και αργότερα σε μουσείο, και οι Άγιοι Απόστολοι, στη θέση των οποίων χτίστηκε το τεμένος Fatih. Η στέγαση των λατρευτικών αναγκών του χριστιανικού πληθυσμού της εντός των τειχών πόλεως εξωθήθηκε απ’ το κέντρο της πόλης και οι ενοριακές εκκλησίες διατηρήθηκαν στις περιοχές των παραλίων του Κερατίου (Balatkapı, Fener, Ayakapı), των παραλίων της θάλασσας του Μαρμαρά (Kumkapı, Yenikapı, Samatya) και κοντά στα χερσαία τείχη της πόλεως (Belgradkapı, Silivrikapı, Topkapı, Sarmasık, Edirnekapı, Tekfursarayı, Eğrikapı, Ayvansaray).
Οι ναοί αυτοί μαρτυρούνται σε πηγές4 ήδη από το 16ο αι., πιστοποιώντας ταυτόχρονα πως η κατανομή των ενοριών έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα στο πολυσύνθετο πλέγμα των ανακατατάξεων που ακολούθησαν την Άλωση (κοινωνικών, οικονομικών, θρησκευτικών, κ.λπ.).
Συνεχείς ανακαινίσεις των ναών μαρτυρούνται στους επόμενους αιώνες, χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται επαρκώς η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους. Στοιχεία για την αρχιτεκτονική τους σπάνια μνημονεύονται σε πηγές, ενώ τα υφιστάμενα κτήρια είναι στην πλειονότητά τους κατασκευές του 18ου και κυρίως του 19ου αι. Στο τελευταίο συνετέλεσαν αρκετοί παράγοντες καταστροφών: εξωγενείς όπως οι φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές) αλλά και ενδογενείς, οφειλόμενοι κυρίως στις ανθρώπινες επεμβάσεις (καταστροφή από πολεμικά επεισόδια, ανακαινίσεις, εκ βάθρων ανακατασκευές, κ.λπ.). Οι ναοί της Κωνσταντινούπολης αντιμετώπισαν συχνά καταστροφές μεγάλης κλίμακας σε έκταση και ποσότητα. Καταστρέφονται από πυρκαγιές στις περιοχές Φαναρίου και Μπαλατά στα μέσα του 17ου αι. (στα 1640)5 ή στις αρχές του 18ου αι.6 Κατά την πυρκαγιά του 1720 θα πληγούν οι συνοικίες Φαναρίου και Πετρίου, ενώ ο Πατριαρχικός ναός θ’ ανοικοδομηθεί εκ θεμελίων. Στα επόμενα χρόνια στην πυρκαγιά του 1730 καταστρέφονται έντεκα ναοί στις περιοχές Φαναρίου και Μπαλατά.7
Την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πολλοί ναοί στην Κωνσταντινούπολη και τις γύρω περιφέρειες, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές, καταστρέφονται απ’ τον εξεγερμένο όχλο,8 ενώ αρκετοί από τους ναούς ανοικοδομούνται μετά τα 1830.
Στα 1923 ο ιερέας Παύλος Καραχισαρίδης ιδρύει το τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο, ανακηρύσσεται επικεφαλής του ως παπα- Ευθύμ και αναγνωρίζεται από το επίσημο τουρκικό κράτος στα πλαίσια της πολεμικής του τελευταίου προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.9 Στα 1924 καταλαμβάνει το ναό της Παναγίας Καφατιανής στο Γαλατά, όπου και εγκαθιστά την έδρα του, ενώ στην κατοχή του θα βρεθούν ο Άγιος Ιωάννης των Χίων, ο Άγιος Νικόλαος και o κατεδαφισμένος σήμερα ναός του Σωτήρος στο Γαλατά. Οι παραπάνω ναοί καθώς και μέρος της περιουσίας των κοινοτήτων κατασχέθηκαν για τις ανάγκες των (κατά βάση ανύπαρκτων) Τούρκων ορθοδόξων.
Σημαντικό πλήγμα θα δεχθούν οι ναοί των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1955. Οι περισσότεροι ναοί θα λεηλατηθούν και ορισμένοι θα καταστραφούν ολοσχερώς.10 Το οικονομικό βάρος της επισκευής των ναών θα σηκώσουν οι κοινότητες, καθώς οι αποζημιώσεις του τουρκικού κράτους υπήρξαν περιορισμένες σε σχέση με την οικονομική αποτίμηση της καταστροφής.
3. Η αρχιτεκτονική των ναών
Οι περισσότεροι και σήμερα σε χρήση ενοριακοί ναοί στην Κωνσταντινούπολη και τις εγγύτατές της μητροπολιτικές περιφέρειες Δέρκων, Χαλκηδόνος και Πριγκηποννήσων, είναι τρίκλιτες βασιλικές. Οι τρουλλαίοι ναοί αριθμούν μικρό ποσοστό των ενοριακών ναών ενώ χρονολογικά κατατάσσονται μετά τα μέσα του 19ου αι. Εξαιρέσεις αποτελούν δυο ναοί οι οποίοι ανοικοδομούνται εκ βάθρων: της Αγίας Ευφημίας Χαλκηδόνος (1832) και του Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά Υψωμαθείων (Samatya) (1834). Ο πρώτος τρουλλαίος ναός που ανοικοδομείται μετά τις μεταρρυθμίσεις του Tanzimat είναι ο Άγιος Νικόλαος Χάλκης (1857), ενώ ακολουθεί ο Άγιος Αθανάσιος Ταταούλων, ο οποίος οικοδομείται με κωδωνοστάσιο στα 1858.
Οι καταστροφές που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821, αλλά και των γεγονότων του 1955, συνιστούν βαθιές τομές στην αρχιτεκτονική των ναών, εξαφανίζοντας συχνά πολύτιμα στοιχεία ιστορικής τεκμηρίωσης και συνέχειας, ενώ παράλληλα δυσχεραίνουν σημαντικά την έρευνα. Στην πλειονότητα των μνημείων διαπιστώνεται μια οικοδομική φάση ανακαίνισης μεγάλης έκτασης ή εκ βάθρων ανέγερσης γύρω στο α΄ τρίτο του 19ου αι.,11 ενώ η τεκμηρίωση προγενέστερων οικοδομικών φάσεων απαιτεί πρόσθετη διερεύνηση. Καθίσταται ωστόσο εφικτή η διατύπωση ορισμένων τυπολογικών και μορφολογικών παρατηρήσεων12 οι οποίες συνοπτικά έχουν ως εξής:
3. 1. Τυπολογικά στοιχεία
Κυριαρχεί ο ενιαίος πρισματικός όγκος, εντός του οποίου αναπτύσσεται γυναικωνίτης κυρίως στη δυτική πλευρά, σε όροφο. Συχνά το διαθέσιμο οικόπεδο έχει περιορισμένη έκταση μέσα στον αστικό ιστό και οι ναοί έχουν περιορισμένο αύλειο χώρο. Η στέγασή τους γίνεται κυρίως με δικλινείς στέγες, χωρίς τις χαρακτηριστικές αποτμήσεις που συναντάμε συχνά στη ναοδομία της περιόδου, ενώ συναντάμε σύνθετες στεγάσεις σε προεκτάσεις του νάρθηκα στη δυτική κυρίως πλευρά, όπως στους ναούς της Παναγίας Σούδας Eğrikapı, Παναγίας Χατζεριώτισσας Tekfursaray και αμφίπλευρα στον Άγιο Γεώργιο Edirnekapı. Οι μεταγενέστερες προσθήκες νάρθηκα, συχνά με ελαφρές ξύλινες κατασκευές, αποτελούν ένα τυπολογικό στοιχείο των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αι. με το οποίο επεκτείνεται ο ναός προς δυσμάς, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετείται η μετάβαση στον υπαίθριο χώρο.
Σε αντίθεση με τα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία διακρίνονται για τις συνθετικές αναζητήσεις των όψεών τους, οι μεταβυζαντινές βασιλικές έχουν λιτές εξωτερικές όψεις με περιορισμένο αριθμό ανοιγμάτων και μόνον η δυτική τους όψη παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Αναλύεται στα ανοίγματα των παραθύρων και των θυρωμάτων στο ισόγειο, ενώ στον όροφο όπου εσωτερικά χωροθετείται ο γυναικωνίτης, συναντάμε δεύτερη σειρά ανοιγμάτων, όπως στους ναούς Εισοδίων Θεοτόκου Πέραν (Galatasaray), Παναγίας Σούδας Eğrikapı, Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή. Στο χώρο του αετώματος (αντίθετα με τις βασιλικές της βόρειας Ελλάδας και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπου απαντούν ανοίγματα μικροτέρων διαστάσεων –φεγγίτες– σε ποικίλα σχέδια), επικρατεί διάταξη με τρία παράθυρα,13 η οποία καλύπτει τις ανάγκες φωτισμού του γυναικωνίτη, όταν δεν υπάρχουν άλλα ανοίγματα. Σπανιότερα συναντάμε στοές με τοξοστοιχίες, όπως στους ναούς Αγίου Νικολάου Τζιβαλίου, Πατριαρχικό ναό Αγίου Γεωργίου, Παναγίας Καφατιανής Γαλατά, ή πεσσοστοιχίες, όπως στους ναούς Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή, Αγίας Παρασκευής Πικριδίου (Hasköy), Εισοδίων Θεοτόκου Πέραν, Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουμαριωτίσσης Νεοχωρίου (Yeniköy), Κοιμήσεως Θεοτόκου Διπλοκιονίου (Beşıktaş). Ωστόσο οι στοές αυτές μεταγενέστερα κλείνουν με υαλοστάσια ή αλλοιώνονται με την πλήρωση των τόξων και τη δημιουργία παραθύρων, όπως στους ναούς Αγίου Νικολάου Νεοχωρίου (Yeniköy) και Παναγίας Βαλίνου.
Εσωτερικά οι περισσότεροι ναοί έχουν τρία κλίτη, με το κεντρικό ευρύτερο των πλαγίων και θολοσκεπές. Τα πλάγια κλίτη συχνά στεγάζονται με επίπεδες ή κεκλιμένες οροφές, ενώ το δάπεδό τους υψώνεται κατά μια βαθμίδα σε σχέση με το κεντρικό κλίτος. Οι εσωτερικές κιονοστοιχίες αποτελούνται συνήθως από 4, 5 ή 6 ζεύγη κιόνων (σε μεγάλους ναούς συναντάμε μέχρι 8 ζεύγη κιόνων). Αρκετοί ναοί έχουν μόνο μια αψίδα, ενώ οι μεγαλύτερου μεγέθους ναοί τρεις.
3. 2. Μορφολογικά στοιχεία
Σε πλήρη αντίθεση με τις περίτεχνα διακοσμημένες όψεις των βυζαντινών μνημείων της πρωτεύουσας, οι όψεις των τρίκλιτων μεταβυζαντινών βασιλικών είναι λιτές ενώ σπανίζουν τα διακοσμητικά στοιχεία, εκφράζοντας μιαν έντονη εσωστρέφεια. Τα λιγοστά τους ανοίγματα παρουσιάζουν κάποια κανονικότητα, ώστε τα παράθυρα του κυρίως ναού να είναι τοποθετημένα αξονικά ως προς τις εσωτερικές κιονοστοιχίες. Με τη διάρθρωση αυτή επιτείνεται η εντύπωση του μήκους της όψης. Στη δυτική όψη ενίοτε συναντάμε κάποια προσπάθεια συνθέσεως των ανοιγμάτων των επιγραφών κ.λπ., ενώ διακρίνεται κάποιος στοιχειώδης διαχωρισμός σε ζώνες, όπως στους ναούς Αγίων Θεοδώρων Βλάγκας και τον Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Σε ορισμένες περιπτώσεις και η όψη αυτή είναι εξαιρετικά απλή όπως στο ναό του Αγίου Μηνά Υψωμαθείων. Στο χώρο του αετώματος επικρατεί διάταξη με τρία παράθυρα, τα οποία είναι συνήθως ορθογώνια. Ενίοτε τα πλάγια ακολουθώντας τη μορφή της στέγης έχουν κεκλιμένο το πρέκι. Στη θέση αυτή άλλοτε συναντάμε κυκλικούς φεγγίτες ή διατάξεις με τον κεντρικό κυκλικό και αμυγδαλόσχημους τους πλάγιους. Στοές στις όψεις με τοξοστοιχίες ή πεσσοστοιχίες, είναι σπάνιες ενώ μεταγενέστερα κλείνουν με υαλοστάσια ή αλλοιώνονται. Αρχικά οι όψεις είχαν εμφανή τοιχοποιία και μεταγενέστερα επιχρίσματα,14 όπως στους ναούς Αγίου Φωκά Μεσαχώρου (Ortaköy), Παναγίας Σούδας Eğrikapı,Παναγίας Χατσεριώτισσας Tekfursaray και Αγίου Δημητρίου Πριγκήπου, ενώ σπανιότερα συναντάμε επένδυση με ισοδομικούς λίθους, όπως ναούς Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή και Αγίου Δημητρίου Ταταούλων.
Σε αντίθεση με τα βυζαντινά μνημεία της πρωτεύουσας, η κόγχη του ιερού δε φέρει διάκοσμο, ενώ συχνά είναι δυσπρόσιτη στον επισκέπτη. Η κόγχη του ιερού διαμορφώνεται συνήθως με ημικυκλική κάτοψη εξωτερικά και εσωτερικά. Πολυγωνικές αψίδες συναντάμε στους ναούς Θείας Ανάληψης Υψωμαθείων (πεντάπλευρη) και Παναγίας Καφατιανής (εννιάπλευρη). Στους ναούς Αγίου Γεωργίου Ποτηρά και Αγίου Μηνά Υψωμαθείων, η κόγχη του ιερού αφανής εξωτερικά, διαμορφώνεται καμπύλη ή με αναβαθμούς εσωτερικά.
Εσωτερικά των ναών κυριαρχούν οι στεγάσεις με χαμηλά και ελλειπτικά τόξα στο κεντρικό κλίτος, ενώ επίπεδες διαμορφώνονται οι οροφές των πλάγιων κλιτών. Η συνηθέστερη κάλυψη αποτελείται από σανίδες και απλές αρμοκαλύπτρες, είναι δε τυπική σε αρκετούς όψιμους ναούς, ενώ σε πρώιμους απαντούν διασταυρούμενες αρμοκαλύπτρες (μπακλαβωτές). Ψευδοροφές από μπαγδατί συναντώνται σε αρκετούς ναούς, όπως ο Άγιος Φωκάς Μεσαχώρου (Ortaköy), ο Άγιος Δημήτριος Ξηροκρήνης (Kuruçeşme), ο Ευαγγελισμός Θεοτόκου Βαφεοχωρίου (Boyacıköy), ο Άγιος Νικόλαος Νεοχωρίου (Yeniköy), οι Άγιοι Θεόδωροι Βλάγκας, ο Άγιος Μηνάς Υψωμαθείων, το Γενέθλιον Θεοτόκου Βελιγραδίου και ο Προφήτης Ηλίας Χρυσουπόλεως (Üsküdar). Η οροφή του κεντρικού κλίτους διαμορφώνεται καμπύλη συχνά με νευρώσεις, ενώ οι οροφές των πλάγιων κλιτών είναι επίπεδες.15 Τέλος εντοπίζονται και ορισμένες ψευδοροφές σύνθετης μορφής, με συνδυασμό τόξων και σταυροθολίων, όπως στους ναούς Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή και Αγίου Δημητρίου Πριγκήπου, αλλά όχι τμήματα ημισφαιρίων (θολίσκων).16
Στις κιονοστοιχίες έχουμε πρώιμα τόξα ισλαμικών επιδράσεων, τα οποία συναντάμε κυρίως σε ναούς του τέλους του 18ου αι., όπως στους ναούς Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (μετόχι Μονής Σινά) ή Αγίου Δημητρίου Ξυλοπόρτης (Ayvansaray). Ημικυκλικά τόξα στις κιονοστοιχίες έχουμε στους ναούς Εισοδίων Θεοτόκου Πέραν, Αγίου Νικολάου Γαλατά, Παναγίας Καφατιανής, Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, Αγίου Δημητρίου Ξηροκρήνης (Kuruçeşme), Αγίων Θεοδώρων Βλάγκας, Παμμ. Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος (Arnavutköy), Αγίου Δημητρίου Πριγκήπου, Προφήτου Ηλία Χρυσουπόλεως (Üsküdar), Μεταμορφώσεως Σωτήρος Kandilli, Αγίου Στεφάνου Yeşilköy, ενώ αλληλοτεμνόμενα ημικυκλικά και ελλειπτικά τόξα σχηματίζουν την τοξοστοιχία του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά . Τα επιστύλια χρησιμοποιούνται επίσης συχνά εξαιτίας του μικρού ύψους της στέγης των ναών (αποτελούν μιαν απλούστερη και οικονομικότερη κατασκευή απ’ τα τόξα με το μπαγδατί). Αντίστοιχα η εξωτερική διαμόρφωση των ξύλινων υποστυλωμάτων σε πεσσούς (με ξυλεπένδυση) αντί κιόνων, είναι επίσης απλούστερη κατασκευαστικά σε σχέση με την επένδυση από μπαγδατί ή την περιέλιξη με σχοινί. Πεσσοστοιχίες συναντάμε στους ναούς Αγίας Παρασκευής Πικριδίου (Hasköy), Κοιμήσεως Θεοτόκου Διπλοκιονίου (Beşiktaş), Ευαγγελισμού Θεοτόκου Βαφεοχωρίου (Boyaciköy), Θείας Ανάληψης Υψωμαθείων, Αγίου Νικολάου Topkapı, Παναγίας Χατσεριώτισσας Tekfursaray, Αγίας Παρασκευής Βαθυρρύακος (Büyükdere) και Κοιμήσεως Θεοτόκου Πριγκήπου.
Το στηθαίο του γυναικωνίτη διαμορφώνεται με ξύλινη κατασκευή ή από μπαγδατί, η οποία μέχρι τα μέσα του 19ου αι. παρουσιάζει πλαστικότητα στις μορφές, μεταγενέστερα ακολουθεί τις δυτικές επιδράσεις και εμφανίζεται ευθύγραμμο. Χαρακτηριστικό κοιλόκυρτο σχήμα έχει το στηθαίο του γυναικωνίτη στους ναούς Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά, Αγίου Γεωργίου Edirnekapı, Αγίου Γεωργίου Ποτηρά Φαναρίου και Παναγίας των Ουρανών Salmatobruk. Σε ναούς της πρωτεύουσας εντοπίζονται διώροφοι γυναικωνίτες όπως στον Πατριαρχικό ναό Αγίου Γεωργίου και τον Άγιο Φωκά Μεσαχώρου (Ortaköy).
Τα υψηλά ξυλόγλυπτα τέμπλα με τις μπαρόκ επιδράσεις (μοναδικής τέχνης κειμήλια των κωνσταντινοπολίτικων ναών) αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της ξυλογλυπτικής μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Σώζονται σε ελάχιστους ναούς της Κωνσταντινουπόλεως αυτά που διέφυγαν τις αλλεπάλληλες καταστροφές: στον Πατριαρχικό ναό Αγίου Γεωργίου, Εισοδίων Θεοτόκου Πέραν, Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, Αγίας Παρασκευής Πικριδίου (Hasköy), Παμμ. Ταξιαρχών Μεγάλου Ρεύματος (Arnavutköy), Αγίου Γεωργίου (μετόχι Παναγίου Τάφου), Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (μετόχι Μονής Σινά), Καθολικού Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης.
Στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα η ξυλογλυπτική επηρεάζεται σημαντικά από τις εξελίξεις της μαρμαρογλυπτικής και η αισθητική στρέφεται στις ευρωπαϊκές επιδράσεις με στοιχεία από το στιλιστικό ιδίωμα της Β’ Γαλλικής αυτοκρατορίας (Second Empire). Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν τα τέμπλα του Αγίου Φωκά Μεσαχώρου (Ortaköy) και του Ευαγγελισμού Θεοτόκου Βαφεοχωρίου (Boyaciköy), με τονισμένο το κεντρικό τους τμήμα, ενώ διαφέρουν από τα ανάλογα του ελλαδικού χώρου.
Τα κωδωνοστάσια των ναών αποτελούν ανεξάρτητες όψιμες κατασκευές, συνήθως είναι μορφής πύργου, ενώ ποικίλλουν ως προς την πολυτέλεια και την ποιότητα της κατασκευής.
Μετά τα μέσα του 19ου αι. καθώς μεταβάλλεται το θεσμικό πλαίσιο οικοδομούνται νέοι τρουλλαίοι ναοί με κωδωνοστάσια, όπως ο Άγιος Αθανάσιος Ταταούλων που οικοδομείται στα 1858, ενώ προϋπάρχοντες ναοί θα ανακαινισθούν ως τρουλλαίοι. Οι σπουδαιότεροι ναοί είναι: ο Άγιος Νικόλαος Χάλκης (1857), η Αγία Παρασκευή Θεραπείων (Tarabya) και ο Άγιος Νικόλαος Πριγκήπου (1860), οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Σταυροδρομίου (1861), οι Δώδεκα Απόστολοι Feriköy (1868), ο Προφήτης Ηλίας Μεγάλου Ρεύματος (Arnavutköy) (1871), η Αγία Τριάδα Taksim (1876), η Αγία Τριάδα Kadıköy (1905), η Μεταμόρφωση Σωτήρος Şişli (1890), ο Ευαγγελισμός Θεοτόκου Προπόδων Ταταούλων (1893), η Αγία Κυριακή Κοντοσκαλίου (1894), η Παναγία Ελπίδα Κοντοσκαλίου (1895) (Kumkapı), ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος Αντιγόνης (1899). Οι ναοί αυτοί ανήκουν στον τύπο της σταυρικής τρουλλαίας βασιλικής, ενίοτε αποτελούν έργα διπλωματούχων μηχανικών, εμφανίζουν επιδράσεις από την ελλαδική ναοδομία, ενώ χρησιμοποιούν με ιδιαίτερη ευχέρεια το λεξιλόγιο του εκλεκτικισμού. Είναι γνωστά τα ονόματα των αρχιτεκτόνων ορισμένων ναών: ο Άγιος Νικόλαος Χάλκης αποδίδεται στο Χατζη-Στεφανή Γαϊτανάκη, ο Άγιος Αθανάσιος Ταταούλων στους κάλφα Παναγιώτη και Χατζή-Κωστή Μαλτεζάκη, οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Σταυροδρομίου στον κάλφα Κ. Γ. Καρατζά, οι Δώδεκα Απόστολοι Feriköy και η Αγία Τριάδα Taksim στο Βασιλάκη Μπέη Ιωαννίδη, ο Προφήτης Ηλίας Μεγάλου Ρεύματος στον αρχιτέκτονα Πασχάλη, η Μεταμόρφωση Σωτήρος Şişli στον Alexandre Vallaury, ο Ευαγγελισμός Θεοτόκου Ταταούλων στον Πετράκη Δ. Μεϊμαρίδη, η Αγία Κυριακή Κοντοσκαλίου στον Περικλή Φωτιάδη, ηΠαναγία Ελπίδα Κοντοσκαλίου στον κάλφα Βασίλη Τσιλένη και ο Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος Αντιγόνης στο Νικόλαο Δημάδη.
Η αρχιτεκτονική τους διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με την προγενέστερη των τρίκλιτων βασιλικών, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα και τις πλαστικές και μορφολογικές αναζητήσεις των δημιουργών τους. Ταυτόχρονα πιστοποιούν την τελευταία μεγάλη άνθηση του ελληνορθόδοξου στοιχείου της Κωνσταντινούπολης.
1. Βλ. Müller-Wiener, W. – Schiele, R. – Schiele, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977). 2. Βλ. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier des Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939). 3. Βλ. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantine (Paris 1953), σελ. 103 - 6. 4. Βλ. Gilles, P., The antiquities of Constantinople, Ball, J. (μτφρ.) (London 1729), που επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη το 1547, ενώ παρατίθεται και χάρτης με τα κυριότερα μνημεία, βλ. πίν. 2, «The delineation of Constantinople as it stood in the year 1422 before it fell under the dominion of the Turks». Επίσης βλ. Heineccius, J.-M., D. Eigentliche und wahrhafftige Abbildung der alten und neuen Griechischen Kirche... (Leipzig 1711), με στοιχεία του 1573. Δέκα χρόνια αργότερα , στα 1583, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη ο Ρώσος μοναχός Tryphon Karabeinikov και στα 1604 ο Αντώνιος Πατεράκης. Τις δυο πηγές αναφέρει ο Αλ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς στο δημοσίευμά του «Ναοὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸ 1583 καὶ 1604», ΚΕΦΣ 28 (1904), σελ. 118-138, με συμπληρωματικές παρατηρήσεις με μορφή σημειώσεων από τον Ξ. Σιδερίδη, στις σελ. 139-143. 5. Βλ. Κομνηνός-Υψηλάντης, Αθ., Ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν, τῶν εἰς δώδεκα, βιβλίον Η’, Θ’ καὶ Ι’, ἤτοι, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, (1453-1789) (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 144. 6. Βλ. Κομνηνός-Υψηλάντης, Αθ., Ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν, τῶν εἰς δώδεκα, βιβλίον Η’, Θ’ καὶ Ι’, ἤτοι, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, (1453-1789) (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 313. 7. Βλ. Κομνηνός-Υψηλάντης, Αθ., Ἐκκλησιαστικῶν καὶ πολιτικῶν, τῶν εἰς δώδεκα, βιβλίον Η’, Θ’ καὶ Ι’, ἤτοι, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, (1453-1789) (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 327-8. 8. Στις 22 Απριλίου 1821 καταστρέφονται 13 ναοί στην περιοχή Φαναρίου, βλ. Δεσποτόπουλος, Αλ., «Η στάση του σουλτάνου ύστερα από την έναρξη της επαναστάσεως στην Ελλάδα. Νέοι άγριοι διωγμοί. Απαγχονισμός του Πατριάρχη», ΙΕΕ τόμ. ΙΒ’, σελ. 135. 9. Ο παπα-Ευθύμ και το τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ και από κανένα χριστιανικό δόγμα ή άλλη θρησκεία, βλ. Βερέμης, Αθ., «Οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος (1923-1925)», ΙΕΕ τόμ. ΙΕ’, σελ. 287. 10. Βλ. Βρυώνης, Σ., Ο μηχανισμός της καταστροφής, το τουρκικό πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 και ο αφανισμός της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 2007), σελ. 599-602, πίν. 56, με τις αναλυτικές ζημιές που υπέστησαν οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες. 11. Για τις κτητορικές επιγραφές των ναών βλ. Δράκος, Ε., «Ἐν τῇ Ἀρχιεπισκοπῇ Κωνσταντινουπόλεως σύγχρονοι ἑλληνικαὶ ἐπιγραφαὶ», Ἐκκλησιαστικαὶ σελίδες, ἤτοι Σμύρνης ἱεράρχαι ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς μέχρι σήμερον, ἑπτᾶ μοναστήρια Μοσχονησίων καὶ ἐπίσημα ἔγγραφα ἐν οἷς σιγίλλια, ὑπομνήματα καὶ χρυσόβουλα (Αθήνα 1891), σελ. 77-100. Επίσης βλ. Karaca, Z., İstanbul’ da Osmanlı Dönemi Rum Kiliseleri (İstanbul 2001). 12. Βλ. Τσιτιμάκη, Μ., «Παρατηρήσεις στις τρίκλιτες βασιλικές της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως (19ος αι.)», Δελτίον Εταιρείας Μελέτης της Καθ’ Ημάς Ανατολής Α΄ (Αθήνα 2004), σελ. 187-204. 13. Συχνά ο κεντρικός φεγγίτης διαφέρει σε μέγεθος και σχέδιο από τους πλάγιους. Βλ. Μπούρας, Χ. (επιμ.), Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, Ι-VI, σποράδην· Μουτσόπουλος, Ν., Εκκλησίες του νομού Φλώρινας (Θεσσαλονίκη 2003)· Μουτσόπουλος, Ν., «Οι Εκκλησίες του νομού Πέλλης», ΙΜΧΑ, τόμ. 138 (Θεσσαλονίκη 1973). Επίσης βλ. Αρώνη, Α. – Θεοχαρίδου, Κ. – Μπελίτσος, Θ. – Σηφουνάκης, Ν. – Χρυσάφη, Μ., Ναοί και Εξωκκλήσια της Λήμνου (Αθήνα 1999). 14. Επιχρίσματα συναντάμε και σε ναούς της Λήμνου. 15. Στη ναοδομία των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου συναντάμε σταυροθόλια στην κάλυψη των πλάγιων κλιτών σε ναούς της Χίου, της Λέσβου και της Λήμνο, ενώ στη ναοδομία της Ίμβρου εντοπίζονται οι περισσότερες επιρροές από την Κωνσταντινούπολη. 16. Οι θολίσκοι στις ψευδοροφές τρίκλιτων ναών είναι συνήθεις, βλ. Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου, Θ., Ἐκκλησίες 5 (1998), σελ. 133-149, 142· Μουτσόπουλος, Ν., «Οι Εκκλησίες του νομού Πέλλης», ΙΜΧΑ, τόμ. 138 (Θεσσαλονίκη 1973), σελ. 225, 253, 259.
|
|
|