Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

1. Εισαγωγή

Τα Πάτρια είναι λογοτεχνικό είδος αφιερωμένο στην ιστορία, την τοπογραφία, τα μνημεία και τους θρύλους μιας πόλης. Έλκει την καταγωγή του από το έργο του Καλλινίκου της Πέτρας (3ος αι. μ.Χ.), που έγραψε για τη Ρώμη. Παρόλο που οι συγγραφείς τον 5ο και 6ο αιώνα καταπιάνονται με πολιτείες στις επαρχίες, όπως μεταξύ άλλων η Ταρσός, η Νίκαια και η Μίλητος, μετά τον 6ο αιώνα αυτό το λογοτεχνικό είδος εστιάζει αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη.1

Ο όρος «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» είναι συμβατική ονομασία· αποδίδεται σε μια συλλογή κειμένων που ανήκουν σε αυτό το είδος και είναι αφιερωμένα στην Κωνσταντινούπολη. Η συλλογή, όπως έχει διασωθεί, περιλαμβάνει τα ακόλουθα κείμενα:2 τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ησύχιου του Μιλήσιου, το συμπίλημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί του 8ου αιώνα, τη Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας, που γράφτηκε πιθανότατα τον 9ο αιώνα, τα Πάτρια που χρονολογούνται γύρω στο 995, τις λεγόμενες “recensiones topographicae” (τοπογραφικές συνόψεις) και τέλος ένα μεταβυζαντινό κείμενο, τη Θαυμαστή Διήγηση για τη στήλη του Ξηρόλοφου στην Κωνσταντινούπολη.3 Η σχέση ανάμεσα σε αυτά τα κείμενα, ειδικά μεταξύ των Παραστάσεων και των Πατρίων του 10ου αιώνα, είναι εξαιρετικά περίπλοκη.4

Παρόλο που τα Πάτρια παρέχουν πολύ σημαντικές πληροφορίες για την Πόλη, τα πραγματικά γεγονότα συχνά συνδυάζονται (και συγχέονται) με μύθους, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο την αξία του έργου ως ιστορικής πηγής. Από την άλλη, τα Πάτρια προσφέρουν ενδελεχή ματιά στη νοοτροπία ορισμένων τμημάτων του λαού της Κωνσταντινούπολης και αποτελούν μαρτυρία για τη σταδιακή μετατροπή της σε μεσαιωνική πολιτεία.

2. Τα «Πάτρια» του ιλλούστριου Ησύχιου του Μιλήσιου

Ο Ησύχιος από τη Μίλητο, ο επονομαζόμενος ιλλούστριος, ήταν παγανιστής ιστορικός που έδρασε τον 6ο αι. μ.Χ. Το έργο του Χρονική Ιστορία, που σήμερα σώζεται αποσπασματικά, ήταν μια οικουμενική ιστορία που ξεκινά με τον Ασσύριο βασιλιά Bel και τελειώνει με το θάνατο του αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ το 518. Μέρος αυτού του έργου, που πραγματεύεται την ιστορία της πόλης του Βυζαντίου μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄, τροποποιήθηκε και περιλήφθηκε στα Πάτρια του 10ου αιώνα. Σε αυτά συνδυάζονται δημιουργικά τα πραγματικά γεγονότα με θρύλους.5

3. «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί»

Οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί, το καλύτερα μελετημένο κείμενο των Πατρίων, είναι ανώνυμο έργο. Περιλαμβάνουν πληροφορίες για πληθώρα θεμάτων σε τμήματα αφιερωμένα στα αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης, όπως εκκλησίες, αγάλματα και τον Ιππόδρομο και τα μνημεία του. Το κείμενο των Παραστάσεων είναι γνωστό από ένα μοναδικό χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται τώρα στο Παρίσι (Par.gr. 1336) και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Η συγγραφή του ανάγεται κατά κανόνα στον 8ο αιώνα.6 Το γεγονός ότι σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, σε συνδυασμό με το ότι το κείμενο είναι κατά τόπους παραφθαρμένο και δυσνόητο, δείχνει ότι οι Παραστάσεις ήταν ενδεχομένως ένα ανολοκλήρωτο συμπίλημα διάφορων πηγών, που συγκεντρώθηκαν από άγνωστο εκδότη ή εκδότες, και ως τέτοιο πιθανώς παρουσιάζει ενδιάμεσο στάδιο στην πατριογραφική παράδοση.7 Το ότι το κείμενο βρίσκεται σε ενδιάμεση κατάσταση αντικατοπτρίζεται στην έλλειψη οποιασδήποτε στιλιστικής και θεματικής ενότητας, καθώς ορισμένα θέματα, όπως ο Ιππόδρομος, περιλαμβάνονται περισσότερες από μία φορές.

Στις Παραστάσεις υπάρχει προτίμηση στα "θαύματα" και μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξ ακοής μαρτυρία. Το ύφος των εγγραφών ή λημμάτων είναι εξαιρετικά διδακτικό και υπάρχουν αναφορές σε φιλοσόφους και εραστές της γνώσης, που ήταν οι μόνοι ικανοί να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν το βαθύτερο νόημα των μνημείων της πόλης, το οποίο συχνά ήταν κρυμμένο. Εξαιτίας αυτού του υποτιθέμενου μυστικού νοήματος της αρχαίας τέχνης, διατυπώνεται μια δυσπιστία προς τα παγανιστικά αγάλματα, η οποία σηματοδοτεί μια αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων της Κωνσταντινούπολης.8

Οι απόψεις των μελετητών για τις Παραστάσεις ποικίλλουν. Η γλώσσα του έργου έχει χαρακτηριστεί «ανόητη πρόζα, όπου μάταια ψάχνει κανείς για κάποιου είδους τάξη, χρονολογική ή λογική [...]».9 Έχει επίσης θεωρηθεί «ένα είδος τουριστικού οδηγού για τα αξιοπερίεργα της Κωνσταντινούπολης»,10 αν και αυτή η τελευταία άποψη έχει πολύ σωστά αμφισβητηθεί, καθώς το κείμενο, τουλάχιστον στην παρούσα μορφή του, αποτυγχάνει να εντάξει την πληροφορία που παρέχει στον ευρύτερο αστικό ιστό της Κωνσταντινούπολης.11 Άλλοι το θεωρούν «προϊόν […] ενός είδους τοπικής ιστορικής κοινότητας»,12 μιας ομάδας από αυτοδίδακτους «φιλοσόφους». Τέλος, τα περιεχόμενά του έχουν ερμηνευτεί ως ένα «πολιτικού χαρακτήρα κείμενο που εναντιώνεται στη λατρεία του Κωνσταντίνου Α΄, η οποία αναπτύσσεται επί εικονομάχων αυτοκρατόρων και των διαδόχων τους», προειδοποιώντας για τις κακοποιές μαγικές δυνάμεις των παγανιστικών αγαλμάτων.13

Οι Παραστάσεις έχουν συχνά θεωρηθεί πηγή της βυζαντινής απάντησης στην αρχαία γλυπτική, παρόλο που τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κειμένου και η αποδοχή του συνήθως δε λαμβάνονται υπόψη.14 Εκτενή μέρη των Παραστάσεων σε μια συντετμημένη και απλουστευμένη μορφή είχαν ενσωματωθεί στον επονομαζόμενο «Ανώνυμο του Treu» κώδικα,15 ο οποίος χρονολογείται το 10ο αιώνα.

4. Η «Διήγησις περί της οικοδομής της Αγίας Σοφίας»

Η Διήγησις αποτελεί ένα κατά φαντασίαν συνεκτικό και συχνά παράλογο χρονικό για την κατασκευή της Αγίας Σοφίας από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄, με ένα μέρος αφιερωμένο στις επισκευές του Ιουστίνου Β΄.16 Περιλαμβάνει επίσης μια περιγραφή των λειτουργικών κατασκευών (όπως ο άμβωνας), των σκευών και των ιερών λειψάνων στην Αγία Σοφία. Το αρχικό κείμενο αποτελεί συμπίλημα του β΄ μισού του 9ου αιώνα.17 Αργότερα η Διήγησις έγινε ελαφρώς εκτενέστερη και ενσωματώθηκε στα Πάτρια του 995.

Η Διήγησις περιλαμβάνει διάφορα πραγματολογικά λάθη. Για παράδειγμα, κάποιος αρχιτέκτονας Ιγνάτιος αντικαθιστά τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο, τους δύο πραγματικούς αρχιτέκτονες του οικοδομήματος. Βασικό θέμα είναι ότι ο Θεός, που αποκάλυψε το σχέδιο του ναού στον Ιουστινιανό με έναν άγγελο, ήταν ο εμπνευστής του έργου. Ο Θεός δείχνει την εύνοιά του για το νέο κτίριο με διάφορες παρεμβάσεις και ακόμα και άγγελοι εμφανίζονται να δίνουν συμβουλές επί τεχνικών θεμάτων. Γίνεται επίσης προσπάθεια να συνδεθεί η Αγία Σοφία με βιβλικά πρότυπα, ειδικά με το ναό της Ιερουσαλήμ. Το τεχνικό λεξιλόγιο του συγγραφέα είναι αρκετά ακριβές.18

Η Διήγησις μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα λατινικά, σλαβονικά και οθωμανικά, γεγονός που δείχνει πόσο δημοφιλής ήταν η αφήγηση αυτή.19

5. Τα «Πάτρια» του 10ου αιώνα

Τα Πάτρια του Ησύχιου Μιλήσιου, μεγάλο τμήμα του κειμένου των Παραστάσεων και η Διήγησις περί της Αγίας Σοφίας βρίσκονται ενσωματωμένα στα Πάτρια του 10ου αιώνα.20 Σε αντίθεση με τις Παραστάσεις, εντούτοις, τα Πάτρια σώζονται σε περισσότερα από 60 χειρόγραφα, τα οποία εμφανίζουν ορισμένη ποικιλία στο ύφος, τη δομή και το περιεχόμενο. Επιπλέον, τα Πάτρια είναι πολύ εκτενέστερο έργο, που περιλαμβάνει 20 κεφάλαια τα οποία δεν υπάρχουν στις Παραστάσεις, καθώς επίσης και προσθήκες στα υπόλοιπα κείμενα που έχει ενσωματώσει.

Το πιο ενδιαφέρον, και αρκετά ομοιογενές, τμήμα αποτελείται από διάφορα σημειώματα σχετικά με τα ιδρύματα και τα κτήρια της Κωνσταντινούπολης, τόσο εκκλησιαστικά (ναούς, μοναστήρια) όσο και κοσμικά (παλάτια, αριστοκρατικές επαύλεις). Υπάρχει μια τάση για συστηματική χρονολόγηση, με την αναφορά του αυτοκράτορα που βασίλευε την εποχή της ανέγερσης και άλλες χρονολογικές ενδείξεις. Εκτός από αυτά, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, τα Πάτρια του 10ου αιώνα κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.

Τα Πάτρια θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένα από τα τελικά στάδια της πατριογραφικής λογοτεχνίας της πρωτεύουσας.21 Παρ’ όλες τις παραλλαγές, το συμπίλημα δεν υπέστη ουσιαστικές μεταβολές μετά το 10ο αιώνα.

6. Οι “recensiones topographicae” (τοπογραφικές συνόψεις)

Κάποια στιγμή, τον 11ο αιώνα, ένας ή περισσότεροι εκδότες συστηματοποίησαν τις καταχωρίσεις των Πατρίων σχετικά με διάφορα μνημεία, έχοντας άξονα ορισμένες διαδρομές στην πόλη.22 Κρίνοντας από τον αριθμό των σωζόμενων χειρογράφων (μόνο 7), αυτή η νέα συνοπτική έκδοση δεν ήταν πολύ δημοφιλής. Η πλέον επιτυχημένη από τις συνόψεις αυτές ήταν αφιερωμένη στον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Σύμφωνα με τον Dagron, οι συγκεκριμένες συνόψεις υποδηλώνουν σημαντική αλλαγή, εφόσον παρουσιάζονται ως «επίσημα» και «αντικειμενικά» έργα σχετικά με την ιστορία και τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης, γραμμένα από μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, σε αντίθεση με το ανεπίσημο ύφος των Παραστάσεων ή των Πατρίων.23

7. Η «Θαυμαστή Διήγηση» για τη στήλη του Ξηρόλοφου στην Κωνσταντινούπολη

Αυτό το κείμενο, που χρονολογείται το 16ο αιώνα24 και γράφτηκε από τον Ιωάννη Μαλαξό,25 περιέχει μια εντελώς φανταστική ιστορία για τη στήλη του Ξηρόλοφου, του έβδομου λόφου της Κωνσταντινούπολης. Η στήλη αυτή, από την οποία μόνο η βάση σώζεται σήμερα, ανήκε αρχικά στο Φόρο του Αρκαδίου (που χτίστηκε περί το 400) και κοσμούνταν με αφηγηματικές σκηνές.26

Η ιστορία ξεκινά με το Βύζαντα και τελειώνει με το Λέοντα ΣΤ΄. Βασικός πρωταγωνιστής όμως είναι ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Σύμφωνα με τη Θαυμαστή Διήγηση, αυτός πρόσθεσε στο γλυπτό διάκοσμο της στήλης τη μελλοντική ιστορία της Κωνσταντινούπολης, μέχρι την εμφάνιση του «αντιχρίστου», όπως του είχε αποκαλυφθεί από κάποιο «φιλόσοφο και αστρολόγο Ιωάννη». Έτσι, ο Μαλαξός ήθελε να προβάλει μέσα από τη «Θαυμαστή ιστορία» την ιδέα ότι η μοίρα της Κωνσταντινούπολης ήταν πέρα από τον έλεγχο και την εξουσία των αυτοκρατόρων και των κατοίκων της· αντίθετα, είχε προαποφασιστεί νωρίτερα ακόμα και από την ίδρυσή της.27

Η Θαυμαστή Διήγηση εμφανίζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πατριογραφικής παράδοσης: οι πηγές είναι μπερδεμένες και χρησιμοποιούνται με τρόπο ώστε να υπηρετούν τους σκοπούς του συγγραφέα· το πραγματικό γεγονός συγχέεται με το φανταστικό και το μυθικό· και το αποτέλεσμα είναι, πέρα και πάνω από όλα, έργο της φαντασίας του συγγραφέα.



1. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 9-13.

2. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum I-II (Leipzig 1901-1907, ανατ. New York 1975).

3. Διήγησις θαυμαστή και πάνυ ωραία, έτι και ωφέλιμος, περί της στήλης του Ξηρολόφου, οπού ηυρίσκεται τανύν εν τη Κωνσταντινουπόλει, οπού καλείται σήμερον παρά των Αγαρηνών Αβράτ Παζάρι, στο Dagron, G. – Paramelle, J., “Un text patriographique. Le 'récit merveilleux, très beau et profitable sur la colonne du Xérolophos' (Vindob. Suppl. Gr. 172, fol. 43v-63v)”, Travaux et Mémoires 7 (1979), σελ. 491-523.

4. Βλ. την προσεγμένη ανάλυση των Cameron, A. – Herrin, J., Constantinople in the Eighth Century. The Parastaseis Syntomoi Chronikai (Leiden 1984), σελ. 2-9· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988).

5. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 23-29· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988), σελ. 38-39.

6. Cameron, A. – Herrin, J., Constantinople in the Eighth Century. The Parastaseis Syntomoi Chronikai (Leiden 1984), σελ. 17-29. Βλ. και τη βιβλιοκρισία του Kazhdan, A., στο Byzantinische Zeitschrift 80 (1987), σελ. 400-403, όπου ο Καζντάν προτείνει επιχειρήματα για μια χρονολόγηση στον ύστερο 8ο ή στις αρχές του 9ου αιώνα. Cameron, A., “Byzantium and the Past in the Seventh Century. The Search for Redefinition”, στο Fontaine, J. – Hilgarth, J.N. (επιμ.), Le septième siècle, changements et continuités (London 1992), σελ. 257, σημ. 18· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988).

7. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 30-31.

8. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles)2 (Travaux et Mémoires, Monographies 2, Paris 1985), σελ. 60. Για διαφορετική ερμηνεία βλ. James, L., “'Pray not to Fall into Temptation and Be on Your Guard': Pagan Statues in Christian Constantinople”, Gesta 35 (1996), σελ. 12-20.

9. Pargoire, J., βιβλιοκρισία στην έκδοση του Preger στο Byzantinische Zeitschrift 12 (1903), σελ. 334.

10. Mango, C., “Antique Statuary and the Byzantine Beholder”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 60· Mango, C., Byzantium. The Empire of New Rome (New York 1980), σελ. 80.

11. Cameron, A. – Herrin, J., Constantinople in the Eighth Century. The Parastaseis Syntomoi Chronikai (Leiden 1984), σελ. 29-31.

12. Cameron, A. – Herrin, J., Constantinople in the Eighth Century. The Parastaseis Syntomoi Chronikai (Leiden 1984), σελ. 53.

13. Kazhdan, A., “Parastaseis Syntomoi Chronikai”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 1586.

14. James, L., “'Pray not to Fall into Temptation and Be on Your Guard'. Pagan Statues in Christian Constantinople”, Gesta 35 (1996), σελ. 12-20· Bassett, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), με επιπλέον βιβλιογραφία, κυρίως της συγγραφέα.

15. Treu, M. (ed.), Excerpta Anonymi Byzantini ex codice Parisino Suppl. Gr. 607 A (Ohlau 1880).

16. Marichal, R., “La construction de Sainte-Sophie de Constantinople dans l'Anonyme grec (Xe siècle?) et les versions vieux-russess”, Byzantinoslavica 21 (1960), σελ. 238-259· Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 191-314· Vitti, E., Die Erzählung über den Bau der Hagia Sophia in Konstantinopel (Amsterdam 1986).

17. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 265-269.

18. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 280-281.

19. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 195.

20. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, στο Preger, T. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum II (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975), σελ. 151-209· Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 48-53· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988).

21. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 50-51.

22. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitanarum II (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975), σελ. 290-313.

23. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 51-55· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988), σελ. 87-148.

24. Dagron, G. – Paramelle, J., “Un text patriographique. Le 'récit merveilleux, très beau et profitable sur la colonne du Xérolophos' (Vindob. Suppl. Gr. 172, fol. 43v-63v)”, Travaux et Mémoires 7 (1979), σελ. 492.

25. Dagron, G. – Paramelle, J., “Un text patriographique. Le 'récit merveilleux, très beau et profitable sur la colonne du Xérolophos' (Vindob. Suppl. Gr. 172, fol. 43v-63v)”, Travaux et Mémoires 7 (1979), σελ. 508-509.

26. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 439-440.

27. Dagron, G. – Paramelle, J., “Un text patriographique. Le 'récit merveilleux, très beau et profitable sur la colonne du Xérolophos' (Vindob. Suppl. Gr. 172, fol. 43v-63v)”, Travaux et Mémoires 7 (1979), σελ. 491-504· Dagron, G., Constantinople imaginaire. Études sur le recueil des “Patria” (Paris 1984), σελ. 74-77.