1. Η πόλη του Βυζαντίου Αν και υπάρχουν ενδείξεις για εγκατάσταση πληθυσμού ήδη από το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ., η πρωιμότερη ουσιαστική κατοίκηση της περιοχής συντελέστηκε τον 7ο αι. π.Χ. με την ίδρυση της πόλης του Βυζαντίου,1 μιας αποικίας της ελληνικής πόλης των Μεγάρων. Η ονομασία προέρχεται από το θρυλικό ιδρυτή της Βύζα, γιο της νύμφης Σεμέστρης ή του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς.2 Υπάρχει αναφορά και για άλλον υποθετικό ιδρυτή, τον Άντη, και φαίνεται πως ο συνδυασμός των δύο ονομάτων σχημάτισε το τοπωνύμιο της πόλης. Η πόλη ήρθε στο προσκήνιο το 2ο αι. μ.Χ., όταν αντιτάχθηκε στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο Σεβήρος την ισοπέδωσε και στη συνέχεια την ξανάχτισε, μετονομάζοντάς τη σε Augusta Antonina προς τιμήν του γιου του. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια για το Βυζάντιο είναι λιγοστά. Αρκετά από τα αρχαία οικοδομήματα ενσωματώθηκαν στην καινούρια πόλη και διατηρήθηκαν καλά στη Βυζαντινή περίοδο.3 Ο Σεβήρος κατέστρεψε το αρχαίο τείχος, που περνούσε πολύ κοντά στην ανατολική πλευρά του χώρου που επρόκειτο να γίνει το Φόρο του Κωνσταντίνου, αλλά ξαναχτίστηκε αργότερα, στον 3ο αιώνα.4 Το νεκροταφείο της πόλης βρισκόταν εκτός των τειχών.5 Η ακρόπολη (στην τοποθεσία του Τοπκαπί) είχε τρεις ναούς, αφιερωμένους στην Αφροδίτη, στην Αρτέμιδα και στο θεό Ήλιο. Ένας άλλος ναός, αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, επίσης αναφέρεται στις πηγές. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο λιμάνια εντός των τειχών, το Βοσπόριον ή Προσφόριον στην 5η ρεγεώνα και το Νεώριον στην 6η, κοντά στο οποίο υπήρχε μια αγορά, που αργότερα αποτέλεσε το Στρατήγιον. Στα μνημεία συγκαταλέγονταν επίσης μια ακόμα αγορά, που ονομαζόταν Τετράστωον (και που αργότερα έγινε το Aυγουσταίον, νότια της Αγίας Σοφίας), το θέατρο στα ανατολικά της ακρόπολης, το αμφιθέατρο ή Κυνήγιον στην περιοχή των Μαγγάνων, που βρισκόταν στα ανατολικά της ακρόπολης, δύο λουτρά (τα λουτρά του Αχιλλέα, με ένα παρακείμενο Γυμνάσιο, και του Ζευξίππου), ο Ιππόδρομος και το υδραγωγείο του Ουάλη, που στην πραγματικότητα χτίστηκε από τον Αδριανό. Ο πληθυσμός του Βυζαντίου υπολογίζεται μεταξύ 20.000 και 50.000 κατοίκων. 2. Η επιλογή της τοποθεσίας Η δημιουργία αυτοκρατορικών τόπων διαμονής ήταν συνήθης πρακτική της Τετραρχίας. Παραδείγματα τέτοιων πόλεων αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, το Μιλάνο, η Νικομήδεια και η Θεσσαλονίκη. Η ίδρυση ή επανίδρυση μιας πόλης ως αυτοκρατορικού τόπου διαμονής συνοδευόταν από ένα περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο πρόγραμμα ανοικοδόμησης που στόχο είχε τον εξωραϊσμό της πόλης, κατά κύριο λόγο με μεγάλα κτήρια όπως ιπποδρόμιο, αυτοκρατορικά μαυσωλεία και ένα ανάκτορο. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε τη μάλλον ασήμαντη τοποθεσία του Βυζαντίου, προφανώς διότι εκτιμούσε τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα.6 Έλεγχε το στενό κανάλι που ένωνε τη Μαύρη θάλασσα με τη Μεσόγειο· βρισκόταν στο σταυροδρόμι των μεγαλύτερων δρόμων, συμπεριλαμβανομένης της Εγνατίας, με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση· βρισκόταν κοντά στις ολοένα αναπτυσσόμενες παράκτιες πόλεις της Μικράς Ασίας· παρείχε ταχεία πρόσβαση στις δύο πλέον προβληματικές συνοριακές περιοχές της αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, το σύνορο του Δούναβη και τα σύνορα με την Περσία. Η θέση είχε δύο μεγάλα μειονεκτήματα: δεν υπήρχε φυσική οχύρωση στα δυτικά της πόλης (κάτι που αντισταθμίστηκε με την ανοικοδόμηση των τειχών) και δεν υπήρχαν καθόλου φυσικοί πόροι ύδατος (πρόβλημα το οποίο έγινε προσπάθεια να λυθεί με την κατασκευή ενός εξαιρετικού συστήματος αποθήκευσης υδάτων). Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την πόλη το 324 και την εγκαινίασε στις 11 Μαΐου 330. Το όνομά της Κωνσταντινούπολη-Nέα Ρώμη σηματοδοτούσε τις προθέσεις του για την επανίδρυση στο Βόσπορο της δόξας της παλιάς Ρώμης.7 3. Τα τείχη και το Φόρο του Κωνσταντίνου Οι αρχιτέκτονες και μηχανικοί του Κωνσταντίνου αποτόλμησαν ένα σημαντικό οικοδομικό πρόγραμμα. Εξέχουσας σημασίας ήταν η κατασκευή ενός τείχους, το οποίο εκτεινόταν περίπου 3 χλμ. δυτικά των αρχαίων τειχών του Βυζαντίου. Παρόλο που τίποτα δε σώζεται σήμερα, τμήματά του (όπως η Χρυσή Πύλη ή η Πύλη του Σατουρνίνου) διατηρούνταν στη μεσαιωνική πόλη ακόμα και μετά την οθωμανική κατάκτηση. Στην εξωτερική πλευρά του αρχαίου τείχους οικοδομήθηκε ένα εκτεταμένο κυκλικό φόρο (γνωστό ως Φόρο του Κωνσταντίνου).8 Στο κέντρο της υπήρχε μια στήλη από πορφυρίτη, η οποία σώζεται και σήμερα με την ονομασία Çemberlitaş, πάνω στην οποία υψωνόταν ένα κολοσιαίου μεγέθους άγαλμα του Κωνσταντίνου-Φοίβου. Το κτήριο της Συγκλήτου βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του φόρου. Το προστώο της διακοσμούσαν τα αγάλματα της Αθηνάς και της Θέτιδας. Απέναντι από τη Σύγκλητο υπήρχε πιθανώς ένα Νυμφαίο. 4. Το Μέγα Παλάτιον και τα παρακείμενα κτήρια Η πρωιμότερη φάση του Παλατιού ανάγεται στον Κωνσταντίνο και τους αμέσως επόμενους διαδόχους του· το παλάτι αυτό βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, ανάμεσα στον Ιππόδρομο και στη θάλασσα, μια περιοχή που σήμερα καταλαμβάνεται από το Sultanahmed (Μπλε Τζαμί).9 Περιλάμβανε διαμερίσματα για διαμονή (παλάτι της Δάφνης), τα διαμερίσματα των αυτοκρατορικών φρουρών, το Δικαστήριο ή δέλφακα, το Αυγουσταίον, πιθανώς αίθουσα θρόνου και μια αίθουσα ακροάσεων, την επονομαζόμενη Consistorium. Ένα δεύτερο κτήριο για τη Σύγκλητο και η Βασιλική βρίσκονταν κοντά στο παλάτι. Κοντά στη Βασιλική, το Μίλιον, πιθανώς ένα τετράπυλο, σηματοδοτούσε την απαρχή της βασικής οδικής αρτηρίας της πόλης.10 Ο Ιππόδρομος, ένα στάδιο αφιερωμένο στις αρματοδρομίες, που αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, βρισκόταν κοντά στο παλάτι.11 Σύμφωνα με το θρύλο, η κατασκευή του ξεκίνησε επί των ημερών του Σεπτιμίου Σεβήρου και ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε τους αγώνες και τις υπόλοιπα δρώμενα από το Κάθισμα, ένα αυτοκρατορικό θεωρείο συνδεόμενο απευθείας με το παλάτι μέσω μιας σπειροειδούς κλίμακας. Τμήματα του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης σώζονται μέχρι σήμερα. Τα λουτρά του Ζευξίππου, που θεωρείται ότι ανοικοδομήθηκαν από το Σεβήρο και διευρύνθηκαν από τον Κωνσταντίνο, βρίσκονταν στη νοτιοανατολική γωνία του Ιπποδρόμου και ήταν φημισμένα για τη συλλογή αρχαίων αγαλμάτων που τα κοσμούσαν. 5. Οδικές αρτηρίες Η βασική αρτηρία ονομαζόταν Mέση οδός (κεντρική), ήταν διαμορφωμένη με στοές και διέσχιζε την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η Μέση διακλαδιζόταν περίπου 1 χλμ. δυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, με τη μία διακλάδωση να οδηγεί νοτιοδυτικά στη Χρυσή Πύλη και με την άλλη να συνεχίζει προς τα βορειοδυτικά. Το μέρος όπου διακλαδιζόταν η Μέση ονομαζόταν Φιλαδέλφιον (κοντά στο μέρος όπου σήμερα βρίσκεται το Laleli Camii) και ήταν διακοσμημένο με μια στήλη από πορφυρίτη και αγάλματα των μελών της οικογένειας του Κωνσταντίνου.12 Το Καπιτώλιο βρισκόταν κοντά στην περιοχή. Φαίνεται ότι η Κωνσταντινούπολη κληρονόμησε από το Βυζάντιο ένα σχετικά κανονικό πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο στη συνέχεια επεκτάθηκε.13 6. Εκκλησίες και ιερά Η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στον ειδωλολατρικό πολιτισμό και τα ιερά ήταν κάπως αμφίθυμη. Σίγουρα δεν πάσχισε να κάνει την καινούρια του πρωτεύουσα μια χριστιανική πόλη που θα αντιπαρατίθετο στο ειδωλολατρικό παρελθόν της ως Βυζάντιο, αν και η ειδωλολατρική όψη της πόλης μειώθηκε κατά πολύ επί των ημερών του. Περισσότερο πάντως ενσωμάτωσε τα βασικά στοιχεία της ειδωλολατρίας του Βυζαντίου στην αυτοκρατορική του ιδεολογία, σύμφωνα με μια παλιά ρωμαϊκή παράδοση. Έτσι, ίδρυσε δύο ειδωλολατρικά ιερά εκατέρωθεν ενός προστώου του Τετράστωου, ένα της Ρέας/Κυβέλης και ένα της Τύχης της Ρώμης, που πιθανότατα ήταν μικρής κλίμακας αρχιτεκτονήματα και όχι πραγματικά ιερά· οι δύο αυτές θεότητες συνδέονταν με την Τύχη της Κωνσταντινουπόλεως.14 Επιπλέον, μετέφερε συστηματικά στην Πόλη αρχαία γλυπτά, μια πρακτική την οποία συνέχισαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες.15 Αν και πρέπει να μετέτρεψε κάποιους ειδωλολατρικούς ναούς σε χριστιανικές εκκλησίες, όπως το μαρτύριο του Αγίου Μωκίου που υπήρξε ενδεχομένως ναός του Δία ή του Ηρακλή,16 οι τρεις ναοί στην ακρόπολη –της Αφροδίτης, του Απόλλωνα-Hλίου και της Άρτεμης– αφέθηκαν στην προγενέστερη χρήση τους και αφιέρωση· ενδεχομένως όμως ο Κωνσταντίνος να αποθάρρυνε την ειδωλολατρική λατρεία εκεί.17 Παρά τον ισχυρισμό του Ευσεβίου ότι ο Κωνσταντίνος «αφιέρωσε την πόλη στο Θεό των μαρτύρων» χτίζοντας «αρκετές» εκκλησίες μέσα και έξω από τα τείχη,18 μόνο τρεις εκκλησίες μπορούν να αποδοθούν σε εκείνον:19 η μητροπολιτική βασιλική της Αγίας Ειρήνης, ένα μαρτύριο του Αγίου Ακακίου, ενός ντόπιου μάρτυρα, το οποίο βρισκόταν μέσα στα τείχη και κατασκευάστηκε ενδεχομένως από τον Κωνσταντίνο, και η εκκλησία ενός ακόμη μάρτυρα της περιοχής, του Μωκίου, που βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου, κοντά στην περίφημη κινστέρνα. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων (στην τοποθεσία όπου βρίσκεται σήμερα το Fatih Camii) εσφαλμένα αποδίδεται στον Κωνσταντίνο, αφού όπως φαίνεται εκείνος έχτισε εκεί μόνο ένα μαυσωλείο για τον ίδιο.20
1. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris2 1964), σελ. 15-26· Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-21· Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 62-69· Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 13-19. 2. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 63. 3. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-21. 4. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 13-15. 5. Έχουν βρεθεί μερικές επιτύμβιες στήλης από το αρχαίο Βυζάντιον, βλ. Dethier, P.A. – Mordtmann, A.D., Epigraphik von Byzantion und Constantinopolis (Vienna 1864)· Fıratlı, N., Les stèles funéraires de Byzance gréco-romaine (Paris 1964). Βλ. επίσης Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 219-222. 6. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 29-42. 7. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 43-47. 8. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris2 1964), σελ. 67-69· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 255-257· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Bonn 1988), σελ. 288-301. 9. Για το Μέγα Παλάτιον βλ. Paspates, A.G., The Great Palace of Constantinople (London 1893)· Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople (Paris 1910)· Miranda, S., Étude de topographie du Palais Sacré de Byzance (Mexico City2 1976)· Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (København 1959). Βλ. επίσης, Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Bonn 1988), σελ. 235-270. 10. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 216-218· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Bonn 1988), σελ. 271-276. 11. Janin, R., Constantinople byzantine (Paris2 1964), σελ. 177-188· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 64-71· Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 320-347. 12. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 267-268. 13. Mango, C., Le dévelopment urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 27-32· Berger, A., “Die Altstadt von Byzanz in der vorjustinianischen Zeit”, Varia 2 [= Ποικίλα Βυζαντινά 6 (1987)], σελ. 9-30· Berger, A., “Streets and Public Spaces in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 161-172. 14. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα II.31.2. 15. James, L., “‘Pray not to fall into temptation and be on your guard’: Pagan statues in Christian Constantinople”, Gesta 35.1 (1996), σελ. 12-20. Για τις αρχαιότητες στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας βλ. Basset S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004). 16. Dagron, G., Constantinople imaginaire (Paris 1984), σελ. 91-3. 17. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1831), σελ. 345. 18. Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου ΙΙΙ.48. 19. Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 388-401. 20. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985), σελ. 27· Dagron, G., Naissance d'une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris2 1984), σελ. 401-409, όπου αναφέρεται και σε προγενέστερη βιβλιογραφία. Βλ. επίσης Dark, K. – Özgümüş, F., “New Evidence for the Byzantine Church of the Holy Apostles”, Oxford Journal of Archaeology 21 (2002), σελ. 393-413.
|
|
|