Ψυχαγωγία στην Κωνσταντινούπολη στους πρώιμους νεότερους χρόνους

1. Οθωμανοί και ελεύθερος χρόνος

Δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι η οθωμανική Κωνσταντινούπολη ήταν μία σιωπηλή πόλη που ταρασσόταν μόνο από το κάλεσμα του μουεζίνη και τις εξεγέρσεις των γενιτσάρων. Στην πραγματικότητα, ακόμα και η ηθική της οθωμανικής ελίτ πρέσβευε ότι η κοινωνικότητα και η διασκέδαση είναι καθ’ όλα «νόμιμες», αρκεί να λαμβάνουν χώρα σε ιδιωτικούς χώρους. Οι Οθωμανοί φαίνεται ότι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στον ελεύθερο χρόνο, αν και στο επίπεδο της ελίτ τουλάχιστον πρέσβευαν ότι πρέπει να χρησιμοποιείται για μελέτη ή αγαθοεργία. Οι ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι η αγαπημένη ενασχόληση ενός υψηλόβαθμου Οθωμανού στον ελεύθερο χρόνο του ήταν να κάθεται σιωπηλός και να διαλογίζεται· σύμφωνα με τη σχετική οθωμανική φιλολογία, δείπνα, φιλικές συγκεντρώσεις και αναγνώσεις ποιημάτων κατείχαν πρωτεύουσα θέση. Η αντίληψη αυτή για το χρόνο οδήγησε πολλούς Δυτικοευρωπαίους (ιδίως Άγγλους ή Γερμανούς) να πιστεύουν ότι οι Οθωμανοί χαρακτηρίζονται από νωθρότητα, αν και οι οθωμανικές πηγές κατακρίνουν την οκνηρία·1 χαρακτηριστικά, ο Γερμανός Rauwolff γράφει στα τέλη του 16ου αιώνα ότι οι Τούρκοι «αγαπούν την οκνηρία περισσότερο από την εργασία, γιατί θα τους δεις να περνούν μια ολόκληρη μέρα με σκάκι και άλλα παιχνίδια και παίζοντας με έγχορδα...», ενώ λίγο αργότερα ο George Sandys σημειώνει ότι δουλεύουν μόνο κατά διαλείμματα, προτιμώντας την άνεσή τους από το κέρδος.2

2. Κοινωνικότητα και καφενεία

Έτσι, μολονότι υποτίθεται ότι το Ισλάμ δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μουσική –κάτι μάλιστα που προσπάθησαν να επιβάλουν τα φονταμενταλιστικά κινήματα του 17ου αιώνα, ιδίως όσον αφορά τη χρήση της από τα μυστικιστικά τάγματα των δερβίσηδων– υπήρχαν ομάδες μουσικών, σεβαστών από την κοινωνία που έπαιζαν σε ιδιωτικές συγκεντρώσεις, αλλά και σε γάμους, σε τελετές περιτομής και στις μεγάλες δημόσιες γιορτές. Παρόμοιες μορφές κοινωνικότητας ήταν πολύ πιο εμφανείς στις κατώτερες τάξεις του αστικού πληθυσμού, καθώς δεν υπήρχε εκεί έντονη η ηθική επιταγή της διάκρισης της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα. Συχνές είναι, για παράδειγμα, οι αναφορές σε παρέες γυναικών που συναντιούνταν σε νεκροταφεία ή σε τάφους αγίων στις εξοχές. Ορισμένες τέτοιες εξοχές απέκτησαν μεγάλη φήμη, όπως το περίφημο Κιαγιτχανέ στο μυχό του Κεράτιου, όπου συγκεντρώνονταν πλήθη για να φάνε, να διασκεδάσουν με ιστορίες και μουσική ή να συζητήσουν.

Όμως ο κατεξοχήν οθωμανικός χώρος ψυχαγωγίας και κοινωνικών συναναστροφών είναι το καφενείο, ίσως το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο του οθωμανικού κοινωνικού ιστού των πόλεων. Ο καφές εισήχθη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1554/1555 από δύο Άραβες της Συρίας, οι οποίοι άνοιξαν στο Ταχτακαλέ (συνοικία γνωστή για τις πολλές ευκαιρίες αναψυχής που πρόσφερε) ένα μεγάλο κατάστημα όπου πουλούσαν το συγκεκριμένο προϊόν. Σύμφωνα με το μεγάλο ιστορικό Πετσεβή (1577-1649;), εκεί άρχισαν να μαζεύονται κάποιοι «ναρκομανείς φίλοι της χαράς και ιδίως πολλοί ευγενείς από την τάξη των εγγραμμάτων», οι οποίοι κάθονταν σε παρέες των είκοσι ή τριάντα· άλλοι διάβαζαν βιβλία, άλλοι έπαιζαν τάβλι και σκάκι, άλλοι διάβαζαν στους υπόλοιπους τα ποιήματά τους. Σιγά σιγά στην πελατεία προστέθηκαν καδήδες, υπάλληλοι που περίμεναν το διορισμό τους, καθηγητές των μεντρεσέδων (των ιεροδιδασκαλείων), άεργοι και εργαζόμενοι αποσυρμένοι από τα δημόσια. Η φήμη τους εξαπλώθηκε τόσο ώστε άρχισαν να έρχονται και πλούσιοι· ιμάμηδες, μουεζίνηδες και δερβίσηδες έλεγαν πως ο λαός εθίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε ερήμωσαν τα τζαμιά, ενώ ιδιαίτερα οι ιεροκήρυκες αντέδρασαν υποστηρίζοντας ότι τα καφενεία είναι καταγώγια και αποτελούν ένα βήμα πριν από τις ταβέρνες και προβάλλοντας την ισλαμική απαγόρευση της βρώσης απανθρακωμένης τροφής. Ο Μουράτ Γ΄ (1574-1595) διέταξε την απαγόρευση του καφέ· ωστόσο, σύμφωνα πάλι με τον Πετσεβή, τα καφενεία συνέχισαν να λειτουργούν παράνομα με την ονομασία «καφενεία του ποδιού», σε μικρά αδιέξοδα και στα πίσω δωμάτια κάποιων καταστημάτων. Εν τέλει τόσο διαδόθηκε ο καφές, ώστε οι ουλεμάδες αναγκάστηκαν να παραδεχθούν τη νομιμότητά του και, όπως σημειώνει εν κατακλείδι ο Πετσεβή, «τώρα δεν έμεινε κανείς που να μην πίνει, ουλεμάδες, σεΐχηδες, βεζίρηδες και αξιωματούχοι».3

Τα επόμενα χρόνια, το καφενείο ως χώρος (και όχι ο καφές) συνέχισε να είναι απαγορευμένο, ιδίως την περίοδο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ (1623-1640). Οι απαγορεύσεις αυτές είχαν κύρια αιτία τους τη λειτουργία των καφενείων ως εστιών πολιτικών συζητήσεων, καθώς εκεί συγχρωτίζονταν άνθρωποι από διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, απειλώντας έτσι τη διατήρηση της τάξης σε πολιτικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο. Αυτή, καθώς και η κατηγορία της οκνηρίας, είναι οι συνηθέστερες επικρίσεις που εκτοξεύουν οι συγγραφείς της οθωμανικής ελίτ ενάντια στους θαμώνες των καφενείων.4 Χαρακτηριστικοί είναι οι φετβάδες του περίφημου Εμπουσουούντ, σεϊχουλισλάμη από το 1545 έως το 1574, ο οποίος καταδικάζει τους «ακόλαστους ελευθεριάζοντες» που συναθροίζονται στα καφενεία για να παίξουν τάβλι και σκάκι, να διασκεδάσουν με «αμαρτωλούς και αγένειους νέους» και να διασπείρουν συκοφαντίες.5 Στα καφενεία, πέρα από τις συζητήσεις για προσωπικά ή δημόσια ζητήματα, λάμβαναν χώρα και διάφορες άλλες δραστηριότητες που χαρακτηρίζουν την οθωμανική αντίληψη περί ψυχαγωγίας· η διαφορά είναι ότι στα καφενεία σύχναζαν άτομα των κατώτερων τάξεων, καθώς, όπως αναφέρει ο Mouradgea d’Ohsson στα τέλη του 18ου αιώνα, τα μέλη των ανώτερων τάξεων τα επισκέπτονται κυρίως στην εξοχή, όταν βρίσκονται σε ταξίδι· κι αυτό μόνο για να ξεκουραστούν λίγο.6 Οι θαμώνες των καφενείων έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια όπως σκάκι και τάβλι,7 ενώ οι ιδιοκτήτες μίσθωναν συχνά μουσικούς, καραγκιοζοπαίχτες και παραμυθάδες (μεντάχ).8 Οι δύο τελευταίες τέχνες, μαζί με το ορτά ογιουνού (orta oyunu), ένα είδος οθωμανικού λαϊκού θεάτρου, αποτελούσαν ίσως τις κυριότερες μορφές καθημερινής ψυχαγωγίας των αστικών στρωμάτων, με ιδιαίτερα έντονη παρουσία τις γιορταστικές νύχτες του ραμαζανιού, όταν σταματούσε η σκληρή ολοήμερη νηστεία. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τόσο το θέατρο σκιών, όσο και οι ιστορίες των μεντάχ δείχνουν το επίπεδο διάχυσης της «λόγιας» και της «λαϊκής» κουλτούρας: κατ’ αρχάς λαϊκά είδη τέχνης περιλαμβάνουν διάφορα στοιχεία και μοτίβα από την «υψηλή» οθωμανική λογοτεχνία, ενώ οι αντίστοιχοι καλλιτέχνες, πέρα από τα καφενεία, προσκαλούνταν συχνά και στο παλάτι. Παρόμοιες παρατηρήσεις, εξάλλου, μπορούν να γίνουν όσον αφορά τη λόγια φιλολογική παραγωγή και ιδίως την ποίηση: δυσνόητη για τους πολλούς, λόγω των αρκετών αραβοπερσικών στοιχείων της γλώσσας και της εκζήτησης των μεταφορών, είχε ωστόσο απήχηση και σε λαϊκότερο κοινό, όπως δείχνουν στοιχεία της που πέρασαν σε λαϊκές μορφές τέχνης (παραμύθια, τραγούδια του αστικού χώρου) αλλά και διάφορες ιστορίες που αναφέρονται σε μεμονωμένους ποιητές.

3. Ταβέρνες και οινοποσία

Μια οπωσδήποτε πιο περιθωριακή μορφή διασκέδασης ήταν οι ταβέρνες. Μολονότι η οινοποσία απαγορεύεται αυστηρά από τον ισλαμικό νόμο, ο πυκνός ορθόδοξος, αρμενικός και εβραϊκός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε το δικαίωμα (με εξαίρεση ορισμένες σύντομες περιόδους θρησκευτικού παροξυσμού) να διατηρεί ταβέρνες. Οι περιοχές με τις περισσότερες και πιο φημισμένες ταβέρνες ήταν τα Ψωμαθειά (Σαμάτια), η Βλάγκα (Λάνγκα), το Κοντοσκάλι (Κουμκαπί), οι όχθες του Κεράτιου και του Βοσπόρου και φυσικά ο Γαλατάς, τόσο λόγω της γειτνίασής του με το λιμάνι και το ναύσταθμο όσο και λόγω του πυκνού αλλόθρησκου πληθυσμού του. Στις ταβέρνες αυτές, όπου μπορούσε φυσικά να συναντήσει κανείς και διάφορα ημιπεριθωριακά επαγγέλματα όπως χορευτές και πόρνες, δε σύχναζαν μόνο χριστιανοί ή Εβραίοι· μουσουλμανικά στοιχεία των κατώτερων αστικών στρωμάτων, αλλά συχνά και δερβίσηδες, γενίτσαροι και ποιητές από την τάξη των ουλεμάδων, ήταν τακτικοί θαμώνες αυτών των καταστημάτων. Στα μέσα του 17ου αιώνα, ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρεται σε ταβέρνες, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονταν στο Γαλατά. Παρόμοια φήμη με τις ταβέρνες είχαν ενίοτε και οι μποζαχανέδες, καταστήματα όπου προσφερόταν μποζάς, ένα φθηνό είδος μη αλκοολούχας ή με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ μπίρας κεντροασιατικής προέλευσης. Η νομιμότητα ή όχι των ταβερνών, από την άλλη, ακολουθούσε, όπως είναι φυσικό, σε γενικές γραμμές τις διακυμάνσεις της νομιμότητας του κρασιού. Εν γένει οι μη μουσουλμάνοι μπορούσαν ελεύθερα να διατηρούν ταβέρνες, αρκεί να μη μετατρέπονται σε «εστίες διαφθοράς» και (τουλάχιστον θεωρητικά) να μη γειτονεύουν με τζαμιά ή να μη βρίσκονται σε αμιγώς μουσουλμανικές συνοικίες. Μαθαίνουμε λοιπόν ότι στο Γαλατά ένας ειδικός αξιωματούχος από το σώμα των γενιτσάρων ήταν υπεύθυνος ώστε να αποτρέπονται τα επεισόδια στις ταβέρνες· μάλιστα, υπήρχε πρόνοια οι πιο εξαθλιωμένοι από τους μέθυσους του Γαλατά να φυλακίζονται μέχρι να αποκατασταθεί η υγεία τους.9 Όμως, παρά το γενικό αυτό κανόνα, οι απαγορεύσεις ταβερνών αποτελούσαν συνηθισμένο μέτρο σε περιόδους γενικευμένης ανομίας. Η συχνή επανάληψη τέτοιων διαταγών δείχνει βεβαίως την αδυναμία εφαρμογής τους.

4. Εθνοτικές ομάδες και ψυχαγωγία

Γενικότερα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι στο επίπεδο των κατώτερων τάξεων δεν υπήρχαν σαφή εθνοθρησκευτικά στεγανά στον τομέα της διασκέδασης. Για παράδειγμα, από τους δώδεκα θιάσους μουσικών και χορευτών που αναφέρονται από τον Εβλιγιά Τσελεμπή, πολλοί περιείχαν στις τάξεις τους τόσο μουσουλμάνους όσο και ορθόδοξους, Αρμένιους ή Εβραίους, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία των τσιγγάνων. Από την άλλη, τα σωζόμενα κείμενα έργων του θεάτρου σκιών ή των μεντάχ απευθύνονται σαφώς σε μουσουλμανικό τουρκόφωνο κοινό, καθώς σατιρίζουν συστηματικά διάφορους τύπους των μειονοτήτων της πόλης (συμπεριλαμβανομένων όμως και των Τούρκων που ήταν εσωτερικοί μετανάστες). Το απλό γεγονός όμως ότι το ρεπερτόριο και οι βασικοί χαρακτήρες του θεάτρου σκιών, για παράδειγμα, πέρασαν σχεδόν ατόφια και στον ελληνικό Καραγκιόζη, ή οι εντυπωσιακές ομοιότητες στη μουσική παραγωγή μουσουλμάνων και χριστιανών των πόλεων (Κωνσταντινούπολη ή Σμύρνη κυρίως), δείχνουν ότι στην πραγματικότητα οι τέχνες αυτές απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο κοινό που αγκάλιαζε όλες τις εθνοθρησκευτικές κοινότητες της πόλης.

5. Οι δημόσιες γιορτές

Ιδιαίτερη αναφορά, τέλος, πρέπει να γίνει στις μεγάλες δημόσιες γιορτές που δίνονταν με την ευκαιρία στρατιωτικών επιτυχιών ή δυναστικών γεγονότων, όπως η γέννηση ή η περιτομή ενός πρίγκιπα. Στις γιορτές αυτές, οι οποίες παρουσίαζαν ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια, συμμετείχε ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης, καθώς συν τοις άλλοις επιτελούσαν και νομιμοποιητική λειτουργία για τη σουλτανική εξουσία. Παρελάσεις συντεχνιών, γεύματα που προσφέρονταν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που κάλυπταν όλο το φάσμα των οθωμανικών τεχνών –από πυροτεχνήματα μέχρι ταχυδακτυλουργούς και ακροβάτες, και από παρελάσεις μέχρι αθλητικές επιδείξεις– αποτελούσαν το πρόγραμμα τέτοιων τελετών. Ο χρόνος της οθωμανικής γιορτής καταργούσε όλες τις διακρίσεις του καθημερινού χρόνου: πλούσιοι και φτωχοί, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, δημόσιος και ιδιωτικός χώρος τέμνονταν κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών, οι οποίες επιβεβαίωναν τελικά την εξουσία του σουλτάνου και την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.10




1. Βλ. π.χ. Tietze, A. (επιμ.), MustafâÂlî’s Description of Cairo of 1599 (Wien 1975), σελ. 41· Aksan, V.H., An Ottoman Statesman in War and Peace: Ahmed Resmi Efendi, 1700-1783 (Leiden – New York – Köln 1995), σελ. 61· Nâbî, Hayriyye, Pala, İ. (επιμ.), (İstanbul 1989), σελ. 191· Kâtib Çelebi, Kâtib Çelebi'den seçmeler, Gökyay, O.Ş. (επιμ.), (İstanbul 1997), σελ. 393, 403.

2. Rauwolff, L. κ.α.., Α collection of curious travels & voyages in two tomes... 1 (London 1693), σελ. 42-43· Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), σελ. 72. Οι ίδιες παρατηρήσεις γίνονται και για τους Έλληνες (βλ. σελ. 77).

3. İbrahim Peçevî (Peçuylu) Efendi, Tarih-i Peçevi 1 (İstanbul 1864-1866), σελ. 363-365.

4. Tietze, A. (επιμ.), Mustafâ ‘Âlî’s Description of Cairo of 1599 (Wien 1975), σελ. 37-38· Mustafa Ali, Gelibolulu Mustafa 'Âlî ve Mevâ'idü'n-nefâis fî-kavâ'idi'l-mecâlis, Şeker, M. (ed.), (Ankara 1997), σελ. 363-364· Kâtib Çelebi, The Balance of Truth, Lewis, G.L. (μτφρ.), (London 1957), σελ. 61· Sünbülzâde Vehbî, Lutfiyye, Beyzâdeoğlu, S.A. (επιμ.), (İstanbul 1994), σελ. 159. Βλ. και Nutku, Ö., Meddahlık ve meddah hikâyeleri (Ankara 1977), σελ. 74 κ.ε.·  Hattox, R.S., Coffee and Coffehouses. The Origins of a Social Beverage in the Medieval Near East (Washington 1988).

5. Düzdağ, Μ.Ε., Şeyhülislâm Ebussuud Efendi fetvaları ışığında 16. asır türk hayatı2 (İstanbul 1983), σελ. 148-149, αρ. 717, 723-724.

6. Mouradgea d’Ohsson, I., Tableau général de l’Empire Othoman 4 (Paris 1788-1824), σελ. 76 κ.ε., 82.

7. Mouradgea d’Ohsson, I., Tableau général de l’Empire Othoman 4 (Paris 1788-1824), σελ. 277-279. Γενικώς οι περιηγητές αναφέρουν ότι οι Τούρκοι δεν ασχολούνται με τυχερά παιχνίδια με στοιχήματα και ότι παίζουν μόνο για την ευχαρίστησή τους, βλ. π.χ. Sandys, G., A Relation of a Iourney begun An. Dom. 1610. Foure Bookes containing a description of the Turkish Empire, of Aegypt, of the Holy Land, of the Remote parts of Italy, and Ilands adioyning (London 1615), σελ. 65· ωστόσο, στα τέλη του 18ου αιώνα ο Βεχμπή αφήνει να εννοηθεί ότι παίζονταν στοιχήματα με τάβλι, βλ. Sünbülzâde Vehbî, Lutfiyye, Beyzâdeoğlu, S.A. (επιμ.), (İstanbul 1994), σελ. 63-64· πρβλ. Mustafa Ali, Gelibolulu Mustafa 'Âlî ve Mevâ'idü'n-nefâis fî-kavâ'idi'l-mecâlis, Şeker, M. (ed.), (Ankara 1997), σελ. 364.

8. Για τα καφενεία και τους παραμυθάδες (meddah) βλ. και Nutku, Ö., Meddahlık ve meddah hikâyeleri (Ankara 1977), σελ. 31 κ.ε. και κυρίως 73 κ.ε.

9. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi Seyahatnâmesi. Topkapı Sarayı Bağdat 304 Yazmasının Transkripsiyonu-Dizini. 1. Kitap: İstanbul, Gökyay, O.Ş. (επιμ.), (İstanbul 1996), σελ. 184-85/129b-130a.

10. Nutku, Ö., IV. Mehmet’in Edirne Şenliği (1675) (Ankara 1972)· And, Μ., “Le “Commonwealth” des arts turcs: les Fêtes Ottomanes”, Der Islam 59 (1982), σελ. 285-297· Sevengil, R.A., İstanbul nasıl eğleniyordu (1453’ten 1927’e kadar), Önal, S. (ed.), (İstanbul 1993), σελ. 60 κ.ε.· Faroqhi, S., Κουλτούρα και καθημερινή ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τον Μεσαίωνα ως τις αρχές του 20ού αιώνα (Αθήνα 2000), σελ. 213 κ.ε.