1. Εισαγωγή
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόρθωσε να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η Ελλάδα και οι Σύμμαχοι αντιτάχθηκαν στο αίτημα της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Λωζάννης για εκτοπισμό του Πατριαρχείου από την Τουρκία. Ωστόσο, αποφασίστηκε ότι το Πατριαρχείο θα έχει αποκλειστικά θρησκευτικές αρμοδιότητες, αποστερούμενο από τις πολιτικές και οικονομικές αρμοδιότητες που του είχαν δοθεί από τους Οθωμανούς σουλτάνους. Κατά την περίοδο της ανακωχής, η Άγκυρα είχε ενοχληθεί από τη συνεργασία του πατριάρχη Μελετίου με τον ελληνικό στρατό και από την υποστήριξή του στη Μεγάλη Ιδέα. Ο Βενιζέλος πρότεινε ουσιαστικά στην τουρκική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη να απομακρυνθεί ο Μελέτιος από το θρόνο, προκειμένου να διασφαλιστεί η παραμονή του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, λοιπόν, από τη στιγμή που είχε επιτύχει αυτό που ήθελε στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος οδήγησε τον πατριάρχη σε παραίτηση. Λίγο πριν από τη νέα εκλογή πατριάρχη, η τουρκική κυβέρνησηαπέστειλε μνημόνιο στο Πατριαρχείο. Το επίσημο έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 1923 δήλωνε ότι κάθε υποψήφιος για την εκλογή θρησκευτικού ή πνευματικού ηγέτη έπρεπε να είναι Τούρκος πολίτης και να ασκεί ήδη καθήκοντα στην Τουρκία.1 Η προϋπόθεση της υπηκοότητας βασιζόταν στις αρχές του Κανονισμού του Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου που είχαν οριστεί από την Υψηλή Πύλη. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κανονισμός εξελίχθηκε σε συνήθη πρακτική στις επόμενες εκλογές.
2. Οι ιστορικές εξελίξεις στη ρεπουμπλικανική περίοδο
Μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, η τουρκική κυβέρνηση αποκαλούσε τον ηγέτη του Πατριαρχείου «αρχιερέα των Ρωμιών» και όχι «πατριάρχη». Η κατάργηση των τελευταίων υπολειμμάτων του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου θα συνεπαγόταν και την κατάργηση του «εθναρχικού» του χαρακτήρα, τον οποίο είχε αποκτήσει στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Τύπος στην Τουρκία άρχισε δημόσιο διάλογο με θέμα την εκτόπιση του Πατριαρχείου από την Τουρκία, μετά την κατάργηση του χαλιφάτου το 1924. Το ερώτημα που ετίθετο από τις εφημερίδες ήταν: «Για ποιο λόγο, ενώ η κυβέρνηση εξόρισε το χαλιφάτο από το τουρκικό κράτος, δεν έκανε το ίδιο και με το Πατριαρχείο;»
Η ανταλλαγή των πληθυσμών προκάλεσε την εξάλειψη 11 μητροπόλεων από τη Θράκη και 26 από τη Μικρά Ασία, φέρνοντας μείωση στον πληθυσμό του ποιμνίου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε ποσοστό πάνω από 90%. Επιπλέον, η απώλεια της περιουσίας του στις περιοχές αυτές έκανε το Πατριαρχείο να εξαρτάται από την οικονομική στήριξη της Ελλάδας και της ελληνικής διασποράς. Το 1917, οι 400.000 από τους 1.350.000 κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ήταν Έλληνες. Ο αριθμός τους υποχώρησε το 1927 στους 100.124. Η ανταλλαγή πληθυσμών, όμως, προκάλεσε επιπλέον προβλήματα στο Πατριαρχείο. Το καθεστώς του πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ΄ ήταν διφορούμενο εξαιτίας του θέματος των établis (των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1918).2Τελικά ο Πατριάρχης απελάθηκε με εντολή της τουρκικής κυβέρνησης το 1925. Η κρίση εκτονώθηκε από την Ιερά Σύνοδο, όταν εξανάγκασε τον πατριάρχη να παραιτηθεί, και με αυτό τον τρόπο οι établis εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών. Κατά τη μονοκομματική περίοδο 1923-1945 οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις εξόρισαν τη θρησκεία και τους θρησκευτικούς θεσμούς από το δημόσιο βίο. Το Πατριαρχείο υπέμεινε την περίοδο αυτή με σιωπή και απομονώθηκε.
Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να συνδράμουν στην αναβάθμιση του Πατριαρχείου στη διπλωματική σκηνή των διεθνών σχέσεων, αφού είχαν διαφανεί τα πρώτα σημάδια του επικείμενου Ψυχρού Πολέμου και το ζήτημα της θρησκείας μπορούσε να παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, ο Αθηναγόρας, αρχιεπίσκοπος της Βορείου και Νοτίου Αμερικής, απέκτησε με συνοπτικές διαδικασίες την τουρκική υπηκοότητα και εξελέγη πατριάρχης εν τη απουσία του. Αυτή ήταν μία κλασική περίπτωση «ψυχροπολεμικής επιχείρησης», πράγμα το οποίο παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Αθηναγόρας μετά από χρόνια. Ακόμα, πριν φτάσει στην Τουρκία, ο Αθηναγόρας είχε αναφέρει στο Σικάγο: «Μία ημέρα, στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, ο Ρούσβελτ είχε πει ότι τα σύνορα των ΗΠΑ άρχιζαν από τη Γαλλία. Σήμερα μπορούμε να πούμε χωρίς δισταγμό ότι η αμυντική γραμμή των ΗΠΑ εκτείνεται μέχρι το Καρς [συνοριακή πόλη της Τουρκίας με την ΕΣΣΔ].3
Η πατριαρχία του Αθηναγόρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «χρυσή εποχή» για το Πατριαρχείο. Το 1951, το Πατριαρχείο άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Απόστολος Ανδρέας. Το 1952, η γιορτή των Θεοφανίων τελέστηκε με τους αρχιερείς ενδεδυμένους τα εκκλησιαστικά τους άμφια, γεγονός που συνέβαινε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ρεπουμπλικανικής περιόδου (της περιόδου της τουρκικής δημοκρατίας). Τότε, επίσης, το Πατριαρχείο κατάφερε να κερδίσει την τουρκική υπηκοότητα για κάποιους κληρικούς του, χάρη στις καλές σχέσεις του με τον πρωθυπουργό Μεντερές. Όμως, την ίδια περίοδο συνέβησαν και τα Σεπτεμβριανά του 1955, κατά τα οποία ελληνικά καταστήματα, εκκλησίες και νεκροταφεία δέχτηκαν επιθέσεις. Το θέμα της Κύπρου εκείνη τη χρονική περίοδο αποτέλεσε σημείο τριβής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζοντας τις μειονότητες και το Πατριαρχείο.
Η δεκαετία του 1960 αποδείχτηκε κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε τη Σύμβαση Εγκατάστασης, Εμπορίου και Ναυτιλίας του 1930, η οποία είχε υπογραφεί από τον Ατατούρκ και το Βενιζέλο. Περίπου 12.000 Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Τουρκία, απελάθηκαν, και μαζί τους εκδιώχθησαν 28.000 άτομα της ελληνικής μειονότητας με τα οποία είχαν συγγενικούς δεσμούς μέσω γάμου.4 Με αυτόν τον τρόπο 40.000 μέλη της ελληνικής κοινότητας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία. Επιπλέον επιβλήθηκαν και κυρώσεις στο Πατριαρχείο. Το 1964 το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε να κλείσει το τυπογραφείο του, καθώς, σύμφωνα με την τουρκική κυβέρνηση, η λειτουργία του ήταν αντίθετη προς τη Συνθήκη της Λωζάννης. Έτσι τα δύο περιοδικά Απόστολος Ανδρέας και Ορθοδοξία σταμάτησαν να εκδίδονται. Ακολούθησαν οι απαγορεύσεις εισόδου των ορθόδοξων κληρικών στα ελληνικά σχολεία και έκδοσης βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών στα ελληνικά. Επίσης, απαγορεύτηκαν οι πρωινές προσευχές, οι εκδηλώσεις για θρησκευτικές γιορτές και η διδασκαλία από αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας. Τέλος, έκλεισε και το ελληνικό Ορφανοτροφείο της Πριγκίπου.
Η κρίση συνεχίστηκε και το 1965. Ο εκπρόσωπος του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών έκανε τότε μία πολύ σημαντική δήλωση: «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαρτώνται από την ισορροπία που διαμορφώθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Το ζήτημα της Κύπρου, οι Τούρκοι της Δωδεκανήσου, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και το Πατριαρχείο αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τους όρους αυτής της αμοιβαίας συμφωνίας, με βάση τη σύγκριση μεταξύ τους».5
Όταν ο Αθηναγόρας πέθανε το 1972, είχε γίνει γνωστό ότι ο επικρατέστερος υποψήφιος ήταν ο Μελίτων (Χατζής), μητροπολίτης Χαλκηδόνας. Ωστόσο, αυτός και άλλοι τέσσερις υποψήφιοι απομακρύνθηκαν με εντολή της κυβέρνησης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δημήτριος, που πρόσφατα είχε εκλεγεί μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Το 1984, μετά τη μεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ, ο Τούρκος πρωθυπουργός Τουργκούτ Οζάλ έδωσε ειδική άδεια για την ανοικοδόμηση του πατριαρχικού κτηρίου, το οποίο είχε καταστραφεί από πυρκαγιά το 1941. Όλα τα έξοδα της ανοικοδόμησης ανέλαβε ο Έλληνας βιομήχανος Παναγιώτης Αγγελόπουλος και το καινούριο κτήριο εγκαινιάστηκε με μια λαμπρή τελετή το 1989.
Μετά το 1989, με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και την επιστροφή των Ανατολικοευρωπαίων προς τη θρησκευτική πίστη, σταμάτησαν και οι κρατικές πιέσεις στις ορθόδοξες εκκλησίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης. Η νέα αυτή κατάσταση έδωσε τη δυνατότητα στις εκκλησίες να αποκτήσουν δυναμικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή, καθώς μάλιστα είχαν την ενθάρρυνση από τις ίδιες τις κυβερνήσεις τους για κάτι τέτοιο. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ΗΠΑ επιδίωξαν να συνδέσουν τους ορθόδοξους πληθυσμούς των περιοχών του Καυκάσου και των Βαλκανίων και τις αγορές τους με ένα θρησκευτικό κέντρο, με το οποίο θα διατηρούσαν καλές σχέσεις. Τότε επανήλθε στο προσκήνιο και ο οικουμενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου. Έτσι, ο πατριάρχης Δημήτριος έκανε μια ιστορική επίσκεψη στις ΗΠΑ το 1990, η οποία θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία του Πατριαρχείου. Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης επισκεπτόταν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτό τον τρόπο η Ορθοδοξία έγινε πολύ πιο «ορατή» σε σχέση με πριν, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Κατά τη θητεία του Δημητρίου, με εξαίρεση τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η εικόνα του Πατριαρχείου ήταν ιδιαίτερα εσωστρεφής, έως ένα βαθμό και εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο ήταν η ίδρυση του «Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου».6 Με διάταγμα του 1924 ο Παπαευθύμ και η οικογένειά του εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ευθύμ εγκαταστάθηκε στο ναό της Παναγίας στο Γαλατά έχοντας τη στήριξη κάποιων μελών της ελληνικής κοινότητας της περιοχής οι οποίοι δεν είχαν καλές σχέσεις με το Πατριαρχείο. Ανακήρυξε το ναό κέντρο του «Τουρκικού Ορθόδοξου Πατριαρχείου» και τον εαυτό του πατριάρχη. Το 1968, με το θάνατό του Παπαευθύμ, τον διαδέχτηκε ο γιος του Τουργκούτ (Turgut) και, όταν πέθανε και εκείνος το 1991, τον αντικατέστησε ο άλλος γιος του Ευθύμ, ο Σελτσούκ Ερενερόλ (Selçuk Erenerol). Μετά το θάνατο του Ερενερόλ, τον διαδέχτηκε ο γιος του, ο Πασά Ερενερόλ (Paşa Erenerol).
Η Εκκλησία αυτή δε διαθέτει κοινότητα, καθώς από την εποχή του Παπαευθύμ δεν έχει αναγνωριστεί από καμία άλλη Εκκλησία και στην πράξη λειτουργούσε από το τουρκικό κράτος σαν αντίβαρο απέναντι στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Ποτέ δεν πληρούσε τις ελάχιστες οργανωτικές προϋποθέσεις μιας ορθόδοξης εκκλησίας. Για παράδειγμα, ούτε ο Παπαευθύμ ούτε οι γιοι του διέθεταν την απαραίτητη θεολογική εκπαίδευση. Επίσης, ποτέ δεν εξελέγησαν από εκκλησιαστική σύνοδο. Τέλος, ούτε ο Παπαευθύμ ούτε κάποιος από τους διαδόχους του τήρησε τον εκκλησιαστικό κανόνα της αγαμίας για τους επισκόπους.
3. Η στάση της Τουρκίας
Η στάση της τουρκικής κοινής γνώμης στην Τουρκία απέναντι στο Πατριαρχείο αντιπροσωπεύεται από δύο ομάδες ανθρώπων. Η πρώτη, που αναγνωρίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου, διαιρείται σε δύο υποομάδες: Η μία θεωρεί ότι η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου δεν αφορά την Τουρκία και δε θα έπρεπε να επηρεάζει τις σχέσεις της με αυτό. Η άλλη προσέγγιση υποστηρίζει ότι ο οικουμενικός χαρακτήρας του Πατριαρχείου θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις. Αυτή η ομάδα περιλαμβάνει κατά βάση φιλελεύθερους της δεξιάς και της αριστεράς, αλλά και κάποιους διπλωμάτες που έχουν αποσυρθεί. Η δεύτερη ομάδα, η οποία αποτελεί και την πλειοψηφία, είναι οι εθνικιστές, οι οποίοι δηλώνουν ότι ο οικουμενικός τίτλος και ρόλος του Πατριαρχείου καταργήθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης και ότι ο τίτλος αυτός –που, σύμφωνα με αυτούς, έχει διεθνικό χαρακτήρα– δε θα έπρεπε να χρησιμοποιείται. Σύμφωνα με την άποψή τους, ο διεθνικός χαρακτήρας του τίτλου τοποθετεί το Πατριαρχείο υπεράνω των τουρκικών νόμων, ενώ δεν αναγνωρίζει την κυριαρχία του τουρκικού κράτους.
4. Οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την ελλαδική Εκκλησία
Η Ελλάδα απέκτησε τη δική της αυτοκέφαλη Εκκλησία το 1833. Εντούτοις, η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, οι λεγόμενες Νέες Χώρες και η αθωνική κοινότητα εξακολουθούν να υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αν και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει εξελιχθεί σε προορισμό θρησκευτικού προσκυνήματος για πολλούς Έλληνες επισκέπτες στην Τουρκία, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία τους, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, από τη στιγμή που το Πατριαρχείο διατηρεί τη δικαιοδοσία του σε κάποιες ελληνικές επισκοπές, διαθέτει και επιρροή στα ελληνικά πράγματα.
5. Η πολιτική του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου την εποχή της παγκοσμιοποίησης
Η κατάρρευση των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού σε συνδυασμό με την αναγέννηση και τη ραγδαία εξάπλωση της θρησκευτικής πίστης στις χώρες αυτές ώθησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επαναφέρει τον ιστορικό, οικουμενικό του χαρακτήρα. Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος πριν εκλεγεί στον πατριαρχικό θρόνο το 1991 ήταν μητροπολίτης Χαλκηδόνος, με τη χαρισματική προσωπικότητά του, τη γνώση πολλών γλωσσών, την ευρύτερη καλλιέργειά του και τις γνώσεις του στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις ήταν κατάλληλος στη συγκεκριμένη συγκυρία. Στη διαδικασία της εκλογής του κανένας δε διαγράφηκε από τη λίστα των υποψηφίων από την τουρκική κυβέρνηση. Αυτό προέκυψε μετά την απαίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών και ύστερα από προσωπική παρέμβαση του Τούρκου πρωθυπουργού Τουργκούτ Οζάλ.
Από το 1992, ο πατριάρχης Βαρθολομαίος συγκεντρώνει όλους τους επισκόπους της δικαιοδοσίας του στο Φανάρι, κάθε δύο χρόνια την 1η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία που θεωρείται από την Εκκλησία αρχή του νέου έτους, επισημαίνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου. Έχει ανοίξει γραφείο αντιπροσώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει οργανώσει αρκετές διεθνείς συναντήσεις για περιβαλλοντικά θέματα, προκαλώντας τη διεθνή προσοχή στο ζήτημα του περιβάλλοντος, έχει αναλάβει πρωτοβουλίες σε ό,τι αφορά το διαθρησκευτικό διάλογο και έχει συμβάλει σημαντικά στην διεθνή ανάδειξη του Πατριαρχείου.
Από τη στιγμή της ανάρρησής του στο θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Βαρθολομαίος θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση δικλείδα ασφαλείας για το μέλλον τόσο του Πατριαρχείου όσο και της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία. Σε διεθνές επίπεδο, το Πατριαρχείο αναβάθμισε το ρόλο του: ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επιβεβαίωσε την υπαγωγή της επανιδρυθείσας Εκκλησίας της Εσθονίας στο Πατριαρχείο, πράγμα που προκάλεσε αντιδράσεις εκ μέρους της Ρωσικής Εκκλησίας. Παράλληλα, η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής διαιρέθηκε μετά την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Ιακώβου (1996) σε τέσσερα μέρη: στην Αρχιεπισκοπή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, και στις μητροπόλεις του Καναδά, της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής. Έτσι, ενισχύθηκε ο ρόλος του Πατριαρχείου, στον οποίο λογοδοτούν απευθείας οι αντίστοιχοι ιεράρχες.
Σήμερα, το Πατριαρχείο αντιμετωπίζει δύο βασικές δυσκολίες. Η πρώτη είναι ότι η ελληνική κοινότητα κοντεύει να εκλείψει. Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, η ελληνική μειονότητα έχει βιώσει κύματα μετανάστευσης στις περιόδους 1922-1929, 1955-1959, 1964-1968 και 1974-1979 μειώνοντας το ποίμνιο του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη από 110.000 σε 5.000 άτομα σήμερα. Αυτός ο πληθυσμός –τουλάχιστον όσοι παραμένουν στην πόλη– πρέπει να κρατηθεί στην Τουρκία. Το δεύτερο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Πατριαρχείο είναι το θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στην οποία το Πατριαρχείο θα μπορούσε να καταρτίζει τους νέους κληρικούς του. Αυτή τη στιγμή το δεύτερο ζήτημα θεωρείται ζωτικής σημασίας, καθώς νέοι ιεράρχες είναι απαραίτητοι τόσο για το ίδιο το Πατριαρχείο όσο και στο εξωτερικό, ώστε να διατηρηθεί ο οικουμενικός του χαρακτήρας.
6. Γενικές παρατηρήσεις
Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για την ένταση στις σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του τουρκικού κράτους κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο. Ο πρώτος είναι η «οθωμανική» κληρονομιά, η οποία εξακολουθεί να έχει ισχυρά ερείσματα μέχρι σήμερα. Ο δεύτερος είναι η αντίληψη περί του «εσωτερικού εχθρού», η οποία αναδείχτηκε κυρίαρχη στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να υπονομεύσει το Πατριαρχείο. Εκεί βρίσκεται και ο βασικός λόγος εξαιτίας του οποίου το τουρκικό κράτος δεν αναγνωρίζει το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι χρονικές περίοδοι μετά το 1945 και μετά το 1989 είναι παρόμοιες ως προς τη θέση της Εκκλησίας στις διεθνείς σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, και στις δύο περιόδους η Μόσχα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τη Ρωσική Εκκλησία στη διεθνή πολιτική σκηνή. Και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ υποστήριξαν αντισταθμιστικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το θέμα, το οποίο θεωρούνταν διμερές ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, εδώ και χρόνια έχει εξελιχθεί σε σημαντικό ζήτημα των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών – Τουρκίας. Τούτο αποτελεί πλεονέκτημα για το Πατριαρχείο, καθώς οι συχνά τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορούν να αποβούν προβληματικές στην υποστήριξη του Πατριαρχείου. Από την άλλη, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική επιτυχία για την ελληνική εξωτερική πολιτική το γεγονός ότι μετέφερε το θέμα του Πατριαρχείου από το διμερές πλαίσιο με την Τουρκία στον άξονα των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας και ΗΠΑ – Τουρκίας.