1. Βιογραφία Τίποτα δεν είναι γνωστό για τη ζωή αυτού του συγγραφέα. Αυτό πρέπει να ίσχυε ήδη από το 10ο αι. μ.Χ., όταν στο λεξικό του Σούδα απλώς καταγράφηκε ότι ο Διονύσιος ο Βυζάντιος είναι επικός ποιητής ο οποίος συνέγραψε τον Ανάπλουν Βοσπόρου και το έργο Περί θρήνων, που είναι στην πραγματικότητα ένα ποίημα με επικηδείους («Διονύσιος, Βυζάντιος, ἐποποιός. Περιήγησιν τοῦ ἐν τῷ Βοσπόρῳ ἀνάπλου, Περί θρήνων· ἒστι δε ποίημα μεστόν ἐπικηδείων»).1 Επομένως, είναι περίεργο που ο Σούδας αποκαλεί το Διονύσιο «επικό ποιητή», όταν το γεωγραφικό έργο του, το μόνο που έχει (εν μέρει) διασωθεί, είναι σε πεζό λόγο· αλλά αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο ποίημά του Περί θρήνων ή σε κάποιο άλλο (λυρικό ή φιλοσοφικό) έργο του, το οποίο είναι τώρα πλέον χαμένο.2 Γενικά θεωρείται ότι οι βυζαντινές πηγές που περιγράφουν την Κωνσταντινούπολη3 δεν έχουν χρησιμοποιήσει άμεσα το έργο του Διονυσίου. Στην πραγματικότητα, η μόνη αρχαία μαρτυρία που αναγνωρίζεται σήμερα χρονολογείται στον 6ο αιώνα, όταν ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει την ετυμολογία του Διονυσίου για τη Χρυσόπολη. Πιθανόν ο πατριάρχης Φώτιος συμπεριέλαβε τον 9ο αιώνα τον Ανάπλουν στη συλλογή του με γεωγραφικά έργα, που περιλάμβανε τα Περίπλους του Ευξείνου Πόντου του Αρριανού και Χρηστομάθεια του Στράβωνος.4 Στη λατινική Δύση, το κείμενο παρέμεινε άγνωστο έως τις έρευνες του Petrus Gillius, το 16ο αιώνα.5 Οι μόνες διαθέσιμες χρονολογικές πληροφορίες για αυτόν το συγγραφέα προέρχονται από το σωζόμενο απόσπασμα του έργου Ανάπλους Βοσπόρου: τα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά του κειμένου υποδεικνύουν χρονολόγηση στα Αυτοκρατορικά χρόνια·6 εντούτοις, η πιο σημαντική ένδειξη προκύπτει από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην πολιορκία του Βυζαντίου από τους στρατιώτες του Σεπτίμιου Σεβήρου το 193-195/196,7 καθώς και στην καταστροφή ή την ανακατασκευή της πόλης. Το υστερότερο μνημείο που αναφέρει ο Διονύσιος πρέπει να είναι ο βωμός του Απόλλωνος στις Κυανέες Πέτρες,8 τον οποίο ανήγειραν οι Ρωμαίοι σε άγνωστη χρονολογία και δεν έχει εντοπιστεί από τους σύγχρονους μελετητές. 2. Έργα Το έργο Ανάπλους Βοσπόρου ανήκει στο λογοτεχνικό είδος του περίπλου: Ο περίπλους είναι η πρωιμότερη μορφή ελληνικού γεωγραφικού έργου και νύξεις γι’ αυτό το είδος υπάρχουν ήδη από το Νηών Κατάλογο στη δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας και σε ορισμένες ναυτικές αφηγήσεις στην Οδύσσεια (π.χ. στην αρχή της ένατης ραψωδίας).9 Όμως, έχει διανυθεί μακρά πορεία από τον 6ο αι. π.Χ., όταν εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τις μεσογειακές ακτές –προφανώς πρώτη φορά για λογοτεχνικούς/επιστημονικούς σκοπούς– χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή μιας θαλάσσιας περιοχής (όπως ήταν η περίπτωση του Περίπλου του Μασσαλιώτη, που αργότερα μεταφράστηκε από το Λατίνο ποιητή Avienus) ή όλης της Μεσογείου10 (όπως ο Περίπλους του Σκύλακος του Καρυανδέως, που γράφτηκε για λογαριασμό του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α΄). Ο 2ος αι. μ.Χ. διακρίνεται από την τάση για αρχαϊσμό, την ευρυμάθεια και την επιστημονική πρόοδο που συντελέστηκε· το συγκεκριμένο αιώνα ο Πτολεμαίος προχώρησε πέρα από οποιονδήποτε άλλο αρχαίο συγγραφέα στη μελέτη της μαθηματικής γεωγραφίας, συνεχίζοντας το έργο του Ερατοσθένη και του Ιππάρχου για την κατασκευή μιας αναπαράστασης του κόσμου βασισμένης σε αστρονομικούς υπολογισμούς. Την ίδια περίοδο γράφτηκαν περιηγητικά κείμενα, δηλαδή ολοκληρωμένες περιγραφές συγκεκριμένων περιοχών με γεωγραφικές, ιστορικές, μυθολογικές και καλλιτεχνικές πληροφορίες (όπως ήταν το Περί Ακροπόλεως του Ηλιοδώρου ή, το 2ο αι. π.Χ., τα περιηγητικά έργα του Πολέμωνος που αφορούσαν την Αθήνα, τη Σπάρτη, τους Δελφούς, το Ίλιον, την Ολυμπία κ.ά.), αλλά και η εκτεταμένη Ελλάδος Περιήγησις του Παυσανία και το ποίημα Οικουμένης Περιήγησις του Διονυσίου Αλεξανδρείας.11 Γύρω στο 132 μ.Χ., ο Αρριανός ο εκ Νικομηδείας έγραψε τον Περίπλουν Ευξείνου Πόντου12 με τη μορφή μιας επιστολής στα ελληνικά που απευθυνόταν στον Αδριανό, το φιλέλληνα αυτοκράτορα της εποχής. Αυτό το κείμενο έχει την αρχαία δομή ενός περίπλου (απαρίθμηση εθνικών ονομάτων, τοπωνυμίων και ναυτικών αποστάσεων) συμπληρωμένου με ιστορικές, λογοτεχνικές, μυθολογικές και επιστημονικές αναφορές (που μαρτυρούν την εγκυκλοπαιδική μόρφωσή του) και εμπλουτισμένου με το προσωπικό ταξίδι του Ρωμαίου ηγέτη στη νοτιοανατολική ακτή αυτής της θάλασσας. Αυτή η εμμονή στη λεπτομέρεια, η πολυμάθεια και η καταγραφή όσων γνωρίζει ο συγγραφέας για την περιοχή χαρακτηρίζει και το έργο του Διονυσίου. Επομένως, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Ανάπλους είναι το αρχαίο αντίστοιχο των σύγχρονων οδηγών της Μαύρης θάλασσας: Οι ναυτικές πληροφορίες που περιέχει συνάδουν περισσότερο με την προσπάθεια να ικανοποιήσει την περιέργεια ενός μορφωμένου αναγνώστη παρά να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός ναυτικού ο οποίος έχει γνώσεις που έχουν μεταφερθεί προφορικά και εμπλουτίζονται από γενιά σε γενιά. Επίσης, δε χρειάζεται να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός χάρτη που θα συνόδευε αυτό το κείμενο: για το αρχαίο κοινό, μια τέτοια περιγραφή ήταν αρκετή για να κατασκευαστεί μια νοητή αναπαράσταση ενός γραμμικού χώρου.13 2.1. Ο Ανάπλους
Ο όρος «ανάπλους» προσδιορίζει αρχικά την «πλεύση αντίθετα στο ρεύμα», από την ανοιχτή θάλασσα προς το λιμάνι της ενδοχώρας (μέσω ενός καναλιού) ή από τις εκβολές προς την πηγή κατά μήκος ενός ποταμού. Τον 4ο αι. π.Χ., ο ανώνυμος συγγραφέας του περίπλου που σήμερα θεωρείται ότι ανήκει στον Ψευδοσκύλακα αποκάλεσε την άνω περιοχή του Βοσπόρου, μέχρι τις εκβολές της Μαύρης θάλασσας, Ανάπλου·14 αυτό ήταν αναμενόμενο, καθώς οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν το Βόσπορο ως ένα είδος ποταμού μέσω του οποίου η Μαύρη θάλασσα έρρεε στον Ελλήσποντο.15 Χρησιμοποιώντας την προσωπική του γνώση για την περιοχή και εμπνεόμενος από πηγές εντελώς άγνωστες σήμερα, καθώς και από τον Ηρόδοτο, τον Πολύβιο ή τον Αρριανό, ο Διονύσιος περιέγραψε αυτό τον κόμβο της αρχαίας οικουμένης· εκεί η Ευρώπη συναντά την Ασία και το Αιγαίο δέχεται τα ρεύματα της Μαύρης θάλασσας, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή της ακτή, από την πόλη του Βυζαντίου έως τις Κυανέες Πέτρες και πίσω, στην ασιατική ακτή, έως την πόλη της Χαλκηδόνας. Ο Ανάπλους ξεκινά με ένα προοίμιο, που υποδεικνύει το σκοπό του συγγραφέα. Ο Διονύσιος γράφει για αυτούς που «πλέουν προς τη Μαύρη θάλασσα και γι' αυτό που αποκαλείται το στόμιό της»: «Νομίζω ότι είναι απαραίτητο να γράψω γι’ αυτά τα πράγματα, γι’ αυτούς που τα βλέπουν, έτσι ώστε να μη χάσουν τίποτα από την τέλεια και ολοκληρωμένη κατανόησή τους, και γι’ αυτούς που δεν τα είδαν ποτέ, ώστε να έχουν μέσω αυτών που έχουν ακούσει μια καλή ιδέα σχετικά με αυτά». Ακολουθώντας τον Ηρόδοτο, που έγραψε για «την εκπληκτική... την πιο θαυμαστή όλων των θαλασσών»16 υπερεκτιμώντας τις διαστάσεις της, ο Διονύσιος θεωρεί τη Μαύρη θάλασσα «ανώτερη λόγω μεγέθους από όλες τις άλλες θάλασσες» και καταγράφει το εκπληκτικό σύστημα των διαδοχικών ρευμάτων που χωρίζουν την Ευρώπη από την Ασία, από την Τανάιδα, μέσω της Μαιώτιδος, του Κιμμέριου Βοσπόρου, της Μαύρης θάλασσας και του Θρακικού Βοσπόρου. Έτσι, με τα μάτια ενός «πατριώτη» ντόπιου γεωγράφου, στο στενό του (Θρακικού) Βοσπόρου η θάλασσα είναι εξίσου καλή για ψάρεμα και προσφιλής για καταφύγιο. Αν και κατά το μεγαλύτερο μέρος του το ρεύμα είναι ήρεμο, υπάρχουν και σημεία όπου χαρακτηρίζεται από βιαιότητα, λόγω των ακρωτηρίων που προεξέχουν και εκτείνονται το ένα μπροστά από το άλλο, αναπτύσσουν δίνες και ελευθερώνουν τη δύναμη της εκτρεπόμενης ροής. Διαβάζοντας ένα τέτοιο έργο, ο αναγνώστης οποιασδήποτε εποχής δεν μπορεί παρά να σκεφτεί την Αργοναυτική Εκστρατεία, που, από την Αρχαϊκή περίοδο, τοποθετείται στον Εύξεινο Πόντο17 και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πέρασμα από τις Συμπληγάδες / Πλαγκτές / Κυανέες Πέτρες. Για το Διονύσιο, η σύνδεση του τοπίου που βλέπει και περιγράφει με το μύθο είναι προφανής: «Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η προέλευση του ονόματος των “Συμπληγάδων”, καθώς μοιάζουν να ανοίγουν μπροστά σε αυτούς που πλησιάζουν με πλοίο και να κλείνουν γι’ αυτούς που φεύγουν· αυτή η εντύπωση προκαλείται από μια οφθαλμαπάτη».18 Αφήνοντας την πόλη του Βυζαντίου,19 που βρίσκεται στο ακρωτήριο του Βοσπόρου, ο γεωγράφος προχωρά βόρεια, στο ιερό της Αθηνάς Εκβασίας και το ναό του Ποσειδώνα, και ταξιδεύει κατά μήκος των σταδίων, των γυμνασίων και των τριών λιμανιών των Βυζαντινών. Ακολουθούν οι ναοί της Γης, της Δήμητρας και της Κόρης, της Ήρας και του Πλούτωνος. Το σημείο που βρίσκονται οι 2 ναοί είναι αυτό που ο Δαρείος επέλεξε για να περάσει από την Ασία στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της σκυθικής εκστρατείας του,20 και λέγεται ότι έκαψε το ναό της Ήρας, ενώ ο ναός του Πλούτωνος καταστράφηκε από το Φίλιππο το Μακεδόνα, όταν κατέλαβε το Βυζάντιο.21
Μετά τις Σκιρωνίδες πέτρες και τα Κύκλα, όπου και το ιερό της Αθηνάς Σκεδασίας, ακολουθεί ο Μελίας κόλπος και μιαεύφορη περιοχή όπου τιμούσαν τον Αρκάδιο Δία. Στη συνέχεια παρατίθενται διάφορα τοπωνύμια που αντλούν την ονομασία τους από ήρωες, συνήθως άγνωστους σε εμάς. Σε αυτό το σημείο, ένα βοσκοτόπι που βρισκόταν «σε μια υγρή, θρακική ακτή, κοντά στις εκβολές του Πόντου», όπου «τα ψάρια και τα ελάφια βόσκουν μαζί», υποδείχθηκε από το μαντείο στους Έλληνες αποίκους, κοντά στους ποταμούς Κύδαρη και Βαρβύση. Πρόκειται για μια μυθική γη, από όπου πέρασαν ο Ιάσων ο Αργοναύτης, η Ιώ και η Σεμέστρα, σύζυγος του Ποσειδώνα και μητέρα του Βύζαντος, του ιδρυτή του Βυζαντίου. Ο Απόλλων, που οδήγησε τους Έλληνες σε αυτή την περιοχή, τιμάται βορειότερα, σε ένα μέρος που ονομάζεται «Δρυς». Άλλα τοπωνύμια, που μαρτυρούν την αρχαία ιστορία του Βυζαντίου (ιδίως την επίθεση του Φιλίππου) και τη μεγαρική ηρωική μυθολογία (Νίκαιος, Ιπποσθένης, Σχοίνικλος), αναγράφονται στο ιερό της Αρτέμιδος Φωσφόρου και της Αφροδίτης Πραείας. Κόλποι φημισμένοι για τα πολλά ψάρια τους22 αναφέρονται μαζί με διάφορα ελληνιστικά μνημεία (όπως ο ναός του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου και οι οχυρώσεις των Ροδίων), μυθικές αναμνήσεις για τους Αργοναύτες (κάποιο Ιασόνιον, το δάφνινο στεφάνι της Μηδείας) και ιδρυτές πόλεων που δεν υπήρξαν ποτέ (όπως ένας Σκύθης που πήγε στην Κρήτη ή ο Αρχίας ο Θάσιος). Πλησιάζοντας την είσοδο του Εύξεινου Πόντου, παρουσιάζονται άλλα ιερά μέρη με τις διάφορες μυθικές παραλλαγές τους: οι Εστίες, ο ναός της Αρτέμιδος Δικτύννης, την οποία κατεύνασαν οι Κυζικηνοί, η Φιδάλεια, που επίσης συνδέεται με το μύθο του Βύζαντος, το Λιμάνι των Γυναικών, ο ναός της Εκάτης, ένας κόλπος αφιερωμένος σε έναν άλλο Μεγαρέα ήρωα, το Λασθένη, ένα ιερό του Αμφιαράου, αλλά και άλλα τοπωνύμια που συνδέονται με την εκστρατεία του Φιλίππου κατά του Βυζαντίου (Βάκχιαι) και με τους Αργοναύτες (Φαρμακία)· τέλος, γίνονται αναφορές στην είσοδο στη Μαύρη θάλασσα, στα Κλειδιά του Πόντου και την Ωραία πέτρα, το Βαθύ κόλπο, το Χρυσό ποταμό, τον πύργο «Τιμέα»,23που προστατεύει τους ναυτικούς κατά μήκος του Ευξείνου, ενώ είναι ιδιαίτερα αφιλόξενος στο νοτιοδυτικό του τμήμα,24 και σε ένα μέρος που ονομάζεται «Φώσφορος» εξαιτίας ενός φάρου ή της Αρτέμιδος, ξεχωριστά τα ιερά που είναι αφιερωμένα στον Απόλλωνα και τη Μητέρα των Θεών, ένας άλλος ναός της Φρυγικής Θεάς δίπλα στο ακρωτήριο που αφιερώθηκε από τον Ιάσονα στους Δώδεκα Θεούς, και μέρη που μαρτυρούν το πέρασμα των Εφεσίων, των Λυκίων ή των Μυρλιανών. Τέλος, αναφέρει τις Κυανέες Πέτρες, των οποίων «η θέα προκαλεί τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση και θαυμασμό», καθώς αυτές αποτελούν το όριο αυτού του οδοντωτού στενού καναλιού και την αρχή της ανοιχτής θάλασσας. Από τις Συμπληγάδες Πέτρες, ο Διονύσιος γυρνά τον αναγνώστη του πίσω, ακολουθώντας την ασιατική ακτή:25 ο αργοναυτικός κύκλος επανέρχεται με αναφορές στο ταξίδι του Ιάσονα (το ακρωτήριο Ancyreum, ο πύργος της Μηδείας ή οι ασιατικές Κυανέαι, «Αἰετοῦ Ρύγχος») και στο ταξίδι του Φρίξου (Ιερόν, «Φρίξου λιμήν»)· επίσης αναφέρονται διάφορα μνημεία που σχετίζονται με τους Χαλκηδόνιους και ανακαλούν τη (μεγαρική) ιστορία τους (π.χ. Ναυσίκλεια) καθώς και άλλα μυθικά επεισόδια. Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι αυτό το κείμενο, που συνδυάζει τοπική γεωγραφία, μυθολογία και ιστορία, αλλά χρησιμοποιείται μόνο από τους μελετητές της τοπικής ιστορίας, θα ξανακερδίσει στο μέλλον τη θέση που του αξίζει στην πολιτιστική ιστορία του 2ου αι. μ.Χ. και στη γενική εικόνα της αρχαίας γεωγραφίας.
1. Ο Crusius, στο λήμμα του “Dionysius von Byzanz 98” στη Real Encyclopaedie, στήλ. 927, αναφέρει το λεξικογράφο Ησύχιο ως πηγή της μαρτυρίας του Σούδα. Ο Διονύσιος ο Βυζάντιος δεν έχει καταχωριστεί στα λήμματα του The Oxford Classical Dictionary (3η έκδ., 2003), ούτε στους αρχαίους συγγραφείς που αναφέρονται στο Année Philologique. 2. Ο C. Müller, στη δική του έκδοση του Geographi Graeci Minores II, σελ. v, προσπάθησε να διορθώσει το κείμενο του Σούδα· τέτοιες όμως τεχνητές, αναπόδεικτες αποκαταστάσεις αποτελούν μόνο φιλολογική υπόθεση. 3. Για τα Πάτρια του 11ου αιώνα, βλ. Dagron, G., Constantinople imaginaire. Etude sur le recueil des “Patria” (Paris 1984). 4. Βλ. τον κώδικα Palatinus Heidelbergensis gr. 398· Marcotte, D., Géographes grecs. Introduction générale (Paris 2000), κυρίως CXXXVI, με βιβλιογραφία. 5. Ο Petrus Gillius / Pierre Gilles (1490-1555) ήταν ένας Γάλλος πολυμαθής περιηγητής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (ταξίδεψε στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και, με την ευκαιρία της πολεμικής εκστρατείας κατά της Περσίας, στη Συρία και την Αίγυπτο). Μεταξύ άλλων έργων εμπνευσμένων από τις αποστολές του, έχει συγγράψει και το De Bosporo Thracio libri tres (Leiden 1632). 6. Güngerich, R., Dionysii Byzantii Anaplous Bospori (Berlin 1958), σελ. xxviii. 7. Βλ. Müller, C., Geographi Graeci Minores II (Paris 1861), σελ. v· Güngerich, R., Dionysii Byzantii Anaplous Bospori (Berlin 1958), σελ. xliv· Mango, C., Le Développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 1985). 8. Βλ. Schmitt, R., “Considerations on the Name of the Black Sea: what can the Historian Learn from it?”, στο Leschhorn, W. – Miron, A.V.B. – Miron, A. (επιμ.), Hellas und der Griechische Osten. Studien zur Geschichte und Numismatik der griechischen Welt, Feschrift für P.R. Franke zum 70. Geburtstag (Saarbrücken, 1996), σελ. 219-224. 9. Για τον περίπλου, βλ. Güngerich, R., Die Küstenbeschreibung in der griechischen Literatur (Aschendorff 1950), κυρίως σελ. 21-22. 10. Η ιδέα της «Μεσογείου» δεν υπήρχε μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους· εντούτοις, υπάρχει μια αντίθεση, στην ελληνική γεωγραφική σκέψη, μεταξύ της θάλασσας (γύρω από την οποία ζούσαν οι Έλληνες) και του ωκεανού, ο οποίος θεωρείται ποταμός ή «εξωτερική» θάλασσα. Βλ. για την αρχαιότητα, Romm, J.S., The Edges of the Earth in Ancient Thought. Geography, Exploration and Fiction (Princeton 1994), και, γενικότερα, Purcell, N. – Horden, P., The Corrupting Sea: A Study of Mediterranean History (Oxford 2000). 11. Για αυτό το λογοτεχνικό είδος, βλ. Schnayder, J., De Periegetarum Graecorum Reliquiis (Societas Scientiarum Lodziensis 8, Lόdź 1950). 12. Βλ. Liddle, A., Arrian. Periplus Ponti Euxini (Bristol 2003). 13. Η «οντολογική» μορφή της ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφικής αντίληψης υποστηρίχθηκε από τον Janni, P., La mappa e il periplo. Cartografia antica e spazio odologico (Macerata 1984). Αυτό το βιβλίο πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να αποδειχθεί ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν είχαν χάρτες. Για μια πιο ήπια άποψη, βλ. Jacob, C., L’Empire des cartes. Approche théorique de la cartographie à travers l'histoire, Paris, 1992 [αγγλικά: The Sovereign Map: Theoretical Approaches in Cartography throughout History (Chicago 2006)]. 14. Ο Δημοσθένης, Κατά Πολυκλέους 18, αποκάλεσε την πλοήγηση από τη Σηστό στην είσοδο του Πόντου «ανάπλου». Για τον «Ανάπλου» ως τοπωνύμιο βλ. επίσης, Αρριανός, Βιθυνιακά, fr. 36 Roos-Wirth = fr. 20 Jacoby, και στους Βυζαντινούς χρόνους, Procopius, De Αedificiis 1.8.7· Stephanus Byzantius σ.ο. Γυναικόσπολις, Δάφνη και Καλλίπολις, και Ευσταθίου στο Comm. in Dion. Periegetes v. 916 κ.ε. 15. Βλ. Real Encyclopaedie 5 (1897), βλ. λ. “Bosporus 1” (E. Oberhummer), στήλ. 741-757, κυρίως 742. Εντούτοις, οι ντόπιοι ψαράδες γνώριζαν σίγουρα την ύπαρξη ενός αντίθετου ρεύματος, το οποίο αναφέρεται από το Macrobius, Saturnalia 7.12.36, βλ. West, S., “The Most Marvellous of All Seas; the Greek Encounter with the Euxine”, Greece&Rome 50:2 (2003), σελ. 151-167, κυρίως σελ. 153. 17. Ένα σύντομο ιστορικό των ποιητικών έργων που έχουν αντλήσει έμπνευση από το ταξίδι των Αργοναυτών παρουσιάζεται στο βιβλίο Green, P., The Argonautika by Apollonios Rhodios (London 1997/2007). 18. Για τους σταθμούς των Αργοναυτών στο Βόσπορο, βλ. Dewing, H.B., “Argonautic Associations of the Bosporus”, CJ 19:8 (1924), σελ. 469-483. 19. Η πιο ολοκληρωμένη απόπειρα να εντοπιστούν τα τοπωνύμια που αναφέρονται από το Διονύσιο είναι αυτή του C. Foss στο Barrington Atlas of the Greek and Roman World (Princeton – Oxford 1997). 20. Βλ. Ηρ. 4.85. Για μια σύγχρονη συζήτηση, βλ. Briant, P., Histoire de l’Empire perse de Cyrus à Alexandre (Paris 1996), σελ. 154 κ.ε. 21. Βλ. για αυτό το συμβάν Dumitru, A., “Byzance et les Philippe de Macédoine”, Revue des études grecques 119 (2006), σελ. 139-156. 22. Το ψάρεμα ήταν πολύ σημαντική ενασχόληση για τους κατοίκους του Βυζαντίου, βλ. Dumont, J., “La Pêche du thon à Byzance à l’époque hellénistique”, Revue des études anciennes 78-79 (1976-1977), σελ. 96-119. 23. Δεν έχει ανακαλυφθεί κάποιο ελληνικό χειρόγραφο για αυτό το τμήμα του Ανάπλου, οπότε βασιζόμαστε στο λατινικό κείμενο του Petrus Gillius (fr. 57-95 Wescher / Güngerich). 24. Η απουσία λιμανιών, ο κίνδυνος ναυαγίου και η αγριότητα των βαρβαρικών φυλών των Σαλμυδησσηνών Θρακών είναι μια αντίληψη που επαναλαμβάνεται στις αρχαίες πηγές, από τον 6ο αι. π.Χ., π.χ. Ιππώναξ, fr. 115 West. 25. Για τη βιθυνική ακτή του Βυζαντίου, βλ. τη μελέτη του Gabelko, O.L., “Zur Lokalisierung und Chronologie der asiatischen Besitzungen von Byzanz”, Orbis Terrarum 2 (1996), σελ. 121-128.
|
|
|