Ελληνικός Τύπος της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης

1. Οι περίοδοι του ελληνικού Τύπου της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης

Η δυναμική εμφάνιση ελληνόφωνων εφημερίδων στην Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα συμβαδίζει ουσιαστικά με την ανασυγκρότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων στα μέσα της δεκαετίας του 1830 και τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839). Μπορούμε να πούμε ότι οι εκδοτικές δραστηριότητες στο χώρο των εφημερίδων διακρίνονται σε τρεις φάσεις.

1.1. Η πρώτη φάση (1835-1857)

Οι πρώτες εκδοτικές απόπειρες στην Κωνσταντινούπολη σχετίζονται με εκπροσώπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας που είχαν επαφές με τον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Η πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε σε ελληνική και οθωμανική γλώσσα ήταν ο Οθωμανικός Μηνύτωρ το 1835, με εκδότη τον Ιωάννη (ή Ίαγκο) Μουσούρο, αδελφό του Κωνσταντίνου Μουσούρου, πρέσβη εκείνη την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα. Η εφημερίδα υπήρξε επίσημο έντυπο του οθωμανικού κράτους και εκδιδόταν μέχρι και το 1841.

Η δεύτερη σημαντική εκδοτική απόπειρα ήταν η εμφάνιση της εφημερίδας Τηλέγραφος του Βοσπόρου (1843). Εκδότης της ο Κωνσταντίνος Αδοσίδης, υπάλληλος της υψηλής πύλης από το 1841. Στην πρώτη φάση της εκδιδόταν τρεις φορές το μήνα, αργότερα όμως μετατράπηκε σε εβδομαδιαία. Έπειτα από 14 έτη λειτουργίας, τον Ιούνιο του 1857, ο Τηλέγραφος του Βοσπόρου παραχωρήθηκε από τον Αδοσίδη στο Δημήτριο Ξένη, επίσης ανώτερο κυβερνητικό υπάλληλο, ο οποίος τη συγχώνευσε με την εφημερίδα Βυζαντίς που μόλις είχε ιδρύσει. Έτσι μέχρι το 1871 η εφημερίδα εκδιδόταν υπό τον τίτλο Τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς υπό τη διεύθυνση του Ξένη. Δημοσίευε άρθρα ξένων εφημερίδων διαθέτοντας μια καλή ομάδα μεταφραστών, ενώ είχε συντάκτες των κύριων πολιτικών άρθρων της τους δικηγόρους Πλάτωνα Ρώτα και Ιωάννη Γεωργαντόπουλο.

Η εφημερίδα Τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς και ο Δημήτριος Ξένης εκπροσωπούσαν έναν ιδιότυπο συνασπισμό συμφερόντων, που αντιστοιχούσε ακριβώς στην εύνοια που απολάμβανε ο Ξένης τόσο από την πλευρά του πολλές φορές διατελέσαντος μεγάλου βεζίρη Ααλή πασά, όσο και από την πλευρά της ρωσικής πρεσβείας, που η πολιτική γραμμή της βρισκόταν σε μεταβατική φάση μετά την ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο. Οι δύο πλευρές –μεταρρυθμιστές του οθωμανικού κράτους και ρωσικός παράγοντας– συνέπεσαν στην επιλογή προώθησης των μεταρρυθμίσεων στο Πατριαρχείο, για δικούς τους λόγους καθένας, και η Βυζαντίς ήταν ο φορέας αυτής της πολιτικής γραμμής. Αυτός ήταν ο λόγος που γενικά το ύφος της εφημερίδας ήταν ήπιο, χωρίς εξάρσεις και πνεύμα αντιπαράθεσης «κατά Ρώσων και Βουλγάρων, κατ’ Αλβανών και Τούρκων, και υπουργών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μανουήλ Γεδεών. Τήρησε συνεπώς ήπια στάση έναντι του Βουλγαρικού προβλήματος, η επιρροή της όμως δέχτηκε ισχυρό πλήγμα μετά το θάνατο του πολιτικού της προστάτη, του Ααλή πασά (Σεπτέμβριος 1871). Ο Ααλή πασά, όπως και ο Χουσνή πασά, υπουργός τότε της Αστυνομίας, χρηματοδοτούσαν τον εκδότη της εφημερίδας Δημήτριο Ξένη. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το 1871 (και μέχρι το 1904) η εφημερίδα μετονομάζεται εκ νέου σε Βυζαντίς.

1.2. Η δεύτερη φάση (1857-1872)

Η δεκαετία του 1860 έφερε νέα άνθηση του ελληνόφωνου Τύπου, η οποία σχετιζόταν με την εσωτερική ανασυγκρότηση του ορθόδοξου μιλλέτ με την Εθνοσυνέλευση του 1858-1860 και την ψήφιση και επικύρωση των Γενικών Κανονισμών (1862). Εφημερίδες όπως ο Ανατολικός Αστήρ, η Ομόνοια, η Αρμονία, ο Νεολόγος, αλλά και η εμφάνιση της καραμανλίδικης εφημερίδας Ανατολή σε ελληνόγλωσση έκδοση, άλλαξαν το τοπίο στο χώρο του ελληνόφωνου Τύπου.

Εκδότες της εφημερίδας Ανατολικός Αστήρ (1861-1891) ήταν τρεις καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ο Ιωάννης Φιλαλήθης, ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης και ο Βασίλειος Καλλίφρων. Με την αποχώρηση, σε πολύ σύντομο διάστημα, των δύο πρώτων, απέμεινε αποκλειστικός ιδιοκτήτης της εφημερίδας ο Βασίλειος Καλλίφρων. Ως έμμισθοι συντάκτες εργάστηκαν κατά τη χρονική περίοδο 1862-1864 ο Σταύρος Βουτυράς, μετέπειτα εκδότης της εφημερίδας Νεολόγος, και ο Δημήτριος Νικολαΐδης, μετέπειτα εκδότης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις, ο οποίος διετέλεσε ένα διάστημα (1864;) και διευθυντής του Ανατολικού Αστέρος. Με την εφημερίδα συνεργάστηκαν επίσης οι Μανουήλ Γεδεών, Ι. Κηπουρός, Νικηφόρος Καλογεράς, Μιχαήλ Χουρμούζης κ.ά.

Η έκδοση της εφημερίδας είχε στην πραγματικότητα στόχο να πιέσει τον τότε οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ (πρώτη πατριαρχία: 1860-1863) να προχωρήσει στην εφαρμογή του κειμένου των Γενικών Κανονισμών, που μόλις προ ολίγου είχαν ψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση (1858-1860). Η εφημερίδα λειτουργούσε ως εκπρόσωπος των μεγάλων νεοφαναριώτικων οικογενειών που εισηγήθηκαν τις μεταρρυθμίσεις και κυρίως των Στέφανου και Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή και Παύλου Μουσούρου (αδελφού του Κωνσταντίνου και του Ιωάννη). Ως την έκδοση του Ανατολικού Αστέρος, τις μεταρρυθμίσεις αυτές είχε υποστηρίξει η εφημερίδα Τηλέγραφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς με εκδότη το Δημήτριο Ξένη. Ο Ξένης, όμως, όπως και η εφημερίδα του, βρίσκονταν, όπως αναφέρθηκε, υπό την επιρροή της ρωσικής πρεσβείας. Γι’ αυτόν το λόγο φαίνεται ότι οι φιλοδυτικές οικογένειες της ελληνορθόδοξης κοινότητας, όπως οι παραπάνω, θεώρησαν αναγκαίο να υπάρχει μια διαφορετική φωνή υπεράσπισης των μεταρρυθμίσεων αποστασιοποιημένη από τις επιλογές της ηττημένης στον Κριμαϊκό πόλεμο Ρωσίας. Το Μεικτό Συμβούλιο, μάλιστα, πρότεινε τη μετατροπή του Ανατολικού Αστέρος σε επίσημη εφημερίδα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, κίνηση που προκάλεσε την αντίδραση του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄· για να ισορροπήσει τους δυσμενείς για αυτόν συσχετισμούς, ευνόησε τότε την έκδοση της αντίπαλης εφημερίδας Ομόνοια. Ο Ανατολικός Αστήρ πάντως ανέλαβε εκείνο το διάστημα την πλήρη δημοσίευση των πρακτικών του Μεικτού Συμβουλίου, ενώ αντίθετα η Ομόνοια, για ευνόητους λόγους, δημοσίευε μόνο τις τελικές αποφάσεις των δύο οργάνων, της Ιεράς Συνόδου και του Μεικτού Συμβουλίου.

Η έκδοση της εφημερίδας Ομόνοια ήταν πολιτική επιλογή του οικουμενικού πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, προσωπικού φίλου του μητροπολίτη Χαλκηδόνος Γεράσιμου, ενός από τους επιφανέστερους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα μέσα του 19ου αιώνα, υποστηρικτή της διατήρησης του γεροντικού διοικητικού καθεστώτος και συγγενή του εκδότη της Ομόνοιας Δ. Κατσελίδη. Σκοπός του Ιωακείμ ήταν να περιορίσει την επιρροή των εφημερίδων Τηλεγράφος του Βοσπόρου και Βυζαντίς και κυρίως Ανατολικός Αστήρ, καθώς και οι δύο πίεζαν για την εφαρμογή των Γενικών Κανονισμών. Το 1867 εκδόθηκε συγχωνευμένη με το νεοπαγή τότε Νεολόγο της Ανατολής του Σταύρου Βουτυρά ως Ομόνοια και Νεολόγος. Επρόκειτο για ένα συνηθισμένο τρόπο που εφάρμοζαν οι εφημερίδες της εποχής για να υπερβούν το εμπόδιο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας τους από την Πύλη: να τεθούν υπό τον τίτλο μιας άλλης εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο συνέβη και με την εφημερίδα Νεολόγος της Ανατολής, η οποία ιδρύθηκε εν μέσω της κρίσης που ξέσπασε με την Κρητική Επανάσταση του 1866-1869. Η κυκλοφορία της ήταν επόμενο να απαγορευτεί, διότι μετέδιδε ειδήσεις που αφορούσαν την εξέγερση. Επειδή όμως και η εφημερίδα Ομόνοια και Νεολόγος επέμεινε στην ίδια τακτική, απαγορεύτηκε επίσης η κυκλοφορία της, με συνέπεια ο Νεολόγος να αναζητήσει «στέγη» σε άλλη εφημερίδα, τη Μέλισσα. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε, όπως αναφέρθηκε, με τον τίτλο Ομόνοια και Νεολόγος από τον Ιανουάριο του 1867 μέχρι το Μάρτιο (9/3) του ίδιου έτους. Από τις 10 Μαρτίου 1867 κυκλοφόρησε με το γνωστό τίτλο Νεολόγος. Το 1870 ανέλαβε διευθυντής της ο Βλάσης Γαβριηλίδης, που είχε αποχωρήσει τότε από τη διεύθυνση της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις. Αυτή υπήρξε και η τελευταία έκλαμψη της εφημερίδας, που σταμάτησε οριστικά την έκδοσή της το 1871. Συνεργάτες της εκτός από το Γαβριηλίδη ήταν κατά την πρώτη, ένδοξη περίοδό της ο Γ. Πολυχρονιάδης και ο δημοσιογράφος Ν. Αργυριάδης (που αποχώρησε την ίδια εποχή με τον προηγούμενο), ενώ κατά τη δεύτερη, περιπετειώδη φάση της συνεργάστηκαν μεταξύ άλλων ο Μανουήλ Γεδεών, αλλά και ο Σπυρίδων Λάμπρος, ως ανταποκριτής της στην Αθήνα, φοιτητής τότε ακόμη Φιλολογίας.

Η εφημερίδα Αρμονία (1864-1868) είχε εκδότη και συντάκτη της το Μιχαήλ Χουρμούζη (ψευδώνυμο Χουρμούζιου Τριανταφύλλου). Συντάκτης-διευθυντής της εφημερίδας (από το 1866) υπήρξε ο δικηγόρος Αλέξανδρος Αξελός. Διακρινόταν για τα αιχμηρά άρθρα της εναντίον μελών του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, τα οποία παρεκτρέπονταν στην προσωπική ή την ιερατική τους ζωή. Στην πραγματικότητα η ίδρυση της εφημερίδας εν μέσω της πατριαρχίας του Σωφρόνιου Γ΄ (1863-1866) λειτούργησε ως μέσο πίεσης εναντίον του φιλομεταρρυθμιστή πατριάρχη. Ο Σωφρόνιος ως μητροπολίτης Αμασείας υπήρξε ένας από τους θερμούς υποστηρικτές της εφαρμογής των Γενικών Κανονισμών.

Η εφημερίδα Ανατολή, με εκδότη τον Ευαγγελινό Μισαηλίδη, εκδιδόταν στα καραμανλίδικα από το 1851 έως το 1865. Το έτος αυτό κυκλοφόρησε και στην ελληνική γλώσσα, έχοντας συντάκτη της ελληνόγλωσσης έκδοσης το Χριστόφορο Σαμαρτζίδη. Η έκδοση όμως αυτή διήρκεσε μόλις μέχρι το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε στους ευρύτερους κύκλους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης η αρθρογραφία του Σαμαρτζίδη εναντίον της λατρείας των αγίων εικόνων. Αργότερα επανεκδίδεται στα καραμανλίδικα και, τον Αύγουστο του 1873, μετά την αλλαγή του τίτλου της σε Μικρά Ασία, γιάνι Ανατολή,1 εκδόθηκε στα καραμανλίδικα και στην ελληνική.

Την περίοδο εκείνη η εφημερίδα ακολούθησε σκληρή γραμμή εναντίον του τότε οικουμενικού πατριάρχη Άνθιμου Στ΄. Ο Άνθιμος στην τρίτη πατριαρχία του (1871-1873) είχε επιφορτιστεί το έργο της σύγκλησης της Τοπικής Συνόδου, η οποία αποκήρυξε τον «εθνοφυλετισμό» και τους οπαδούς της Βουλγαρικής Εξαρχίας ως σχισματικούς (Σεπτέμβριος 1872). Όμως, τον επόμενο χρόνο (1873), έγινε αντικείμενο κριτικής από πολιτικούς παράγοντες της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ των οποίων και η Ανατολή του Μισαηλίδη, για την ελλιπή εφαρμογή των Γενικών Κανονισμών. Τα εκκλησιαστικά άρθρα την περίοδο εκείνη τα συνέγραφε, σύμφωνα με δική του ομολογία, ο Μανουήλ Γεδεών. Την ίδια κριτική άσκησαν και άλλες εφημερίδες της Πόλης εκείνη την εποχή, όπως η Κωνσταντινούπολις, η Βυζαντίς και ο Τύπος.

Το 1874-1875 η εφημερίδα χωρίστηκε εκ νέου: στην καραμανλίδικη έκδοση με τον τίτλο Ανατολή και στην ελληνόγλωσση με τον τίτλο Μικρά Ασία, η οποία πέρασε υπό τη διεύθυνση του Μανουήλ Γεδεών, αντί του μέχρι τότε διευθύνοντος Γ. Πολυχρονιάδη. Ο Γεδεών, ωστόσο, εγκατέλειψε τη διεύθυνση, και η έκδοση τον επόμενο χρόνο οδηγήθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο. Από τις 24 Φεβρουαρίου έως τις 3 Μαΐου 1877, η Ανατολή επανακυκλοφόρησε σε καραμανλίδικη και ελληνόγλωσση έκδοση, μόνο που η πρώτη είχε πολιτικό, ενώ η δεύτερη εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Όμως η ελληνική έκδοση, που τη διηύθυνε ο Γεδεών, ανεστάλη λόγω των γεγονότων του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο οποίος ξέσπασε το ίδιο έτος. Αντίθετα η καραμανλίδικη έκδοση συνέχισε ακόμη και μετά το θάνατο του Μισαηλίδη (4 Ιανουαρίου 1890), μέχρι και το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Μετά το θάνατο του Ευαγγελινού Μισαηλίδη, την έκδοση της τουρκόφωνης Ανατολής ανέλαβε ο γιος του, ο Χρήστος Μισαηλίδης.

1.3. Η τρίτη φάση (1872-τέλος 19ου αιώνα)

Στη φάση αυτή πρωταγωνιστούν στο χώρο της έκδοσης ελληνόφωνων εφημερίδων πρόσωπα που είχαν εμπλακεί σε προηγούμενα εκδοτικά εγχειρήματα της δεκαετίας του 1860, είτε ως δημοσιογράφοι είτε ως διευθυντές σύνταξης: Δημήτριος Νικολαΐδης (Κωνσταντινούπολις), Σταύρος Βουτυράς (Νεολόγος), Βλάσης Γαβριηλίδης (Μεταρρύθμισις). Μάλιστα, στις δύο πρώτες περιπτώσεις η δημιουργία των εφημερίδων προηγείται του 1872. Ωστόσο, το νέο πολιτικό τοπίο που δημιουργεί η ανακήρυξη του σχίσματος εναντίον της Βουλγαρικής Εξαρχίας και, λίγο αργότερα, η θέση που παίρνουν οι εκδότες έναντι του προσώπου του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ αποτελούν τις βασικές συντεταγμένες μέσα στις οποίες οι ανερχόμενοι εκδότες διαμορφώνουν την πολιτική γραμμή των εντύπων. Το πολιτικό διακύβευμα αφορά τη στάση απέναντι στο ρωσικό παράγοντα – πρόβλημα που βέβαια καλούνται να αντιμετωπίσουν και παλαιότερα έντυπα, όπως η Βυζαντίς και ο Ανατολικός Αστήρ. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η αναφορά του Μανουήλ Γεδεών ότι η αντιπαλότητα των Σταύρου Βουτυρά και Ιωακείμ Γ΄ τροφοδοτήθηκε από την υποστήριξη του τελευταίου προς το Δημήτριο Νικολαΐδη και την εφημερίδα που αυτός εξέδιδε. Οι παλαιοί λοιπόν συνεργάτες του Ανατολικού Αστέρος, εφημερίδας που είχε υποστηρίξει την προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο Πατριαρχείο, ακολούθησαν δύο αντίθετες (όσο και συμμετρικές) πορείες στις επόμενες δεκαετίες: εκπρόσωπος των εθνοκεντρικών κύκλων ο Νεολόγος του Βουτυρά (εκφραστής της «ρωσοφοβίας»), εκπρόσωπος του οικουμενιστικού εγχειρήματος η Κωνσταντινούπολις του Νικολαΐδη (εκφραστής της «ρωσοφιλίας»). O Νεολόγος πάντως είχε εκπεφρασμένη θέση υπέρ των μεταρρυθμίσεων στο οθωμανικό κράτος και μάλιστα υπέρ της πολιτικής εκπροσώπησης των επαρχιακών πληθυσμών.

Ο Δημήτριος Νικολαΐδης, συντάκτης του Ανατολικού Αστέρος, σε συνεργασία με το Σταύρο Βουτυρά, ανέλαβε το 1865 την έκδοση του περιοδικού Επτάλοφος του Ι. Μ. Ραπτάρχου. Ο Βουτυράς εγκατέλειψε σύντομα το εγχείρημα, ο Νικολαΐδης εξέδιδε το περιοδικό μέχρι το 1871, ωστόσο ήδη από την άνοιξη του 1867 είχε αρχίσει να το εκδίδει ως εφημερίδα μικρού σχήματος. Έξι μήνες μετά, η καθημερινή αυτή εφημερίδα κυκλοφόρησε σε μεγάλο σχήμα με το όνομα Κωνσταντινούπολις. Στη σύνταξη του εντύπου εργάστηκαν κατά καιρούς ο Ι. Μ. Ραπτάρχης, ο Γ.Λ. Ξανθόπουλος, ο Β. Γαβριηλίδης, ο Μ. Ι. Γεδεών. Η Κωνσταντινούπολις στην κρίση του 1872 είχε ταχθεί ανοιχτά εναντίον του σχίσματος. Ο Νικολαΐδης παύτηκε από τη σύνταξη της εφημερίδας και ζήτησε άδεια για την έκδοση νέας. Η Κωνσταντινούπολις ουσιαστικά μετονομάστηκε σε Θράκη (1873-1880) και αυτή αργότερα σε Αυγή (1880-1884). Μετά το πέρας της πρώτης φάσης του Προνομιακού ζητήματος, που είχε συνέπεια να απομακρυνθεί από τον πατριαρχικό θρόνο ο Ιωακείμ Γ΄, η εφημερίδα αποκλήθηκε εκ νέου Κωνσταντινούπολις και έτσι συνέχισε να εκδίδεται μέχρι το 1906. Παρά τις κατά καιρούς μεταμορφώσεις της η εφημερίδα από το 1878 και εξής παρέμεινε φιλικά διακείμενη στο πρόσωπο του Ιωακείμ Γ΄.

Αντίθετα, ο Νεολόγος του Σταύρου Βουτυρά, ο οποίος έλαβε την οριστική μορφή του επίσης το 1867, ανέλαβε την εκπροσώπηση των ριζοσπαστών εθνικιστών της Κωνσταντινούπολης ακολουθώντας μια αταλάντευτα σκληρή γραμμή εναντίον του Ιωακείμ Γ΄. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Βουτυράς στην πρώτη κρίση του Προνομιακού ζητήματος το 1883-1884 (υπήρξε συντάκτης του σημαντικού Υπομνήματος των Πατριαρχείων το 1884) και συνέβαλε στην εξώθηση σε παραίτηση του τότε οικουμενικού πατριάρχη. Μάλιστα, λόγω της σκληρής αρθρογραφίας που ανέπτυσσε από τις σελίδες του Νεολόγου ο Βουτυράς εναντίον του πατριάρχη, στις 25 Φεβρουαρίου 1882 πολλοί υποστηρικτές του Ιωακείμ επιτέθηκαν στα γραφεία και το τυπογραφείο της εφημερίδας, προκαλώντας ιδιαίτερα σημαντικές υλικές ζημιές. Η αρθρογραφία του Βουτυρά συνέβαλε σημαντικά τόσο στην ανακήρυξη του σχίσματος εναντίον των εξαρχικών Βουλγάρων το 1872 όσο και στη φιλελληνικότερη στάση που κράτησαν στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 η Αγγλία και η Γαλλία.

Το έργο του Βουτυρά στην Κωνσταντινούπολη διακόπηκε το 1897, με την έκρηξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου, όταν και απελάθηκε στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε για ένα διάστημα την έκδοση του Νεολόγου. Επέστρεψε όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου και δραστηριοποιήθηκε έντονα τόσο κατά τη διάρκεια της Νεοτουρκικής Επανάστασης όσο και κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, όταν συμμετείχε στη συγκρότηση επιτροπής που έστελνε εθελοντές στρατιώτες στην Ελλάδα. Την επόμενη δεκαετία, μέχρι και το 1922, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, φέροντας τον τίτλο του «μεγάλου υπομνηματογράφου». Το 1922 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα ως πρόσφυγας.

Τέλος, η Μεταρρύθμισις του Βλάση Γαβριηλίδη υπήρξε ένα μικρής διάρκειας εκδοτικό εγχείρημα. Την εξέδωσε στα μέσα του 1876, όταν αποχώρησε από τη Θράκη του Νικολαΐδη. Ήταν καθημερινή εφημερίδα με συντάκτη του Ιωάννη Καραβασίλη. Η εφημερίδα έκλεισε τον Αύγουστο του 1877, εν μέσω της Ανατολικής Κρίσης, όταν ο Γαβριηλίδης εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη (λόγω λογοκρισίας) και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.




1. Γιάνι (yani) = δηλαδή. Το όνομα Ανατολή παραπέμπει στο Anadolu, την τουρκική ονομασία της Μικράς Ασίας. Ο τίτλος ισορροπεί έτσι ανάμεσα στο ελληνικό και τουρκικό όνομα της περιοχής και, ως εκ τούτου, στις ιδεολογικές τους αναπαραστάσεις.