1. Η ίδρυση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως
Η δημιουργία του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως το Μάρτιο του 1861 αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας συμβάν για τα πολιτισμικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά πράγματα των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης αλλά και της οθωμανικής επικράτειας γενικότερα. Δεν είναι βέβαιο αν η μικρή ομάδα εκείνων που ίδρυσαν το Σύλλογο είχε πράγματι φανταστεί την πορεία του. Εξάλλου, η ίδια η φάση της δημιουργίας του Συλλόγου παραμένει ασαφής. Κατά τον Ηροκλή Βασιάδη, έναν από τους βασικούς εμπνευστές του Συλλόγου, η δημιουργία του απέβλεπε στη «συγκέντρωσιν των ενεργειών των εν τη Οθωμανική Αυτοκρατορία ελληνικών επαρχιών και εις την σκόπιμον σύμπραξιν πασών των εν αυταίς κοινωνικών τάξεων, λογίων, εμπόρων, κλήρου, λαού προς εκκαθάρισιν του ελληνικού χαρακτήρος από των ασχημιζόντων αυτόν ρύπων της πολυχρόνου δουλείας και αμαθείας, όπως και αύθις εν ταις της Ανατολής ταις χώραις αναλάμψωσι τα γνήσια του ελληνικού πνεύματος γνωρίσματα, το φιλελεύθερον, το φιλόπατρι, το φιλομαθές, το μεγαλοφυές [...] πρότυπα απαράμιλλα κληροδοτηθέντα τω ανθρωπίνω γένει υπό του ελληνικού έθνους».1 Ο Βασιάδης υποστήριξε ότι ο Σύλλογος ήταν μια απλή συνέχεια του Εκπαιδευτικού Φροντιστηρίου που, έχοντας ιδρυθεί λίγο νωρίτερα με σκοπό τη διάδοση των γραμμάτων στους «ορθόδοξους λαούς του οθωμανικού κράτους και ιδίως στο γυναικείο φύλο», σταμάτησε τη λειτουργία του. Το ίδιο ρητορικό ύφος συναντούμε και στη σύντομη παρουσίαση της ιστορίας του Συλλόγου από τον Οδυσσέα Ιάλεμο, που μας διαβεβαιώνει ότι «οι τα της διανοητικής κινήσεως διέποντες ουδαμώς αποδειλιάσαντες εκ της αποτυχίας εκείνης [της παύσης της λειτουργίας του Φροντιστηρίου] έσπευσαν άλλως να εκπληρώσωσι τους υψηλούς του Εκπαιδευτικού Φροντιστηρίου σκοπούς».2
Η επική αφετηρία με την οποία συνδέουν την ίδρυση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου ο Βασιάδης και ο Ιάλεμος καταγράφεται σε μια περίοδο έντονων πολιτικών ανακατατάξεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το βουλγαρικό σχίσμα, τη «Μεγάλη Ανατολική Κρίση» και το Συνέδριο του Βερολίνου να αποτελούν αλληλένδετα μέρη τους. Στο πλαίσιο αυτό η τοποθέτηση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως στο ρόλο του βασικού εκφραστή των ελληνορθόδοξων πληθυσμών εγγράφεται στο αφήγημα που οι εκπρόσωποί του μεταφέρουν. Δεν είναι βέβαιο, όμως, ότι η εικόνα αυτή αντιστοιχούσε στο κλίμα της περιόδου και στις προθέσεις των ανθρώπων που τον ίδρυσαν. Αν πιστέψουμε τον Αλέξανδρο Ζωηρό πασά, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του, οι αρχικές προθέσεις των επτά αρχικών ιδρυτών ήταν η δημιουργία ενός χώρου στον οποίο θα μπορούσαν να συζητούν «περί πραγμάτων διαφόρων και υψηλοτέρων του συνήθους θέματος των συνομιλιών», κάτι σαν τα salons littéraires που υπήρχαν στην Ευρώπη για συζητήσεις φιλολογικού περιεχομένου. Οι συζητήσεις ανάμεσα στους αρχικούς ιδρυτές –Η. Βασιάδης, Α. Ζωηρός, Ξ. Ζωγράφος, Α. Παλαιολόγος, Ι. Ζωγράφος, Κ. Καλλιάδης, Θ. Ζωγράφος– διευρύνθηκαν με τη συμμετοχή κάποιων φίλων και κατέληξαν στη δημιουργία του Συλλόγου, με τη ρητή συμφωνία ότι θα αποφεύγονταν συζητήσεις για πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα.3 Τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου ανήλθαν σε τριάντα τρία, εκ των οποίων τα τριάντα δύο ήταν λαϊκοί και ένας μόνο ήταν κληρικός.
Όποια εκδοχή κι αν επιλέξει κανείς για την ίδρυση του Συλλόγου, βέβαιο είναι ότι το ίδρυμα γνώρισε γρήγορα μεγάλη αναγνώριση, καθώς πέτυχε να κινητοποιήσει πόρους και δυνάμεις προς τη στήριξη της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσε το μοντέλο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η δημιουργία συλλόγων αντίστοιχου προσανατολισμού, όπως ο Ηπειρωτικός Σύλλογος και ο Θρακικός Σύλλογος. Τέλος, το Περιοδικόν του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου, το οποίο εξέδωσε ο Σύλλογος σε σαράντα τόμους κατά την περίοδο 1863-1912, αποτελεί μέχρι σήμερα μια πλούσια και αναντικατάστατη πηγή για πολλά ζητήματα.
2. Περίοδοι της ιστορίας του Συλλόγου
2.1. 1861-1880
Αν χωρίσει κανείς την ιστορία του Συλλόγου σε φάσεις, τότε η περίοδος ανάμεσα στην ίδρυσή του και τις αρχές της δεκαετίας του 1880 υπήρξε αναμφισβήτητα επιτυχής. Σε αυτό το διάστημα παρατηρείται η μετάβαση από τα επιστημονικά και λόγια ενδιαφέροντα των μελών του Συλλόγου, τις δημόσιες διαλέξεις, τις δημοσιεύσεις, τους διαγωνισμούς, την οργάνωση βιβλιοθήκης κ.λπ. στη διαμόρφωση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής μεγάλης κλίμακας, που συνίστατο στην πληροφόρηση για την εκπαιδευτική κατάσταση των επαρχιών κυρίως και τη χρηματοδότηση των σχολείων. Η μετάβαση αυτή αποτυπώθηκε στην αλλαγή του κανονισμού του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως το 1871, στο πρώτο άρθρο του οποίου αναφέρεται ως κύριος σκοπός του ιδρύματος «η των γραμμάτων εν γένει καλλιέργεια και διάδοσις κατά την Ανατολήν». Το καταστατικό εξειδίκευσε τις δράσεις εκείνες που εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτό, αναφερόμενο σε δημόσιες διαλέξεις, έκδοση περιοδικού, σύσταση βιβλιοθήκης, διαγωνισμούς, καθώς και τη στήριξη των «απόρων» σχολείων και την ίδρυση νέων. Για το σκοπό αυτό ο Σύλλογος κινητοποίησε τους εύπορους ομογενείς της Κωνσταντινούπολης, κυρίως αυτούς που εκείνη την περίοδο είχαν αυξήσει τις περιουσίες τους, τραπεζίτες όπως ο Χρηστάκης Ζωγράφος, ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο Ανδρέας Συγγρός κ.ά., συγκεντρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά. Υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 1872-1877 ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος διέθεσε περίπου 5.500 οθωμανικές λίρες σε σχολεία της Μικράς Ασίας, της Θράκης και της Μακεδονίας, ποσό σημαντικό για τις ανάγκες των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτά που συνήθως χρηματοδοτούσε ο Σύλλογος.4 Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρχε δυσχέρεια στη χρηματοδότηση σχολείων, έως ότου αυτή σταμάτησε κατά τη δεκαετία του 1880.
2.2. 1880-1922
Η επόμενη φάση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως συνδέεται με τον περιορισμό της εκπαιδευτικής του δραστηριότητας. Αν και ο Σύλλογος διατήρησε τη λόγια φυσιογνωμία του και εξειδίκευσε το έργο του μέσα από τις επιτροπές που θεσμοθέτησε, όπως η βιολογική, η εκπαιδευτική, η αρχαιολογική και η φιλολογική επιτροπή, δεν είχε πλέον δυνατότητα χρηματοδότησης σχολείων. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε, με μικρές διακυμάνσεις, μέχρι και τη Νεοτουρκική περίοδο. Στο διάστημα αυτό το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση διατηρήθηκε αλλά διοχετεύτηκε αλλού. Κατά πρώτον, ο Σύλλογος ανέλαβε την οργάνωση και αθλοθέτηση διαγωνισμών με άμεσο εκπαιδευτικό περιεχόμενο· αυτή η δραστηριότητα δεν του ήταν άγνωστη, αφού στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με την οργάνωση του διαγωνισμού γεωγραφίας –που χρηματοδότησε ο Χρηστάκης Ζωγράφος και ο αρχιμανδρίτης Ευγένιος για την περιγραφή των επαρχιών της Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας–, καθώς και με το Νεγρεπόντειο διαγωνισμό, που χρηματοδότησε ο τραπεζίτης Μενέλαος Νεγρεπόντης για «την διάδοσιν της ελληνικής παιδείας», το διαγωνισμό που χρηματοδότησε η Εμπορική Σχολή της Χάλκης απονέμοντας πέντε βραβεία σε μαθητές, καθώς και το διαγώνισμα που αθλοθέτησε ο Ν. Συμβουλίδης για την περιγραφή του Πόντου.
Κατά τη δεκαετία του 1880 και μετά, η εμπειρία αυτή εμπλουτίστηκε με τον Καραπάνειο και το Ζωγράφειο διαγωνισμό. Ο πρώτος αφορούσε τη βράβευση δεκαεννέα διδακτικών βιβλίων για τη δημοτική εκπαίδευση από το ποσό των 10.000 που πρόσφερε ο Κωνσταντίνος Καραπάνος, γαμπρός του Χρηστάκη Ζωγράφου, και ο δεύτερος τη βράβευση δέκα εκθέσεων «περί ζώντων μνημείων», δηλαδή εκθέσεων που θα παρουσίαζαν «τις ελληνικές διαλέκτους, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού». Για το διαγωνισμό αυτό ο Χρηστάκης Ζωγράφος πρόσφερε ετησίως 100 οθωμανικές λίρες. Το νέο στοιχείο στους διαγωνισμούς αυτούς ήταν ότι δεν οργανώθηκαν άπαξ, αλλά ο Σύλλογος δεχόταν κάθε χρόνο διδακτικά εγχειρίδια και εκθέσεις προς κρίση, έργο που ανέλαβε η εκπαιδευτική και η φιλολογική του επιτροπή αντίστοιχα.
Το εκπαιδευτικό ενδιαφέρον του Συλλόγου συγκέντρωσαν επίσης οι δημόσιες διαλέξεις για εκπαιδευτικά θέματα, καθώς και η οργάνωση των εκπαιδευτικών συνεδριών για εξειδικευμένα αλλά κρίσιμα θέματα της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης, όπως η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, η διδασκαλία της ελληνικής σε ξενόγλωσσους «Έλληνες», η διδασκαλία της γυμναστικής, της φιλοσοφίας κ.ά. Οι συνεδρίες αυτές οργανώθηκαν το 1908-1909, δηλαδή κατά τη νεοτουρκική μεταπολίτευση που έμελλε να μεταβάλει σημαντικά τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου, η λειτουργία του Συλλόγου σχεδόν σταμάτησε, για να γνωρίσει μια σύντομη ανάκαμψη στο διάστημα 1919-1922, όταν εξέφρασε ανοιχτά τις αλυτρωτικές ελλαδικές φιλοδοξίες, με τίμημα να ταυτιστεί με την ηττημένη Ελλάδα, να απαγορευτεί η λειτουργία του και να κατασχεθεί η πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχείο του.
3. Αποτίμηση του έργου του Συλλόγου
3.1. Ο εκπαιδευτικός ρόλος του Συλλόγου
Με βάση αυτή τη σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως φαίνεται ότι τελικά ο Σύλλογος δεν κατόρθωσε να «καταστή ο οδηγός της εκπαιδευτικής απάντων των εν Τουρκία Ελλήνων ενεργείας και το κέντρον όλων των περί αυτής πόθων και πράξεων», παρά το κύρος που απέκτησε και την κεντρική θέση που διασφάλισε στα εκπαιδευτικά πράγματα κατά τη δεκαετία του 1870. Η αποτυχία αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός ότι ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος υπήρξε ο χώρος εκείνος στο εσωτερικό του οποίου διασταυρώθηκαν τα κύρια ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής, αλλά και ένας θεσμός με ισχυρό κοινωνικό κύρος και αποδοχή στα εύπορα και εγγράμματα στρώματα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, και όχι μόνο. Η ενασχόλησή του με την εκπαίδευση δεν υπήρξε ουδέτερη ούτε αξιολογικά ούτε ιδεολογικά. Το μέτωπο που άνοιξε ο Σύλλογος απέναντι στην «αμάθεια» θεμελιώνεται στις αστικές αξίες που υιοθέτησε. Η διάκριση ανάμεσα στην «παιδεία» και την «αμάθεια» λειτούργησε ως ταξινομικό σχήμα ανάγνωσης της κατάστασης των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, στη βάση του οποίου οι κοινότητες αυτές ιεραρχούνταν ανάλογα με τα σχολεία τους. Στις εκθέσεις της εκπαιδευτικής επιτροπής του Συλλόγου καταγράφονται γλαφυρά οι εντυπώσεις των μελών της για την κατάσταση των επαρχιών, χωρίς τα ίδια να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τα πράγματα από κοντά. Αυτό που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής είναι ότι τελικά οι ελληνορθόδοξες κοινότητες αξιολογούνταν στη βάση ενός αξιακού συστήματος που ήταν δικό τους – και το πιο πιθανό ήταν ότι οι πληροφορίες γι’ αυτές τις κοινότητες σχετίζονταν με τις αξίες των πληροφορητών του Συλλόγου, συνήθως δασκάλων που εργάζονταν εκεί ή σπανιότερα κληρικών. Επομένως, η εκπαιδευτική εκστρατεία του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως αποτελούσε ένα εκπολιτιστικό σχέδιο θεμελιωμένο στις αξίες που τα μέλη του είχαν ήδη αποδεχτεί για τον εαυτό τους.
3.2. Το «εκπολιτιστικό σχέδιο» του Συλλόγου
Πάντως, το εκπολιτιστικό σχέδιο του Συλλόγου θεμελιώθηκε εξίσου στην ανάγκη της «αποκατάστασης» της παιδείας στους «ελληνικούς πληθυσμούς» της Αυτοκρατορίας, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την καλλιέργεια της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και η καταπολέμηση της «αμάθειας» ήταν οι δύο πλευρές του εκπολιτιστικού σχεδίου. Στα συμφραζόμενα της πολιτικής κατάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σχέδιο αυτό είχε άμεσες πολιτικές συνδηλώσεις, ακριβώς διότι η σχέση της εκπαίδευσης με την εθνική ταυτότητα πολιτικοποιούσε την πρώτη με τους όρους της δεύτερης. Πράγματι, η προτεραιότητα που έδωσε ο Σύλλογος στην εκπαίδευση και τη χρηματοδότηση των σχολείων μαρτυρά ότι τα περισσότερα χρήματα που διέθεσε κατευθύνθηκαν σε σχολεία της Μακεδονίας και, κατά δεύτερον, της Μικράς Ασίας. Δεν ήταν απλώς η ανάγκη καταπολέμησης της αμάθειας που οδήγησε σε αυτές τις επιλογές αλλά η ανάγκη αντιμετώπισης του βουλγαρικού εθνικισμού και των ιεραποστολικών σχολείων, που θεωρήθηκαν τότε οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τον «ελληνισμό». Έτσι ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως συνδέθηκε με τις πολιτικές διαμάχες της Αυτοκρατορίας μέσα από μια επιλογή που φαινόταν και αναγκαία και θεμιτή. Η δημιουργία σχολείων στη Μακεδονία σχετιζόταν άμεσα με την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας μη ελληνόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών οι οποίοι, ακριβώς λόγω του σλαβικού ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν, είχαν αξιώσεις από τη βουλγαρική κίνηση. Στο πλαίσιο αυτό το σχολείο και η επιλογή του σχολείου, ακριβώς όπως η επιλογή του παπά, μπορούσαν να αποτελούν ενδείξεις ταύτισης με τη βουλγαρική ή την ελληνική κίνηση, είχαν δηλαδή ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα. Βέβαια, δεν ήταν πάντα βέβαιο ότι οι επιλογές των τοπικών πληθυσμών ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες που είχαν τα μέλη του Συλλόγου για αυτούς, καθώς συχνά επηρεάζονταν από τις τοπικές συνθήκες και τους ανταγωνισμούς με τρόπους που δεν τους ήταν κατανοητοί. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η γενική καχυποψία των αγροτικών πληθυσμών απέναντι στο σχολείο και η αντίδρασή τους για τις ώρες που καθημερινά στερούνταν τα παιδιά τους από τις αγροτικές εργασίες. Το αποτέλεσμα συχνά ήταν η αστάθεια στον αριθμό του μαθητικού πληθυσμού, οι διδακτικές δυσκολίες για τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα στο σπίτι και μάθαιναν άλλη στο σχολείο κ.ά. Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίστηκαν στα σχολεία της Μικράς Ασίας, τον «εξελληνισμό» των τουρκόφωνων χριστιανών αλλά και τον ανταγωνισμό των ιεραποστολικών σχολείων, που συνήθως πρόσφεραν πιο σύγχρονη εκπαίδευση.
Τελικά, το σχέδιο του Συλλόγου περιορίστηκε στην εφάπαξ χρηματοδότηση σχολείων χωρίς τη δυνατότητα συστηματικότερης επέμβασης, για την οποία εξάλλου δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος. Φαίνεται, όμως, ότι πολλά από τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε τη δεκαετία του 1870 παρέμειναν στο προσκήνιο πολλά χρόνια αργότερα, αν κρίνουμε από το ότι η διδασκαλία της ελληνικής και της χειροτεχνίας υπήρξαν δύο από τα κεντρικά ζητήματα τα οποία αντιμετώπισαν οι εκπαιδευτικές συνεδρίες που οργάνωσε ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος στα 1908-1909.
3.3. Η διαμάχη του «Λογίου με τον Κερδώο Ερμή»
Κατά παράδοξο τρόπο το εκπαιδευτικό σχέδιο του Συλλόγου συνάντησε προβλήματα για λόγους που είχαν να κάνουν με τους εσωτερικούς συσχετισμούς στην ελληνορθόδοξη ελίτ της Κωνσταντινούπολης. Η εμπλοκή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στα εκπαιδευτικά πράγματα και η μετατόπιση των περισσότερων χρηματοδοτών του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου στην Αδελφότητα «Αγαπάτε Αλλήλους», την οποία ίδρυσε ο Ιωακείμ Γ΄, στέρησαν από το Σύλλογο τα απαραίτητα χρήματα. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε κρίσιμη, καθώς σηματοδότησε το σημαντικό περιορισμό των εσόδων του Συλλόγου και οδήγησε στη διάρρηξη των σχέσεων ευπόρων και λογίων, του «Λογίου με τον Κερδώο Ερμή», όπως ετέθη την εποχή εκείνη. Δεν είναι βέβαιο τι προκάλεσε αυτήν την εξέλιξη, διότι δεν εκφράστηκε κάποια ανοιχτή σύγκρουση στο Σύλλογο. Είναι πιθανό η εθνικιστική ιδεολογική φυσιογνωμία πολλών εκ των ηγετικών μορφών του, όπως ο Βασιάδης και ο Ιάλεμος, να μην ανταποκρινόταν στην οικουμενική πολιτική του Ιωακείμ Γ΄. Αλλά η διάσταση ανάμεσα στον ελληνικό εθνικισμό και την οικουμενικότητα ήταν ενεργή καιρό πριν, χωρίς να τεθεί άμεσα ζήτημα για τη λειτουργία του Συλλόγου. Μάλιστα, οι δύο αυτές πολιτικές ατζέντες πρέπει να κατανοηθούν μέσα από την αμοιβαία σχέση τους και όχι αποκλειστικά μέσα από την αντιπαλότητά τους. Έτσι και αλλιώς το εκπαιδευτικό σχέδιο του Συλλόγου μπορούσε εξίσου να εξυπηρετήσει την πολιτική πλατφόρμα της πολιτισμικής αυτονομίας των ελληνορθόδοξων πληθυσμών, την οποία στήριζαν οι οπαδοί του «ελληνοθωμανισμού», όσο και την αλυτρωτική πολιτική του ελληνικού εθνικισμού, ενώ ο Σύλλογος συνειδητά αποφόρτιζε το λόγο του από στοιχεία που θα μπορούσαν να θίξουν την οθωμανική ακεραιότητα. Πιθανό επίσης είναι η χρηματοδότηση προς το Σύλλογο να έπαυσε επειδή θεωρήθηκε ότι δεν ανταποκρίθηκε με επιτυχία στο ρόλο του εκπαιδευτικού κέντρου που επινόησε για τον εαυτό του. Αυτή, άλλωστε, είναι η κατηγορία που απηύθυνε ο ίδιος ο Ιωακείμ σε επιστολή του προς τον πρεσβευτή Α. Κουντουριώτη, συνηγορώντας προς μια κατεύθυνση συγκεντρωτισμού της εκπαιδευτικής κατάστασης με άξονα το Παριαρχείο.
Τέλος, δεν είναι απίθανο στην υπόθεση αυτή ρόλο να έπαιξαν προσωπικές αντιδικίες και αντιπάθειες που προέκυψαν κατά τη δεκαετία του 1870, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Ηροκλής Βασιάδης σε επιστολή του προς το Στέφανο Σκουλούδη.5 Σε κάθε περίπτωση, όμως, η δημιουργία της Αδελφότητας και η αμεσότερη εμπλοκή του Πατριαρχείου σηματοδότησαν την οριστική έξοδο του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως από τη συγκέντρωση και διαχείριση χρηματικών ποσών για τη χρηματοδότηση των σχολείων.
3.4. Η κοινωνική φυσιογνωμία του Συλλόγου
Η αποτυχία του Συλλόγου να εδραιωθεί ως «ο οδηγός της εκπαιδευτικής απάντων των Ελλήνων ενεργείας» δεν μπορεί να υποβαθμίσει το κύρος που απέκτησε και διατήρησε ακόμη και μετά τα 1880 στην εγγράμματη ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Το ακροατήριο του Φιλολογικού Συλλόγου αποδείχτηκε αρκετά σύνθετο, αν κρίνουμε τουλάχιστον από την επαγγελματική θέση των μελών του, που ήταν εκπροσώποι του εμπορικού και τραπεζικού κόσμου, του οθωμανικού κράτους, της εκπαίδευσης και της τοπικής λογιοσύνης, αλλά και γιατροί, νομικοί, αρχιτέκτονες ή ασκούσαν νέα, δυναμικά επαγγέλματα. Προκειμένου να ενισχύσει το επιστημονικό προφίλ του ο Σύλλογος εξέλεξε πολλούς ακαδημαϊκούς από το εξωτερικό ως επίτιμα μέλη του και διατήρησε ανοιχτή επικοινωνία με λογίους και άτομα με επιστημονικά ενδιαφέροντα από τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας
Ο επιστημονικός και κοσμικός προσανατολισμός του Συλλόγου αποτέλεσε το θεμέλιο του κύρους που απέκτησε κατά τη μακρά διάρκεια της λειτουργίας του ως φορέα μιας εγγράμματης κοινότητας που ήταν σε θέση, ακριβώς λόγω του κοινωνικού κεφαλαίου που της πρόσφερε η εγγραμματοσύνη, να μιλήσει για τα πράγματα από ισχυρή θέση. Λόγω των σύνθετων και δυναμικών σχέσεων της ελληνορθόδοξης κοινότητας με το οθωμανικό κράτος, μια θέση ταυτόχρονα υπάλληλη και προνομιακή, ο Σύλλογος υπήρξε θεσμικά ένας φορέας λόγου που θεμελιωνόταν σε αστικές αξίες και στην οθωμανική νομιμότητα, που πολλά μέλη του αποδέχονταν για εντελώς πραγματιστικούς λόγους. Αυτή ακριβώς η σύνθετη κατάσταση επέτρεψε στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως να αποφύγει τη μοίρα ενός κλειστού ομίλου προορισμένου να θεραπεύει τα ενδιαφέροντα της ανώτερης μερίδας των τραπεζιτών και των νεοφαναριωτών της Πόλης και να παραμείνει κοινωνικά ανοιχτός. Η κοινωνική φυσιογνωμία του απορρέει περισσότερο από το αξιακό πλαίσιο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η επιστημονική του δράση, από την εγγραμματοσύνη, την ευπρέπεια, την πίστη στην πρόοδο και τον πολιτισμό, πλαίσιο που υπήρξε ταυτόχρονα το πρίσμα υπό το οποίο ο Σύλλογος κατανόησε το σύγχρονο κόσμο. Τελικά ο Σύλλογος ήταν δημιούργημα της εποχής του, στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλε ταυτόχρονα. Από την άποψη αυτή δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τις διαδικασίες εκείνες που ανέδειξαν τα νέα αστικά στρώματα των ελληνορθοδόξων οι οποίοι εισήλθαν δυναμικά στο προσκήνιο κατά την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και μετά. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί μια απλή αντανάκλαση της διαδικασίας αυτής αλλά συνισταμένη της δυναμικής της.