1. Εισαγωγή
Γνωστές με το όνομα Τανζιμάτ, οι μεταρρυθμίσεις με τις οποίες οι Οθωμανοί σουλτάνοι θέλησαν να ανακάμψουν την παρακμή εκσυγχρονίζοντας την αυτοκρατορία τους υιοθετήθηκαν σταδιακά και τέθηκαν σε εφαρμογή ήδη από τη δεκαετία του 1820. Θεωρητικά, η περίοδος των Τανζιμάτ αρχίζει την 3η Νοεμβρίου 1839, με τη δημοσίευση του ιερού διατάγματος του Γκιουλχανέ, το οποίο καταδίκαζε τη φορολογική αναρχία και τις καταχρήσεις των φοροεισπρακτόρων, ενώ παράλληλα παρείχε σε όλους τους Οθωμανούς υπηκόους, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους ταυτότητα, την εγγύηση της προστασίας του σουλτάνου.
Ωστόσο, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η επίσημη αυτή δήλωση του 1839 (η οποία γέννησε τεράστιες ελπίδες για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας) δεν προέβλεπε κάτι σαφές ειδικά για τη θρησκευτική ελευθερία. Στην πραγματικότητα, το πρώτο νομοθετικό κείμενο που εγγυάται ρητά, για όλους τους Οθωμανούς υπηκόους, την απρόσκοπτη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων είναι το αυτοκρατορικό διάταγμα της 18ης Φεβρουαρίου 1856. Η συγκυρία δεν είναι τυχαία: Ο Κριμαϊκός πόλεμος δίνει την ευχέρεια στους Ευρωπαίους να απαιτήσουν την άμεση αναγγελία μεταρρυθμίσεων. Αλλά και αυτή η χρονολογία είναι συμβατική, ιδιαίτερα όσον αφορά την υιοθέτηση ενός νέου νομικού και διοικητικού πλαισίου για τις μη μουσουλμανικές κοινότητες, του οποίου το κυριότερο στοιχείο θα είναι η θεσμοποίηση της (ήδη υπάρχουσας) συμμετοχής των λαϊκών στα κοινοτικά όργανα. Η εκκοσμίκευση των διοικητικών δομών των μιλλέτ δεν πραγματοποιείται από τη μια μέρα στην άλλη. Τα μέσα της δεκαετίας του 1850 σηματοδοτούν απλώς την επιβεβαίωση και επισημοποίηση του φαινομένου.
2. Θεμελιώδεις κανονισμοί
Από την εποχή αυτή κι έπειτα, καθεμία από τις διαφορετικές μη μουσουλμανικές συνιστώσες της οθωμανικής κοινωνίας επεξεργάζεται και θέτει σε ισχύ ένα «θεμελιώδη κανονισμό» (nizamname) που αγγέλλει τις βασικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα λειτουργήσει εφεξής κάθε κοινότητα. Σε κάθε περίπτωση, ο θρησκευτικός αρχηγός (πατριάρχης για τους Ρωμιούς και τους Αρμένιους, αρχιραβίνος για τους Εβραίους) αντιπροσωπεύει την ύπατη αρχή κάθε μιλλέτ, με την οποία διαπραγματεύεται και επικοινωνεί το οθωμανικό κράτος.
Ωστόσο, ενώ (γρηγοριανοί) Αρμένιοι και Εβραίοι δράττονται των «θεμελιωδών κανονισμών» τους για να ελαχιστοποιήσουν (ή και να εκμηδενίσουν) τις εξουσίες του ανώτερου κλήρου, οι Ρωμιοί, αν και αποδυναμώνουν αισθητά το ρόλο της Εκκλησίας, δεν καταφέρνουν εν τέλει να περιθωριοποιήσουν, στα χαρτιά τουλάχιστον, το Πατριαρχείο, το οποίο συνεχίζει να συμμετέχει στη διοίκηση του «έθνους» σαφώς περισσότερο απ’ ό,τι ο αρχιραβίνος ή οι αρμενικές θρησκευτικές αρχές στα «κοινά» των αντίστοιχων μιλλέτ.
3. Οι Γενικοί Κανονισμοί του ρωμαίικου μιλλέτ
Το 1847, έπειτα από συνεχείς αιτήσεις και διαδοχικές πιέσεις των λαϊκών που ήθελαν να «ξεκαθαρίσουν» τα οικονομικά του ορθόδοξου κλήρου, η Πύλη δίνει εντολή στον Πατριάρχη Άνθιμο Στ΄ και στην Ιερή Σύνοδο να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις σχετικά με την εκλογή των ιεραρχών, τη συγκρότηση της Ιερής Συνόδου, το ταμείο του κοινού κ.λπ. Στα αποτελέσματα των εργασιών της εθνοσυνέλευσης που σχηματίζεται στις 13 Απριλίου 1847 θα στηριχθούν τα μέλη του Εθνικού Προσωρινού Συμβουλίου για να επεξεργαστούν, μεταξύ του 1858 και του 1860, τους Γενικούς Κανονισμούς (θεμελιώδες κείμενο του ρωμαίικου «έθνους» από το 1862 μέχρι το τέλος της Οθωμανικής περιόδου).
3.1. Κεντρικά όργανα της διοίκησης του ρωμαίικου μιλλέτ
Υπογραμμίζοντας και επιβεβαιώνοντας το εύρος των εξουσιών που, παρά το γενικότερο κλίμα εκκοσμίκευσης, πετυχαίνει να διατηρήσει ο ανώτερος ρωμαιορθόδοξος κλήρος, οι Γενικοί Κανονισμοί εισάγουν «δικέφαλη» διοίκηση: από τη μια, η Ιερή Σύνοδος αποτελούμενη από δώδεκα μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου· από την άλλη, το Διαρκές Εθνικό Μεικτό Συμβούλιο (ΔΕΜΣ), όργανο με επίσης δώδεκα μέλη, από τα οποία τα οκτώ ήταν «λαϊκοί», άτομα που δεν είχαν καμιά εμφανή σχέση με την Εκκλησία, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα προέρχονταν από την Ιερή Σύνοδο. Σε έναν από τους τέσσερις συνοδικούς μητροπολίτες ανήκε η προεδρία του μεικτού αυτού σώματος, του οποίου η σύνθεση ανανεωνόταν κατά το ήμισυ κάθε χρόνο.
Κληρικοί ή λαϊκοί, τα μέλη του ΔΕΜΣ ήταν αιρετά. Οι μητροπολίτες διορίζονταν έπειτα από εκλογές στο πλαίσιο της Εκκλησίας, ενώ οι λαϊκοί από αντιπροσώπους που εξέλεγε το σύνολο των Ρωμαιορθόδοξων κατοίκων της Πόλης. Για τη διεξαγωγή των εκλογών αυτών, η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως είχε διαιρεθεί σε ενοριακούς τομείς. Σε κάθε τομέα, η γενική συνέλευση των ενοριτών εξέλεγε έναν ή δύο αντιπροσώπους – ανάλογα με την περίπτωση. Οι συνολικά 26 αντιπρόσωποι των ενοριών σχημάτιζαν, μαζί με την Ιερή Σύνοδο, το εκλογικό σώμα που θα επέλεγε τα οκτώ λαϊκά μέλη του ΔΕΜΣ.
Οι καθ’ ύλην αρμοδιότητες των δύο αυτών σωμάτων ήταν αρκετά διαφορετικές και ενίοτε αλληλοσυμπληρούμενες. Εκτός από το διορισμό των κατά τόπους μητροπολιτών ανά την αυτοκρατορία, η Ιερή Σύνοδος είχε και την ευθύνη των πνευματικών υποθέσεων του «έθνους». Ειδικότερα, αναλάμβανε την προστασία των ορθόδοξων χριστιανών από εξωτερικές επιδράσεις ικανές να μεταβάλουν τη θρησκευτική τους πίστη. Η οικονομική διαχείριση και η λειτουργία των «εθνικών» σχολείων και νοσοκομείων βρίσκονταν υπό την επίβλεψη του ΔΕΜΣ. Το σώμα αυτό εκδίκαζε επίσης οικογενειακές και κληρονομικές διαφορές, αλλά δεν είχε αρμοδιότητα για υποθέσεις εμπράγματου δικαίου οι οποίες υπάγονταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των οθωμανικών δικαστηρίων.
Συμβολικά τουλάχιστον, η στέγαση στο χώρο του Πατριαρχείου όλων σχεδόν των κεντρικών οργάνων της ρωμαίικης κοινότητας εκφράζει εύγλωττα την πρωτοκαθεδρία που αναγνωρίζεται στο θρησκευτικό παράγοντα. Εκτός από το ΔΕΜΣ που συνεδριάζει στο Φανάρι, οι γραμματείες μεταβιβάσεων ακινήτων και διαβατηρίων, η εκπαιδευτική επιτροπή, η εξελεγκτική επιτροπή, το «εθνικόν ταμείον» καθώς το ληξιαρχικό γραφείο συγκαταλέγονται στις υπηρεσίες με κοσμικό χαρακτήρα που «φιλοξενούνται» σε χώρο προοριζόμενο για τον κλήρο.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μέχρι το 1923, τους Ρωμιούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τούς διοικεί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με τη συνδρομή της Ιερής Συνόδου και του ΔΕΜΣ. Οι υποσχέσεις που δόθηκαν με το αυτοκρατορικό διάταγμα του 1856 και οι οποίες διευκρινίστηκαν και επιβεβαιώθηκαν με τους Γενικούς Κανονισμούς του 1860-1862 κατέληξαν στο σχηματισμό ενός σχετικά αυτόνομου νομικού πλαισίου – τουλάχιστον για τις κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής των γενικών αρχών που αγγέλλονταν στα κείμενα αυτά υπήρξαν οι ενορίες όπου οικοδομήθηκε σταδιακά, μέσα από την καθημερινή πρακτική, η κοινοτική διοίκηση.
3.2. Οι ενορίες/κοινότητες της Πόλης
Οι ορθόδοξες ενορίες της οθωμανικής Πόλης είναι ουκ ολίγες: μόνο η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως1αριθμεί περί τις 42,2 ενώ από τις γειτονικές μητροπόλεις Δέρκων, Χαλκηδόνος και Πριγκιποννήσων ήταν εξαρτημένες ακόμη αρκετές δεκάδες.3 Καθεμιά από αυτές αποτελεί ένα χωριστό διοικητικό σύνολο ονομαζόμενο συνήθως «κοινότητα».
Ωστόσο, η χρήση των λέξεων αυτών προκαλεί ενίοτε σύγχυση. Στη ρωμαίικη διοικητική πραγματικότητα της οθωμανικής πρωτεύουσας «ενορία» δε σημαίνει αναγκαστικά «κοινότητα» – και το αντίστροφο. Αν και κατά κανόνα είναι σχεδόν ταυτόσημοι, οι δύο όροι δε συμπίπτουν πάντα γεωγραφικά. Συμβαίνει, για παράδειγμα, μια κοινότητα να περιλαμβάνει περισσότερες από μία ενορίες. Η περίπτωση της κοινότητας Σταυροδρομίου (Μπέγιογλου, Πέρα), που αποτελείται από τρεις ενορίες, είναι η πιο γνωστή. Αν και σπανιότερη, η συγκέντρωση περισσότερων ενοριών σε μια μόνη κοινότητα παρατηρείται επίσης σε περιφερειακές συνοικίες. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα Κουζγκουντζουκίου (Χρυσοκέραμος) αποτελούνταν από δύο ενορίες και ναούς αφιερωμένους στον άγιο Παντελεήμονα.
Από τη δεκαετία του 1860 κι έπειτα, οι ρωμαιορθόδοξες ενορίες/κοινότητες της Πόλης διοικούνται σύμφωνα με ένα κοινό πρότυπο. Το πρότυπο αυτό δεν είναι βέβαια επινόηση της εποχής των μεταρρυθμίσεων, αλλά ερείδεται σε παλιότερες πρακτικές. Η καινοτομία που εισάγουν οι Γενικοί Κανονισμοί είναι η θεσμοποίηση, μέσω ενός θεμελιώδους κειμένου, ενός τύπου κοινοτικής οργάνωσης της οποίας η εφαρμογή ήταν σημαντικό να γενικευτεί, ώστε να επιτευχτεί μια κάποια διοικητική συνοχή για το σύνολο της πολίτικης ρωμιοσύνης. Άλλος «νεωτερισμός» επίσης σχετικός: από το 1860 κι έπειτα, την κοινοτική εξουσία την ασκούν κατ’ αποκλειστικότητα λαϊκοί.
Θεωρητικά, σύμφωνα με τους καταστατικούς κανονισμούς που υιοθέτησαν οι διάφορες κατά τόπους ενορίες/κοινότητες μετά το 1870, αυτοί οι λαϊκοί προύχοντες δεν είναι παρά απλοί εκτελεστές της βούλησης και των αποφάσεων των γενικών συνελεύσεων των ενοριτών, οι οποίες κατέχουν την εξουσία στον ενοριακό μικρόκοσμο. Στην πράξη, ωστόσο, είναι σύνηθες τα αιρετά μέλη των κοινοτικών οργάνων να υπερβαίνουν τα όρια και το περιεχόμενο των εντολών που τους δόθηκαν και να παίρνουν πρωτοβουλίες για τις οποίες η γενική συνέλευση των ενοριτών δεν ενημερώνεται παρά μόνο εκ των υστέρων.
Στις περισσότερες μικρού και μεσαίου μεγέθους ενορίες, η «εκτελεστική» εξουσία περιορίζεται σε ένα και μόνο διοικητικό σώμα, που ονομάζεται «εφοροεπιτροπή» και ασχολείται τόσο με τα σχολεία όσο και με τους ναούς που βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων της ενορίας. Στις πολυπληθείς ενορίες/κοινότητες γίνεται διάκριση ανάμεσα σε εφορείες, που επιβλέπουν τη λειτουργία των σχολείων, και επιτροπές, που διαχειρίζονται τα των χώρων λατρείας.
Ανεξάρτητα από τη σύνθεσή τους, επιτροπές και εφορείες οφείλουν να συντάσσουν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έναν απολογισμό και να υποβάλλουν κάθε χρόνο την οικονομική τους διαχείριση στον έλεγχο της εξελεγκτικής επιτροπής, όργανο που εκλέγει για το σκοπό αυτό η γενική συνέλευση των ενοριτών.
Πυκνοκατοικημένες και καλύπτοντας μεγάλες γεωγραφικά εκτάσεις, οι κοινότητες Σταυροδρομίου και Ταταούλων διέθεταν ένα σημαντικό διοικητικό δίκτυο για την παρακολούθηση των «κοινών» υποθέσεων, ειδικότερα αυτών που αφορούσαν τα σχολεία και τις εκκλησίες. Ωστόσο, αυτή η πολυπλοκότητα των μηχανισμών παρέμεινε, μέχρι το τέλος της Οθωμανικής περιόδου, αρκετά επιφανειακή, στο βαθμό που περιορίστηκε σε μόνα τα εκτελεστικά όργανα της κοινοτικής βούλησης. Στην πραγματικότητα, και στις περιπτώσεις αυτές, οι δομές και οι κανόνες είναι ίδια με αυτά που παρατηρούνται και σε όλες τις άλλες ορθόδοξες ενορίες της Πόλης: γενική συνέλευση των ενοριτών, εκτελεστικό, εξελεγκτική επιτροπή.
Πολύ περισσότερο από άλλους τομείς της κοινοτικής γραφειοκρατίας, οι ληξιαρχικές διατυπώσεις μαρτυρούν εύγλωττα τη θεαματική ανάπτυξη των δικαιοδοσιών τους αλλά και του όγκου διοικητικών εγγράφων που παράγουν οι κοινότητες από τη δεκαετία του 1870 κι έπειτα. Μέχρι την περίοδο αυτή, στα ενοριακά αρχεία δε φυλάσσονταν –στην καλύτερη περίπτωση– παρά μερικά μητρώα βαπτίσεων και θανάτων καθώς και ευάριθμα πιστοποιητικά ελευθερογαμίας. Λακωνικά, τα κατάστιχα αυτά χαρακτηρίζονταν κυρίως από τη μεγάλη ετερογένεια των πληροφοριών που περιλάμβαναν και πιθανότατα δεν ξεπερνούσαν τα όρια της κοινότητας, προοριζόμενα για ενδοενοριακή χρήση.
3.3. Ομοιογένεια των διοικητικών διαδικασιών
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι διοικητικές διαδικασίες ομοιογενοποιούνται. Στο εξής, οι κοινοτικοί υπάλληλοι δε συντάσσουν ελεύθερα, κατά το δοκούν, πιστοποιητικά και βεβαιώσεις, αλλά συμπληρώνουν τα σχετικά έντυπα ή παράγουν έγγραφα σύμφωνα με συγκεκριμένο μοντέλο. Σε αρκετούς τομείς, και ειδικότερα όσον αφορά τα ληξιαρχικά θέματα, η ενορία/κοινότητα λειτουργεί ως (οιονεί) πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας. Για κάθε μεταβολή της προσωπικής του κατάστασης, ο ενορίτης απευθύνεται πρώτα στο αρμόδιο γραφείο της κοινότητάς του, το οποίο εκδίδει (έπειτα από τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας) ένα πιστοποιητικό. Το ενοριακό αυτό έγγραφο περιέχει πληροφορίες (την αυθεντικότητα των οποίων εγγυάται η σφραγίδα των ενοριακών αρχών) τις οποίες θα χρησιμοποιήσει, σε ένα δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, το Ληξιαρχικό Γραφείο του Πατριαρχείου για να συντάξει την «επίσημη» πράξη που ο ενδιαφερόμενος θα απευθύνει στις οθωμανικές αρχές. Χαρακτηριστικό του οθωμανικού κράτους της εποχής των Μεταρρυθμίσεων, ο συγκεντρωτικός έλεγχος ισχύει και στην περίπτωση των μιλλέτ: Για θέματα που αφορούν τα μέλη τους, οι ενορίες δεν έχουν απευθείας επαφή και πρόσβαση στην οθωμανική διοίκηση, αλλά «επικοινωνούν» με αυτήν μέσω του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ανώτατη αρχή της ορθόδοξης ρωμιοσύνης στα εδάφη του σουλτάνου. Ταυτόχρονα όμως, πώς να μην παρατηρήσει κανείς την αντίφαση ανάμεσα στην επιλογή της συγκεντρωτικής διοίκησης και στην ευρεία εξουσιοδότηση που παρέχεται στις μη μουσουλμανικές κοινότητες (αντίφαση που αντιπροσωπεύει ένα από τα πολλά παράδοξα των Τανζιμάτ);
3.4. Ληξιαρχικά έγγραφα και άλλα ενοριακά πιστοποιητικά
Ανάμεσα στα έγγραφα που εκδίδουν τα ληξιαρχικά γραφεία των κατά τόπους ρωμαίικων κοινοτήτων της Πόλης, τα πιστοποιητικά κληρονομιάς είναι κατ’ αναλογία τα πιο πολυάριθμα. Η έκδοση ενός τέτοιου εγγράφου προϋποθέτει την επαλήθευση από τους κοινοτικούς υπαλλήλους των στοιχείων των οποίων τη βεβαίωση ζητούν οι αιτούντες. Στην πράξη, ιδιαίτερα όταν κληρονόμοι και κληρονομούμενοι δεν κατάγονται από την Πόλη και η εξακρίβωση των πληροφοριών απαιτεί έρευνα σε άλλες επαρχίες, τα λάθη και οι παραλείψεις κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι με εξαίρεση τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής που περιέχουν ακίνητα, τα πιστοποιητικά κληρονομιάς που εκδίδουν οι ενορίες και απευθύνονται στο Πατριαρχείο δεν υπερβαίνουν τα όρια δικαιοδοσίας του ρωμαίικου μιλλέτ, εφόσον οι κληρονομικές υποθέσεις διευθετούνται καταρχήν εντός της κοινότητας.
Άλλα έγγραφα που παράγουν οι κοινοτικές αρχές είναι οι βεβαιώσεις κηδεμονίας (στις οποίες η κοινότητα πιστοποιεί ή όχι απλώς τη δικαιοπρακτική ικανότητα του προσώπου που ζητεί να διοριστεί κηδεμόνας και έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα), τα πιστοποιητικά ελευθερογαμίας (με τα οποία βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει κώλυμα γάμου για τον αιτούντα) και οι άδειες ταφής. Οι ενορίες έχουν επίσης το δικαίωμα να εκδίδουν διαβατήρια και κάρτες διαμονής (tezkere-i osmaniye). Και στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η ενορία αποτελεί την πρώτη μόνο φάση της διοικητικής διαδικασίας: Τα οριστικά έγγραφα, σε τουρκική γλώσσα, εκδίδονται από το αρμόδιο «Οθωμανικό Γραφείο» του Πατριαρχείου με βάση πληροφορίες που περιέχονται στα ενοριακά πιστοποιητικά.
Τέλος, όπως σαφώς συνάγεται από το ληξιαρχικό νόμο του 1902, οι απογραφές του μη μουσουλμανικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας υπάγονταν επίσης στη δικαιοδοσία των επιμέρους κοινοτικών αρχών. Τα ληξιαρχικά γραφεία των ορθόδοξων ενοριών συνέτασσαν τους σχετικούς καταλόγους πριν τους διαβιβάσουν προς περαιτέρω επεξεργασία στις αρμόδιες υπηρεσίες του Πατριαρχείου, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα ενημέρωναν τη Διεύθυνση Πληθυσμού (Nüfus Müdürlüğü) του αυτοκρατορικού υπουργείου Εσωτερικών (Dahiliye Nezareti).