1. Η ιστορία της δημιουργίας της συλλογής αρχαιοτήτων
Constantinopolis dedicatur paene omnium urbium nuditate (Με την απογύμνωση όλων σχεδόν των πόλεων εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη).
Από την ίδρυσή της τον 4ο αιώνα από το Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι την άλωσή της το 1204 από τους σταυροφόρους, η Κωνσταντινούπολη διέθετε μια συλλογή αρχαίων γλυπτών που δεν είχε αντίστοιχο σε καμία άλλη μεσαιωνική πόλη. Η συλλογή αυτή, συνειδητή δημιουργία του αυτοκράτορα και των συμβούλων του, απαρτιζόταν στο μεγαλύτερό της μέρος από έργα τέχνης προγενέστερα του 4ου αιώνα, τα οποία είχαν μεταφερθεί στη νέα πρωτεύουσα από πόλεις και ιερά ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τη συλλογή του Κωνσταντίνου συνέχισαν οι διάδοχοί του έως και τον 6ο αιώνα, οπότε ο Ιουστινιανός έθεσε τέλος σε αυτή τη συνήθεια. Μέχρι τότε όμως εκατοντάδες αρχαία μνημεία είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση της Βασιλεύουσας. Τον Απρίλιο του 1204 οι στρατιώτες της Δ΄ Σταυροφορίας, αφού κατέλαβαν την Πόλη, τη λεηλάτησαν. Κατέστρεψαν μεγάλο μέρος των γλυπτών της, ενώ άλλα τα μετέφεραν στη Δύση. Ό,τι απέμεινε καταστράφηκε ολοκληρωτικά το Μάιο του 1453, όταν η Πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και λεηλατήθηκε για μία ακόμη φορά.
Τα έργα βρίσκονταν τοποθετημένα στα πιο σημαντικά δημόσια κτήρια της πόλης, οργανωμένα σε ενότητες-μικρότερες συλλογές. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια ευανάγνωστη σύνδεση της νέας πρωτεύουσας με το ρωμαϊκό μεγαλείο και έτσι να επιβεβαιωθεί το αστικό όραμα του αυτοκράτορα-ιδρυτή της πόλης.
Η δημιουργία της συλλογής μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους: η πρώτη και πιο συστηματική ήταν η περίοδος συγκρότησής της, δηλαδή μεταξύ του 324 και 330. Μια δεύτερη, λιγότερο εντατική, περίοδος αναπτύχθηκε από την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου στα 379 έως και το 420 (επί Θεοδοσίου Β΄). Στην περίοδο αυτή παρατηρείται μειωμένη δραστηριότητα (μεταφέρονται λιγότερα έργα έναντι της προηγούμενης περιόδου), ενώ τα περισσότερα προστίθενται σε υπάρχοντα κτήρια. Το τελευταίο κεφάλαιο στη δημιουργία της συλλογής γράφτηκε τον 6ο αιώνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Την περίοδο αυτή έργα μετακινήθηκαν από κατεστραμμένους χώρους σε άλλους και μόνο σε δύο σημεία της πόλης τοποθετήθηκαν νέα έργα.
2. Πρώτη περιόδος (324-330)
Από τις πιο καλά τεκμηριωμένες συλλογές αυτής της περιόδου είναι οι Θέρμες του Ζευξίππου, ο Ιππόδρομος και το Forum του Κωνσταντίνου. Λιγότερες πληροφορίες διαθέτουμε για τη Βασιλική και το Στρατηγείον, ενώ σχεδόν άγνωστες παραμένουν οι συλλογές στο Αυγουσταίον και στις Θέρμες του Κωνσταντίνου.
2.1. Οι Θέρμες του Ζευξίππου
Αποτελεί το πιο καλά τεκμηριωμένο σύνολο, αφού διασώζεται Έκφραση του τέλους του 5ου αιώνα από τον Αιγύπτιο ποιητή Χριστόδωρο.1 Το κτήριο οικοδομήθηκε επί Σεπτίμιου Σεβήρου, την εποχή όμως του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανακαινίστηκε και διακοσμήθηκε με πλήθος γλυπτών από μάρμαρο και χαλκό.2 Αναφέρονται τρεις κατηγορίες γλυπτών: θεοί και ημίθεοι, μυθολογικές μορφές και πορτρέτα. Η παρουσία των έργων τεκμηριώνεται και από αρχαιολογικά ευρήματα. Στις Θέρμες υπήρχαν έντεκα μορφές θεών και ημίθεων: τρία αγάλματα του Απόλλωνα και τρία της Αφροδίτης, ένας Ερμαφρόδιτος, ένα σύμπλεγμα Ηρακλή και Αύγης, καθώς και ένα σύμπλεγμα Ποσειδώνα και Αμυμώνης. Αναφέρονται επίσης μορφές από δύο τουλάχιστον μυθολογικούς κύκλους, το Θηβαϊκό και τον Τρωικό, καθώς και τριάντα τέσσερις ανδριάντες προσωπικοτήτων από τους προομηρικούς χρόνους μέχρι το 2ο αιώνα, όπως ποιητές, φιλόσοφοι, ιστορικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί.
Η συλλογή αυτή καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 532 στη Στάση του Νίκα.
2.2. Ο Ιππόδρομος
Κτίστηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο, αλλά διακοσμήθηκε συστηματικά από το Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τα έργα στο οικοδόμημα αυτό μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες: αποτροπαϊκά σύμβολα, μνημεία νίκης, επιφανείς προσωπικότητες και εικόνες της Ρώμης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ειδωλολατρικές θεότητες, όπως ο Ζευς Ιππίας,3 άγρια ζώα, όπως ύαινες,4 και φανταστικά όντα, όπως Σφίγγες.5 Αυτές οι μορφές λειτουργούσαν ως φυλακτά για να απομακρύνουν το κακό. Στα μνημεία νίκης ανήκουν τόσο εκείνα που δε μνημονεύουν συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα, όπως ένα σύνολο από χάλκινους τρίποδες που είχαν μεταφερθεί από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς,6 όσο και εκείνα που έχουν συγκεκριμένη αναφορά, όπως το σύμπλεγμα του γαϊδάρου με τον οδηγό του, αρχικά από τη Νικόπολη, το οποίο αναφερόταν στη νίκη του Μάρκου Αντώνιου στο Άκτιο,7 και ο οφιοειδής κίονας πάνω στον οποίο στηριζόταν τρίποδας αφιερωμένος στους Δελφούς για τη νίκη των Πλαταιών (479 π.Χ.).8 Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και αγάλματα θεοτήτων και ημίθεων (π.χ. Διόσκουροι,9 Ηρακλής και Λιοντάρι της Νεμέας,10 Ηρακλής και Εσπερίδες11). Στην κατηγορία των επιφανών προσωπικοτήτων ανήκουν αγάλματα του Αυγούστου και του Διοκλητιανού,12 του Ιουλίου Καίσαρα,13 του Μεγάλου Αλεξάνδρου,14 αλλά και του Λέσβιου ήρωα Θεοφάνη.15 Στην τελευταία κατηγορία υπάγονται δημιουργίες όπως το άγαλμα της λύκαινας με το Ρωμύλο και το Ρέμο.16
2.3. Forum του Κωνσταντίνου
Οι πηγές αναφέρουν ότι στο Forum του Κωνσταντίνου υπήρχαν 33 έργα τέχνης μνημειακού χαρακτήρα: ανάμεσά τους ο κίονας από πορφυρίτη λίθο πάνω στον οποίο έστεκε άγαλμα του Κωνσταντίνου,17 ρωμαϊκό Παλλάδιο,18 ένα σύμπλεγμα Πάρη, Ήρας και Αφροδίτης,19 ένα άγαλμα της Αθηνάς,20 μία Θέτιδα21 και ένας ελέφαντας.22 Υπήρχαν επίσης δώδεκα μορφές από Σειρήνες ή «επίχρυσους ιππόκαμπους».23 Τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν ακόμη φέρει στο φως ένα θραύσμα από δελφίνι και μια κεφαλή Τιβερίου.24
2.4. Μικρότερες συλλογές
Μικρότερες συλλογές υπήρχαν ακόμη στο Στρατηγείον, στη Βασιλική, στο Αυγουσταίον και στο Μέγα Παλάτιον. Γνωρίζουμε ότι στο Στρατηγείον είχε τοποθετηθεί άγαλμα του Αλεξάνδρου.25 Η Βασιλική συμπληρώθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου από δύο ναΐσκους δεξιά και αριστερά: της Ρέας/Κυβέλης, με το άγαλμά της από το ιερό της θεάς στην Κύζικο, και της θεάς Τύχης, με άγαλμα άγνωστης προέλευσης, πιθανότατα από τη Ρώμη. Στη Βασιλική βρισκόταν επίσης αρχικά ο Ηρακλής του Λυσίππου,26 που και αυτός μεταφέρθηκε από τη Ρώμη.27
Δυστυχώς, διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες για τη συλλογή στο Αυγουσταίον. Μία παράγραφος στο έργο Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (10ος αιώνας) αναφέρει μορφές αυτοκρατόρων και επίσημων αξιωματούχων, αγάλματα Αφροδίτης, Αρκτούρου, Σελήνης, Νότιου Πόλου, Δία, ζωδιακού κύκλου, καθώς και δύο μορφές με την προσωνυμία περσικά αγάλματα. Πιθανότατα πρόκειται για τη γλυπτική απόδοση ενός ωροσκοπίου.
Γνωρίζουμε επίσης ότι το Μέγα Παλάτιον διακοσμήθηκε με έργα όπως το σύμπλεγμα των Μουσών από το ιερό τους στον Ελικώνα.28
3. Δεύτερη περίοδος (379-420)
Η δυναστεία του Μεγάλου Θεοδοσίου έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αποκατάσταση και διακόσμηση υπαρχόντων κτηρίων, αλλά και για την οικοδόμηση νέων στα δυτικά του Forum του Κωνσταντίνου. H πιο σημαντική συγκέντρωση αρχαίων έργων όμως την περίοδο αυτή μαρτυρείται σε ένα ιδιωτικό κτήριο, το παλάτι του Λαύσου.
3.1. Ιππόδρομος
Οι συλλογές του Ιπποδρόμου συμπληρώθηκαν με τέσσερα σημαντικά μνημεία: έναν οβελίσκο,29 ένα άγαλμα Σκύλλας,30 ένα επίχρυσο άρμα (quadriga) με τέσσερα άλογα πιθανότατα από τη Χίο,31 και το άγαλμα του Ηρακλή που είχε αρχικά τοποθετηθεί στη Βασιλική και μεταφέρθηκε στη συνέχεια από το Θεοδόσιο στον Ιππόδρομο.
3.2. Βουλευτήριο ανατολικά του Αυγουσταίου
Πρόκειται για το δεύτερο Βουλευτήριο της Κωνσταντινούπολης. Tο κτήριο αυτό κάηκε το 404, ξανακτίστηκε αργότερα και ξανακάηκε το 532. Φιλοξενούσε δύο πολύ σημαντικά έργα: ένα άγαλμα του Δία από το ιερό της Δωδώνης στην Ήπειρο και ένα της Αθηνάς από το ιερό της Λίνδου στη Ρόδο,32 τα οποία συνοδεύονταν από μια σειρά αγαλμάτων των Μουσών.33
3.3. Μικρότερες συλλογές
Στις νέες προσθήκες της δυναστείας του Θεοδοσίου ανήκουν το Forum του Θεοδοσίου, το Forum του Αρκαδίου και η Χρυσή Πύλη. Στο πρώτο τοποθετήθηκαν δύο μόνο έργα, ένας ανδριάντας του Αδριανού34 και ένα επάργυρο έφιππο άγαλμα του Θεοδοσίου Α΄.35 Στο Forum του Αρκαδίου αναφέρονται μια αιγυπτιακή Σφίγγα, ένα άγαλμα της Άρτεμης, ένα πορτρέτο του Σεπτίμιου Σεβήρου και ένας τρίποδας.36 Η Χρυσή Πύλη περιλάμβανε ένα άρμα που το έσερναν ελέφαντες και στο οποίο επέβαινε ο Θεοδόσιος συνοδευόμενος από τη Νίκη και την Τύχη της Κωνσταντινούπολης.37
3.4. Η συλλογή του Λαύσου
Στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα δημιουργήθηκε από τον αριστοκράτη Λαύσο, πραιπόσιτο στην αυλή του Μεγάλου Θεοδοσίου γύρω στο 420, μία συλλογή γλυπτών η οποία περιλάμβανε μερικά από τα γνωστότερα έργα της ελληνικής Αρχαιότητας. Η συλλογή μάς είναι γνωστή από γραπτές πηγές: ένα χρονικό του ύστερου 11ου αιώνα, γνωστό ως Σύνοψις Ιστοριών του Γεωργίου Κεδρηνού (Ι.564 και Ι.616), και ένα έργο του 12ου αιώνα με τον τίτλο Επιτομή Ιστοριών του Ιωάννη Ζωναρά (ΙΙΙ.131). Αναφέρονται δεκατρία αγάλματα: μία Αθηνά από τη Λίνδο, έργο των Σκύλη και Διποίνου (6ος αι. π.Χ.), η Ήρα της Σάμου, έργο του Χίου γλύπτη Βουπάλου, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία της Ολυμπίας, έργο του Φειδία (5ος αι. π.Χ.), η Αφροδίτη της Κνίδου του Πραξιτέλη (4ος αι. π.Χ.), ο Έρως της Μύνδου και η προσωποποίηση του Καιρού, έργα του Λυσίππου, καθώς και μία σειρά αγαλμάτων άγριων ζώων και ημιανθρώπινων μορφών, όπως Πάνες και Κένταυροι ελληνιστικής ή ρωμαϊκής καταγωγής. Η συλλογή του Λαύσου θεωρείται ότι ακολουθεί τις εκτιμήσεις περί αρχαίας τέχνης του Πλινίου του Πρεσβύτερου, αντανακλά ενδιαφέροντα και συμπεριφορές γνωστές στους Ρωμαίους συλλέκτες από προγενέστερες εποχές και επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην παλαιότερη εθνική παράδοση και στις νέες χριστιανικές αρχές.38
3.5. Το παλάτι της Μαρίνας
Το παλάτι της ανύπανδρης κόρης του Θεοδοσίου κτίστηκε γύρω στο 420 και περιλάμβανε συγκρότημα λουτρών, το οποίο περιγράφεται σε μια Έκφραση του 10ου αιώνα. Ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά, αγάλματα και μία ανάγλυφη παράσταση Γιγαντομαχίας.39
4. Τρίτη περίοδος (6ος αιώνας)
Στα χρόνια του Ιουστινιανού πολλά νέα κτήρια οικοδομήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Είχε προηγηθεί η Στάση του Νίκα (532), κατά την οποία καταστράφηκαν πολλά κτήρια με τις συλλογές τους. Παρά το γεγονός ότι η σημασία των αρχαίων έργων τέχνης ήταν αισθητά μειωμένη σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, η χρήση τους δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς. Στην ανοικτή κιονοστοιχία που προστέθηκε στις Θέρμες του Αρκαδίου αναφέρεται ότι, πέρα από τη χρήση μαρμάρου και άλλων πολυτελών υλικών, δόθηκε έμφαση στη διακόσμηση με αρχαία γλυπτά.40 Δε γνωρίζουμε την προέλευση αυτών των γλυπτών: μπορεί να προήλθαν από την εκκαθάριση κατεστραμμένων χώρων, ίσως όμως να πρόκειται για έργα που εισήχθησαν για πρώτη φορά.41 Γλυπτή διακόσμηση προστέθηκε επίσης στην κύρια είσοδο στο Μέγα Παλάτιον, τη Χαλκή Πύλη. Περιγραφές του 8ου αιώνα αναφέρουν ένα σύνολο αυτοκρατορικών ανδριάντων (Μαξιμίνος, Θεοδόσιος και η δυναστεία του, Ζήνωνας και Αριάδνη, Ιουστίνος Α΄), δύο αγάλματα φιλοσόφων (πιθανότατα από την Αθήνα), ένα χάλκινο άγαλμα επονομαζόμενο Βελισάριος (άγνωστης προέλευσης), καθώς και τέσσερα γοργόνεια και δύο άλογα (από το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο).42
Πρόκειται για τις τελευταίες συστηματικές εγκαταστάσεις αρχαιοτήτων στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί και έπειτα τα αρχαία έργα τέχνης έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως μέσο ιδεολογικής έκφρασης.
Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που ώθησαν στη δημιουργία της συλλογής της Κωνσταντινούπολης; Η απάντηση δεν είναι απλή. Η χρήση γλυπτών από παλαιότερες περιόδους είχε πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα κόστους και χρόνου. Το διάστημα ανάμεσα στην ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και στην αφιέρωσή της ήταν εξαιρετικά περιορισμένο και δεν υπήρχε ούτε επαρκές ειδικευμένο προσωπικό ούτε ιδιαίτερη οικονομική άνεση. Από την άλλη πλευρά, τα γλυπτά, αρχαία και σύγχρονα, αποτελούσαν βασικό στοιχείο στο σχεδιασμό των αρχαίων πόλεων. Η ύπαρξή τους δικαίωνε τον αστικό τους χαρακτήρα, γεγονός εξαιρετικά προφανές και από την παρουσία πλήθους γλυπτών σε πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως η Έφεσος, η Μίλητος, η Αφροδισιάς κ.ά. Επιπλέον, συνιστούσαν απόδειξη πλούτου και αίγλης (υψηλό κόστος κατασκευής, παρουσία σημαντικών υποστηρικτών της τέχνης και της πόλης), αλλά και τεκμήριο αστικού κάλλους. Από την άλλη πλευρά, τα γλυπτά αποτελούσαν σημαντικό μέσο οπτικής επικοινωνίας στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Η επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων και η τοποθέτηση αγαλμάτων σε ένα είδος «διαλόγου» μεταξύ τους δημιουργούσαν οπτικές αφηγήσεις και επέτρεπαν στις πόλεις να τεκμηριώσουν την ιστορία τους, τη σχέση τους με το παρελθόν και επομένως το ρόλο τους στο παρόν και το μέλλον.
Επιπλέον η επανάχρηση αγαλμάτων έχει τις ρίζες της στη στρατιωτική παράδοση της λεηλασίας και αρπαγής των έργων τέχνης των ηττημένων από τους νικητές. Ήδη από τους χρόνους της ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο πλούτος μιας κατακτημένης πόλης μεταφερόταν στη Ρώμη, όπου παρουσιαζόταν στο πλήθος ως απόδειξη στρατιωτικής υπεροχής. Αρχικά, τα λάφυρα ήταν αποκλειστικά όπλα, πολύτιμα μέταλλα, ζώα και σκλάβοι, αλλά σταδιακά προστέθηκαν και έργα τέχνης. Ο λόγος για τη διατήρηση και ενίσχυση αυτής της παράδοσης είναι όχι μόνο ο προφανής οικονομικός, αλλά και συμβολικός. Τα σπόλια αποτελούσαν απόδειξη του μεγαλείου του έθνους που είχε κατακτηθεί και επομένως δικαιολογία της κατάκτησης, ενώ συγχρόνως ήταν η χειροπιαστή απόδειξη της ταπείνωσης των αντιπάλων.
Συνοψίζοντας, η απομάκρυνση σημαντικών αρχαίων μνημείων από περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η μεταφορά τους στη νέα πρωτεύουσα όχι μόνο έφερε υλικό πλούτο στην πόλη, αλλά επιπλέον συγκέντρωσε τα νήματα του χώρου και του χρόνου για να γίνει η Κωνσταντινούπολη «μουσείο» της αυτοκρατορίας.