1. Καταγωγή Η αριστοκρατική οικογένεια των Δουκών, που καταγόταν από την Παφλαγονία, μαρτυρείται από τον 9ο αιώνα. Ωστόσο η γραμμή της συνέχειάς της δεν είναι πάντα σαφής· έτσι, η σχέση του κλάδου που αποτέλεσε τη δυναστεία των Δουκών με τους επιφανείς Δούκες του 10ου αιώνα που έφτασαν να διεκδικήσουν το θρόνο, τον Ανδρόνικο και το γιο του Κωνσταντίνο, παραμένει ανεπιβεβαίωτη.1 Σύμφωνα με την εκδοχή που προτείνει ο ιστορικός του 12ου αιώνα Ιωάννης Ζωναράς, η δυναστεία των Δουκών συνδεόταν με την οικογένεια του 10ου αιώνα μητρογραμμικά.2 Η άνοδος της οικογένειας στην εξουσία έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία μιας παράδοσης που αναφέρει ο Νικηφόρος Βρυέννιος, η οποία ανάγει τους Δούκες σε Ρωμαίους αριστοκράτες που ακολούθησαν το Μεγάλο Κωνσταντίνο στη Νέα Ρώμη· το επίθετο Δούκας υποτίθεται ότι οφείλεται στο αξίωμα που έλαβε από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο ο προπάτορας της οικογένειας.3 2. Η άνοδος της οικογένειας Την εποχή που τα μέλη της μελλοντικής δυναστείας των Δουκών διεκδικούσαν κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις του 11ου αιώνα, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (Ι΄) και ο νεότερος αδελφός του Ιωάννης ήταν ήδη ώριμης ηλικίας. Το 1057 βρέθηκαν στο πλευρό του Ισαάκιου (Α΄) Κομνηνού (1057-1059),4 ο οποίος, επικεφαλής της εξέγερσης των στρατιωτικών διοικητών της Μικράς Ασίας εναντίον του Μιχαήλ Στ΄, κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη. Για την υποστήριξή του προς το νέο αυτοκράτορα ο Κωνσταντίνος Δούκας έλαβε τον τίτλο του προέδρου.
Παρόλο που δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τη σταδιοδρομία των δύο αδελφών Δουκών πριν από την εξέγερση αυτή, ο Κωνσταντίνος Δούκας είχε εμφανιστεί ήδη δύο δεκαετίες νωρίτερα στο πλευρό ενός άλλου μέλους της μικρασιατικής αριστοκρατίας και επίδοξου διεκδικητή του θρόνου, του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού. Ο τελευταίος συνελήφθη το 1034 από το Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνα (1034-1041), που τον θεωρούσε επικίνδυνο αντίπαλο και φοβόταν τα ισχυρά του ερείσματα τόσο στην περιοχή της Αντιόχειας όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Ο μελλοντικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (Ι΄) Δούκας, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Δαλασσηνού, υποστήριξε τον πεθερό του και φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Μικρά Ασία.
3. Οι Δούκες στην εξουσία – Η δυναστεία (1059-1078) Ισχυρός σύμμαχος του Κομνηνού εναντίον του Μιχαήλ Στ΄ στην πρωτεύουσα υπήρξε ο ισχυρός πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1058), του οποίου μια ανιψιά, η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, υπήρξε η δεύτερη σύζυγος του Κωνσταντίνου Δούκα. Η συγγένεια αυτή είχε δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς για τον Κωνσταντίνο και κατ’ επέκταση για τον αδελφό του Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη. Παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια ο Κηρουλάριος στράφηκε εναντίον του Ισαάκιου Α΄ και πέθανε έκπτωτος και ότι ο Κωνσταντίνος Δούκας αντιτάχθηκε στις μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα, ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός όρισε τον Κωνσταντίνο διάδοχό του και παραιτήθηκε από το θρόνο το 1059. Η κίνηση αυτή αποδίδεται στη μεγάλη επιρροή του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος εξάλλου είχε πείσει και τον Κομνηνό να παραιτηθεί.5
Έτσι, το Νοέμβριο του 1059, ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας αναδείχθηκε αυτοκράτορας, αρχικά ισχυριζόμενος ότι κυβερνά από κοινού με τη σύζυγο του Ισαάκιου, την αυτοκράτειρα Αικατερίνη.6 Πλην όμως, η στέψη του Κωνσταντίνου Δούκα υπήρξε η οριστική εκκαθάριση των λογαριασμών για την εξουσία μεταξύ των συμμάχων της εξέγερσης το 1057, στην οποία οι Δούκες αναδείχτηκαν νικητές. Ο νεότερος αδελφός του Κωνσταντίνου, ο Ιωάννης, έλαβε τον ανώτατο τίτλο του καίσαρα.
Η ανάρρηση στο θρόνο του Κωνσταντίνου Δούκα σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή τον 11ο αιώνα στο Βυζάντιο και στους συνεχείς αγώνες των αριστοκρατικών οικογενειών για την κατάληψη της εξουσίας, που εντάθηκαν μετά το θάνατο του ισχυρού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (976-1025) και του αδελφού του Κωνσταντίνου Η΄ (1025-1028), καθώς η Μακεδονική δυναστεία έσβηνε χωρίς άρρενα διάδοχο. Η δυναστεία των Δουκών προσπάθησε να εδραιώσει τη νομιμότητά της αξιοποιώντας ιδεολογικά τη γέννηση, πρώτη φορά έπειτα από έναν ολόκληρο αιώνα, ενός πορφυρογέννητου (Κωνστάντιος), το πρώτο έτος της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι΄. Η σημασία του γεγονότος αυτού για την ιδεολογική νομιμοποίηση της δυναστείας διαφαίνεται στη στέψη του μικρού πορφυρογέννητου ως συναυτοκράτορα πολύ σύντομα μετά τη γέννησή του. Ο Κωνστάντιος έλαβε έτσι θέση στη σειρά της διαδοχής μαζί με το μεγαλύτερο γιο του Κωνσταντίνου Ι΄, το Μιχαήλ (Ζ΄), που είχε ήδη στεφθεί, ενώ ο μεσαίος γιος, ο Ανδρόνικος, παραμερίστηκε. Έπειτα από δεκαετίες ανταγωνισμού στους κόλπους της αριστοκρατίας για το θρόνο, οι Δούκες κατόρθωσαν να εδραιώσουν μια δυναστεία με βάσιμη αξίωση κληρονομικότητας στο θρόνο. Τα μέλη της οικογένειας καθίστανται φορείς όχι μόνο της εξουσίας, αλλά και της αυτοκρατορικής νομιμότητας. Στο εξής όλες οι άλλες αριστοκρατικές οικογένειες επιδίωκαν να συνάψουν δεσμούς συγγένειας με την ισχυρή οικογένεια που βρισκόταν στην εξουσία. 3.1. Κωνσταντίνος Ι΄ (1059-1067)
Ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας βασίστηκε για την άσκηση της εξουσίας στη βοήθεια του αδελφού του Ιωάννη Δούκα, καθώς και στην υποστήριξη της αριστοκρατίας των κρατικών αξιωματούχων, στην οποία εξέχουσα θέση είχε ο Μιχαήλ Ψελλός, αλλά και στη βοήθεια του νομοφύλακα και παλαιού φίλου του Ψελλού Ιωάννη Ξιφιλίνου, που διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Λειχούδη στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης (1063-1075) μετά το θάνατο του τελευταίου. Η ευνοϊκή πολιτική του Κωνσταντίνου Ι΄ απέναντι σε αξιωματούχους αλλά και την Εκκλησία οδήγησε σε βαριά φορολογία, που πυροδότησε στάση εναντίον του το 1066, ενώ ήδη τον Απρίλιο του 1061 είχε αποκαλυφθεί από τον Ιωάννη Δούκα μια συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.7
Πολύ μεγάλα προβλήματα όμως είχε να αντιμετωπίσει ο Κωνσταντίνος Ι΄ και στην εξωτερική πολιτική. Στα Βαλκάνια το τουρκικό φύλο των Ούζων πέρασε το Δούναβη και λεηλάτησε περιοχές της Βουλγαρίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, χωρίς το Βυζάντιο να μπορεί να αντιτάξει σημαντική αντίσταση. Ακόμη πιο σοβαρές συνέπειες είχε η προέλαση των Σελτζούκων στην Ανατολή· αφού κατέλαβαν το Άνιον το 1064, εισέβαλαν στα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας. Μπροστά στην απειλή αυτή ο Κωνσταντίνος Ι΄ απέτυχε να αντιδράσει αποτελεσματικά. Φοβούμενος την ισχύ των στρατιωτικών διοικητών στη Μικρά Ασία ακολούθησε μάλλον αντιστρατιωτική πολιτική, ενώ οι οικονομικές περικοπές είχαν επιδεινώσει την κατάσταση των στρατευμάτων. Στη βυζαντινή ιστοριογραφία ο Κωνσταντίνος Ι΄ αναφέρεται ως άτολμος αυτοκράτορας που δίσταζε μπροστά στις κρίσιμες αποφάσεις. Ιδιαίτερα κατηγορήθηκε για την εξασθένιση του βυζαντινού στρατού, κυρίως στο ανατολικό μέτωπο, όπου η σελτζουκική παρουσία έμελλε να εδραιωθεί· ωστόσο η αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας και η σελτζουκική προέλαση δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποτέλεσμα μόνο της πολιτικής του Κωνσταντίνου Ι΄. 3.2. Ρωμανός Δ΄ Διογένης (1068 - 1071) – Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071-1078)
Παρά την επικράτηση και τα επτά χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, η οικογένεια των Δουκών δεν ήταν ακόμη ασφαλής στο θρόνο. Με το θάνατό του το Μάιο του 1067 άφηνε πίσω ανήλικους γιους που δεν μπορούσαν ακόμη να αναλάβουν το θρόνο. Ο ετοιμοθάνατος αυτοκράτορας είχε ζητήσει από τη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα να πάρει όρκο ενώπιον του πατριάρχη ότι δε θα ξαναπαντρευτεί. Επιδίωκε έτσι να διαφυλάξει το θρόνο από πιθανούς διεκδικητές που θα προσπαθούσαν να εδραιώσουν τις δικές τους δυναστείες, ώστε να τον αναλάβει με την ενηλικίωσή του ο γιος του Μιχαήλ (Ζ΄). Ωστόσο, η σελτζουκική απειλή και οι τάσεις στο εσωτερικό της αριστοκρατίας οδήγησαν σε διαφορετικές εξελίξεις. Περίπου ένα μήνα μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα, η αυτοκράτειρα Ευδοκία έπεισε τον ίδιο πατριάρχη, τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, να την απαλλάξει από τον όρκο της και παντρεύτηκε τον επιφανή στρατηγό Ρωμανό Δ΄ Διογένη, ο οποίος την 1η Ιανουαρίου 1068 στέφθηκε αυτοκράτορας, ενώ ο Μιχαήλ Δούκας παρέμεινε συναυτοκράτορας. Ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να ασκήσει επιρροή για να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή.8
Η βασιλεία του Ρωμανού Δ΄ χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια ανασυγκρότησης του ανατολικού μετώπου εναντίον των Σελτζούκων: έπειτα από δύο σχετικά επιτυχημένες εκστρατείες, ο αυτοκράτορας ετοιμαζόταν να καταφέρει το οριστικό πλήγμα το καλοκαίρι του 1071, όμως η εκστρατεία αυτή οδήγησε στην καταστροφή του βυζαντινού στρατού στο Μαντζικέρτ. Ο ίδιος ο Ρωμανός Διογένης συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος μετά την επίτευξη συμφωνίας με το Σελτζούκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, όμως στο διάστημα αυτό στην Κωνσταντινούπολη έγινε πραξικόπημα: Με τη βοήθεια του καίσαρα Ιωάννη Δούκα και του Μιχαήλ Ψελλού –ο οποίος φαίνεται ότι συμβούλευε και τον ίδιο το Ρωμανό Διογένη στη διάρκεια της μοιραίας εκστρατείας στην Ανατολή–9 την εξουσία ανέλαβε ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, ενώ ο Ρωμανός Δ΄ αλλά και η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα απομακρύνθηκαν από το θρόνο. Εξάλλου, η υποχώρηση των βυζαντινών στρατευμάτων στο Μαντζικέρτ, που άφησε το Ρωμανό Δ΄ στα χέρια των Σελτζούκων, ήταν κίνηση του Ανδρόνικου Δούκα, γιου του καίσαρα Ιωάννη.10 Ο Ρωμανός Διογένης προσπάθησε να επανέλθει στο θρόνο, αλλά κηρύχθηκε στασιαστής. Ενώ βρισκόταν σε διαπραγμάτευση με την Κωνσταντινούπολη, εξαπατήθηκε, παραδόθηκε και τυφλώθηκε στα τέλη του 1071. Λίγους μήνες αργότερα, το 1072, υπέκυψε στις πληγές του. Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας11 (1071-1078) υπήρξε ένας άβουλος και αδύναμος ηγεμόνας,12 που βρισκόταν κάτω από τη μεγάλη επιρροή του δασκάλου του Μιχαήλ Ψελλού, του θείου του Ιωάννη Δούκα και στη συνέχεια του ευνούχου Νικηφορίτζη, που ανήλθε στο αξίωμα του λογοθέτη του δρόμου. Η διακυβέρνηση πέρασε ουσιαστικά στα χέρια του Νικηφορίτζη, του οποίου τα αρπακτικά οικονομικά μέτρα δημιούργησαν μεγάλη λαϊκή δυσφορία. Η βασιλεία του Μιχαήλ Ζ΄ χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη υποτίμηση του βυζαντινού χρυσού νομίσματος (εξ ου και το παρωνύμιο του αυτοκράτορα «Παραπινάκιος») και από σειρά στασιαστικών κινημάτων τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του.13 Από την εξέγερση του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, του διοικητή των Νορμανδών μισθοφόρων, ο οποίος, έχοντας συλλάβει τον Ιωάννη Δούκα αιχμάλωτο, τον ανακήρυξε αυτοκράτορα το 1073,14 μέχρι την εξέγερση του Νικηφόρου (Γ΄) Βοτανειάτη, ο οποίος κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο το 1078, ο Μιχαήλ Ζ΄ φάνηκε ανίκανος να αντιταχθεί στους αντιπάλους του, ενώ στη Μικρά Ασία οι Σελτζούκοι μετά τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ δε συναντούσαν πλέον καμία αντίσταση· αντιθέτα, ζητήθηκε η βοήθειά τους για την αντιμετώπιση του Νορμανδού στασιαστή.
Στα χρόνια της δυναστείας των Δουκών, η νορμανδική απειλή γινόταν όλο και πιο σοβαρή. Από το 1059, όταν ο πάπας Νικόλαος Β΄ αναγνώρισε τον αρχηγό των Νορμανδών Ροβέρτο Γυισκάρδο ως δούκα της Απουλίας και Καλαβρίας, και στα επόμενα 10 χρόνια, οι Νορμανδοί επεκτάθηκαν στη νότια Ιταλία και τη Σικελία σε βάρος της βυζαντινής κυριαρχίας. Μια απόπειρα, το 1060, ανάκτησης τουλάχιστον των εδαφών της Απουλίας είχε πρόσκαιρη μόνο επιτυχία και δεν ανέκοψε τη νορμανδική επέκταση. Τον Απρίλιο του 1071, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατέκτησε το Μπάρι, ολοκληρώνοντας τη νορμανδική εξάπλωση σε βάρος των βυζαντινών κτήσεων. Ο Μιχαήλ Ζ΄ επιδίωξε τη σύναψη επιγαμίας μεταξύ του γιου του Κωνσταντίνου και της κόρης του Γυισκάρδου το 1074, ελπίζοντας όχι μόνο να ανακόψει τη νορμανδική δραστηριότητα σε βάρος του Βυζαντίου, αλλά και να ενθαρρύνει τη συστηματική στρατολόγηση Νορμανδών μισθοφόρων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής στην Ανατολή. Αποδείχτηκε ωστόσο ότι οι Νορμανδοί προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα στη Βαλκανική, και η νορμανδική απειλή στα Βαλκάνια κληροδοτήθηκε και στους επόμενους αυτοκράτορες.15
Ο Μιχαήλ Ζ΄ είχε νυμφευτεί την πανέμορφη πριγκίπισσα της Αλανίας Μαρία, η οποία το 1074 είχε γεννήσει το γιο τους Κωνσταντίνο. Ο σημαντικότερος υποστηρικτής του Μιχαήλ ήταν ο νεαρός τότε Αλέξιος Κομνηνός, ο μελλοντικός αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄, που είχε αναδειχτεί χάρη στις στρατηγικές του ικανότητες και την πονηρία του. Όμως, στο εσωτερικό της αυτοκρατορικής οικογένειας επικρατούσε διχόνοια. Ο Ιωάννης Δούκας, ο οποίος είχε καρεί μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος για να αποφύγει την οργή του αυτοκράτορα μετά την αποτυχία της στάσης του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, επιδίωκε να ξανακερδίσει τη δύναμη και την επιρροή του στην Κωνσταντινούπολη, ενώ και ο πορφυρογέννητος Κωνστάντιος υπέσκαπτε τη θέση του αδελφού του. Η αντιπολίτευση εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ ήταν ισχυρή στην Κωνσταντινούπολη και, όταν τον Ιανουάριο του 1078 ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών Νικηφόρος Βοτανειάτης αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, βρήκε ισχυρή υποστήριξη στην πρωτεύουσα. Ο Μιχαήλ Ζ΄ πείστηκε από το θείο του Ιωάννη να παραιτηθεί και αποσύρθηκε στη μονή Στουδίου, ενώ αργότερα τοποθετήθηκε μητροπολίτης Εφέσου. Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης στέφθηκε αυτοκράτορας στις 24 Μαρτίου 1078.
4. Η διατήρηση της ισχύος των Δουκών
Μολονότι η δυναστεία των Δουκών έχασε το θρόνο, διατήρησε τη σημασία της ως έρεισμα για τη νομιμοποίηση των διεκδικητών του θρόνου. Έτσι ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης παντρεύτηκε τη Μαρία Αλανή, παρότι ο Μιχαήλ Ζ΄ ήταν ακόμη εν ζωή, για να συνδεθεί με τη δυναστεία των Δουκών. Επίσης, το 1077 ο νεαρός Αλέξιος Κομνηνός είχε νυμφευτεί την εγγονή του καίσαρα Ιωάννη/Ιγνατίου, την Ειρήνη Δούκαινα. Εκμεταλλευόμενος τη συγγένεια αυτή και την επιρροή της οικογένειας του Ιωάννη Δούκα, κατόρθωσε να ανατρέψει το Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη και να καταλάβει την εξουσία την 1η Απριλίου 1081. Εξάλλου, πριν από τη γέννηση, το 1087, του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, γιου του Αλέξιου Α΄ και της Ειρήνης Δούκαινας, με τον οποίο εδραιωνόταν η δυναστεία των Κομνηνών στο θρόνο, διάδοχος του Αλέξιου είχε οριστεί ο Κωνσταντίνος Δούκας, γιος του Μιχαήλ Ζ΄ και της Μαρίας Αλανής, τον οποίο ο Αλέξιος είχε αρραβωνιάσει με την πρωτότοκη κόρη του Άννα. Στη φατρία των ισχυρών οικογενειών που διαμορφώθηκε γύρω από τους Κομνηνούς και μονοπώλησε τις ανώτερες στρατιωτικές-διοικητικές θέσεις στα τέλη του 11ου και το 12ο αιώνα, οι Δούκες παρέμειναν μια σημαντική συνιστώσα.16 Το επίθετο Δούκας διατήρησε την αίγλη του και τις αυτοκρατορικές του συνδηλώσεις μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Η δυναστεία των Αγγέλων, ο κλάδος της οικογένειας που κυβέρνησε το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, ακόμη και μέλη της δυναστείας των Λασκάρεων στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας (ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης) και της δυναστείας των Παλαιολόγων χρησιμοποιούσαν το επίθετο των Δουκών στο όνομά τους.
1. Για τους κύριους πιθανούς κλάδους της οικογένειας, βλ. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 1-3, 6. 2. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Bütner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum 3 (Bonn 1897), σελ. 675-676. 3. Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (επιμ.), Nicéphore Bryennios, Histoire (CFHB 9, Bruxelles 1975), σελ. 67-69. 4. Οι πηγές μιλούν για τη σημαντική υλική υποστήριξη που πρόσφερε ο Κωνσταντίνος Δούκας για τις ανάγκες της στάσης, βλ. Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Ioannes Scylitzes Continuatus (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 108. 5. Σύμφωνα με το Νικηφόρο Βρυέννιο, η σύζυγος του Ισαάκιου Κομνηνού, η αυτοκράτειρα Αικατερίνη, κατηγορούσε απευθείας τον Ψελλό για την παράδοση της εξουσίας στους Δούκες, βλ. Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (επιμ.), Nicéphore Bryennios, Histoire (CFHB 9, Bruxelles 1975), σελ. 81-83. 6. Gautier, P., “Basilikoi logoi inédits de Michel Psellos”, Siclorum Gymnasium, 32:2 (luglio-dicembre 1980), σελ. 717-771· Gautier, P., “Lettre d’avenement au nom de l’autocrator kyr Constantin Doukas”, σελ. 763. 7. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 31, 35. 8. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 36. Σχετικά με τις πολιτικές φιλοδοξίες του Ιωάννη, είναι ίσως ενδεικτικό το γεγονός ότι κατά παραγγελία του αντιγράφηκε την εποχή εκείνη το πρωιμότερο σωζόμενο αντίγραφο του συγγράμματος του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, De administrando imperio, που περιέχει τις βασικές αρχές της βυζαντινής πολιτικής και διπλωματίας του 10ου αιώνα. 9. de Vries-van der Velden, E., “Psellos, Romain IV Diogénès et Manzikert”, Byzantinoslavica 58-2 (1997), σελ. 274-310. 10. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 36-37. 11. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 42-46. 12. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί μιλούν πολύ επικριτικά για το Μιχαήλ Ζ΄, σημειώνοντας την ανικανότητά του και την αδυναμία του χαρακτήρα του. Βλ. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Bütner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum 3 (Bonn 1897), σελ. 707· Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (επιμ.), Nicéphore Bryennios, Histoire (CFHB 9, Bruxelles 1975), σελ. 57· Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Σκυλίτζη, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Ioannes Skylitzes Continuatus (Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 706. Ακόμη και ο Ψελλός, θετικά διακείμενος απέναντι στη δυναστεία των Δουκών και δάσκαλος του Μιχαήλ, παραδέχεται ότι ο συγκεκριμένος ηγεμόνας υπήρξε αδιάφορος και μάλλον άβουλος, Renauld, É. (επιμ.), Michel Psellos. Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance (976-1077) II (Paris 1928), σελ. 172-178. 13. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 44. Το επίθετο «Παραπινάκιος» οφειλόταν στο γεγονός ότι, με την υποτίμηση του νομίσματος, μπορούσε κανείς με ένα νόμισμα να αγοράσει ένα μέδιμνο σιταριού παρά ένα πινάκιο. 14. Polemis, D.I., The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography (University of London Historical Studies 22, London 1968), σελ. 38-39. 15. Magdalino, P., “The medieval empire (780-1204)”, στο Mango, C. (επιμ.), The Oxford History of Byzantium (New York 2002), σελ. 189-190. 16. Patlagean, E., Un Moyen Âge grec. Byzance, IXe-Xe siècle (Paris 2007), σελ. 136-145.
|
|
|