Αγία Θεοδοσία (Γκιουλ Τζαμί)

1. Ένταξη του μνημείου στο χώρο

Το μνημείο που είναι σήμερα γνωστό στη βιβλιογραφία ως Gül Camii, ένας βυζαντινός ναός που μετατράπηκε από τους Οθωμανούς σε τζαμί το 16ο αιώνα, βρίσκεται πολύ κοντά στο βυζαντινό θαλάσσιο τείχος της ακτής του Κεράτιου κόλπου, κοντά στη βυζαντινή πύλη που είναι γνωστή ως Aya Kapou και σε απόσταση 500 μέτρων περίπου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στη συνοικία που κατά τη Βυζαντινή περίοδο ονομαζόταν «τα Δεξιοκράτους». Η συνοικία αυτή ήταν τμήμα της ευρύτερης περιοχής με την ονομασία «το Πετρίον», που στον σημερινό πολεοδομικό ιστό της Κωνσταντινούπολης αντιστοιχεί στην περιοχή ανάμεσα στο Cibali και στο Φανάρι (Fener).

2.1. Ταύτιση του μνημείου

Η αρχική αφιέρωση του Gül Camii αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα που έχει απασχολήσει όλους τους μελετητές του, χωρίς όμως να έχει δοθεί μέχρι σήμερα μια οριστική απάντηση. Έχει ταυτιστεί με τη μονή της Αγίας Θεοδοσίας1 αλλά και με το καθολικό της μονής του Χριστού Ευεργέτη,2 όμως αυτές οι ταυτίσεις έχουν αμφισβητηθεί, ενώ έχουν διατυπωθεί και άλλες προτάσεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές.

Ο πρώτος που συσχέτισε το Gül Camii με το ναό της Αγίας Θεοδοσίας ήταν ο περιηγητής Stephen Gerlach (1573-1578), ο οποίος, εντυπωσιασμένος από το μέγεθος του κτηρίου, θεώρησε ότι θα πρέπει να ήταν αφιερωμένο στην πολύ δημοφιλή στην περιοχή αγία Θεοδοσία,3 που είχε μαρτυρήσει ως εικονόφιλη το 729, επί Λέοντος Γ´ Ισαύρου (717-741).4 Βέβαια, όταν ο Gerlach επισκέφτηκε το μνημείο αυτό, είχε ήδη μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος, επομένως η ταύτισή του με το ναό της Αγίας Θεοδοσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη.5 Η πρόταση πάντως του Gerlach είχε γίνει αποδεκτή από ομάδα ερευνητών, ενώ μια άλλη μερίδα μελετητών υποστήριξε την ταύτιση του Gül Camii με το καθολικό της μονής του Χριστού Ευεργέτη. Η άποψη του J. Pargoire που ταυτίζει το ναό με την εκκλησία της Αγίας Ευφημίας εν τω Πετρίω και τον τοποθετεί στα χρόνια του Βασιλείου Α´ (867-886) δεν έχει γίνει γενικότερα αποδεκτή.6

Μέσα από τη μελέτη της βιβλιογραφίας, πάντως, διαφαίνεται πως ο αρχικός ναός στον οποίο λατρευόταν η μνήμη της αγίας Θεοδοσίας θα πρέπει να ήταν πολύ μικρών διαστάσεων, και γιαυτόν το λόγο, μετά την αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων και την αυξημένη προσέλευση προσκυνητών λόγω των λειψάνων της Θεοδοσίας, είναι πιθανόν να ενσωματώθηκε στο συγκρότημα της μονής του Χριστού Ευεργέτη. Πάντως για μιαν ασφαλή και οριστική ταύτιση του μνημείου με έναν βυζαντινό ναό απαιτείται, όπως παρατηρεί ο Η. Schäfer στη μονογραφία του για το Gül Camii, μια ολοκληρωμένη και εξονυχιστική έρευνα των αρχείων της διοίκησης των τζαμιών και του Topkapi Sarayi, που θα μπορούσε πιθανώς να μας διαφωτίσει σχετικά με την αρχική αφιέρωση του μνημείου.7

Σύμφωνα με την παράδοση, ο ναός ονομάστηκε Gül Camii (το τέμενος των ρόδων) όταν μετατράπηκε σε τέμενος,επειδή τη μέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (29 Μαΐου 1453) ετιμάτο η μνήμη της αγίας και ο ναός ήταν για το λόγο αυτόν καταστόλιστος με ρόδα. Η παράδοση όμως αυτή θεωρείται μάλλον ανακριβής,8 εφόσον ο βυζαντινός ναός πιθανότατα μετατράπηκε σε τέμενος όχι αμέσως μετά την άλωση, αλλά επί σουλτάνου Σελήμ Β´ (1566-1574),9 ενώ κατά τις πρώτες δεκαετίες λειτούργησε ως αποθήκη του οθωμανικού στόλου.10 Επιπλέον ο περιηγητής Εβλιγιά Εφέντη (Evliya Efendi) αναφέρει πως ήδη στα μέσα του 17ου αιώνα, εποχή κατά την οποία επισκέφτηκε το Gül Camii, οι κάτοικοι της περιοχής αγνοούσαν το όνομα του βυζαντινού ναού.11

2.2. Ο κτήτορας του ναού

Αν δεχτούμε την ταύτιση του Gül Camii με το καθολικό της μονής του Χριστού Ευεργέτη, προκύπτουν στοιχεία ικανά ώστε να αναγνωρίσουμε τον κτήτορά του. Στον Κώδικα Marc. gr. 524 αναγράφεται πως ο δεύτερος κτήτορας του μοναστηριού ήταν ο πρωτοσέβαστος και μέγας δούκας Ιωάννης Κομνηνός, γιoς του σεβαστοκράτορα, ο οποίος έκτισε μια εκκλησία στη θέση ενός σπιτιού που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και επανοικοδόμησε το παρακείμενο μοναστήρι του Χριστού Ευεργέτη. Το ίδιο κείμενο αναφέρει πως ο Ιωάννης Κομνηνός είχε σύζυγο τη Μαρία, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, και ότι πέθανε ως μοναχός με το όνομα Ιγνάτιος. Ο Ιωάννης του κειμένου αυτού μπορεί να ταυτιστεί με τον μεγαλύτερο γιο του σεβαστοκράτορα Ισαάκ και ανιψιό του αυτοκράτορα Αλεξίου Α´. Κατά την περίοδο 1104-1118, ο Ιωάννης κατείχε το αξίωμα του μεγάλου δούκα. Η χρονολόγηση του Gül Camii γύρω στο 1100 ενισχύει την υπόθεση ότι ο τότε μεγάλος δούκας Ιωάννης Κομνηνός ήταν ο ένας από τους κτήτορες που αναφέρονται στο χειρόγραφο του Κώδικα Marc. gr. 524.12

3.1. Αρχιτεκτονική περιγραφή του μνημείου

Το μνημείο έχει υποστεί πάρα πολλές επεμβάσεις τόσο κατά τη Βυζαντινή όσο και κατά την Οθωμανική περίοδο με αποτέλεσμα να έχει αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η αρχική του μορφή. Σύνθετο πρόβλημα αποτελεί και ο διαχωρισμός των βυζαντινών δομικών στοιχείων από τις οθωμανικές προσθήκες.13

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι αυτός του σταυροειδούς εγγεγραμμένου μετά τρούλου και υπερώων ναού,14 αν και έχει κάποια αρχαϊκότερα χαρακτηριστικά εξαιτίας των οποίων εντάσσεται συχνά στις μεταβατικές τρουλαίες βασιλικές.15 Έχει τρεις αψίδες στα ανατολικά που χρονολογούνται στη Βυζαντινή περίοδο του κτηρίου, αν και στην κεντρική έχουν γίνει εκτεταμένες οθωμανικές επεμβάσεις. Ο ναός είναι χτισμένος πάνω σε υπόγεια κατασκευή από αμιγή πλινθοδομή, η οποία λειτουργεί ως άνδηρο που υπερυψώνει και αναδεικνύει το μνημείο, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τις ραδινές αναλογίες του. Η υποκείμενη αυτή κατασκευή, που είναι μεγαλύτερη σε διαστάσεις από τον κυρίως ναό, πρέπει να προϋπήρχε και φαίνεται πως λειτουργούσε σαν αποθέτης του παρακείμενου βυζαντινού νεωρίου στον Κεράτιο κόλπο.16

Ο κεντρικός χώρος στεγάζεται με έναν μεγάλων διαστάσεων τυφλό (χωρίς παράθυρα) οκταγωνικό τρούλο, ο οποίος έχει κατασκευαστεί στη διάρκεια οθωμανικών επισκευών του ναού. Ο βυζαντινός τρούλος θα είχε πιθανότατα ψηλότερο τύμπανο με παράθυρα. Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς. Μικρότεροι πεσσοί ανά ζεύγη δημιουργούν τριπλά ανοίγματα επικοινωνίας με τους χώρους στα βόρεια, δυτικά και νότια του κεντρικού τετράγωνου πυρήνα. Το ισόγειο του ναού δίνει έτσι την εντύπωση τρίκλιτης βασιλικής. Τα πλάγια κλίτη και ο νάρθηκας έχουν υπερώα, για τα οποία υπήρχαν κλιμακοστάσια στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν δεύτερο όροφο του ναού. Τα ανατολικά γωνιακά διαμερίσματα ήταν παραβήματα στο ισόγειο και στεγάζονταν με σταυροθόλια, ενώ στον όροφο ήταν παρεκκλήσια και στεγάζονταν, κατά τη Βυζαντινή περίοδο, με ημισφαιρικούς τρουλίσκους. Με τρουλίσκους στεγάζονταν και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα, ώστε ο όροφος του ναού, με τις σταυρικά διατεταγμένες γύρω από τον τρούλο καμάρες και τους γωνιακούς τρουλίσκους, να έχει τη μορφή σταυροειδούς εγγεγραμμένου πεντάτρουλου ναού.17

3.2. Οι αψίδες και ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του μνημείου

Ο ναός διαθέτει κεραμοπλαστικό διάκοσμο μόνο στην ανατολική του όψη. Ο διάκοσμος αυτός περιορίζεται στις ημικυλινδρικές κόγχες και στα τυφλά αψιδώματα που κοσμούν την αψίδα του ιερού και σε αυτές των παραβημάτων.18 Η ανατολική πλευρά δείχνει καθαρά –όπως επισημαίνει ο Γ. Βελένης– τις συνθετικές ικανότητες ενός δημιουργού που έχει αφομοιώσει την αρχιτεκτονική παράδοση της εποχής των Κομνηνών όπως καλλιεργήθηκε ως τις πρώτες δεκαετίες του 12ου αιώνα.19 Η εντυπωσιακή κεντρική επτάπλευρη αψίδα είναι κατά πολύ αλλοιωμένη από μεταγενέστερες οθωμανικές επεμβάσεις, ενώ οι δύο μικρότερες πλαϊνές αψίδες χρονολογούνται από τυπολογικής απόψεως στις αρχές του 12ου αιώνα.20

Πάντως, όσον αφορά τη σχέση του Gül Camii με άλλους βυζαντινούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, φαίνεται πως ο αρχιτέκτονάς του είχε υπόψη του τον κυρίως ναό της μονής της Χώρας, καθώς επίσης και τη νότια εκκλησία της μονής του Παντοκράτορα.21

4. Χρονολόγηση – Φάσεις

Ορισμένοι ερευνητές διακρίνουν δύο οικοδομικές φάσεις στο Gül Camii κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Έτσι θεωρούν ότι υπάρχει ένας πρώτος ναός ο οποίος χτίστηκε κατά τον 8ο ή 9ο αιώνα για να τιμήσει τη μνήμη της Αγίας Θεοδοσίας αμέσως μετά το θάνατό της,22 και ένας καθαρά μεσοβυζαντινός, που χρονολογείται στις αρχές του 12ου αιώνα. Ακόμα όμως και αν υπήρχε ένας πρωιμότερος ναός χτισμένος κατά τους χρόνους της εικονομαχίας, δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουμε μια τέτοια άποψη. Η τυπολογική εξέταση του μνημείου, παρ όλες τις οθωμανικές επεμβάσεις, μας οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως ο υπάρχων βυζαντινός ναός είναι κτίσμα των αρχών του 12ου αιώνα.




1. Van Millingen, A., Byzantine Churches in Constantinople, Their History and Architecture (London 1912, ανατ. London, Variorum Reprints, 1974), σελ. 164· Ebersolt, J. – Thiers, A., Les Églises de Constantinople (Paris 1913), σελ. 15-16· Μαυρίδης, Μ., Βυζαντινοί Ναοί στην Πόλη (Αθήνα 1986), σελ. 34.

2. Schäfer, H., Die Gül Camii in Istanbul (Istanbuler Mitteilungen, Beiheft 7, Tübingen 1973), σελ. 82-85· Γκιολές, Ν., Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204)2 (Αθήνα 1992, δεύτερη έκδοση  βελτιωμένη), σελ. 93· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul (Tübingen 1977), σελ. 141-143.

3. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul (Tübingen 1977), σελ. 141.

4. Γκιολές, Ν., Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204)(Αθήνα 21992, δεύτερη έκδοση βελτιωμένη), σελ. 93.

5. Aran, B., “The Church of Saint Theodosia and the Monastery of Christ Euergetes”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 223.

6. Pargoire, J., “Constantinople: L’ Église Saint-Théodosie”, Échos d'Orient 9 (1906), σελ. 161-165.

7. Schäfer, H., Die Gül Camii in Istanbul, Istanbuler Mitteilungen, Beiheft 7 (Tübingen 1973), σελ. 85.

8. Παλιούρας, Α., «Τα Βυζαντινά Μνημεία», στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Αθήνα-Genève 1989), σελ. 169-171.

9. Ο B. Aran διαφωνεί με τη μετατροπή του ναού σε τζαμί επί Σελήμ Β´ και πιστεύει πως αυτή έγινε κατά τα έτη 1490-91· Aran, B., “The Church of Saint Theodosia and the Monastery of Christ Euergetes”, Jahrbuch der Österreichichen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 200-221.

10. Μαυρίδης, Μ., Βυζαντινοί Ναοί στην Πόλη (Αθήνα 1986), σελ. 35.

11. Schäfer, H., Die Gül Camii in Istanbul (Istanbuler Mitteilungen, Beiheft 7, Tübingen 1973), σελ. 83.

12. Aran, B., “The Church of Saint Theodosia and the Monastery of Christ Euergetes”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 214-219.

13. Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul, A Photographic Survey (Pennsylvania 1976), σελ. 128.

14. Παλιούρας, Α., «Τα Βυζαντινά Μνημεία», στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Αθήνα-Genève 1989), σελ. 169.

15. Γκιολές, Ν., Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204) (Αθήνα 21992, δεύτερη έκδοση βελτιωμένη), σελ. 93.

16. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul (Tübingen 1977), σελ. 141.

17. Παλιούρας, Α., «Τα Βυζαντινά Μνημεία», στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Αθήνα-Genève 1989), σελ. 169· Γκιολές, Ν., Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204) (Αθήνα 21992, δεύτερη έκδοση βελτιωμένη), σελ. 93.

18. Πασαδαίος, Α., Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1973), σελ. 18.

19. Βελένης, Γ., Ερμηνεία του Εξωτερικού Διακόσμου στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, 1984), σελ. 144.

20. Πασαδαίος, Α., Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1973), σελ. 21.

21. Βελένης, Γ., Ερμηνεία του Εξωτερικού Διακόσμου στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, 1984), σελ. 146.

22. Brunov, N., “Die Gül – Djami von Konstantinopel”, Byzantinische Zeitschrift 30 (1929-1930), σελ. 554· Σωτηρίου, Γ., Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία Α´: Χριστιανικά Κοιμητήρια – Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική (Αθήνα 1942), σελ. 380· Πασαδαίος, Α., Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων της Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1973), σελ. 21.