1. Εισαγωγή Η μεσαιωνική πόλη της Χερσώνας, γνωστή μέχρη τον 6ο αι. μ.Χ. ως Χερσόνησος,1 βρσικόνταν στα περίχωρα της σημερινής Σεβαστουπόλεως και ήταν η πλέον σημαντική πόλη της Κριμαίας.2 Η Χερσώνα υπήρχε από τον 6ο αι. π.Χ. μέχρι τον 15ο αι. μ.Χ. 2. Η αρχαιολογική έρευνα Η αρχαιολογική διερεύνηση της πόλης μετρά περισσότερα από 180 χρόνια· από τη δεκαετία του 1920 του 19ου αι. είχε ερευνηθεί περισσότερο από το ένα τρίτο της έκτασής της.3 Στο τέλος του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου είχαν πλέον αποκαλυφθεί περισσότερες από δέκα εκκλησίες χρονολογούμενες στην πρωτοβυζαντινή εποχή και στους όψιμους Μέσους Χρόνους.4 Τη σοβιετική εποχή ανακαλύφθηκαν οι τρεις βασιλικές και πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές επαναδιερεύνησης ορισμένων εκκλησιών. Εκείνη την εποχή μείζονος σημασίας θεωρούνταν τα ζητήματα της οικονομικής ιστορίας και του «υλικού πολιτισμού». Αυτή η παράδοση παραμένει σημαντική μέχρι σήμερα: στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκεται η κατασκευή υλικών δομής,5 τα κεραμικά αγγεία, κυρίως δε οι αμφορείς,6 καθώς επίσης και τα αντικείμενα από γυαλί,7 το πάστωμα των ψαριών8 και άλλες όψεις του οικονομικού βίου9. Οι μονογραφίες άρχιζαν να δημοσιεύονται από την δεκαετία του ΄50 του 20ου αιώνα. Η εποχή της μετάβασης από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών. Οι γνώμες των μελετητών διχάζονται γύρω από το ερώτημα αν πρόκειται για παρακμή και αποαστικοποίηση της πόλης τον 7ο και 8ο αι. (A. L. Jakobson)10 ή αντιθέτως πρόκειται για συνέχιση του αστικού βίου την εποχή των «σκοτεινών χρόνων» (A. I. Romanchuk11, B. S. Sorochan12). Οι ανασκαφές στις νεκροπόλεις έδειξαν ότι κατά τη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή εποχή υπερίσχυε ο ελληνικός πληθυσμός, ενώ παράλληλα υπήρχαν και ομάδες εβραϊκού και «βαρβαρικού» πληθυσμού.13 Οι μελέτες του Jakobson που αφορούν στη χριστιανική αρχιτεκτονική και στη διακόσμηση των εκκλησιών (μάρμαρα, ψηφιδωτά) παραμένουν οι πλέον σημαντικές.14 Κατά τη μετασοβιετική περίοδο οι έρευνες επικεντρώνονται στη μελέτη του πρώιμου χριστιανισμού στην Κριμαία και τη Χερσώνα. Εντούτοις, η χρονολόγηση των χριστιανικών μνημείων δεν έχει ακόμη συγκροτηθεί και δεν έχει επιτευχθεί εύρεια σύνθεση των στοιχείων.15 Στα πρόσφατα χρόνια η σύγχρονη πόλη της Σεβαστουπόλεως είναι πλέον προσβάσιμη στους ξένους μελετητές· η αρχαιολογία της Χερσώνας έλαβε μια παγκόσμια διάσταση (υπάρχει συνεργασία με αρχαιολόγους από την Πολωνία, τις Η.Π.Α. την Αυστρία κλπ.). 3. Η Χερσώνα στην Ύστερη Αρχαιότητα και το Πρώιμους Μέσους Χρόνους τον 4ο –7ο αι. Μετά το 395 η Χερσόνησος είναι μια από τις πόλεις στη μεθόριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είχε το δικαίωμα να κόβει τα δικά της νομίσματα, με το αρχικό γράμμα του ονόματος του άρχοντος αυτοκράτορα.16 Τα μολυβδόβουλα μαρτυρούν τους στενούς δεσμούς με το Βυζάντιο.17 Η πόλη οχυρώθηκε με ισχυρά τείχη τον 3ο –4ο αι.18 Η βυζαντινή οικοδομική δραστηριότητα κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. μαρτυρείται ιδιαιτέρως από τις επιγραφές.19 Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα ερείπια ναών, ενός θεάτρου και άλλων δημοσίων κτιρίων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου. Το σύστημα των αστικών οικοδομικών τετραγώνων της πρωτοβυζαντινής περιόδου παρέμεινε ίδιο με εκείνο της ρωμαϊκής εποχής, καθώς διατηρήθηκαν οι τέσσερις κύριες περιοχές.20 Η ακρόπολη καταλάμβανε το κέντρο της πόλης, η κύρια οδός διέσχιζε την πόλη με κατεύθυνση από νοτιοδυτικά προς βορειοανατολικά. Η πόλη διέθετε θέρμες, δεξαμενές και υδραγωγείο. Ορισμένα οικοδομικά τετράγωνα επεκτάθηκαν χάρη στην ανέγερση εκκλησιών εντός του πολεοδομικού ιστού. Τον 8ο – 10ο αι. έλαβαν χώρα εργασίες ανοικοδόμησης και επισκευής.21 Το κύριο νεκροταφείο βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, κοντά στην Καρατίνναγια Μπούχτα (Κόλπος Καρατίνναγια, Karantinnaya bukhta), ενώ μια άλλη νεκρόπολη βρισκόταν στα δυτικά. Στα τέλη της Αρχαιότητος οι θρησκευτικές αντιλήψεις του πληθυσμού ήταν εξαιρετικά ποικίλες. Μήπως το αρχαίο ελληνικό πάνθεο εξακολουθούσε να λατρεύεται με σημαντικότερη τη λατρεία της Παρθένου. Λατρευόταν επίσης η Χερσών /Chersonas, προσωποποίηση της κοινότητας της πόλης. Οι επιγραφές μαρτυρούν ότι λατρευόταν και «Θεός ὕψιστος». Στις νεκροπόλεις έχουν βρεθεί φυλαχτά των «γνωστικών» και σφραγιδόλιθοι με την επιγραφή ΑΒΡΑΣΑΞ, βρέθηκαν επίσης ορισμένα θρακικά ανάγλυφα,22 καθώς και στοιχεία για τη λατρεία θεοτήτων ανατολικής προέλευσης.23 Η παρουσία του ιουδαϊσμού τεκμηριώνεται από τα ερείπια μια συναγωγής και από εβραϊκές επιγραφές.24 Εκχριστιανισμός και εκκλησιαστική οργάνωση Σύμφωνα με θυρλικές εκκλησιαστικές παράδοσεις, οι κάτοικοι της Χερσονήσου βαπτίσθηκαν από τον απόστολο Ανδρέα25 και τον Κλήμη της Ρώμης.26 Στα Πάθη των επτά επισκόπων της Χερσονήσου περιγράφεται η δραστηριότητα των αγίων μαρτύρων-ιεραποστόλων την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου Α΄.27 Η πηγή αυτή περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα, την αρχαιολογία και την τοπογραφία, αλλά η φύση του κειμένου παραμένει υπό συζήτηση.28 ΗΧερσόνησος αναφέρεται για πρώτη φορά στον κατάλογο των επισκόπων της Β' Οικουμενικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 381, έπειτα στην Έφεσο το 449 (Ληστρική Σύνοδο)΄ Ο Γεώργιος, επίσκοπος της «Χερσώνος της Δοραντος» παρέστη στη Σύνοδο Εν Τρούλλω το 692.29 Η ιστορία της εκκλησιαστικής οργάνωσης της Χερσώνας στους μέσους χρόνους είναι συνδεδεμένη με εκείνην της επαρχίας της Γοτθίας. Στα 1282 η αρχιεπισκοπή της Χερσώνας προβιβάζεται σε μητρόπολη όπως και παρέμεινε μέχρι το τέλος της βυζαντινής εποχής.30
Αρχαιολογική έρευνα στους ναούς
Οι Βασιλικές της πρωτοβυζαντινής περιόδους
Στη Χερσώνα αποκαλύφθηκαν περισσότερες από 60 εκκλησίες και παρεκκλήσια· περίπου είκοσι από αυτά τα μνημεία μπορούν να χρονολογηθούν στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Επικρατέστερος ήταν ο τύπος της βασιλικής, όπως επιβεβαιώνεται από τις δεκατρείς βασιλικές, οι οποίες έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα. Οι πιο σημαντικές βασιλικές είναι: η Ουβαρόβσκαγια (Ouvarovskaja ή βασιλική του Ouvarov) (υπ’αρ. 23), η βασιλική A, που σήμερα δεν σώζεται (δίπλα στη βασιλική του Ouvarov), η βασιλική του Κρουζό (Kruzo) (υπ’αρ. 7), η Δυτική (υπ’αρ. 13), η Ανατολική (υπ’αρ 36), η Βόρεια (υπ’αρ 22), η βασιλική υπ’αρ.28 στην αγορά, κοντά στο μεγάλο καθεδρικό ναό που χτίστηκε το 19ο αι., η «βασιλική μέσα στη βασιλική» (υπ’αρ 15), η βασιλική 1932, η βασιλική 1935 και η «βασιλική στο λόφο» (βλ. Βοηθ. Κατάλογο).31 Τα περίκεντρα οικοδομήματα δεν είναι πολλά. Υπάρχουν και τρεις ναοί σχήματος «ελεύθερου σταυρύ»: ο ναός υπ’αρ. 27 στο κέντρο της πόλης, κάτω από τον καθεδρικό ναό του 19ου αι., ο ναός υπ’αρ. 19, στη θέση όπου βρισκόταν το θέατρο της ρωμαϊκής εποχής και ο ναός γνωστός με την ονομασία «εκτός πόλεως», που βρίσκεται μέσα στην κύρια νεκρόπολη δίπλα στον κόλπο Καρατίνναγια Μπούχτα. Εκτός από τους παραπάνω ναούς, δύο σταυρικά οικοδομήματα χρησίμευαν ως προσαρτήματα στη Δυτική και στην Ανατολική βασιλική. Ένα τετράκογχο (quadrifolium), αξιόλογων διαστάσεων, βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης. Ένα αυτόνομο βαπτιστήριο κοντά στη βασιλική Ουβαρόβσκαγια είναι ως προς την κάτοψη τρίκογχο/trifolié εξωτερικά και οκταγωνικό εσωτερικά. Όσον αφορά στα μικρά παρεκκλήσια με ένα κλίτος με μία προεξέχουσα αψίδα ημικυκλικού σχήματος, αυτά δεν είναι δυνατό να χρονολογηθούν.32 Δύο μνημεία ανήκουν σε έναν ιδιαίτερο τύπο διώροφου οικοδομήματος. Ένας ναός (ο λεγόμενος Πεστσέρνιη Χράμ ή Σπηλαίος ναός (“Peshchernyj khram”), ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στην κεντρική οδική αρτηρία, είχε έναν υπόγειο υπόσκαφο χώρο αποτελούμενο από δύο τμήματα και μια αψίδα ακανόνιστου σχήματος· ο δε όροφος που βρισκόταν πιο ψηλά έχει χαθεί.33 Αυτό το αστικό μαρτύριο αναπαράγει τον τύπο του διώροφου μαρτυρίου (το λεγόμενο “παρεκκλήσιο G”), που βρίσκεται μέσα στο δυτικό νεκροταφείο, και αποτελεί τμήμα του συγκροτήματος της Δυτικής Βασιλικής (υπ’ αρ. 13).
Όλες αυτές οι εκκλησίες σώζονται σε κακή κατάσταση, το ύψος των τοίχων τους δεν ξεπερνά το 1-2 μ. Οι βασιλικές αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Έχουν τρία κλίτη, μια ημικυκλική αψίδα κι ένα νάρθηκα. Τέσσερις βασιλικές διέθεταν έναν εξωνάρθηκα. Η πιο μεγάλη βασιλική, εκείνη του Ouvarov (Ουβαρόβσκαγια) είχε το δυτικό της τμήμα πολύ ανεπτυγμένο: νάρθηκας, εξωνάρθηκας και αίθριο που περιλάμβανε μια δεξαμενή. Οι αψίδες είναι ημικυκλικού σχήματος ή πεντάπλευρες. Οι βασιλικές αποτελούν μία ομάδα ομογενή. Έχουν τρία κλίτη, μία αψίδα που προεξέχει και ένα νάρθηκα, με εξαίρεση τη βασιλική του Kruzo και τη βασιλική “A”, των οποίων το ιερό είναι τριμερές. Αρκετές βασιλικές διέθεταν προσαρτήματα διαφόρων χρήσεων (βαπτιστήριο, παρεκκλήσιο κλπ.). Η τεχνική κατασκευής των εκκλησιών, όπως και οι κατόψεις τους, είναι αρκετά ομοιόμορφα: λαξευμένοι λίθοι, συναρμοσμένοι με ασβεστοκονίαμα, αλλά κατά τόπους είναι ορατές και ζώνες από οπτοπλίνθους (η τεχνική “opus mixtum”). Χαρακτηριστικές γραμμές στην κάτοψη επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η στέγη των βασιλικών θα ήταν κατασκευασμένη από ξύλο. Τα περίκεντρα οικοδομήματα έφεραν θόλο και καμάρες. Η πλειονότητα των εκκλησιών έφεραν πλούσιο γλυπτό διάκοσμο από μάρμαρα και ψηφιδωτά. Σε ό,τι αφορά την τοπογραφία, μπορούμε να σημειώσουμε την πρόθεση των αρχιτεκτόνων να ανεγείρουν εκκλησίες στα σημαντικά σημεία του αστικού χώρου: πάνω στα ερείπια του θεάτρου, στην τοποθεσία όπου βρισκόταν η συναγωγή,34 στην αγορά, και στους τόπους λατρείας, τους συνδεδεμένους με την ιστορία της διάδοσης του χριστιανισμού. Ως προς τις λειτουργίες των εκκλησιαστικών οικοδομημάτων, έχουμε σοβαρό λόγο να πιστεύουμε ότι η βασιλική του Ouvarov αποτελούσε τον καθεδρικό ναό. Η πλειονότητα των βασιλικών ήταν ενοριακοί ναοί. Τα περίκεντρα οικοδομήματα είχαν ιδιαίτερες χρήσεις: αστικά μάρτύρια ή μαρτύρια σε νεκροταφεία, βαπτιστήριο. Έτσι, η σταυρική εκκλησία στο κυρίως νεκροταφείο (το νοτιοανατολικό) υπήρξε μαρτύριο στην αρχική της φάση, που είχε οικοδομηθεί πάνω σε λατρευτικούς τάφους που ήταν με τη σειρά τους στεγασμένοι με ένα μικρό μαρτύριο ορθογωνικής κάτοψης, που είχε χτιστεί στην αρχή αυτής της τάσης μνημειακής διαμόρφωσης των τόπων παλαιοχριστιανικής λατρείας: λατρευτικοί τάφοι – μικρό οικοδόμημα για την προστασία των τάφων αυτών, - σταυρικό μαρτύριο, πιο ευρύχωρο, για τη συγκέντρωση των πιστών, και τέλος – εκκλησία της «κανονικής λατρείας» (της ευχαριστιριακής σύναξης των πιστών), πάντοτε σταυρικές, που διέθεταν όμως προσκτίσματα και τις απαραίτητες λειτουργικές εγκαταστάσεις. Παρατηρούμε μια παρόμοια εξέλιξη στο δυτικό νεκροταφείο. Ένα μικρό υπόγειο μαρτύριο καλύφθηκε από ένα ορθογώνιας κάτοψης παρεκκλήσιο, στο οποίο αργότερα προστέθηκε μία αψίδα και ψηφιδωτό δάπεδο. Πολύ κοντά βρίσκεται ένα άλλο σταυρικό μαρτύριο, χτισμένο πάνω σε σημαντικούς τάφους, και στο οποίο αργότερα προστέθηκε ένα παρεκκλήσιο και, τελικά, μια μεγάλη βασιλική (υπ’ αρ. 13) χτίστηκε, όταν πλέον αυτή η πλευρά του νεκροταφείου μετατράπηκε σε αστικό χώρο. Έτσι, όλες αυτές οι νεκροπόλεις της πόλης απεικονίζουν τον πίνακα της χαρακτηριστικής μεταμόρφωσης που συντελέστηκε ανάμεσα στον 4ο αι. και την ιουστινιάνεια εποχή: από μικρά μαρτύριά σε ναούς της ευχαριστίας35 Μια τετράκογχη εκκλησία υπήρξε αστικό μαρτύριο. Χτίστηκε στο δεύτερο ήμισυ του 6ου αι. (ή ενδεχομένως και νωρίτερα) πάνω στα ερείπια ενός ασβεστοκάμινου, σε ανάμνηση των Παθών των αγίων επισκόπων της Χερσόνησου: ο αγ. Καπίτων εισήλθε στο ασβεστοκάμινο και βγήκε στη συνέχεια έξω από αυτό άθικτος, για να μεταστρέψει τους κατοίκους στο χριστιανισμό.36 Ένα θολοσκέπαστο οικοδόμημα, ευρισκόμενο δίπλα κοντά στη βασιλική του Ouvarov, χρησιμοποιόταν ως βαπτιστήριο. Η χρονολόγηση των εκκλησιών παραμένει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα. Δεν έχουμε παρά μόνο δύο ακλόνητα αρχαιολογικά τεκμήρια. Ένα ασημένιο ιεροφυλάκειο, που χρονολογείται με ασφάλεια στην ιουστινιάνεια περίοδο, χάρη στα σφραγίσματα που φέρει, και το οποίο βρέθηκε insitu κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας υπ’ αρ. 19 (που βρίσκεται πάνω στα ερείπια του αρχαίου θεάτρου).37 Άλλο σημαντικό εύρημα είναι το εξής: ένας θησαυρός με νομίσματα επίσης της ιουστινιάνειας περιόδου, που αποκαλύφθηκε στο πρόσκτισμα –βαπτιστήριο της σταυρικής εκκλησίας εκτός πόλεως. Η πλειονότητα των εκκλησιών είχε χρονολογηθεί στην εποχή ανάμεσα στο δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. και στις αρχές του 7ου αι. («την εποχή πρώιμων Μέσων Χρόνων /Haut Moyen Age», κατά τον A. L. Jakobson). Οι απόπειρες να γίνει ακριβής χρονολόγηση, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν ήταν επιτυχημένες,38 καθώς τόσο η στρωτογραφία, όσο η χρονολόγηση του ίδιου του αρχαιολογικού υλικού και το επίπεδο της αρχαιολογικής τεκμηρίωσης δεν είναι αρκετά σαφή και κατατοπιστικά. Έρευνες για τις αναλογίες των εκκλησιών (“το αρχιτεκτονικό πρότυπο ”) ή για τις λειτουργικές τους εγκαταστάσεις δεν δίνουν πληροφορίες για τον προσδιορισμό της χρονολόγησης των κτιρίων.39 Η χρονολόγηση ορισμένων εκκλησιών (συμπεριλαμβανομένης και της Ουβαρόβσκαγια) του 4ου αι.,40 καθώς και η υπόθεση της “αρχιτεκτονικής έκρηξης ” στα τέλη του 6ουαι. – πρώτο ήμισυ του 7ου αι.41 δεν βασίζονται σε αδιάσειστα επιχειρήματα. Τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής (κάτοψη, αναλογίες, στέγη κλπ.) τοποθετούν τα μνημεία σε ένα αρκετά ασαφές χρονολογικό πλαίσιο.
Τα ζητήματα που αφορούν στην οργάνωση του λειτουργικού χώρου και τις εγκαταστάσεις για τις ακολουθίες δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Ορισμένες εκκλησίες διέθεταν προσκτίσματα που χρησίμευαν ως βαπτιστήρια (η σταυρική εκκλησία υπ’ αρ. 19, η βασιλική υπ’ αρ. 15, η βασιλική 1935, η εκκλησία στο κυρίως νεκροταφείο). Το μοναδικό αυτόνομο βαπτιστήριο ανήκε στη βασιλική Ουβαρόβσκαγια. Ορισμένες φορές, η κολυμπήθρα της βάπτισης είναι εγγεγραμμένη μέσα στο αψιδοειδές παρεκκλήσιο. Στην εκκλησία υπ’ αρ. 19 η μονολιθική φορητή κολυμπήθρα, σκαλισμένη σε ένα λίθινο όγκο, φέρει συμβολικές εικόνες (σταυρό, ιχθείς, κυπαρίσσι). Το φάγμα του πρεσβυτερίου, που βρισκόταν μέσα στο κεντρικό κλίτος, ήταν σχήματος Π (βασιλικές: Ουβαρόβσκαγια, υπ’ αρ. 13, υπ’ αρ. 28, η Βόρεια και άλλες).42 Ορισμένες καστασκευές (φράγματα περσβυτερίου, άμβωνες τράπεζες κλπ.) προέρχονται από εργαστήρια της Προκόννησου, και ακολουθούν τα κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα, που ήταν ευρέως διαδεδομένα στη Μεσόγειο. Θωράκια του φράγματος του πρεσβυτερίου κοσμούνται με σταυρούς με πεπλατυσμένα τα άκρα των κεραιών και χριστογράμματα. Ο άμβωνας, κωνσταντινουπολίτικου τύπου, με δύο κλίμακες που οδηγούσαν σε υπερυψωμένη εξέδρα, βρισκόταν τοποθετημένος στον κατά μήκος άξονα του κτιρίου (βασιλική υπ’ αρ. 28 και Ουβαρόβσκαγια). Αποκαλύφθηκαν 26 θραύσματα μαρμάρου, προερχόμενα από άμβωνες. Σύνθρονα με τρεις τουλάχιστον βαθμίδες σώζονται σε καλύτερη κατάσταση μέσα στις εκκλησίες υπ’αρ. 19 και τη σταυρική εκτός των τειχών· σε άλλες εκκλησίες το Σύθρονο είχε μία μόνο βαθμίδα. Ορισμένες φορές η λειψανοθήκη τοποθετείτο κάτω από την Αγία Τράπεζα, σε μία κοιλότητα σε σχήμα σταυρού. Οι λειψανοθήκες είχαν τη μορφή σαρκοφάγου σε μινιατούρα και ήταν μαρμάρινες ή ασημένιες (εκκλησία υπ’ αρ. 19). Ορισμένες Αγίες Τράπεζες περιλάμβαναν loculi, προορισμένα να φυλάξουν τα ιερά λείψανα. Οι μαρμάρινες τράπεζες έφεραν ενίοτε ανάγλυφο διάκοσμο. Ορισμένες λεπτομέρειες από μπρούτζινους και μαρμάρινους λύχνους, που προέρχονται από εκκλησίες, βρίσκονται στο Μουσείο της Χερσονήσου.
3.1. Αρχιτεκτονικός και γλυπτός διάκοσμος Η πόλη εισήγε στοιχεία αρχιτεκτονικού διακόσμου από τα εργαστήρια της Προκόννησου, και όλα τα δημόσια κτίρια αξιόλογων διαστάσεων, κυρίως οι βασιλικές ήταν διακοσμημένες με αυτά. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν εκατοντάδες θραυσμάτων με διάφορες λεπτομέρειες που ανήκουν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό: λιθόστρωτα, επενδύσεις τοίχων, υπέρθυρα, κατώφλια και κάσες θυρών, στύλους, πλάκες και μικρούς στύλους από φράγματα πρεσβυτερίου, βάθρα, πλάκες και στύλους από άμβωνες, κιονόκρανα. Αυτά τα τελευταία μάλιστα είναι ιδιαίτερα πολυάριθμα (μερικές δεκάδες),και βρίσκονται στο Μουσείο της Χερσονήσου, αλλά και στα Μουσεία της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης, στο Ερμιτάζ. Αυτά τα μάρμαρα αποτελούν μια σημαντική πηγή τόσο ως συλλογή, η πιο σημαντική στην περιοχή του Πόντου, όσο κι ώς σημείο αναφοράς χρονολογικό για την οικοδομική δραστηριότητα στη Χερσώνα την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα κιονόκρανα κι άλλα στοιχεία απομονώθηκαν από τα κτίρια τα οποία στόλιζαν, αλλά ο χρονολογικός τους καταμερισμός δηλώνει τις περιόδους των εργασιών κατασκευής τις πλέον εντατικές.43 Πολυάριθμες μελέτες των πρόσφατων ετών, αφιερωμένες στα βυζαντινά μάρμαρα, επιτρέπουν να κοιτάξουμε τη συλλογή της Χερσονήσου με ποικίλους τρόπου, κυρίως ως προς τη χρονολόγηση. Αυτή η συλλογή περιλαμβάνει όλους τους βασικούς τύπους των πρωτοβυζαντινών κιονοκράνων: σύνθετα κιονόκρανα με “λεπτοκαμωμένα φύλλα άκανθας ” (το λεγόμενο «θεοδοσιανό», σύμφωνα με τους J. Strzygowski-R. Kautsch), κιονόκρανα με δύο ζώνες διακόσμου και προτομές κριών στην ανώτερη ζώνη, ιωνικά κιονόκρανα και επίκρανα (πολυάριθμα στη Χερσώνα), κορινθιακά κιονόκρανα με ή χωρίς επίθημα. Τα κιονόκρανα ή τα φύλλα της άκανθας του ως άνω καταλόγου αναπαριστούν εικόνες του τύπου “της λύρας” και “σχήματος V” και αποτελούν ένα αξιόλογο σύνολο (τύποι V και VI σύμφωνα με τους Kautsch· η A. Pralong προτείνει την ενοποίηση αυτών των δύο τύπων και τη θεώρηση τους ως τύπος IV44). Υπάρχει επίσης ένα δείγμα κορινθιακού κιονόκρανου με “μετάλλιο” και ένα μέρος ιωνικού κιονοκράνου. Στη Χερσώνα τα σύνθετα κιονόκρανα με τα λεπτοκαμωμένα φύλλα άκανθας μοιάζουν πολύ με τα κιονόκρανα της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη (453) και κυρίως στα κιονόκρανα της βασιλικής της Αχειροποίητου στη Θεσσαλονίκη (470). Είναι φτιαγμένα με πολύ μεγάλη επιμέλεια, με έλικες διακοσμημένους με μικρά φύλλα άκανθας (σπάνιο σκάλισμα). Μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτήν την ομάδα κιονοκράνων της Χερσώνας από το δεύτερο ήμισυ του 5ου αι. Ένα δίζωνο κιονόκρανο στο Ermitage έχει τον ίδιο τύπο λεπτοδουλεμένης άκανθας· αυτό το είδος μοιάζει με ένα κιονόκρανο, της συλλογής του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας, το οποίο χρονολογείται το δεύτερο μισό του του 5ου αι. Στην ίδια εποχή χρονολογούμε τα ιωνικά κιονόκρανα, των οποίων το επίθημα είναι διακοσμημένο με σταυρό και φύλλα άκανθας, όπως ακριβώς και στα τεκτονικά κινονόκρανα που φέρουν την ίδια διακόσμηση. Μια σειρά από ιωνικά κινονόκρανα με επίθημα περιλαμβάνουν επίσης δείγματα των οποίων η χρονολόγηση φθάνει μέχρι τα μισά του 6ου αι. Τα κιονόκρανα με άκανθα και λύρα και τα κιονόκρανα σχήματος “V” ανάγονται στο δεύτερο ήμισυ του 5ου –αρχές του 6ου αι. (τα πιο παλιά «λυρόσχημα» αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και ανάγονται στην εποχή του Θεοδοσίου Β΄, περί το 415). Μπορούμε να χρονολογήσουμε από τα μέσα του 6ου αι. μία ομάδα κιονοκράνων σχήματος “V” με πεπλατυσμένα φύλλα που σχηματίζουν συμμετρικά και γεωμετρικά μοτίβα (“acanthus-masque”/ «άκανθα -προσωπείο» του Kautsch). Ένα ιωνικό κιονόκρανο σε μορφή ογκόλιθου, σκαλισμένο αρκετά αδρά/ αρκετά χονδροειδές, χρονολογείται στο δεύτερο ήμισυ του 5ου-αρχές 6ου αι. Μπορούμε να αναγάγουμε στα μέσα του 6ου αι. τα κορινθιακά κιονόκρανα με τη διπλή σειρά φύλλων άκανθας (σήμερα βρίσκονται στη βασιλική 1935)· μερικά από αυτά διαθέτουν επίθημα /imposte, διακοσμημένο με «επιμήκη» σταυρό (ή «βυζαντινό» ή ακόμη και «πεπλατυσμένο /pattée»). Στην ίδια εποχή ανάγεται μία στρογγυλή βάση λεβητοειδούς κιονοκράνου /chapiteau-corbeille, με λεπτοδουλεμένα φύλλα άκανθας που εγγράφονται σε μικρά τόξα, οργανωμένα σε δύο σειρές, κι ένα κιονόκρανο με διάκοσμο που αναπτύσσεται σε δύο ζώνες, με τέσσερις προτομές κριών στο ανώτερο τμήμα και με φύλλα συνοπτικά και γραμμικά αποδοσμένων ακάνθων στο κατώτερο μέρος (Ιστορικό Μουσείο Μόσχας). Αξιοσημείωτα είναι επίσης ορισμένα ιωνικά τεκτονικά κιονόκρανα με μειωμένο και απλοποιημένο το ιωνικό στοιχείο (ένα τυπικό δείγμα βρίσκεται σήμερα στη βασιλική υπ’ αρ. 15) τα οποία χρονολογούνται πιθανώς, στα μέσα ή στο δεύτερο ήμισυ του 6ου αι.
Στο Μουσείο της Χερσονήσου φυλάσσονται κι άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία από μάρμαρο, προερχόμενα από τις εκκλησίες. Ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν θραύσματα από πλάκες, φτιαγμένα για να χρησιμοποιηθούν ως πλέγματα παραθύρων και με επιπεδόγλυφοη τεχνική· υπάρχουν επίσης πλάκες με παραστάσεις χριστογράμματος, παγονιού και άλλων χριστιανικών συμβόλων. Μπορούμε να τα χρονολογήσουμε στο 5ο αι. Μία άλλη σειρά από στοιχεία, όπως μια πλάκα από άμβωνα διακοσμημμένη με ρομβοειδή και θραύσματα από καλούπια είναι τυπικά του 6ου αι. και ιδιαιτέρως της ιουστινιάνειας εποχής. Ας προσθέσουμε σε αυτήν τη συλλογή μαρμάρων δύο θραύσματα γλυπτών του Καλού Ποιμένα κι ένα γλυπτό με σπάνιο και δύσκολο προς ταύτιση θέμα (ένα ζώο που καταβροχθίζει ένα ψάρι) και χρονολογείται τον 4ο αι.45 Τα μάρμαρα δεν επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η πλειονότητα των μεγάλων βασιλικών της Χερσονήσου χρονολογούνται στην ιουστινιάνεια περίοδο και στο δεύτερο ήμισυ του 6ου αι., ή την παλαιότερη άποψη του Berthier Delagarde (που πρόσφατα υποστηρίχθηκε και από τον Sorochan), της κατασκευής των σημαντικών δημοσίων κτιρίων την ύστερη περίοδο του δεύτερου μισού του 6ου αι.- πρώτου μισού του 7ου αι. Η σύντομη επισκόπησή μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η πλειονότητα των κιονοκράνων και των λοιπών στοιχείωνt που προορίζονταν για τη διακόσμηση των μεγάλων βασιλικών της Χερσόνας, είχαν εισαχθεί την περίοδο μεταξύ των μέσων του 5ου αι. και των μέσων του 6ου αι., που στην πραγματικότητα ήταν η εποχή της μεγάλης οικοδομικής δραστηριότητας των τοπικών αξιωματούχων. Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των βασιλικών της Χερσονήσου ανήκουν στον «ελληνιστικό» τύπο (σύμφωνα με τον G. Millet) συνάδει με τα υπόλοιπα στοιχεία.
3.2. Ψηφιδωτά Οι εκκλησίες της πόλης ήταν διακοσμημένες με ψηφιδωτά. Σε ό,τι αφορά την επιτοίχια διακόσμηση, αυτή έχει εντελώς χαθεί. Στις ανασκαφές ορισμένων εκκλησιών (βασιλική του Ouvarov και το βαπτιστήριό της, σταυρική εκκλησία εκτός των τειχών [extra muros] στο του νεκροταφείου και άλλες) αποκαλύφθηκαν πολλά και πολύ μικρού μεγέθους κομμάτια (κυρίως μπλε/κυανού και χρυσού χρώματος) που ανήκαν σε επιτοίχια ψηφιδωτά. Τα βρίσκουμε κατά βάση στις αψίδες, πιθανόν, και ο διάκοσμος των θόλων παρουσίαζε έναστρους ουρανούς. Καμιά φορά, αυτός ο διάκοσμος βρισκόταν κοντά με τις τοιχογραφίες (βασιλική 1935 και άλλες. Τα ψηφιδωτά δάπεδα σώζονται καλύτερα, παρόλο που σε καμιά εκκλησία δε σώζεται ακέραιο σύνολο. Αυτά τα δάπεδα ελιναι κατασκευασμένα με την τεχνική opustessellatum. Οι tessellae είναι αρκετά μεγάλων διαστάσεων και ακανόνιστων σχημάτων· από τα χρώματα, το λευκό, το μαύρο, το κιτρινωπό, το κόκκινο, το πράσινο, το κυανόείναι εκείνα που χρησιμοποιούνται πιο συχνά. Ψηφιδωτά της βασιλικής του Ouvarov μεταφέρθηκαν στο Ermitage, κι άλλα βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο της Χερσονήσου· ένα θραύσμα μπορεί κανείς να το δει insituστη βασιλική του Ouvarov. Στα ψηφιδωτά της Χερσώνας κυριαρχούσαν οι συνθέσεις και τα γεωμετρικά μοτίβα, καθώς και οι παραστάσεις πουλιών. Οι ανθρωπομορφικές παραστάσεις απουσιάζουν. Τα πιο συχνά σχέδια είναι ρόδακες σε πλαίσιο, διαπλεκόμενοι κύκλοι, τεθλασμένες σε σχήμα ζικ-ζακ), βότρεις και φύλλα αμπέλου, άνθη, φρούτα, αγγεία, ψάρια, καθώς και διάφορα διακοσμητικά πλαίσια, συχνά γεωμετρικού χαρακτήρα. Το πιο όμορφο και καλύτερα σωζόμενο ψηφιδωτό αποκαλύφθηκε στη σταυρική βασιλική που βρίσκεται εκτός πόλεως. Στο κέντρο βρίσκεται μια σύνθεση με δυο αντικριστά παγώνια εκατέρωθεν ενός αγγείου, από το οποίο βγαίνουν δύο βλαστοί αμπέλου. Η νότια πτέρυγα της εκκλησίας είναι διακοσμημένη με ένα μετάλλιο που περιλαμβάνει ένα αγγείο και δύο πουλιά· το μοτίβο με τους βλαστούς της αμπέλου παρουσιάζεται ακόμη μια φορά. Το δάπεδο που βρίσκεται σε μια άλλη πτέρυγα καλύπτεται από έναν τάπητα αποτελούμενο από κύκλους διαπλεκόμενους με φυτικά και ζωομορφικά σχέδια. Αυτή η ασυμμετρία που παρουσιάζεται στο σύνολο επιβλήθηκε από την παρουσία ενός σημαντικού τάφου που βρισκόταν κάτω από το δάπεδο, η θέση του οποίου σημειωνόταν με μετάλλιο. Τα σχέδια των παγωνιών και της αμπέλου συνάδουν με τον παλαιοχριστιανικό συμβολισμό της αθανασίας και της Αναστάσεως, που ήταν συνήθης σε χώρους ταφικού, ευχαριστηριακού και βαπτιστικού χαρακτήρα. Στο βαπτιστήριο της βασιλικής υπ’ αρ. 15 βλέπουμε ένα πλαίσιο να βρίσκεται τοποθετημένο μπροστά στην κολυμβήθρα. Στο κέντρο βρίσκεται ένα παγώνι με ανοιγμένα τα φτερά του, και στο κάτω μέρος δύο πουλιά, οι γωνιές αυτού του τάπητα περιλαμβάνουν τέσσερα μετάλλια με πουλιά. Η βασιλική «στο λόφο» (υπ΄ αρ. 14) είναι διακοσμημένη με δύο μεγάλους ρόδακες, εγκεκλεισμένους μέσα σε ένα τάπητα από γεωμετρικά μοτίβα. Στη βασιλική υπ’ αρ. 13, στη βασιλική «στο λόφο» και σε άλλες βασιλικές, παρατηρούμε ότι τα πλευρικά κλίτη έφεραν ψηφιδωτά δάπεδα, παρόλο που το κεντρικό κλίτος ήταν στρωμένο με μάρμαρο, το οποίο στοίχιζε περισσότερο. Οι ζώνες στις αψίδες σε ορισμένες σημαντικές εκκλησίες (βασιλική υπ΄αρ. 13, βασιλική A) είχαν δάπεδα στρωμένα με opussectileαποτελούμενο από πλακίδια μαρμάρου ποικίλων χρωμάτων. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, το κεντρικό μοτίβο ήταν ένας ρόδακας. Τα δάπεδα τύπου opussectile, εξαιρετικά εύθραυστα, ήταν τελείως κατεστραμμένα.46
3.3. Τάφοι με ζωγραφικό διάκοσμο Στις αρχές του 20ου αι. και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, ερευνήθηκαν εκατοντάδες τάφων στις δύο νεκροπόλεις της Χερσώνας. Ο πιο διαδεδομένος τύπος ταφικού μνημείου είναι ο λαξευτός στο βράχο τάφος, στον οποίο οδηγεί ένας μικρός διάδρομος (δρόμος). Οι τρεις ταφικές κλίνες είναι τοποθετημένες κοντά σε τρεις τοίχους, σχηματίζοντας έτσι τη «σταυρική» κάτοψη. Όπως παντού στη Μεσόγειο, σε αυτές τις νεκροπόλεις οι χριστιανικοί τάφοι δεν ξεχωρίζουν στην ουσία από εκείνους των ειδωλολατρών ούτε από την κατασκευή ούτε από την σκευή τους/ τα κινητά ευρήματα. Πολλοί τάφοι είχαν συληθεί. Εντούτοις, υπάρχει μια σειρά τάφων που περιλαμβάνει ζωγραφικό διάκοσμο χριστιανικού χαρακτήρα, καθώς και ευρήματα που φέρουν χριστιανικά σύμβολα.47 Αυτή η σειρά των ζωγραφισμένων τάφων περιλαμβάνει δεκατρία μνημεία, εκ των οποίων εννέα τάφοι δημοσιεύτηκαν από τον M. I. Rostovtseff,48 άλλοι αποκαλύφθηκαν πιο πρόσφατα.49 Ο ζωγραφικός διάκοσμος δεν σώζεται καλά, αλλά μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις χαρακτηριστικές του γραμμές. Το κατώτερο μέρος των τάφων ληταν διακοσμημένο με πλαίσια αποτελούμενα από μοτίβα γεωμετρικά (ορθογώνια, ρομβοειδή, κύκλους) που μιμούνταν μαρμάρινη επένδυση. Μέσα στη θόλο βρισκόταν χριστόγραμμα «κωνσταντινουπολίτικου» τύπου (ο συνδυασμός του X με το «Ρ»), σε στεφάνη και με γιρλάντες τοποθετημένες σε σχήμα σταυρού (απομίμηση των νεύρων της θόλου/ l’imitation des nervures). Τα συμβολικά μοτίβα, τα πολύ διαδεδομένα στην παλαιοχριστιανική εποχή, που εξέφραζαν την ιδέα της αθανασίας και του Παραδείσου, είναι τα πλέον συνήθη: άμπελος με βότρεις, πουλιά, (παγώνια κι άλλα ), δέντρο με φρούτα, αγγείο, γιρλάντες, στεφάνια, ανθέμια. Οι ανθρωπόμορφες παραστάσεις είναι πολύ σπάνιες (τάφος του N. Tour και τάφος του 1909)· στον τάφο του Tour που μετατράπηκε σε μικρό παρεκκλήσιο, βλέπουμε μια σκηνή που δεν έχει ερμηνευθεί καλά/ mal identifiée, με τη σχηματική αναπαράσταση μιας πόλης που μοιάζει στις βινιέτες των πόλεων στο Notitia Dignitatum. Η χρονολόγηση των τάφων έχει εγείρει πλήθος συζητήσεων. Η χρονολόγηση του 6ου –7ου αι. ή του τέλους του 5ου –6ου αι., που προωθήθηκε από τον V. Zubar, δεν έγινε δεκτή· οι χρονολογίες (δεύτερο ήμισυ του 4ου –5ος αι.), που προτάθηκαν από τον Rostovtseff, παραμένουν έγκυρες/ βάσιμες, επιβεβαιώθηκαν από τα νομισματικά δεδομένα. Αλλά, τα συμπεράσματα του Rostovtseff αναφορικά με την ανατολική και παλαιστινιακή προέλευση της ταφικής ζωγραφικής της Χερσονήσου, ακούγονται ξεπερασμένα · θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε αυτήν τη ζωγραφική ως ευρισκόμενη «μεταξύ Ανατολής και Δύσης».50 3.4. Μικροτεχνία Τα πολυάριθμα ευρήματα αντικειμένων μικροτεχνίας/ μικρώναντικειμένων τέχνης και χειροτεχνίας furent faites/ ανακαλύφθηκαν? στις ανασκαφές των νεκροπόλεων και της Χερσώνας. Μια σειρά αντικειμένων από μέταλλο και άλλα υλικά, συνδεδεμένα με τη χριστιανική λατρεία. Μια λειψανοθήκη από άργυρο, σε σχήμα σαρκοφάγου, που ανακαλύφθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας υπ’ αρ. 19, απεικονίζει το Χριστό, τη Θεοτόκο, τους Αποστόλους, τους Αρχαγγέλους και τους Αγίους· χρονολογείται περί το 550. Μια άλλη λειψανοθήκη, του ιδίου σχήματος που χρονολογείται στον 6ο αι., είναι φτιαγμένη από μάρμαρο). Ένα θυμιατήρι (ή μήπως λυχνάρι?) από μπρούτζο, χρονολογούμενο στον 6ο αι., απεικονίζει το Χριστό και τους Αποστόλους. Ανάμεσα στα χριστιανικά αντικείμενα βρίσκουμε λεπτομέρειες από επισκοπικές ράβδους, αρκετούς μπρούτζινους σταυρούς, ένα λίθινο αγαλματίδιο περιστεράς (όλα χρονολογούμενα στον 6ο αι.)51 Ένα ιδιαίτερο αντικείμενο είναι μια πήλινη μήτρα για την κατασκευή μεταλλίων-ευλογίας/ médaillons-eulogies με την παράσταση του Αγίου Φωκά του οποίου η επιγραφή θυμίζει ένα ptocheion της Χερσώνας τον 6ο αι. Άλλες μήτρες από το ίδιο υλικό, με την εικόνα του σταυρού και του παγωνιού, προορίζονταν για τα πρόσφορα/ τους άρτους της λειτουργίας.52 Πήλινα λυχνάρια, κατασκευασμένα σε διάφορα κέντρα (Αθήνα, Μικρά Ασία, Ιταλία, βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου), καθώς και πινάκια terrasigillata χρονολογούμενα στον 4ο –6ο αι., φέρουν συχνά χριστιανικά σύμβολα: χριστόγραμμα, σταυρός, ιχθείς και άλλα. Λυχνάρια ντόπιας παραγωγής μοιάζουν με λυχνάρια προερχόμενα από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.53 Δύο πινάκια terrasigillata χρονολογούμενα τον 4ο –5ο αι. είναι διακοσμημένα με σπάνιες εικόνες: τον Χριστό να φέρει έναν μεγάλο σταυρό, και μία σκηνή τσίρκου.54 Ας σημειώσουμε επίσης μια όμορφη συλλογή από πόρπες και αγκράφες από ζώνες φτιαγμένες από άργυρο και μπρούτζο (4ο –7ο αι.), συμπεριλαμβανομένων και αγκράφες bouclesμε απεικονίσεις του σταυρού.55 Αρκετά αντικείμενα προσωπικής χρήσης χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή των πολιτών. Δαχτυλίδια, bouclesd’oreille / σκουλαρίκια και βραχιόλια, καρφίτσες και κομβία φτιαγμένα από χρυσό και άργυρο, αλλά επίσης από ορείχαλκο, - όλα ήταν εισηγμένα από διάφορες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου ή και επί τόπου κατασκευασμένα.56
4. Η Χερσώνα στους Μέσους Χρόνους 4.1 - 9ο –10ο αι. Η πλειονότητα των εκκλησιών της πρωτοβυζαντινής περιόδου παρέμεναν για αιώνες. Η ημερομηνία της καταστροφής τους είναι αβέβαιη: στα τέλη του 10ου αι. (το έτος 989), όταν η πόλη καταστράφηκε από τον πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδήμηρο (A. Jakobson, A. Poppe. G. Podskalski) ή ίσως και περί τα μέσα του 11ου αι., από σεισμό (А. Romanchuk);57 Αρχαιολογικές μαρτυρίες για σημαντικές εργασίες ανοικοδόμησης που χρονολογούνται στον 8ο –9ο αι. είναι πιο σαφείς. Μια μικρή σταυρική εκκλησία κατασκευάστηκε στο δυτικό νεκροταφείο τον 9ο αι.58 Ο 10ος αι. ήταν μια εποχή σημαντικών αλλαγών: εκκλησιές με τρούλο, εγγεγραμμένου σταυροειδούς σχήματος, εμφανίζονται στα διάφορες γειτονιές της Χερσώνας. Τα χαρακτηριστικά τους: ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς, οι τρεις αψίδες και ο νάρθηκας είναι συνηθισμένοι, οι διαστάσεις είναι μειωμένες. Σε αυτόν τον τύπο ανήκουν η εκκλησία στην Αγορά (16x19 μ).59 Η εκκλησία η λεγόμενη «με τις πέντε αψίδες» που βρίσκεται στη συνοικία 55 διαφοροποιείται, καθώς διαθέτει τέσσερις απομονωμένους χώρους στις γωνίες του οικοδομήματος.60 Πρόσφατες ανασκαφές σε αυτήν την εκκλησία στάθηκε δυνατό να αποκαλύψουν τα θεμέλια μιας αρχαιότερης βασιλικής, χρονολογούμενης στις αρχές του 10ου αι.61 Η εκκλησία «με τους έξι πεσσούς» (υπ’ αρ. 34), η εκκλησία υπ’ αρ. 9, πολύ μικρών διαστάσεων (7,7x5,8 μ), και η εκκλησία υπ’ αρ. 4 στη συνοικία 37, με ενδιάμεσες διαστάσεις/ médianes (16,85x14,0 μ.), και οι τρεις αυτοί ναοί, ανήκουν στον ίδιο τύπο του «εγγεγραμμένου σταυροειδούς».62 Ο τύπος της βασιλικής δεν εγκαταλείφθηκε το 10ο αι., το μαρτυρεί η εκκλησία στο τετράγωνο 7, που αποκαλύφθηκε το 1986-1988: με τρεις αψίδες, θολοσκέπαστη, περιορισμένων διαστάσεων / voûtée et raccourcie (14x12 μ.), με δυο ζευγάρια πεσσών.63 Στην περιοχή του λιμανιού μια μικρή εκκλησία με ενιαίο κλίτος και νάρθηκα, είχε arcosolia στους τοίχους· χρονολογείται τον 9ο –10ο αι.64 4.2. - 11ος -12ος αι. Οι εκκλησίες υπ’ αρ. 21 και υπ’ αρ. 6 που χρονολογούνται τον 11ο –12ο αι. παρουσιάζουν τον ίδιο τύπο «εγγεγραμμένου σταυροειδούς», αλλά οι αψίδες τους είναι πολυγωνικές και οι τοίχοι κατά μήκος του κτιρίου διαθέτουν παραστάδες τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά.65 Η εκκλησία με τρούλο υπ’ αρ. 25, χτισμένη πάνω στις τέσσερις δεξαμενές, είναι η μοναδική που είναι ασφαλώς χρονολογημένη χάρη σε μια επιγραφή (1183).66 Μια μικρή βασιλική με τρεις αψίδες και δύο ζεύγη πεσσών αποκαλύφθηκε τα έτη 2004-2005 στο τετράγωνο υπ’ αρ. 60. Χτισμένη στο πρώτο ήμισυ του 11ου αι., ανοικοδομήθηκε εκ νέου μετά το σεισμό του 1292.67 Ένα ταφικό παρεκκλήσιο με arcosolia, που αποκαλύφθηκε το 2004, χρονολογείται τον 11ο –13ο αι.68 4.3. - 13ος –14ος αι. Σε όλα τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης έχουν μελετηθεί αρκετά συγκροτήματα συνηθισμένων κατοικιών.69 Μια εκκλησία με ενιαίο κλίτος (υπ’ αρ. 16) με arcosolia και νότιο πρόσκτισμα, χρονολογείται το 13ο –14ο αι.70 Περισσότερα από 30 μικρά παρεκκλήσια ορθογώνιας κάτοψης με ημικυκλικές αψίδες αποκαλύφθηκαν σε όλη την έκταση της Χερσώνας, εντούτοις η χρονολόγησή τους είναι δύσκολο να εδραιωθεί/ αποσαφηνιστεί.71 Δύο φάσεις καταστροφής και πυρκαγιές, που χρονολογούνται το 13ο –14ο αι. μαρτυρούν τα δραματικά γεγονότα: επιθέσεις Ταρτάρων στα τέλη του 14ου αι. ή μήπως σεισμός? Γύρω στις αρχές του 15ου αι. η πόλη συρρικνώθηκε πιθανότατα σε ένα μόνο τετράγωνο, αυτό του λιμανιού.72
4.4. Ο διάκοσμος των μεσαιωνικών εκκλησιών Αρχιτεκτονικά στοιχεία που φυλάσσονται στο Μουσείο της Χερσονήσου προέρχονται από το διάκοσμο των εκκλησιών που ανάγονται στον 11ο –13ο αι.: πλάκες de chancels και προσόψεων, θραύσματα από υπέρθυρα /fragments de linteaux de portes κλπ. Είναι φτιαγμένα από μάρμαρο και γύψο. Οι απεικονίσεις σταυρών, τα φυτικά μοτίβα, (τα παλμοειδή φύλλα, φυλλοειδή κ.ά.), τα συμπλέγματα είναι τα πιο συνήθη. Θραύσματα από επιτοίχιες νωπογραφίες, που βρίσκονται στις ανασκαφές είναι μικρά και λίγα σε ποσότητα. Ένα τμήμα δαπέδου φτιαγμένο με την τεχνική opussectile( 10ος ή 11ος –12ος αι.?) βρέθηκε στην εκκλησία «με τους έξι πεσσούς». Σε αυτό διακρίνονται κύκλοι διαπλεκόμενοι με πολύ μικρά τετράγωνα και τρίγωνα.73 4.5. Μικροτεχνία Το Μουσείο της Χερσονήσου διαθέτει μια σημαντική συλλογή από έργα μικροτεχνίας του 10ου –13ου αι.: μικρές εικόνες από στεατίτη και ορείχαλκο με αναπαραστάσεις αγίων πολεμιστών και σκηνές από το Ευαγγέλιο,74 οστέινα πλακίδια με ζωομορφικές ή φυτικές παραστάσεις,75 σταυρούς-εγκόλπια από ορείχαλκο.76 Μια συλλογή από κεραμικά πινάκια, αγγεία και στάμνες με πολύχρωμη εφυάλωση που χρονολογούνται το 12ο –14ο αι., είναι ιδιαίτερα πλούσια. Είναι διακοσμημένα με γεωμετρικά μοτίβα, ανθρώπινες μορφές, αναπαραστάσεις ζώων και πουλιών. Είναι δύσκολο να διακριθούν τα κέντρα παραγωγής αυτών των αγγείων.77 Οι ανασκαφές της Χερσώνας έχουν δώσει πολλά επιγραφικά δεδομένα, με κυρίαρχες τις ελληνικές επιγραφές.78 5. Αποτίμηση Την πρωτοβυζαντινή εποχή η αρχιτεκτονική της Χερσώνας είχε άμεση σχέση με εκείνην της Κωνσταντινούπολης (βασιλική του Αγ. Ιωάννη Στουδίου 453 και βασιλική στα Χαλκοπράτεια της ίδιας εποχής, μάρμαρα της Προκόννησου), καθώς και με εκείνη του αιγαιακού χώρου, της Ελλάδας (Θεσσαλονίκη) και της Μικράς Ασίας (δυτικές επαρχίες)· μπορούμε επίσης να καταγράφουμε ορισμένες ομοιότητες με τις εκκλησίες της Συρίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα λειτουργικά σκεύη / dispositifs liturgiques.79 Οι περίκεντροι ναοί της Χερσώνας των Μέσων Χρόνων (με «εγγεγραμμένο σταυρό») αναπαράγουν έναν τύπο που κυριάρχησε στο βυζαντινό κόσμο από τον 9ο αι. Ταυτόχρονα, συναντάμε οικοδομήματα του τύπου της βασιλικής, όπως συνέβαινε π.χ. στη Βουλγαρία.80 Το αρχαιολογικό υλικό και τα αντικείμενα μικροτεχνίας μαρτυρούν τους εξαιρετικά ποικίλους δεσμούς της Χερσώνας, εμπορικούς και πολιτισμικούς.
* Το λήμμα βρίσκεται σε στάδιο εκδοτικής επιμέλειας (σημ. εκδ.)
1. Н. И. Храпунов, “О древнем названии города: Херсонес Таврический или Херсонес в Таврике”, in МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии XII, 2 (2006), pp. 577-581. 2. А. Л. Якобсон, Средневековый Крым. Очерки истории и истории материальной культуры (Москва-Ленинград 1964); A. L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Spp. 375-439 ; L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 75-125. 3. J. Smedley, “Archaeology and the History of Cherson: a Survey of some results and Problems”, Αρχείο Πόντου 35 (1979), pp. 172-192; А. И. Романчук, Исследования Херсонеса-Херсона, Раскопки. Гипотезы. Проблемы. Часть 2. Византийский город (Екатеринбург 2007). 4. Д. В. Айналов, Памятники христианского Херсонеса, I. Развалины храмов (Москва 1905). 5. А. Л. Якобсон, Керамика и керамическое производство средневековой Таврики (Ленинград 1988); А. И. Романчук, Строительные материалы византийского Херсона (Екатеринбург 2004). 6. А. И. Романчук, А. В. Сазанов, А. В. Седикова, Амфоры из комплексов византийского Херсона (Екатеринбург 1995). 7. Л. А. Голофаст, “Комплексы стеклянных изделий конца VI - начала VII в.из Херсонеса”, in Проблемы археологии древнего и средневекового Крыма (Симферополь 1995), pp. 95-103. 8. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 86-101. 9. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 282-358; С.Б. Сорочан, Византийский Херсон. Вторая половина VI - первая половина X вв. Очерки истории и культуры. 1 (Харьков, 2005), pp. 231-321, 451-488. 10. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 35-46. 11. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 34-36; Trad. allem.: A. I. Romančuk, Die Studien des Archäologie und Geschichte von byzantinischen Cherson. Hrsg. H. Heinen. Colloquia Pontica 11 (Leiden-Boston 2005), pp. 35-38. 12. С.Б. Сорочан, Византийский Херсон. Вторая половина VI - первая половина X вв. Очерки истории и культуры. 2 (Харьков, 2005), pp. 1012-1019, 1212-1213. 13. В. М. Зубарь, Некрополь Херсонеса Таврического в I-IV веках нашей эры (Киев 1982), p. 118. 14. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 152-197; А. Л. Якобсон, “Закономерности и этапы развития архитектуры средневекового Херсонеса”, in Византийский Временник 49 (1988), pp. 162-172. 15. E. Jastrzębowska, “ Chersonèse dans l’Antiquité tardive: état de recherches et bibliographie ”, in Antiquité Tardive 9 (2001), pp. 399-418; Л.Г. Хрушкова, “Христианские памятники Крыма (состояние изучения)”, in Византийский Временник 63 (2004), pp. 167-196. 16. И. В. Соколова, Печати и монеты византийского Херсона (Ленинград 1983). 17. И. В. Соколова, Византийские печати из Херсонеса”, in Античная древность и средние века. Вып. 26. Византия и средневековый Крым, Барнаул 1992, pp. 190-203; N. A. Alekseenko, “Un tourmarque de Gothie sur un sceau inédit de Cherson”, Revue des Études byzantines 54 (1996), pp. 271-275. 18. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинрад 1959), pp. 67-124. 19. В. В. Латышев, “Эпиграфические новости из южной России”, Известия археологической комиссии 18 (С.-Петербург 1906), pp. 121-123; Он же, “Этюды по византийской эпиграфике”, Византийский Временник 1 (1894), pp. 657-672. 20. Ю. С. Асеев, Т. А. Лебедев, Архитектура Крыма (Киев 1961), pp. 7-36; Л. В. Марченко, “Топография и планировка Херсонесского городища”, in Херсонесский сборник VIII (1997), pp. 62-67. 21. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 131-132; С.Б. Сорочан, Византийский Херсон. Вторая половина VI - первая половина X вв. Очерки истории и культуры. 2 (Харьков 2005), pp. 937-1007. 22. В. М. Зубарь, Некрополь Херсонеса Таврического I-IV вв. н. э (Киев 1982), p. 77-126. 23. М. М. Кобылина, Изображения восточных божеств в Северном Причерноморье в первые века нашей эры (Москва 1978), pp. 9-32, 110-123; M. M. Kobylina, Divinités orientales sur le littoral Nord de la mer Noire (Leiden 1976). 24. L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 87-92. 25. А. Ю.Виноградов, “Апостол Андрей и Черное море: проблемы источниковедения”, in Древнейшие государства Восточной Европы 1996-1997 (Москва 1999), pp. 348-368. 26. Chr. Walter, “Saint Clement in the Chersones and the Iconography of his Miracle”, Αρχείο Πόντου 35 (1978), pp. 246-260; E. Jastrzębowska, “Il culto di S. Clemente a Chersoneso alla luce della ricerca archeologica”, in Studi su Clemente romano. Atti degli Incontri di Roma, 29 marzo e 22 novembre 2001. A cura di Ph. Luisier, S.J., Orientalia Christiana Analecta 268 ( 2005), pp. 27-37; 27. П. Лавров, Жития херсонесских святых в греко-славянской письменности, Памятники христианского Херсонеса II (Москва 1911), pp. 1-153; R. Janin, “Chersonèse”, in Dictionnaire d’histoire et de géographie ecclésiastique 12 (Paris 1950), pp. 636-638; В. В. Латышев, “Жития святых епископов херсонских. Исследования и тексты”, in Записки императорской Академии наук по историко-филологическому отделению VIII, 3 (С.-Петербург 1906), pp. 38-76; F. Halkin, “La passion des sept évêques de Cherson (Crimée)”, Analecta Bollandiana 102 (1984), pp. 253-261; L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 96-103. 28. C. Zuckerman, “The early Byzantine Stronghold in Eastern Pontus”, in TravMém 11 (Paris 1991), pp. 544-552; К. Цукерман, “Епископы и гарнизон Херсона в IV веке”, in МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии IV (1994), pp. 545-561. Η υπόθεση που κάνει ο C. Zuckerman σχετικά με τη χρονολόγηση της δράσης των επισκόπων της Χερσονήσου δεν φαίνεται να ευσταθεί, βλ. Л. Г. Хрушкова, “Крестовидные мартирии в Херсонесе и на христианском Востоке: начало традиции”, in Sacrum et Profanum, III (Севастополь 2007), p. 223. 29. M.-F. Auzépy, “Gothie et Crimée de 750 à 830 dans les sources ecclésiastiques et monastiques grecques”, in МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии 7 (2000), pp. 324-331; L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 98-103.. 30. Н. М. Богданова, “Херсонская церковь в X-XV вв.”, in Византия, Средиземноморский мир, Древняя Русь (Москва 1991), pp. 19-49; Ю. М. Могаричев, А. В. Сазанов, А. К. Шапошников, Житие Иоанна Готского в контексте истории Крыма «хазарского» периода (Симферополь 2007), pp. 8-29, 192-213, 237-242. 31. Les églises et chapelles dégagées furent numérotées par la Commission archéologique (fin XIXe-début XXe s.); les églises, fouillées à l’époque soviétique, n’ont pas de numéros. 32. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 152-197; A. Pülz, “Die frühchristlichen Kirchen des taurischen Chersonesos/Krim“, Mitteilungen zur Christlichen Archäologie 4 (1998), pp. 45-78; E. Jastrzębowska, “Ephesos und Chersonesos in Spätantike und frühbyzantinischer Zeit: eine vergleichende topographische Studie”, Rivista di Archeologia Cristiana LXXV (1999), pp. 475-520; А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 60-85; С.Б. Сорочан, Византийский Херсон. Вторая половина VI -первая половина X вв. Очерки истории и культуры 2 (Харьков 2005), pp. 680-1300; L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 107-118. 33. С. А. Беляев, “Пещерный храм на главной улице Херсонеса (опыт интерпретации и реконструкции)”, in Византия и Русь (Москва 1989), pp. 26-55. 34. M. I. Zolotarev, D. Ju. Korobkov, “Der Weg zur Orthodoxie im taurischen Chersonesos – Synagogue versus Ecclesia”, in Acta congressus internationalis XV archaeologiae christianae, 19-26 Sept. 1999, Città del Vaticano-Wien (Studi di Antichità cristiana LXII), I, 2006, pp. 981-986; Р. С. МакЛеннан, Д. А. Оверманн, М. И. Золотарев, “К изучению иудейских древностей Херсонеса Таврического”, Археологiя 1 (Киев 1997), pp. 57-63; D. R. Edwards, “Jews and Christians at ancient Chersonesus: the Transformation of Jewish public Space”, Хeрсонесский Сборник Х (1999), pp. 162-165; L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 91-92. 35. Л. Г. Хрушкова, “О начале христианского Херсонеса Таврического: крестовидная церковь на главном кладбище”, in Сугдейский сборник II (Киев-Судак 2005), pp. 393-420; L. Khrushkova, “ Tauric Chersonesus (Crimea) in the 4th-5th centuries: suburban martyria”, in 21st International Congress of Byzantine Studies, London, 2006 http://www.byzantinecongress.org.uk/comms/Khrushkova/index.html 36. В. А. Кутайсов, “Четырехапсидный храм Херсонеса”, Советская Археология 1 (1982), pp. 155-169. 37. Искусство Византии в собраниях СССР, ред. А.И. Банк и др. (Москва 1977), № 151. 38. И. А. Завадская, “Хронология памятников раннесредневековой христианской архитектуры Херсонеса (по археологическим данным)”, МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии VII (2000), pp. 77-90; Л.Г. Хрушкова, “Христианские памятники Крыма (состояние изучения)”, in Византийский Временник 63 (2004), pp. 175-180. 39. L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 114-118; Л. Г. Хрушкова, “Современная раннехристианская и византийская археология в Крыму: проблемы и дискуссии”, in Древнейшее христианство в Северном Причерноморье. Ред. В.В. Симонов (Москва 2008), pp.1226-1227, 1246-1249. 40. С. А. Беляев, “Базилики Херсонеса (итоги, проблемы и задачи их изучения)”, Византийский Временник 50 (1989), pp. 171-181. 41. С. Б. Сорочан, Византийский Херсон. Вторая половина VI - первая половина X вв. Очерки истории и культуры 2 (Харьков, 2005), pp. 680-937. 42. S. Ristow, Frühchristliche Baptisterien, Jahrbuch für Antike und Christentum, Ergänzungsband 27 (Münster 1998, zgl. Phil.-Diss. Univ. Bonn)., p. 266; И.А. Завадская, “Баптистерии Херсонеса (к истории крещального обряда в ранневизантийский период)”, МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии IХ (2002), pp. 252-271. 43. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp.131-152; A. Bortoli-Kazanski, “ La répartition du marbre de Proconnèse en Crimée à l’époque paléochrétienne” Geographica Byzantina, Byzantina Sorbonensia 3 (Paris 1981), pp. 55-65; Византийский Херсон, Каталог выставки Ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), pp. 17-29. C. Barsanti, “L’esportazione di marmi dal Proconesso nelle regione pontiche durante il IV-VI secolo”, Rivista dell’Istituto nazionale d’Archeologia e Storia del’Arte, s. III, XII (Roma 1989), pp. 128-149, Cherson est mentionnée précisement sur les pp. 110, 113, 114, 128-131, 146-148, 151, 153, 156, 159, 162, 163, 165, 192, 207, 211. 44. A. Pralong, “Origine des chapiteaux-corbeille “à côtes de melon””, Mélanges J.-P. Sodini, Travaux et Mémoire 15 (2005), p. 491-498. 45. Л. Г. Колесникова, “Раннехристианская скульптура Херсонеса”, in Херсонес Таврический. Ремесло и культура (Киев 1974), pp. 55-64. 46. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 222-247; С. А. Беляев, “Вновь найденная ранневизантийская мозаика из Херсонеса (по материалам раскопок 1973-1977 гг.)”, Византийский Временник 40 (1979), pp. 114-126; О. И. Домбровсий, Византийские мозаики Херсонеса Таврического. Ред. А. Б. Бернацки, В. А. Кутайсов (Познань 2004). 47. В. М. Зубарь, Некрополь Херсонеса Таврического I-IV вв. н. э. (Киев 1982). 48. М. И. Ростовцев, Античная декоративная живопись на юге России (Петроград 1914), pp. 435-507. Trad. fr.: M. I. Rostovtseff, La peinture décorative antique en Russie médiévale (Saint-Pétersbourg 1913-1914). Vol. 1. Texte, description et étude des documents, sous la dir. d’Alix Barbet, avec le concours de V. Schiltz, trad. A. Fraysse et A. Rychtecky. Vol. 2. Planches. Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, Mémoires, Nouvelles Série, XXVIII (Paris 2004). 49. В. М. Зубарь, А. И. Хворостяный, От язычества к христианству (Киев 2000), pp. 55-89; И.А. Завадская, “Декоративно-символическая система росписи херсонесских христианских склепов: проблемы хронологии и генезиса”, МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии XI (2005), pp. 258-288; М. В. Ступко, Е.Я. Туровский, А.А. Филиппенко, “О судьбах расписных склепов первых христиан Херсонеса”, Sacrum et Profanum III (2007), pp. 189-192. 50. L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 119; Л. Г. Хрушкова, “О живописи раннехристианских склепов в Крыму: сто лет после Михаила Ивановича Ростовцева”, Византия в контексте мировой культуры, Сборник, посвященный памяти А.В. Банк. Ред. В. Н. Залесская, Е. В. Степанова (С.-Петербург) (в печати). 51. В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.-Петербург 2006), no 28, 29, 35, 229, 230-237, 263. 52. В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.-Петербург 2006), no 591, 592, 600. 53. V. N. Zalesskaja, “Les lampes paléochrétienne en terre cuite de la côte septentrionale de la mer Noire”, Αρχείο Πόντου 41 (1987), pp. 308-321; В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.- Петербург 2006), no 303, 313, 337-341, 357, 387-389, 399, 400, 555-577, 582-586. 54. В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.- Петербург 2006), no 549, 550. 55. В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.- Петербург 2006), no 171-186, 201, 203, 206-209, 210, 211. 56. В. Н. Залесская, Памятники византийского прикладного искусства IV-VII веков. Каталог коллекций (С.- Петербург 2006), no 58, 60, 64, 68, 69, 104, 121-127, 148, 149-151, 153-159. 57. А. Л. Романчук, Исследования Херсонеса-Херсона. Раскопки. Гипотезы. Проблемы (Екатеринбург 2007), pp. 468-496. 58. А. Л. Романчук, “Западный загородный храм Херсонеса”, Византийский Временник 51 (1990), pp. 165-171. 59. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 215-217; A.L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Spp. 406-407. 60. N. Brunov, “Une église byzantine à Chersonèse”, Orient et Byzance IV, L’art byzantin chez les Slaves 3 (Paris 1930), pp. 25-34; A. L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Sp. 408, Abb 9; А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 218-229. 61. А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), pp. 39-40, fig. 12-14. 62. А. Л. Якобсон, Средневековый Херсонес. XII-XIV вв., Материалы и исследования по археологии СССР 17 (Москва 1950), pp. 231-234; A. L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Sp. 414, Abb 11; А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), p. 41, fig. 24 (représente le plan de l’église no 4). 63. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), p. 228. 64. Л. Г. Колесникова, ‘Храм в портовом районе Херсонеса: раскопки 1963-1965 гг.” Византийский Временник 39 (1978), pp. 161-172. 65. A. L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Spp. 416-418, Abb. 12; une autre opinion sur la date (XIIIe-XIVe s.): А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), p. 41, fig. 26 (représente le plan de l’église no 21). 66. А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), p. 41. 67. А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), pp. 38-39, fig. 15-20. 68. А. Б. Бернацки, “Особенности реставрации античных памятников (на примере Леукаспис, Новы, Херсонеса Таврического)”, Херсонесский сборник, XV (2006), pp. 22-23. 69. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 147-166, fig. 54-63, 89-92. 70. А. Б. Бернацки, Е. Ю. Кленина, “Сакральная архитектура византийского Херсона (по результатам раскопок и аэроснимков)”, Херсонесский сборник XV (2006), p. 40, fig. 22. 71. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 234-243. 72. А.И. Романчук, Очерки истории и археологии византийского Херсона (Екатеринбург 2000), pp. 519-531; Л. А. Голофаст, С.Г. Рыжов, “Глазурованная посуда из раскопок квартала X”, Античная древность и средние века 31 (2000), pp. 251-265; С. В. Ушаков, “Поливная керамика из комплексов XIII в. северо-восточного района Херсонеса (квартал XCVII, помещения 1, 3, 11)”, in Поливная керамика Средиземноморья и Причерноморья X-XVIII вв., ред. С. Г. Бочаров, В. Л. Мыц, Киев, 2005, pp. 70-92. 73. О. И. Домбровский, “Херсонесская коллекция средневековых архитектурных деталей”, Сборник Херсонесского музея III (1963); Византийский Херсон, Каталог выставки, ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), no 82, 149, 150; А. Л. Якобсон, Мозаичный пол Xв. в Херсонесе (Херсоне), Памятники культуры, Новые открытия, 1982 г. (Ленинград 1984), pp. 504-512; О. Домбровский, Византийские мозаики Херсонеса Таврического (Познань 2004), pp. 87-94. 74. Византийский Херсон, Каталог выставки, ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), no 83-90. 75. Византийский Херсон, Каталог выставки, ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), no 103-115. 76. Византийский Херсон, Каталог выставки, ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), no 171-177, 196, 213-216. 77. Византийский Херсон, Каталог выставки, ред. И. С. Чичуров (Москва 1991), no 84-189, 197-203, 207-208, 237-251; А. И. Романчук, Глазурованная посуда поздневизантийского Херсона. Портовый район (Екатеринбург 2003). 78. L. G. Khrushkova, "Krim", Reallexikon für Antike und Christentum XXII (2007), Spp. 121-122; Э. И. Соломоник, Новые эпиграфические памятники Херсонеса 1-2 (Киев 1964, 1973); Э. И. Соломоник, “Несколько новых греческих надписей средневекового Крыма”, Византийский Временник 47 (1986), pp. 210-218; В. В. Латышев, Сборник греческих надписей христианских времен из Южной России, С.-Петербург, 1896; Э. И. Соломоник, Латинские надписи Херсонеса Таврического, Москва, 1983; Э. И. Соломоник, Граффити с хоры Херсонеса, Киев, 1984. 79. А. Л. Якобсон, Раннесредневековый Херсонес. Материалы и исследования по археологии СССР 63 (Ленинград 1959), pp. 183-188; F. W. Deichmann, Einführung in der christliche Archäologie (Darmstadt 1983), p. 270; И.А. Завадская, “О происхождении христианской архитектуры ранневизантийского Херсонеса”, МАИЭТ – Материалы по археологии, истории и этнографии Таврии VIII (2001), pp. 261-311; Л. Г. Хрушкова, “Христианские памятники Крыма (состояние изучения)”, Византийский Временник 63 (2004), pp. 190-192. 80. А. Л. Якобсон, “Закономерности и этапы развития архитектуры средневекового Херсонеса”, Византийский Временник 49 (1988) pp. 162-172; A. L. Jakobson, " Krim", Reallexikon zur Byzantinische Kunst V (1995), Spp. 399-418.
|