Γότθοι

1. Η καταγωγή των Γότθων

Οι Γότθοι ήταν μια ομάδα λαών που μιλούσαν την ανατολική γερμανική γλώσσα και μαρτυρούνται κατά τη Ρωμαϊκή Αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα. Σύμφωνα με το θρύλο, που μας παραδίδεται από τον ιστορικό Ιορδάνη (6ος αιώνας), οι Γότθοι κατάγονται από τη Σκανδιναβία. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτός ο θρύλος διηγείται την ιστορία της χαρισματικής δυναστείας του Θεοδωρίχου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τακίτου, οι Γότθοι τον 1ο αιώνα ζουν στην κεντρική Ευρώπη –όπου και ο πολιτισμός του Wielbark, τον οποίο οι αρχαιολόγοι θεωρούν γοτθικό– στη λεκάνη του ποταμού Βιστούλα και στη νότια ακτή της Βαλτικής θάλασσας. Εκτός από τους Γότθους, αυτός ο πολιτισμός περιλαμβάνει και άλλους λαούς της ανατολικής γερμανικής οικογένειας γλωσσών, όπως οι Γέπιδες, οι Έρουλοι κ.λπ.

2. Η επέκτασή τους

Κατά το β΄ μισό του 2ου και το α΄ μισό του 3ου αιώνα, οι φορείς του πολιτισμού του Wielbark προωθούνται κατά μήκος του δυτικού Μπουγκ προς το έδαφος της σημερινής Λευκορωσίας και Ουκρανίας. Στο βόρειο Εύξεινο Πόντο και στον Κάτω Δούναβη οι Γερμανοί έρχονται σε επαφή με τους τοπικούς πληθυσμούς Σκυθοσαρμάτες, Γετο-Δάκες και σε μικρότερο βαθμό με Σλάβους, για να σχηματίσουν τελικά μαζί την ομοσπονδία των γερμανικών και μη γερμανικών φύλων, υπό τη διοίκηση των Γότθων. Από το 240 και εξής, οι βάρβαροι αυτοί ξεκινούν τους πολέμους κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επιτίθενται αρχικά στις ελληνικές πόλεις στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, έπειτα καταστρέφουν όλη τη λεκάνη του Πόντου και τα Βαλκάνια, αλλά γύρω στο 275 η βαρβαρική απειλή απομακρύνεται.

3. Η διαίρεση σε Οστρογότθους και Βησιγότθους

Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα οι Γότθοι εγκαθίστανται στο έδαφος της σημερινής Ουκρανίας, Μολδαβίας και Ρουμανίας, σε γειτνίαση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εκείνη την εποχή οι Γότθοι χωρίζονται σε δύο παρακλάδια: τους Οστρογότθους-Greutungi, υπό τη διοίκηση της δυναστείας των Αμαλών (του Θεοδωρίχου) και τους Βησιγότθους-Tervingi, με επικεφαλής δικούς τους αρχηγούς, οι οποίοι όμως πιθανώς υπάγονταν στους Αμαλούς. Οι πρώτοι καταλαμβάνουν τα εδάφη στην Aνατολή, ανάμεσα στο Δνείστερο και τον Ντόνετς· οι δεύτεροι στη Δύση, ανάμεσα στο Δνείστερο και το Δούναβη. Ο πολιτισμός της γοτθικής ομοσπονδίας, ο λεγόμενος Černjahov (Sîntana-de-Mureş, σύμφωνα με την ορολογία των Ρουμάνων αρχαιολόγων), δείχνει το πολύ υψηλό επίπεδο του εκρωμαϊσμού των Γότθων.

4. Βησιγότθοι

Το 375-376 οι Γότθοι υφίστανται την εισβολή των Ούννων. Οι Βησιγότθοι απωθούνται στα νότια του Δούναβη, ενώ οι Οστρογότθοι παραμένουν υπό την κυριαρχία των Ούννων στην Ουκρανία. Οι Βησιγότθοι, ευρισκόμενοι τότε στο ρωμαϊκό έδαφος, επαναστατούν ενάντια στην αυτοκρατορική διοίκηση και καταφέρουν το 378, κοντά στην Αδριανούπολη, σοβαρή ήττα στο ρωμαϊκό στρατό. Ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος κατορθώνει να αναχαιτίσει τους Βησιγότθους και τους απομακρύνει από την Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατό του όμως οι Βησιγότθοι περνούν στην Ιταλία και το 410 λεηλατούν τη Ρώμη. Το 412 οι Βησιγότθοι εγκαθίστανται στην Ακουιτανία και κατακτούν τα εδάφη ανάμεσα στις περιοχές Ναρμπόν, Τουλούζη και Μπορντό. Εμφανίζεται έτσι το βησιγοτθικό βασίλειο, το οποίο θα επιβιώσει στο νότο της Γαλατίας, μέχρι και την κατάληψη αυτής της περιοχής από τους Φράγκους, οι οποίοι συντρίβουν τους Βησιγότθους στη μάχη του Vouillé. Οι Βησιγότθοι αναδιπλώνονται προς την Ισπανία, όπου δημιουργούν βασίλειο με πρωτεύουσα το Τολέδο. Αυτό το βασίλειο διατηρήθηκε μέχρι την αραβική εισβολή το 712. Μια σειρά νεκροπόλεων, όπως το Duraton, η Kastiltierra ή η Madrona, απεικονίζει τον πολιτισμό των Βησιγότθων στην Ισπανία. Αυτός ο πολιτισμός μαρτυρεί την προοδευτική ένταξη των γερμανικών πληθυσμών στο δυτικό μεσογειακό χώρο, σε τέτοιο βαθμό ώστε από το τελευταίο τρίτο του 6ου αιώνα τα γερμανικά στοιχεία να μην είναι πια ορατά στον πολιτισμό του ισπανο-βησιγοτθικού βασιλείου.

5. Οστρογότθοι

Οι Οστρογότθοι απαλλάσσονται από την εξουσία των Ούννων μετά το θάνατο του Αττίλα και την ήττα των γιων του στη μάχη του Nedao, το 454 ή 455, μεταξύ των Ούννων και των εξεγερμένων γερμανικών λαών. Μετά το Nedao οι Οστρογότθοι μετακινούνται προς την Παννονία και στη συνέχεια, μετά την παραμονή στα Βαλκάνια, κατακτούν την Ιταλία το 494-495, υπό την ηγεσία του βασιλιά Θεοδωρίχου Αμαλού. Το ιταλο-οστρογοτθικό βασίλειο, με πρωτεύουσα τη Ραβένα, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πιο ισχυρά ρωμανο-γερμανικά βασίλεια και εκείνα που ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Στα 535-555 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής, υπό τον Ιουστινιανό, διεξάγει μακροχρόνιο πόλεμο εναντίον των Οστρογότθων, ο οποίος λήγει με την κατάρρευση του ιταλο-οστρογοτθικού βασιλείου και εν συνεχεία οδηγεί στην εκτόπιση των Γότθων.


6. Λοιπές ομάδες Γότθων

Τρεις επιπλέον ομάδες Γότθων εντοπίζονται κατά τη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα γύρω από τον Εύξεινο Πόντο. Οι ελάσσονες Γότθοι καταλαμβάνουν το έδαφος νότια του Δούναβη· πρόκειται δίχως αμφιβολία για απογόνους των Γότθων της ομοσπονδίας των προηγούμενων αιώνων, οι οποίοι, σύμφωνα με τους Βυζαντινούς συγγραφείς, ήταν πληθυσμός γεωργικός και ειρηνικός. Αυτοί οι Γότθοι, εντούτοις, ακολουθούν στρατιωτική εκπαίδευση και επανδρώνουν μάλιστα τα στρατεύματα κρούσης στη διάρκεια ορισμένων γεγονότων τον 6ο αιώνα. Στα χρόνια του Ιουστινιανού πιστοποιείται στη νοτιοδυτική Κριμαία, στη χώρα που ονομάζεται «το Δόρυ», η ύπαρξη μιας ομάδας Γότθων υπό την επικυριαρχία της αυτοκρατορίας. Τα κατάλοιπα αυτού του γοτθικού πληθυσμού υφίσταντο μέχρι το 15ο-16ο αιώνα, πριν να αφομοιωθεί από τους Έλληνες του Πόντου και τους
Τατάρους της Κριμαίας. Τέλος, μια άλλη ομάδα Γότθων, οι Τετραζίτες, κατοικούσαν μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα στην ανατολική Κριμαία. Στη συνέχεια, παρασυρόμενοι από τους Ούννους, περνούν την καυκασιανή ακτή του Εύξεινου Πόντου και εγκαθίστανται στην περιοχή της σημερινής πόλης Novorossiïsk. Αυτή η ορθόδοξη χριστιανική ομάδα διατηρεί τις επαφές με το Βυζάντιο, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα. Το αρχαιολογικό υλικό, που προέρχεται από της γοτθική νεκρόπολη Djurso, μαρτυρά την προοδευτική αφομοίωσή τους από τον κιρκασιανό πληθυσμό από τον 6ο μέχρι τον 8ο αιώνα.