1. Η αριστοκρατία ως πολιτικό καθεστώς
Η αριστοκρατία ορίστηκε αρχικά από τους ίδιους τους αρχαίους Έλληνες. Ο όρος εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ., όταν οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι άρχισαν να σκέφτονται και να μελετούν την πολιτική ιστορία τους. Στην αρχαία ελληνική σκέψη η αριστοκρατία αποτελεί ένα πολιτικό καθεστώς, μια μορφή διακυβέρνησης όπου η πολιτική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια των λίγων ευπατρίδων (των άριστων,1 δηλαδή ικανών, άξιων, ανδρείων και γενικά κατόχων κάθε αρετής). Ο Ηρόδοτος2 υποστήριξε ότι ο αριθμός των κυβερνώντων (ένας μόνος, μια μικρή ομάδα και ολόκληρος ο πληθυσμός) αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα διάκρισης των διάφορων πολιτευμάτων. Σε αυτή την πρώτη ταξινόμηση σύντομα προστέθηκε και μια άλλη θεωρία που αποτιμά θετικά ή αρνητικά το ρόλο του κυβερνήτη. Συστηματική εφαρμογή των δύο θεωριών πραγματοποιείται στην πλατωνική πολιτική φιλοσοφία. Ο Πλάτωνας καθορίζει τρεις θεμελιώδεις μορφές πολιτεύματος: τη μοναρχία, την αρχή μιας μικρής ομάδας και την κυβέρνηση της ευρύτερης κοινωνικής μάζας. Με βάση τη θετική ή αρνητική πλευρά αυτών των μορφών διακυβέρνησης ο Πλάτωνας κάνει τον εξής διαχωρισμό: στην πρώτη περίπτωση ανάμεσα στη βασιλεία και την τυραννίδα, στη δεύτερη ανάμεσα στην αριστοκρατία και την ολιγαρχία, στη δημοκρατία ωστόσο δίνει ξεχωριστή θέση.3 Στον Αριστοτέλη τέλος οφείλουμε τη γνωστή κατηγοριοποίηση μεταξύ έξι διαφορετικών πολιτευμάτων. Αυτό το ερώτημα αφορά ολόκληρο το έργο του Πολιτικά, και κυρίως το βιβλίο ΙΙΙ. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη,4 αν οι κυβερνώντες διοικούν για το συλλογικό συμφέρον, τα πολιτεύματα είναι εκ των πραγμάτων καλά. Αν όμως διοικούν αποβλέποντας σε προσωπικά οφέλη, τότε τα πολιτεύματα αποτελούν παρέκκλιση. Προσθέτοντας σε αυτή την αρχή την παραδοσιακή διάκριση του αριθμού των κυβερνώντων, ο Αριστοτέλης ορίζει έξι κλασικά πολιτεύματα, που θα χρησιμοποιηθούν από όλους τους πολιτικούς φιλοσόφους και ιστορικούς από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Βασιλεία, αριστοκρατία και δημοκρατία ανήκουν στα θετικά πολιτεύματα, η τυραννίδα, η ολιγαρχία και η οχλοκρατία στα αρνητικά.
Ο ορισμός αυτών των πολιτικών κατηγοριών αναπτύχθηκε ξεχωριστά από το ιστορικό όραμα του παρελθόντος. Κάθε πολίτευμα εντασσόταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και οι αρχαίοι ιστορικοί είχαν συλλάβει ένα κυκλικό ιστορικό σχήμα. Από την εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη5 υπήρχε μια συγκεκριμένη ιδέα σχετικά με την ομαλή διαδοχή των πολιτευμάτων. Στο απώτατο παρελθόν, την εποχή των ηρώων και της ίδρυσης των πόλεων, η βασιλεία ήταν η συνηθισμένη μορφή πολιτεύματος. Με τον καιρό, όταν εμφανίστηκαν περισσότεροι άνδρες ισάξιοι στην ανδρεία, η αριστοκρατία διαδέχθηκε τη βασιλεία ύστερα από επανάσταση. Σύντομα οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τα χρήματα και αμέλησαν το συλλογικό πλούτο, έτσι η εξουσία μετατράπηκε σε ολιγαρχία. Η τυραννίδα εξελίχθηκε μέσα από αυτά τα πολιτεύματα, όταν ένας από τους κυβερνώντες, αναζητώντας την υποστήριξη του πλήθους, μονοπωλούσε την κρατική εξουσία. Όταν οι άνθρωποι κουράστηκαν από την απολυταρχική διακυβέρνηση, μια επανάσταση επικύρωσε τη μετάβαση προς τη δημοκρατία. Συνεπώς η μοναρχία, η αριστοκρατία, η ολιγαρχία και η τυραννίδα κατατάσσονται στα τυπικά πολιτεύματα της Αρχαϊκής περιόδου, ενώ η δημοκρατία θεωρείται χαρακτηριστικό πολίτευμα της Κλασικής περιόδου. Από τη βασιλεία στη δημοκρατία η πολιτική ιστορία της Ελλάδας φαίνεται ξεκάθαρη για πολλούς ιστορικούς από τον 5ο αι. π.Χ.
Πρόσφατα υπάρχει έντονη επιστημονική συζήτηση γύρω από το θέμα της εμφάνισης της πολιτικής, όπως αυτή ορίζεται ως χώρος όπου διατυπώνονται, συζητιούνται και διαμορφώνονται οι αποφάσεις που αφορούν ολόκληρη την κοινότητα.6 Σύμφωνα με τον C. Meier, η πολιτική εμφανίζεται αποκλειστικά κατά την Κλασική περίοδο και συνδέεται στενά με τη γέννηση των δημοκρατικών πολιτευμάτων.7 Αντίθετα, ο P. Schmitt-Pantel πιστεύει ότι το πέρασμα στον 5ο αι. π.Χ. αντιπροσωπεύει απλώς μια μεταβολή της πολιτικής, την αναδιατύπωσή της με θεσμικούς όρους.8 Πριν από την εμφάνιση της δημοκρατίας, η πολιτική συνδεόταν στενά με μια σειρά από κοινωνικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα τα συμπόσια, όπου μπορούσαν να συζητηθούν θέματα που αφορούσαν ολόκληρη την κοινότητα. Άλλες επιστημονικές μελέτες επιχειρηματολογούν υπέρ της ανθρωπολογικής διάστασης της πολιτικής δύναμης και αμφισβητούν την ισχύ του κλασικού διαχωρισμού ανάμεσα στα έξι πολιτεύματα. Για παράδειγμα, διάφορες μελέτες απέδειξαν ότι η τυραννίδα αποτελούσε ένα ανεπίσημο καθεστώς συσσώρευσης δύναμης και γοήτρου, συνεπώς δεν απείχε πολύ μακριά από το πολιτικό παιχνίδι της αριστοκρατίας.9 Οι τύραννοι συχνά ενσωμάτωναν στο ρόλο τους το αξίωμα του βασιλέα, όμως ο όρος αυτός δεν εμπεριείχε υποχρεωτικά κάποια μοναρχική σημασία.10 Συνεπώς οι πολιτικές κατηγορίες που ορίζονταν από την ελληνική πολιτική σκέψη γίνονταν όλο και λιγότερο λειτουργικές ως προς το να συλλάβουν την πραγματικότητα της πολιτικής ζωής της ελληνικής πόλης κατά την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο. Ούτε η τυραννίδα ούτε η ολιγαρχία φαίνεται να απέχουν πολύ από το πολιτικό παιχνίδι του ανταγωνισμού της άρχουσας αριστοκρατικής τάξης. Ακόμα και μέσα στη δημοκρατική Αθήνα επιβίωσαν ή διαμορφώθηκαν διάφορες κάστες εκλεκτών.11 Συνεπώς, πρέπει να ξεχάσουμε την επί μακρόν κρατούσα άποψη που συνδέει τους αριστοκράτες κατεξοχήν με την Αρχαϊκή περίοδο.
2. Εκ γενετής αριστοκρατία
Μολονότι η αριστοκρατία αντιπροσωπεύει στην αρχαία ελληνική σκέψη και γλώσσα ένα πολιτικό καθεστώς, οι σύγχρονοι ιστορικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο αριστοκράτες ή ακόμα και αριστοκρατία για να ορίσουν τα μέλη αυτού του καθεστώτος, δηλαδή την άρχουσα τάξη. Από το 19ο αιώνα η ελληνική αριστοκρατία θεωρούνταν ότι οριζόταν από τα γένη, δηλαδή διευρυμένες κοινωνικές συσσωματώσεις που βασίζονταν σε συγγενικούς δεσμούς. Με τη βοήθεια μεταγενέστερων και περιορισμένων ιστορικών μαρτυριών, μελετητές όπως οι Numa Denis Fustel de Coulanges, Johannes Toepffer and Eduard Meyer ανέπλασαν ένα αρχικό γένος, του οποίου η παρακμή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει την ιστορία της αρχαϊκής αριστοκρατίας.12
Σύμφωνα με το Fustel de Coulanges, η Ελλάδα και η Ρώμη αποτελούν δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού και συνεπώς οι αντίστοιχοι κοινωνικοί οργανισμοί ήταν απαραίτητα ταυτόσημοι. Καθώς το ρωμαϊκό γένος είναι περισσότερο γνωστό από το αρχαϊκό ελληνικό, χρησιμοποίησε τα λατινικά κείμενα για να περιγράψει και τους δύο θεσμούς, τόσο τo ρωμαϊκό gens όσο και το ελληνικό γένος. Πριν από τη γέννηση της πόλης-κράτους, η πατριαρχική οικογένεια ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η μόνη κοινωνική ομάδα. Καταγόταν από ένα μυθικό πατέρα-ιδρυτή, του οποίου η λατρεία ένωνε για πάντα τη διευρυμένη οικογένεια. Κάθε γένος κατείχε την εδαφική του περιοχή, είχε δικούς του θεούς και δικούς του νόμους και καμία ανώτερη αρχή δεν μπορούσε να του επιβληθεί. Όταν η πόλη-κράτος γεννήθηκε μέσα από τη συνένωση διάφορων γενών, των φατριών σε φυλές και τελικά των φυλών σε πόλη, οι μεγάλες οικογένειες διαμόρφωσαν μια αριστοκρατία που διοικούσε την πόλη κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου. Οι άνδρες που δεν είχαν μυθικούς προγόνους και δε συμμετείχαν στην οικογενειακή λατρεία ενός μυθικού ιδρυτή-οικιστή αποκλείονταν από την κοινωνική και πολιτειακή οργάνωση. Αποτελούσαν ταπεινότερες κοινωνικές βαθμίδες και δεν είχαν περιουσιακά και νομικά δικαιώματα. Με τον καιρό ο πληθυσμός αυτός των κατωτέρων τάξεων (πληβείων) απέκτησε δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική ζωή και τη θρησκεία της πόλης. Σύμφωνα με το Fustel de Coulanges, όλες οι πόλεις στην Ελλάδα και την Ιταλία ακολούθησαν αυτή την πολιτειακή εξέλιξη. Με διάφορες επαναστάσεις απομάκρυναν τα αριστοκρατικά γένη από την εξουσία των πόλεων. Σύντομα η αριστοκρατική καταγωγή δεν επέφερε κανένα προνόμιο και η επικράτηση των αρχηγών των οικογενειών χάθηκε με την εμφάνιση της δημοκρατίας. Όλοι οι πολίτες με ή χωρίς ευγενική καταγωγή έγιναν ισότιμοι και το γένος δε συνέθετε πλέον κάποια αριστοκρατική κοινωνία.
Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, η αριστοτελική αριστοκρατία, που οριζόταν ως πολιτικό καθεστώς, απέκτησε κοινωνικό περιεχόμενο και μεταβλήθηκε σε μια κατηγορία αρχόντων, των οποίων η ευγένεια στηριζόταν σε προνόμια καταγωγής και δεσμών αίματος. Αυτή η γενεαλογική αντίληψη της αριστοκρατικής αρχής ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους ιστορικούς στη διάρκεια όλου του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον Gustave Glotz, οι ιδέες του οποίου επηρέασαν ιδιαίτερα τους Γάλλους μελετητές, η αρχαϊκή ιστορία μπορεί να περιγραφεί ως μια πάλη ανάμεσα σε δύο κοινωνικές δομές, αφενός του γένους, μιας αρχαίας αλλά παρακμάζουσας δύναμης, και αφετέρου της πόλης, μιας νεοϊδρυθείσας μορφής πολιτειακής οργάνωσης, που τελικά κατόρθωσε να περιθωριοποιήσει το γένος έπειτα από πολλές επαναστάσεις.13 Όμως το 1976 ο Felix Bourriot και ο Denis Roussel συνέβαλαν στην κατάρριψη όλης αυτής της θεωρίας.14 Απέδειξαν με πειστικά επιχειρήματα ότι η αρχαία ελληνική γραμματεία δεν υποστηρίζει την κοινωνική διάσταση της αριστοκρατίας, όπως αυτή θεμελιώθηκε κυρίως μέσα από τα κείμενα των Ρωμαϊκών χρόνων. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που κάποτε αποδόθηκαν στο γένος και τα προνόμια των μελών του δεν υπήρχαν ποτέ κατά την Αρχαϊκή περίοδο ούτε σχετίζονταν με την κυρίαρχη δομή της κοινωνίας. Το γένος για το οποίο θεωρητικολόγησαν οι παλαιότεροι ιστορικοί είναι στην πραγματικότητα μια χίμαιρα (ουτοπία), όπως άλλωστε και η παραδοσιακή έννοια της ελληνικής αριστοκρατίας. Τα λίγα αρχαϊκά ή κλασικά γένη που μαρτυρούνται σε όλη την Ελλάδα είναι επιφανείς οικογένειες με θρησκευτικά προνόμια, όπως οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην Ελευσίνα ή οι Κλυτίδες στη Χίο. Τα μέλη όμως αυτών δεν ήταν υποχρεωτικά αριστοκράτες, αφού τα ιερατικά αξιώματά τους ήταν κυρίως ταπεινά. Εξάλλου, μπορούμε να αναλογιστούμε ότι αριστοκράτες και μη συμμετείχαν σε κάθε κοινωνικό και πολιτειακό θεσμό, όπως σε φατρίες ή σε φυλές. Σίγουρα μετά την επιχειρηματολογία των Bourriot και Roussel, η αντίληψή μας για την αρχαία αριστοκρατία άλλαξε για πάντα, έστω και αν υπάρχουν ακόμα ιστορικοί που εξακολουθούν να υποστηρίζουν παρωχημένες και εσφαλμένες θεωρίες.15
3. Αναθεώρηση της ελληνικής αριστοκρατίας και της κοινωνικής κινητικότητας
Πώς μπορούμε να επανεξετάσουμε την ελληνική αριστοκρατία, αφού δεν αποτελούσε ούτε πολιτική εξουσία ούτε μια αυστηρά κλειστή τάξη ευγενών; Στη διάρκεια της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου ο οίκος (δηλαδή η πυρηνική οικογένεια) θεωρείται ότι ενίσχυε τον Έλληνα πολίτη στη βελτίωση των σχέσεών του και σε περιόδους κρίσης. Συνεπώς, τα όρια των κοινωνικών τάξεων ήταν πολύ περισσότερο ευμετάβλητα και διάτρητα απ’ ό,τι κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει στο παρελθόν και η κοινωνική κινητικότητα –από τη φτώχεια στην αριστοκρατία και από τη δύναμη στην ένδεια– αποτελούσε κυρίαρχο φαινόμενο ανάμεσα στους πολίτες.16 Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το σώμα των άρρενων πολιτών αποτελούσε μια περιορισμένη και αποκλειστική αριστοκρατία σε σχέση με την κατώτερη θέση που είχαν οι κατώτεροι κοινωνικά πολίτες, όπως οι γυναίκες, οι ξένοι και οι δούλοι. Αλλά μέσα στην κοινότητα δεν υπήρχαν πιθανόν ούτε νομικά όρια προς την κοινωνική άνοδο ούτε εκ γενετής προστασία για την πτώση στην αφάνεια κατά τη διάρκεια της ζωής των πολιτών ή από τη μια γενιά στην άλλη. Επιπλέον ο Michael Stahl υποστήριξε ότι η αρχαϊκή ιστορία δεν είναι μια περίοδος πτώσης της αριστοκρατίας από τον εχθρικό δήμο αλλά μια εποχή για την ανάπτυξη της διαφοροποίησης των εκλεκτών (ελίτ), που συνέχισαν να αναδύονται κατά τη διάρκεια του 5ου και 4ου αι π.Χ.17 Αν και η είσοδος στους εκλεκτούς ήταν πρόσβασιμη, η αριστοκρατική κοινωνική θέση έπρεπε να κερδηθεί και δεν προσφερόταν, έστω και αν το να είναι κάποιος γιος ενός ευυπόληπτου πολίτη αποτελούσε σοβαρό πλεονέκτημα για να ξεκινήσει το δημόσιο βίο του. Συνεπώς, η αριστοκρατία μπορεί να οριστεί ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας συσσωρευμένης πολιτικής δύναμης και κυρίως κοινωνικού γοήτρου, με τη συνεχή εναλλαγή συμπεριφορών που αύξαναν την εκτίμηση και τη δημοτικότητα κάποιου.
4. Ανταγωνισμός
Ο ανταγωνισμός αποτελεί απαραίτητο χαρακτηριστικό του ελληνικού ήθους. «Πάντα να είσαι ο καλύτερος και να ξεπερνάς τους άλλους», ισχυρίζεται ο Όμηρος.18 Αυτή η ιδεολογία επαναλήφθηκε σταθερά από τους μεταγενέστερους ποιητές, ιστορικούς, ρήτορες, ακόμα και σε επιτύμβιες επιγραφές και επηρέασε τους πολίτες.19 Ο αγών δεν περιοριζόταν στις πανελλήνιες γιορτές και στους αθλητικούς αγώνες, αλλά αποτελούσε ένα ιδανικό που διαπιστώνεται σε πολλές δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων. Τα αφιερώματα στα ιερά ήταν συχνά διαφορετικά, ώστε οι πλούσιοι αναθέτες να ξεχωρίζουν και να προβάλλονται ανάμεσα στους συμπολίτες τους. Ανέθεταν σε διάσημους καλλιτέχνες να φιλοτεχνήσουν τα αναθηματικά έργα ή ακόμα αφιέρωναν νέους τύπους αναθημάτων και κάποιες φορές μάλιστα τα έφερναν από μακριά (όπως για παράδειγμα η λαβή μαγειρικού σκεύους του πολιτισμού των Ουράρτου ή η κυπροϊωνική κοροπλαστική). Πολλοί στόχευαν στον εντυπωσιασμό μέσα από τα αναθήματά τους. Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι πρόσφατα ανακάλυψαν έναν περίβολο κατά μήκος της Ιεράς Οδού ανάμεσα στη Μίλητο και στα Δίδυμα, όπου κάποια μέλη αριστοκρατικής οργάνωσης συνήθιζαν να απολαμβάνουν τελετουργικά γεύματα.20 Στο χώρο αυτό βρέθηκε μια σειρά από καθήμενα αγάλματα τοποθετημένα σε ημικυκλική βάση. Με αυτά τα αγάλματα, που απεικόνιζαν τους ίδιους να παρακολουθούν την ιερή πομπή που κάθε χρόνο κατευθυνόταν από τη Μίλητο στα Δίδυμα, οι αριστοκράτες πρόβαλλαν σε ολόκληρη την κοινότητα το γόητρο και τη δύναμή τους, στοιχεία που τους έδιναν το δικαίωμα να ανεγείρουν με τόση έπαρση έναν τέτοιο περίβολο κατά μήκος της Ιεράς Οδού. Ο πλούτος των ταφικών κτερισμάτων (αγγεία, όπλα, κοσμήματα κ.λπ.) αποτελεί μία ακόμα έκφανση της ευμάρειας και της οικονομικής επιφάνειας της ελληνικής αριστοκρατίας. Γενικά μάλιστα υπήρχε η τάση να αυξάνουν όλο και περισσότερο την επίδειξη πλούτου μέσα από τα κτερίσματα, ώσπου εφαρμόστηκαν νέες ταφικές συνήθειες οι οποίες αποσκοπούσαν ακόμα περισσότερο στον εντυπωσιασμό και την προβολή της κοινωνικής θέσης και της οικονομικής υπεροχής τους.21 Στην Ιωνία οι τύμβοι αποτελούσαν συνηθισμένη μορφή έκφρασης του πλούτου και του κοινωνικού γοήτρου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στις Κλαζομενές. Από τις νεκροπόλεις σε αυτή την πόλη προέρχεται ένα τελείως διαφορετικό ταφικό σήμα, μια Μιλήσια κόρη, που σίγουρα αποτελεί ένα πολυτελές ταφικό μνημείο το οποίο κατασκεύασε κάποιος ξένος καλλιτέχνης.22
Ο γάμος αποτελούσε ένα ακόμα επίπεδο ανταγωνισμού. Ο Κλεισθένης από τη Σικυώνα κάλεσε τους άνδρες της Ελλάδας να διαγωνιστούν για το χέρι της κόρης του. Μέσα σε ένα χρόνο ζήτησε να μάθει τη χώρα και την καταγωγή του καθενός και δοκίμασε την ανδρεία, το χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής τους με σκοπό να επιλέξει τον καλύτερο από τους Έλληνες για την κόρη του Αγαρίστη. Από τους μνηστήρες, εκείνος που θα κέρδιζε το χέρι της θα αναγνωριζόταν ως ο σημαντικότερος αριστοκράτης της εποχής του σε ολόκληρη την Ελλάδα.23 Η επιγαμία αποτελούσε συνηθισμένο μέσο για να βελτιώσει κάποιος την κοινωνική θέση του και να κερδίσει εξωτερική υποστήριξη. Ο Αγαμέμνων της Κύμης πάντρεψε τη κόρη του Δημοδίκη με το σπουδαίο βασιλιά της Φρυγίας Μίδα (περ. 738-696 π.Χ.).24 Ο βασιλιάς της Λυδίας Αλυάττης είχε δύο γυναίκες: η πρώτη, μια πριγκίπισσα από την Καρία, ήταν η μητέρα του Κροίσου, η δεύτερη, μια γυναίκα από την Ιωνία, γέννησε τον Πανταλέοντα.25 Ο Ίπποκλος, τύραννος της Λαμψάκου, ήταν πολύ περήφανος που πάντρεψε το γιο του με την κόρη του Ιππία, ο οποίος, αφού έφυγε από την Αθήνα το 511/510 π.Χ., εξελίχθηκε σε ισχυρό και σημαίνοντα πρόσωπο δίπλα στο μεγάλο βασιλέα Δαρείο.26
5. Πολιτική (και αριστοκρατική αξία) του συμποσίου
Πρόσφατα οι μελετητές έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στο συμπόσιο. Από τότε που οι συγγενικές ομάδες επικρίθηκαν όσον αφορά τον ορισμό της αριστοκρατίας, οι ιστορικοί επικεντρώθηκαν πλέον σε λειτουργικές ομάδες, δηλαδή οργανώσεις που στηρίζονταν σε θρησκευτικούς, πολεμικούς, συμποσιακούς και θεσμικούς δεσμούς. Προσφεύγοντας σε ανθρωπολογικές αναλογίες, ο O. Murray χαρακτήρισε το ελληνικό συμπόσιο ως μια συνάθροιση πολεμιστών.27 Αποβλέποντας να αποκτήσουν στρατιωτική υποστήριξη, οι ομηρικοί βασιλείς παρέθεταν γεύματα σε ισχυρούς πολεμιστές, οι οποίοι σε αντάλλαγμα της φιλοξενίας έπρεπε να τους ακολουθήσουν σε στρατιωτικές εκστρατείες. Μετά τη γέννηση της ελληνικής πόλης, το συμπόσιο παρέμεινε μια ισχυρή αριστοκρατική εκδήλωση, που έδινε τη δυνατότητα στα μέλη της να κυβερνήσουν το κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη την ανθρωπολογική μεταβολή των πολιτικών ζητημάτων της αρχαίας ιστορίας, το συμπόσιο έχει αναγνωριστεί ως σημαντικός πολιτικός θεσμός στην Αρχαϊκή περίοδο,28 καθώς δεν ήταν μια ιδιωτική ή απολιτική εκδήλωση. Αντίθετα, θέματα που αφορούσαν ολόκληρη την κοινότητα συζητιόνταν σε τέτοιες κλειστές συγκεντρώσεις. Η αρχαϊκή ποίηση, της οποίας οι Ίωνες ποιητές όπως ο Καλλίνος και ο Ιππώναξ από την Έφεσο, ο Μίμνερμος και ο Ξενοφάνης από την Κολοφώνα και ο Φωκυλίδης από τη Μίλητο αποτελούν από τους πιο γνωστούς αντιπροσώπους, έχει συχνά θεωρηθεί ότι εκπροσωπεί την τυπική αριστοκρατική σκέψη που εκφραζόταν σε τέτοιου είδους συναθροίσεις. Καθώς όμως το συμπόσιο είχε πολιτική διάσταση, η ποίηση αυτής της εποχής προβάλλει κοινωνικές αξίες. Συνεπώς οι συμποσιακές ομάδες δεν αποτελούσαν ιδιωτικές συγκεντρώσεις μιας αργόσχολης αριστοκρατίας αλλά επικεντρώνονταν στα κοινά, καθώς επιδίωκαν την κοινωνική αναγνώριση, η οποία αποτελεί άλλωστε θεμελιώδη αρχή της κοινωνικής αξίας. Σύμφωνα με τον Sanne Houby-Nielsen, διάφοροι συλλογικοί ταφικοί περίβολοι στον Κεραμεικό της Αθήνας δεν αποτελούσαν οικογενειακές ταφές αλλά ταφικά μνημεία συμποσιαστών, των οποίων η ταφή πρόβαλλε την παρουσία τους στην πόλη.29 Δίνοντας έμφαση στην αριστοκρατική δυναμικότητά του, το συμπόσιο μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό μέσο για τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης με το να μοιράζεται απλώς κανείς το γόητρο των άλλων μελών της συμποσιακής ομάδας.
6. Δικαιώματα καταγωγής και αξιώσεις ευγενείας
Η ευγενική καταγωγή (ευγένεια) δεν μπορεί να βασιστεί πλέον σε κάποιο γενετικό ορισμό της ελληνικής αριστοκρατίας, αφού το αριστοκρατικό γένος (για παράδειγμα στη Χίο) ή οποιεσδήποτε αρχοντικές ομάδες (όπως οι Πύργοι στην Τέω) πιθανόν να μην υπήρχαν στην αρχαϊκή Ελλάδα.30Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τους ισχυρισμούς πολλών πολιτών κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής και Κλασικής περιόδου ότι κατάγονταν από ευγενική γενιά ή είχαν λαμπρή καταγωγή. Αντί να θεωρήσουμε αυτή την ευγένεια μια γενετική πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να την αντιληφθούμε, χωρίς να παραβιάζουμε τις αρχαίες πηγές, ως προφορική αξίωση –πλασματική ή πραγματική–, ότι δηλαδή γεννήθηκε από ευγενείς προγόνους, με σκοπό να αυξήσει το ατομικό γόητρο ή να ενισχύσει την αρετή κάποιου προσώπου.
Μπορούμε, για παράδειγμα, να αναλογιστούμε τον Εκαταίο το Μιλήσιο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι καταγόταν από ένα θεό σε 16η γενιά, αλλά εντυπωσιάστηκε που άκουσε ότι οι Αιγύπτιοι ιερείς είχαν προγόνους τους περίπου 345 γενιές ανδρών.31 Ο Ηράκλειτος της Εφέσου εγκατέλειψε τη βασιλική εξουσία στον αδελφό του, που σημαίνει ότι οι δύο αδελφοί ήταν –ή υποτίθεται πως ήταν– απόγονοι του Ανδρόκλου, του μυθικού οικιστή της πόλης, και συνεπώς απόγονοι του πατέρα του Κόδρου.32 Ο Ηρόπυθος από τη Χίο ανέγραψε στην επιτύμβια στήλη του (περ. 475-450 π.Χ.) τα ονόματα δεκατεσσάρων προγόνων του.33 Όμως οι ιστορικοί για μεγάλο χρονικό διάστημα επιδείκνυαν τις εν μέρει εικονικές καταγωγές διάφορων αριστοκρατών, οι οποίοι παρουσίαζαν με περηφάνια τους προγόνους τους.34 Μερικές φορές μάλιστα παράλλασσαν τη γενεαλογία τους, με σκοπό να αποφύγουν την κοινωνική αποδοκιμασία. Για παράδειγμα, ο πατέρας του Μιλτιάδη, οικιστής της Χερσονήσου, ονομαζόταν Κύψελος, και ήταν πιθανόν εγγονός του Κορίνθιου τυράννου Κυψέλου.35 Λαμβάνοντας όμως υπόψη τα βαθιά αντιτυραννικά φρονήματα της αθηναϊκής κοινής γνώμης, ο Φερεκύδης, που έγραψε τη γενεαλογία των Φιλαϊδών το α΄ μισό του 5ου π.Χ., αντικατέστησε τον Κύψελο με τον Ιπποκλείδη ως πατέρα του Μιλτιάδη, παρόλο που ο Ιπποκλείδης ήταν ξάδελφός του και είχαν πιθανότατα την ίδια ηλικία.36
Συνεπώς η ευγένεια ήταν μια κοινωνικά δομημένη και υποκειμενικά αντιλαμβανόμενη αξίωση (φιλοδοξία) και όχι μια βιολογική πραγματικότητα θεσμικά κατοχυρωμένη. Εξάλλου η ελληνική ευγένεια δεν μπορεί να νοηθεί ως μια στρατηγική υπεράσπισης η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους ευγενείς (αγαθούς) που απειλήθηκαν από τους κοινούς («κακούς») χάνοντας την κοινωνική τους θέση, όπως σταθερά επαναλαμβάνεται εδώ και τριάντα χρόνια.37 Η κατασκευασμένη γενεαλογία, η έκφραση της ευγενικής καταγωγής ή η επίκληση των προγόνων χρησιμοποιήθηκαν από τους ευγενείς για να συγκεντρώσουν γόητρο ή ακόμα και να κερδίσουν την εύνοια της δημόσιας αρχής της δικαιοσύνης στα δημοκρατικά καθεστώτα. Φαίνεται ότι πρόσωπα που δικάζονταν, παρόλο που ήταν ένοχα, αθωώνονταν παρουσιάζοντας τις αρετές και τις ευεργεσίες των προγόνων τους.38 Έτσι οι ρήτορες έδιναν μεγάλη σημασία στο να πιστοποιήσουν την υπόληψη των πελατών τους. Αγορεύοντας υπέρ του γιου του Αλκιβιάδη, ο Ισοκράτης υπενθυμίζει στο δικαστήριο ότι ο πατέρας του πελάτη του ανήκε στους Ευπατρίδες, «των οποίων η ευγενική καταγωγή είναι προφανής ακόμα και από το ίδιο το όνομά τους», και ότι η μητέρα του ήταν η κόρη του Ιππονίκου, «ο οποίος ήταν πρώτος σε πλούτο ανάμεσα στους Έλληνες και κανένας από τους πολίτες δεν τον ξεπερνούσε σε καταγωγή».39 Ανάμεσα στα ηθικά επιχειρήματα που πρόβαλλε στην προσπάθειά του να κερδίσει την εύνοια του δικαστηρίου, χωρίς υποχρεωτικά να ενδιαφέρει την υπόθεση, παρουσιάζεται η ευγένεια ως απόδειξη εντιμότητας.
7. Η δύναμη του πλούτου
O πλούτος αποτελούσε βέβαια απαραίτητη προϋπόθεση της αριστοκρατίας, καθώς έδινε τη δυνατότητα της κάλυψης των εξόδων για την ανάδειξη όλων αυτών των αρετών και συνηθειών που προήγαν το κοινωνικό γόητρο. Στην πραγματικότητα, το να είναι κάποιος πλούσιος δεν ήταν αρκετό για να θεωρείται αριστοκράτης, αφού ο αποθησαυρισμός και η επίδειξη του πλούτου δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ θετικά από την κοινή γνώμη, όπως μας το υπενθυμίζει άλλωστε η συνάντηση του Κροίσου με το Σόλωνα.40 Σε ένα όμως οικονομικό σύστημα δωρεών και ανταπόδοσης των δωρεών η ανακατανομή του πλούτου μπορούσε να επιφέρει κοινωνική εκτίμηση. Η ανταλλαγή στην πραγματικότητα δεν περιοριζόταν μόνο στις πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά επεκτεινόταν και στις πολιτικές κοινότητες, όπως η ελληνική πόλη. Η κυκλοφορία του πλούτου μέσω δωρεών αποτελούσε έναν από τους βασικότερους τρόπους ανάπτυξης ευρέων σχέσεων στην αρχαϊκή και την κλασική Ελλάδα.41 Η ανταλλαγή αποτελούσε πάντα δομικό όργανο της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο γιος του Μιλτιάδη, ο Κίμων, ήταν ξακουστός για το άνοιγμα των κήπων του στους άνδρες του δήμου καταγωγής του και για τις συχνές προσκλήσεις τους σε γεύμα.42 Η ιδιωτική γενναιοδωρία μετατράπηκε στην Αθήνα σε λειτουργίες, με τις οποίες επέβαλλαν στους πλούσιους πολίτες να πληρώσουν τη διοργάνωση γιορτών ή τον εξοπλισμό πολεμικών πλοίων. Σε αντάλλαγμα, οι συγκεκριμένοι άνδρες μπορούσαν να εξευμενίσουν την αντιπάθεια της ευρύτερης κοινωνικής μάζας εξαιτίας της οικονομικής τους δύναμης. Οι λειτουργίες ενέπνεαν επίσης στο δήμο ηθικό χρέος απέναντι στους ευεργέτες, οι οποίοι απέβλεπαν στην κοινωνική ευγνωμοσύνη (για παράδειγμα, να ευνοηθούν στη περίπτωση διεξαγωγής κάποιου δικαστικού αγώνα). Τελικά οι χορηγοί αποκτούσαν τεράστιο γόητρο, κυρίως αν ξόδευαν περισσότερα χρήματα από ό,τι νομικά απαιτούνταν για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.43
8. Ορισμός της ιωνικής αριστοκρατίας: γειτνίαση με τις μεγάλες αυτοκρατορίες
Για να συνοψίσουμε, υπήρχε ένας μόνιμος κοινωνικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε όλα τα μέλη της αστικής κοινότητας και οι αριστοκράτες ήταν εκείνοι που κατάφερναν να βρίσκονται στη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Στην πραγματικότητα, η λέξη άριστοι δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά εκείνοι που είναι οι καλύτεροι. Ο αγώνας αποσκοπούσε στην προαγωγή της κοινωνικής θέσης και έτσι η κοινωνική ιεραρχία άλλαζε μόνιμα σύμφωνα με τα κατορθώματα των φιλόδοξων πολιτών. Η στάση (δηλαδή η πολιτική διαμάχη ανάμεσα στους αντίπαλους ηγέτες) δεν αποτελούσε μια στιγμή κρίσης, αλλά μια φυσιολογική και μόνιμη κατάσταση στις αρχαϊκές πόλεις.44
Η αριστοκρατία στη Μικρά Ασία αντιστοιχεί στον ορισμό της ελληνικής αριστοκρατίας. Τη συνέθεταν άνδρες, που κατόρθωσαν να αποκτήσουν γόητρο και εξουσία από τους συμπολίτες τους. Φυσικά και οι τύραννοι, που είναι σχετικά γνωστοί αν αναλογιστούμε την έλλειψη μαρτυριών από την αρχαϊκή και την κλασική Ιωνία, μπορούσαν να προέρχονται από την αριστοκρατική τάξη. Συχνά αναλάμβαναν την εξουσία τους εξαιτίας της αφοσίωσης και της πίστης προς τους Πέρσες βασιλείς και σατράπες, οι οποίοι σε αντάλλαγμα απέδιδαν σε αυτούς τιμές και την πολιτική ηγεσία στις πόλεις τους. Η γειτνίαση βέβαια με τη Λυδική και την Περσική Αυτοκρατορία αποτελούσε ισχυρό παράγοντα επιρροής στο παιχνίδι της αριστοκρατικής πολιτείας στην Ιωνία, καθώς επέτρεπε στους αριστοκράτες να αναζητούν υποστήριξη από το εξωτερικό σε περιόδους κρίσης ή αμφισβήτησης μέσα στις πόλεις τους. Για τους Πέρσες βασιλείς η εύνοια ή η απονομή εξουσίας στους Έλληνες αποτελούσε μέρος της έξυπνης στρατηγικής πολιτικής που ακολούθησαν για να μπορέσουν να διοικήσουν την τεράστια χώρα τους και να διασφαλίσουν την ειρήνη στην Ιωνία – αποδεχόμενοι την αποτυχία τους με τον Αρισταγόρα της Μιλήτου. Για κάποιους Έλληνες η περσική κυριαρχία ήταν ένας τρόπος, ανάμεσα βέβαια σε άλλους, να προαχθούν σε ισχυρή θέση, όχι βέβαια στην περσική ιεραρχία από την οποία σίγουρα αποκλείονταν, αλλά στις δικές τους κοινότητες, τονίζοντας τις τιμές που απολάμβαναν από κάποιον ισχυρό άρχοντα. Αυτό βέβαια δεν εμπόδιζε όλους τους επιφανείς πολίτες να ανταγωνίζονται και να προσπαθούν να προβληθούν και να ξεχωρίσουν με διάφορους τρόπους, όπως αναπτύσσοντας προσωπικές σχέσεις με ισχυρούς άνδρες, παραθέτοντας συμπόσια ή αφιερώνοντας εξαιρετικά αναθήματα στους θεούς.
Η γειτνίαση με τις μεγάλες ανατολικές αυτοκρατορίες ενθάρρυνε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Σύμφωνα με τον Ξενοφάνη από την Κολοφώνα, οι συμπολίτες του επιδίδονταν σε ανούσια πολυτέλεια, εξαιτίας της επαφής τους με τους Λύδιους και συνήθιζαν να πηγαίνουν στην αγορά με πορφυρά ενδύματα, καλοχτενισμένοι, αλειμμένοι με αρώματα.45 Η ιωνική τρυφή (πολυτέλεια) αποτέλεσε συνεπώς λογοτεχνικό θέμα και περιγράφει τον αριστοκρατικό τρόπο ζωής.
1. Bleicken, J., “Zur Entstehung der Verfassungstypologie im 5. Jahrhundert v. Chr. (Monarchie, Aristokratie, Demokratie)”, Historia 28 (1979), σελ. 148-172· Rowe, C. – Schofield, M. (επιμ.), The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (Cambridge 2000). 3. Πλάτ., Πολ. 291d-292a. 4. Αριστλ., Πολιτ. 1279a-1279b. 5. Πλάτ., Πολ. VIII-IX· Αριστλ., Πολιτ. 1286b. 6. Cartledge, P., “Greek Political Thought: The Historical Context”, στο Rowe, C. – Schofield, M. (επιμ.), The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (Cambridge 2000), σελ. 11-22. 7. Meier, C., Die Entstehung des Politischen bei den Griechen (Frankfurt 1980). 8. Schmitt-Pantel, P., “Collective Activities and the Political in the Greek City”, στο Murray, O. – Price, S. (επιμ.), The Greek City from Homer to Alexander (Oxford 1990), σελ. 199-213. 9. Stahl, M., Aristokraten und Tyrannen im archaischen Athen. Untersuchung zur Überlieferung, zur Sozialstruktur und zur Entstehung des Staates (Stuttgart 1987)· De Libero, L., Die archaische Tyrannis (Stuttgart 1996)· Sancisi-Weerdenburg, H. (επιμ.), Peisistratos and the Tyranny. A Reappraisal of the Evidence (Amsterdam 2000). 10. Barceló, P., Basileia, Monarchia, Tyrannis. Untersuchungen zu Entwicklung und Beurteilung von Alleinherrschaft im vorhellenistischen Griechenland (Stuttgart 1993). 11. Ober, J., Mass and Elite in Democratic Athens. Rhetoric, Ideology, and the Power of the People (Princeton 1989). 12. Fustel de Coulanges, N.D., La cité antique (Paris 1864)· Toepffer, J., Attische Genealogie (Berlin 1889)· Meyer, E., Geschichte des Alterthums. Zweiter Band. Geschichte des Abendlandes bis auf die Perserkriege (Stuttgart 1893). 13. Glotz, G., La Cité grecque (Paris 1928). 14. Bourriot, F., Recherches sur la nature du genos. Étude d'histoire sociale athénienne (périodes archaïque et classique) (Lille 1976)· Roussel, D., Tribu et Cité. Études sur les groupes sociaux dans les cités grecques aux époques archaïque et classique (Besançon 1976). 15. Βλ. Schneider, T., “Félix Bourriots 'Recherches sur la nature du genos' und Denis Roussels 'Tribu et Cité' in der althistorischen Forschung der Jahre 1977-1989”, Boreas 14-15 (1991-1992), σελ. 15-31. 16. Purcell, N., “Mobility and the Polis”, στο Murray, O. – Price, S. (επιμ.), The Greek City from Homer to Alexander (Oxford 1990), σελ. 29-58. 17. Stahl, M., Aristokraten und Tyrannen im archaischen Athen. Untersuchung zur Überlieferung, zur Sozialstruktur und zur Entstehung des Staates (Stuttgart 1987), σελ. 104-105. Βλ. Ober, J., Mass and Elite in Democratic Athens. Rhetoric, Ideology, and the Power of the People (Princeton 1989). 19. Για τη Γεωμετρική περίοδο βλ. Polignac, F., “Mediation, Competition, and Sovereignty. The Evolution of Rural Sanctuaries in Geometric Greece”, στο Alcock, S. – Osborne, R. (επιμ.), Placing the Gods. Sanctuaries and Sacred Space in Ancient Greece (Oxford 1994), σελ. 3-18. 20. Tuchelt, K. – Schneider, P. – Schattner, T.G., Ein Kultbezirk an der Heiligen Strasse von Milet nach Didyma (Didyma III.1, Mainz 1996). 21. Cannon, A., “The Historical Dimension in Mortuary Expressions of Status and Sentiment”, Current Anthropology 30 (1989), σελ. 437-458. 22. Louvre Ma 3303: Croissant, F., Les protomés féminines archaïques (Paris 1983), σελ. 54-55. 24. Αριστοφ., απ. 611.3737· Πολυδεύκης, Ονομαστικόν 9.83. 27. Murray, O. (επιμ.), Sympotica. A Symposium on the Symposion (Oxford 1990). 28. Scmitt-Pantel, P., La Cité au banquet. Histoire des repas publics dans les cités grecques (Rome 1992). 29. Houby-Nielsen, S., “'Burial Language' in Archaic and Classical Kerameikos, Proceedings of the Danish Institute at Athens 1 (1995), σελ. 129-191. 30. Για διαφορετική άποψη βλ. Forrest, W.G., “The Tribal Organization of Chios”, BSA 55 (1960), σελ. 172-189 και Hunt, D.W.S., “Feudals Survivals in Ionia”, JHS 67 (1947), σελ. 68-75, αντίστοιχα. 32. Διογ. Λ. IX 6· Frère, J., “Les idées politiques d'Héraclite d'Éphèse”, Ktèma 19 (1994), σελ. 231-238. 33. Wade-Gery, H.T., The Poet of the Iliad (Cambridge 1952). 34. Thomas, R., Oral Tradition and Written Record in Classical Athens (Cambridge 1989). 36. Φερεκ., FGrHist 3 F 2. Βλ. Viviers, D., “Historiographie et propagande politique au Ve siècle a.n.è. Les Philaïdes et la Chersonèse de Thrace”, RFIC 115 (1987), σελ. 288-313. 37. Για διαφορετική άποψη βλ. Greenhalgh, P.A.L., “Aristocracy and its Advocates in Archaic Greece”, G&R 19 (1972), σελ. 190-207· Donlan, W., “The Role of Eugenia in the Aristocratic Self-Image During the Fifth Century B.C.”, στο Borza, E.N. – Carruba, R.W. (επιμ.), Classics and the Classical Tradition. Essays Presented to R.E. Dengler on the Occasion of his Eightieth Birthday (Pennsylvania 1973), σελ. 63-78· Donlan, W., “Social Vocabulary and its Relationship to Political Propaganda in Fifth-century Athens”, QUCC 27 (1978), σελ. 95-111· Stein-Hölkeskamp, E., Adelskultur und Polis gesellschaft (Stuttgart 1989), σελ. 86-93. 39. Ισοκρ. XVI 25 και 31 αντίστοιχα. 40. Duplouy, A., “L΄utilisation de la figure de Crésus dans l'idéologie aristocratique athénienne. Solon, Alcméon, Miltiade et le dernier roi de Lydie”, AC 68 (1999), σελ. 1-22. 41. Βλ. Gill, C. – Postlethwaite, N. – Seaford, R. (επιμ.), Reciprocity in Ancient Greece (Oxford 1998)· Zelnick-Abramovitz, R., “Did Patronage Exist in Classical Athens?”, AC 69 (2000), σελ. 65-80· Duplouy, A., “L'aristocratie et la circulation des richesses. Apport de l'histoire économique à la définition des élites grecques”, RBPh 80 (2002), σελ. 5-24. Υπάρχει κάποιες φορές όμως η τάση να θεωρείται ότι η ανταλλαγή συναντάται αποκλειστικά στις πρωτόγονες κοινωνίες. Βλ. Tandy, D.W., Warriors into Traders. The Power of the Market in Early Greece (Berkeley 1997). 43. Davies, J.K., Athenian Propertied Families. 600-300 BC (Oxford 1971)· Davies, J.K., Wealth and the Power of Wealth in Classical Athens (Salem 1981)· Ober, J., Mass and Elite in Democratic Athens. Rhetoric, Ideology, and the Power of the People (Princeton 1989), σελ. 192-247. 44. Stahl, M., Aristokraten und Tyrannen im archaischen Athen. Untersuchung zur Überlieferung, zur Sozialstruktur und zur Entstehung des Staates (Stuttgart 1987). 45. Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, απ. 3.
|
|
|