Βασιλικές Δωρεές

1. Οι δωρεαί σύμφωνα με το νόμο

Ο όρος δωρεά (πληθ. δωρεαί) είναι σύνθετος. Κατά βάση, σημαίνει ότι κάποιος παραδίδει κάτι σε κάποιον άλλο ως δώρο. Όμως αυτή η πράξη έχει και νομική κάλυψη.1 Ένα δώρο δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από τη μεταβίβαση ενός αντικειμένου στην ιδιοκτησία του παραλήπτη μέσω της πράξης της δωρεάς. Στο πλαίσιο μιας πιο εξειδικευμένης ερμηνείας, η δωρεά αποτελεί την παραχώρηση γης (που είτε μπορεί είτε δεν μπορεί να μεταβιβαστεί ως κληρονομιά) από ένα βασιλιά σε κάποιον υποτακτικό ή υποτελή του.

Ωστόσο, ως κανόνα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι δωρεές είναι τα δώρα με τη μορφή χρημάτων ή αγαθών ή γης. Τα δύο πρώτα συνήθως παρέμεναν στην ιδιοκτησία του παραλήπτη. Οι παραχωρήσεις, όμως, γης ήταν συχνά συνδεδεμένες με το άτομο και επιστρέφονταν στο δωρητή μετά το θάνατο του παραλήπτη (αν και περιστασιακά ήταν δυνατό να μεταβιβαστούν επίσης ως κληρονομιά). Όσον αφορά τις εκτάσεις γης που ένας βασιλιάς δώριζε σε υποτελείς του, στην πράξη της δωρεάς συμπεριλαμβανόταν όχι μόνο η επικαρπία αλλά και η δικαιοδοσία πάνω σε αυτή. Ο θεσμός της δωρεάς αναπτύχθηκε στα χρόνια πριν από την Ελληνιστική περίοδο, τόσο στη Μακεδονία όσο και στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών.2 Δεν μπορούν πάντως να αποκλειστούν πιθανές περιπτώσεις που ανήκουν σε παλιότερες εποχές.

2. Κλασική περίοδος

Ένας από τους πρώτους Έλληνες που ανταμείφθηκε με δωρεά ήταν ο Θεμιστοκλής, ο νικητής της Σαλαμίνας εναντίον του Ξέρξη Α´. Ύστερα από δέκα περίπου χρόνια, πλήρωσε με τον εξοστρακισμό του το τίμημα της υψηλής θέσης που διέθετε στην Αθήνα. Όταν καταδικάστηκε σε θάνατο ερήμην του, κατέφυγε μέσω της βορειοδυτικής Ελλάδας και της Μακεδονίας στη Μικρά Ασία. Εκεί, τον υποδέχτηκε με αβρότητα ο βασιλιάς Αρταξέρξης Β´, που του παραχώρησε τις πόλεις Μυούντα, Λάμψακο και Μαγνησία, και πιθανότατα την Περκώτη και την Παλαίσκηψη, ως τιμάριά του.3 Εκτός από το Θεμιστοκλή υπάρχει και η περίπτωση του Κώη, ο οποίος έλαβε τη Μυτιλήνη από το Δαρείο Α’ για τις χρήσιμες συμβουλές του κατά το πέρασμα του Δούναβη.4 Ο Δημάρητος έλαβε την Τευθρανία και την Αλίσαρνα,5 και πιθανώς ο Αλκιβιάδης6 το Γρύνειον και ο Γογγύλος από την Ερέτρια την Πέργαμο, τη Μύρινα, το Γρύνειον, το Γάμβριον και το Παλαιγάμβριον).7 Οι αρχαιότεροι χρονικά αποδέκτες τέτοιων δωρεών για τους οποίους υπάρχει τεκμηρίωση είναι ο Πύθαρχος από την Κύζικο8 και ο Κροίσος.9 Γενικά, ως δικαιούχοι μιας δωρεάς μπορούν να θεωρηθούν όλοι όσοι αποκαλούνται «υποτελείς τύραννοι της Περσίας». Επρόκειτο είτε για Έλληνες είτε για ντόπιους, οι οποίοι ανταμείβονταν από τον Αχαιμενίδη μέγα βασιλέα ή τους σατράπες του με την εγκαθίδρυση τυραννικού πολιτεύματος στις πόλεις τους.

3. Ελληνιστική περίοδος

Αρκετά μικρά κρατίδια εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία ως αποτέλεσμα της σταθεροποίησης των μεγαλύτερων ελληνιστικών βασιλείων μετά το 306/305 π.Χ. Οι ηγεμόνες τους ήταν σε θέση να ορίσουν τις περιοχές τους, είτε εκμεταλλευόμενοι τις περιόδους αδυναμίας των διάφορων βασιλείων (π.χ. ο Φιλέταιρος της Περγάμου) είτε έχοντας λάβει τις εκτάσεις τους ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Αναφορικά με αυτό, δεν υπάρχουν διακριτές διαφορές ανάμεσα στις περιοχές της Μικράς Ασίας. Κατά τη διάρκεια του 3ου και 2ου αι. π.Χ., πράξεις δωρεών πιστοποιούνται τόσο στις νότιες και δυτικές ακτές, που είχαν υποστεί για μεγάλο διάστημα ελληνικές επιρροές, όσο και στη Φρυγία, όπου διατηρούνταν οι παραδόσεις του γηγενούς πληθυσμού.

Εκείνο που προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Σελευκίδες βασιλείς προσπαθούσαν να έχουν επαφές με εκείνους τους ηγεμόνες των οποίων η εξουσία βασιζόταν σε δωρεές. Κοιτώντας τη γεωγραφική κατανομή αυτού του περίεργου φαινομένου γίνεται ξεκάθαρο ότι συμβαίνει –εκτός από κάποια σπάνια παραδείγματα στο πτολεμαϊκό βασίλειο– μόνο μέσα και γύρω από την αυτοκρατορία των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία.

Η τελευταία λοιπόν περίπτωση προέρχεται από την πρακτική της περιόδου των Αχαιμενιδών, που την ακολούθησε και ο Μέγας Αλέξανδρος, δωρίζοντας στον Αθηναίο στρατηγό Φωκίωνα τέσσερις πόλεις της Μικράς Ασίας.10 Κατά τη διάρκεια του ύστερου 4ου και 3ου αι. π.Χ., άλλοι δωρεοδόχοι ήταν ο Μνησίμαχος από τις Σάρδεις,11 ο Βουλαγόρας της Σάμου,12 ο Αριστοδικίδης από την Άσσο κοντά στο Ίλιο και τη Σκήψη,13 η Ευρυδίκη της Μιλήτου,14 ο Ερμαίος από τα Μύλασα15 και οι Λυσιμαχίδες από την Τελμησσό. Από τη Συρία γνωρίζουμε ότι ο Πτολεμαίος, ο γιος του Θρασέου, παρέλαβε τη Σκυθόπολη (σύγχρονο Beth Shean).16

Στην Αίγυπτο η πρακτική της ανταμοιβής με δωρεά των άξιων αξιωματούχων για τις υπηρεσίες τους άρχισε τον 3ο αι. π.Χ. Η πιο γνωστή περίπτωση αφορά τη δωρεά προς το διοικητή των Πτολεμαίων Απολλώνιο από το Ζήνωνα.17 Ο Πτολεμαίος του Θρασέου παρέλαβε τη δωρεά του ενόσω ήταν στην υπηρεσία των Πτολεμαίων και μπόρεσε να διατηρήσει τις εκτάσεις του ακόμα και όταν άλλαξε στρατόπεδο και ακολούθησε τον Αντίοχο Γ΄ κατά τη διάρκεια του Ε΄ Συριακού πολέμου.

Ο Πτολεμαίος, δεύτερος γιος του Λυσιμάχου και (πρώτος γιος) της Αρσινόης Β', ήταν ανιψιός του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου. Αρχικά είχε αναμειχθεί σε ορισμένα μάλλον περίεργα και πολιτικά σκοτεινά γεγονότα στη Μακεδονία, όπου υπηρέτησε για αρκετούς μήνες ως αντιβασιλέας. Την περίοδο του Β΄ Συριακού πολέμου και στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Πτολεμαίος βρέθηκε στην Τελμησσό της Λυκίας, σε μια θέση που αμέσως παραπέμπει σε δωρεά. Σε εκτενή επιγραφή του 240 π.Χ. αναφέρεται ότι ο Πτολεμαίος πρόσφερε βοήθεια στην Τελμησσό, επειδή του το επέτρεπε η γη που διέθετε.18 Η οικογένειά του συνέχισε να έχει υπό την κατοχή της αυτές τις εκτάσεις για δύο ακόμη γενιές. Με τη συνθήκη της Απάμειας, το 188 π.Χ., και τους συγκεκριμένους όρους της χάνονται τα ίχνη της οικογένειας. Ωστόσο, στοιχεία για κάποιο δισέγγονο του Λυσιμάχου, που φέρεται ότι αφιέρωσε μία φιάλη στη Δήλο, δείχνουν ότι πιθανότατα στο πλαίσιο της συνθήκης λήφθηκαν υπόψη τα συμφέροντα αυτής της οικογένειας.

Η παραπάνω δωρεά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή, σύμφωνα με μία επιγραφή από την Τελμησσό που χρονολογείται το φθινόπωρο του 279 π.Χ., φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος Β’ Φιλάδελφος πρότεινε να απαλλαχθεί ο ίδιος από την Τελμησσό προσφέροντάς τη ως δωρεά.19 Δεν είναι γνωστός ο αποδέκτης του δώρου, αλλά ίσως να επρόκειτο για στενό συγγενή του βασιλιά, πιθανώς τον Πτολεμαίο, γιο του Λυσιμάχου. Απεσταλμένοι στην Τελμησσό πάντως ήταν σε θέση να τον πείσουν να εγκαταλείψει τα βασιλικά του σχέδια. Ο Πτολεμαίος παραδέχτηκε ότι η πόλη τους δεν έπρεπε να δοθεί ως δωρεά: «Αναγνωρίστηκε στους απεσταλμένους σας με επιστολές στο Φιλοκλή και τον Αριστοτέλη ότι η πόλη σας δε θα γίνει δωρεά».

Αυτό είχε αποτέλεσμα οι πολίτες της Τελμησσού να αποδώσουν τιμές στο βασιλιά και καταράστηκαν όλους όσοι θα σκεφτούν να παραδώσουν την Τελμησσό και τους κατοίκους της ως δώρο: «Αλλά όποιος διαπράξει κάτι τέτοιο [δηλαδή να ζητήσει ή να δεχτεί την Τελμησσό ως δώρο], ανεξαρτήτως πρόφασης, ούτε η γη να του παράγει καρπούς ούτε οι γυναίκες να γεννούν σύμφωνα με τη φύση [δηλαδή να γεννούν υγιή παιδιά], αλλά να υποστεί καταστροφές ο ίδιος και όλοι του οι απόγονοι και να θεωρηθεί αμαρτωλός μπροστά στη Λητώ και σε όλους τους άλλους θεούς και είθε όλες οι σοδειές από τη γη καθώς και τα κτήρια σε αυτήν να αφιερωθούν στη Λητώ» [στ. 32-41].

Επιγραφές μεταγενέστερων περιόδων δείχνουν ότι οι καταδίκες και οι παραχωρήσεις δεν ήταν τίποτε περισσότερο από απλά λόγια, αφού ο Πτολεμαίος όντως παρέλαβε την Τελμησσό (καθώς και όλα τα εδάφη της πόλης στην πεδιάδα του Fethiye) ως δωρεά,20 το αργότερο το 258/257 π.Χ., τα οποία και μπόρεσε να μεταβιβάσει στο γιο και τον εγγονό του αντίστοιχα.

Το 227 π.Χ. η Ρόδος επλήγη από ισχυρό σεισμό, ο οποίος κλόνισε την εξαιρετικά σημαντική της θέση. Οι καταστροφές στην πόλη και στο στόλο ήταν τεράστιες. Οι ελληνιστικοί βασιλείς πείστηκαν από τα επιχειρήματα των Ρόδιων απεσταλμένων να επενδύσουν υπέρογκα ποσά στην ανοικοδόμηση του νησιού. Πρόσφεραν από κοινού στους Ροδίους οικοδομικό υλικό, κονδύλια και εργάτες ως δώρο, προκειμένου να αποκατασταθεί η παλιότερη δύναμη και επιρροή της πόλης. Μόλις επτά χρόνια αργότερα η Ρόδος είχε ανακτήσει τη στρατιωτική της ισχύ σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι σε θέση να παρέμβει στα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα στο Βόσπορο.21

Ακόμη μία δωρεά αναφέρεται στο 2. Μακκαβ. 4.30: ο Αντίοχος Δ΄ παραχώρησε τις πόλεις Ταρσό και Μάλλο της Κιλικίας στην παλλακίδα του Αντιοχίδα. Ο λαός, όμως, και στις δύο πόλεις επαναστάτησε και ύστερα από μακροχρόνιο αγώνα κατάφερε την ανάκληση της δωρεάς.

4. Η Μικρά Ασία ως ρωμαϊκή επαρχία

Τα δώρα από τους ελληνιστικούς ηγεμόνες στη Μικρά Ασία σταμάτησαν το 133/129 π.Χ. με τη διαθήκη του βασιλιά Αττάλου Γ΄ της Περγάμου22 και τη senatus consultum23 (ψήφισμα της συγκλήτου), που αφορούσε την κληρονομιά των Ατταλιδών. Αυτή η απόφαση της συγκλήτου παρέμεινε υπό αμφισβήτηση έως τη λήξη του πολέμου των Ρωμαίων εναντίον του διεκδικητή του θρόνου Αριστόνικου. Η senatus consultum όριζε ότι οι βασιλικές δωρεές που δόθηκαν από τον Άτταλο Γ΄ και τους προκατόχους του θεωρούνται νόμιμες και δεσμευτικές διά νόμου αρκεί να είχαν παραχωρηθεί πριν από την ημέρα θανάτου του Αττάλου. Στις δωρεές συμπεριλαμβάνονταν και η απαλλαγή από φορολογία, η υπηκοότητα, τα χρήματα και η γη. Η απόφαση της συγκλήτου όμως δεν αναγνώριζε εκείνες τις δωρεές που παραχωρήθηκαν την ημέρα του θανάτου του βασιλιά. Επίσης, οι αναδρομικές αξιώσεις θεωρήθηκαν μη αποδεκτές.

Σχετικά με το πολιτειακό, οι υπήκοοι του βασιλείου της Περγάμου αντιμετωπίστηκαν με γενναιοδωρία στη διαθήκη του βασιλιά:
24 η περιοχή της πόλης της Περγάμου επεκτάθηκε και ανακηρύχθηκε ελεύθερη –αυτό ήταν πολύ σημαντικό όσον αφορά τη φορολογία της επαρχίας– με ένα σημαντικό περιοριστικό όρο, ο οποίος όριζε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί από τους Ρωμαίους. Οι πάροικοι,25 οι κάτοικοι στην πόλη και στην ύπαιθρο, οι Μακεδόνιοι,26 οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι μισθοφόροι έγιναν πολίτες της Περγάμου. Άλλοι, εκτός των servi publici27 έγιναν δεκτοί στις τάξεις των μετοίκων. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η επαρχία της Ασίας (132-129 π.Χ.) ο θεσμός της δωρεάς ως προσφορά γης με δικαίωμα εξουσίας σε αυτή καταργήθηκε, εφόσον το βασίλειο της Περγάμου είχε περάσει στην κυριαρχία του λαού της Ρώμης (populus Romanus).




1. Ότι η δωρεά ήταν ένα είδος δώρου ή μία τιμή φαίνεται από την επιγραφή στα Δίδυμα 237 II, l.5 κ.ε., η οποία αναφέρει ότι κάποιος Κλαύδιος Δάμας έλαβε το αξίωμα του προφήτη ως δωρεά.

2. Wörrle, M., “Epigraphische Forschungen zur Geschichte Lykiens II”, Chiron 8 (1978), σελ. 208, σημ. 29.

3. Στην ίδια κατηγορία ανήκε και ο Μετίοχος, ο γιος του Μιλτιάδη. Ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που έκοψε νομίσματα στις ιωνικές περιοχές της δωρεάς του με το πορτρέτο του στον εμπροσθότυπο. Εικονίζεται ως γενειοφόρος άνδρας με (δερμάτινο;) σκούφο και στεφάνι στα δεξιά. Τα γράμματα Θ και Ε διακρίνονται στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο εμφανίζεται ΘΕ μέσα σε «τετράγωνο με στικτό περίγραμμα»· F.R. Künker Münzhandlung, Lager­katalog 161 – November 2001 (Hannover), σελ. 5, αρ. 23.

4. Ηρ. 4.97, 5.11.

5. Ηρ. 6.70.2· Ξεν., Ελλ. 3.1.6, Αν. 2.1.3, 7.8.8 κ.ε.

6. Κ. Νέπως, Αλκιβ. 9.3.

7. Ξεν.,  Αν. 7.8.8.

8. FGrHist, 472 F 6.

9. FGrHist, 688 F 9.5.

10. Πλούτ., Φωκ. 18.5.

11. Sardeis VII 1,1. Βλ. Descat, R., “Mnésimachos, Hérodote et le système tributaire achéménide”, REA (1985), σελ. 97-112.

12. SEG 1, 366· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 113· Bagnall, R.S. – Derow, P., Greek Historical Documents: The Hellenistic Period (Chico CA 1981), σημ. 64.

13. OGIS 221· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 180.

14. Wörrle, M., “Epigraphische Forschungen zur Geschichte Lykiens I”, Chiron 7 (1977), σελ. 56.

15. Bringmann, K. – Steuben, H. (επιμ.), Schenkungen hellenistischer Herrscher an griechische Städte und Heiligtümer. Teil 1: Ζeugnisse und Kommentar (Berlin 1995), αρ. 298: από το Φίλιππο Γ΄ Αρριδαίο στον Ερμαίο από τα Μύλασα.

16. Landau, Y.H., “A greek inscription found near Hefzibah”, IEJ 16 (1966), σελ. 54-70· Robert, J., Robert, L., Bulletin  épigraphique., REG 83 (1970), 469-473 αρ. 627.

17. Επίσης P. Revenue Laws, στήλη 36 [Bingen, J. (επιμ.), SB Berlin, Beiheft 1, 1952· CΟrd.Ptol. 17-18· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 235 και Bagnall, R.S. –Derow, P., Greek Historical Documents: The Hellenistic Period (Chico CA 1981, σημ. 95), όπου ασχολείται αποκλειστικά με ιδιοκτήτες γης από δωρεά.

18. OGIS 55 = TAM II 1· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 271.

19. Βλ. Wörrle, M., “Epigraphische Forschungen zur Geschichte Lykiens II”, Chiron 8 (1978), σελ. 201 κ.ε., SEG 28 (1978), αρ. 1224. Γενικά σχετικά με αυτή την οικογένεια: Kobes, J., Kleine Könige. Untersuchungen zu den Lokaldynasten im hellenistischen Kleinasien (323-188 v.Chr.) (Katharinen 1996), σελ. 78-80, σελ. 96 κ.ε., σελ. 145 κ.ε., σελ. 195 κ.ε.

20. Σχετικά με αυτό το κείμενο βλ. Segre, M., “Inscrizioni di Licia: Tolomeo di Telmesso”, Clara Rhodos 9 (1938), σελ. 181-208 και τις διορθώσεις του Kobes, J., “Αnmerkungen zu einer hellenistischen Inschrift aus Telmessos”, ZPE 101 (1994), σελ. 299 κ.ε.

21. Βλ. Kobes, J., “Rhodos und das Erdbeben von 277 v.Chr.”, MBAH 12 (1993), σελ. 1-26 και πιο πρόσφατα Wiemer, H.U., Rhodische Traditionen in der hellenistischen Historiographie (Frankfurt 2001), σελ. 33-39.

22. IPergamon 249 = IGRR IV 289 = OGIS 338 (SEG 38, 1266· SEG 39, 1272· SEG 47, 1673)· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 211.

23. OGIS 435 = Sherk, RDGE αρ. 11· Austin, Μ.Μ., The Hellenistic world from Alexander to the Roman conquest. A selection of ancient sources in translation (London – Cambridge 1981), σημ. 214.

24. OGIS 338.

25. Πάροικοι: Αρχικά, σήμαινε γείτονες. Στους Ελληνιστικούς χρόνους όμως χρησιμοποιούνταν συχνά με την ίδια έννοια, όπως οι μέτοικοι.

26. Μακεδόνιοι: Απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου που δεν είχαν δει τη Μακεδονία, την πατρίδα των προγόνων τους.

27. Servi publici: «δούλοι της πόλης». Η κοινωνική ομάδα των δούλων χωριζόταν στους βασιλικούς (του βασιλιά) και τους δημοσίους (της πόλης). Οι βασιλικοί μεταθέτονταν στις τάξεις των μετοίκων.