1. Ιστορικά στοιχεία
1.1. 14ος-17ος αι. Από την εποχή της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451), της οποίας οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν στο χώρο της Χαλκηδόνας στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, η εκεί εκκλησιαστική αρχή προβιβάστηκε σε μητρόπολη από επισκοπή υπαγόμενη έως τότε στη μητρόπολη Νικομηδείας. Ως τρίτη σε αρχαιότητα μητρόπολη της επαρχίας Βιθυνίας, μετά τη Νικομηδείαςκαι τη Νικαίας, και φορέας ανάλογου κύρους λόγω της φιλοξενίας οικουμενικών συνόδων, η μητρόπολη Χαλκηδόνος ακολουθούσε σε σειρά τάξης τις δύο προηγούμενες (στη θ΄ τάξη, με τη Νικομηδείας και τη Νικαίας να καταλαμβάνουν τις ζ΄ και η΄ αντίστοιχα), ενώ ο αρχιερέας της έφερε τον τίτλο του «εξάρχου πάσης Βιθυνίας», όπως και αυτοί των άλλων δύο μητροπόλεων.1 Κατά τη Βυζαντινή εποχή η μητρόπολη Χαλκηδόνος συνιστούσε την εκκλησιαστική αρχή των οικισμών της ασιατικής πλευράς του Βοσπόρου, δηλαδή των ασιατικών περιχώρων της Κωνσταντινούπολης. Το στοιχείο αυτό ήταν καθοριστικό τόσο για την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερου πλαισίου σχέσεων με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, από το οποίο δεν έλειπαν οι προστριβές, όσο και για τη μετέπειτα ιστορική της πορεία. Οι εξελίξεις του 14ου αιώνα, που επέφεραν την αποδιάρθρωση της εκκλησιαστικής διοίκησης στη Μικρά Ασία, δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την επαρχία Χαλκηδόνος, με αποτέλεσμα στο β΄ μισό του αιώνα να καταστεί ανενεργή, αν και στην περίπτωση της Χαλκηδόνας το γεγονός αυτό δεν ήταν απόρροια μόνο της φθοράς του χριστιανικού πληθυσμού που επέφεραν οι τουρκικές επιδρομές, αλλά και των ιδιότυπων σχέσεων με τον Πατριάρχη. Από συνοδικό έγγραφο του 1389 μαθαίνουμε ότι επί πατριαρχείας Φιλοθέου Κοκκίνου (1353-1354, 1364-1376) είχε αποφασιστεί η μητρόπολη Χαλκηδόνος να μένει στο εξής χωρίς αρχιερέα.2 Η απόφαση αυτή μπορεί να χρονολογηθεί ακριβέστερα μεταξύ 1370, οπότε μνημονεύεται για τελευταία φορά ο μητροπολίτης Ιάκωβος (1351-1370),3 και 1376, τελευταίο έτος της πατριαρχικής θητείας του Φιλοθέου. Δεδομένης της απουσίας μητροπολίτη, που επίσημα εξηγούνταν ως αποτέλεσμα της φθοράς του πληθυσμού που άφησε πολύ μικρό ποίμνιο, η επαρχία Χαλκηδόνος εκχωρήθηκε το 1387 στο μητροπολίτη Κυζίκου.4 Πέραν όμως των αιτιών που είχαν να κάνουν με την τουρκική κατάκτηση και την επακόλουθη φθορά του πληθυσμού, οι αποφάσεις αυτές αποκαλύπτουν και μία παράδοση διενέξεων ανάμεσα στο Πατριαρχείο και στους προηγούμενους μητροπολίτες Χαλκηδόνος. Αξιοποιώντας μια μακραίωνη παράδοση που ήθελε τη μάρτυρα Ευφημία να συνδέεται με το χώρο της Χαλκηδόνας, οι μητροπολίτες της τελευταίας διεκδικούσαν, και κατά καιρούς επιτύγχαναν, τη διαχείριση και τον έλεγχο των ναών και προσκυνημάτων που ήταν αφιερωμένα στο όνομά της, με κυριότερα το σωζόμενο και σήμερα ναό στην περιοχή του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, καθώς και έναν ομώνυμο ναό που βρισκόταν εντός του οικισμού της Χαλκηδόνας στη θέση Δρυς.5 Η διεκδίκηση από το Πατριαρχείο του ναού της Αγίας Ευφημίας στην Κωνσταντινούπολη δεν πρέπει να ήταν αμέτοχη στην απόφαση για μη επαναπλήρωση του αρχιερατικού θρόνου της Χαλκηδόνας επί Φιλοθέου Κοκκίνου. Το 1389 αποφασίστηκε να οριστεί εκ νέου μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ο οποίος όμως αφενός δε θα είχε κανένα δικαίωμα στο ναό της Αγίας Ευφημίας και αφετέρου δε θα είχε καμία αρμοδιότητα στο χώρο της επαρχίας (που από το 1387 είχε εκχωρηθεί στον Κυζίκου) και υποχρεούνταν να παραμένει μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη.6 Ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος που εκλέχτηκε τότε, και μετείχε μάλιστα τακτικά στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου κατά τα έτη 1389 και 1390, ουσιαστικά ήταν τιτουλάριος και δεν είχε καμιά σχέση με την επαρχία που υποδήλωνε το αξίωμά του. Σύντομα άλλωστε ο θρόνος της Χαλκηδόνας έμεινε εκ νέου χωρίς κάτοχο, αφού πληροφορούμαστε ότι το 1394 τον «τόπον του Χαλκηδόνος επείχε» ο Θεσσαλονίκης.7 Η ανασυγκρότηση της επαρχίας Χαλκηδόνος πραγματοποιήθηκε κατά το 15ο αιώνα, πιθανώς μετά την Άλωση και αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο εντάχθηκε στο οθωμανικό θεσμικό σύστημα. Ο πρώτος άλλωστε γνωστός μητροπολίτης της περιόδου, ο Ιωσήφ, μνημονεύεται σε μαρτυρία του 1477. Η υπερσυγκέντρωση μητροπόλεων στο χώρο της Βιθυνίας (Χαλκηδόνος, Νικομηδείας, Νικαίας, Προύσας, Κυζίκου), σε μία εποχή κατά την οποία λίγες μόνο μητροπόλεις επιβίωναν σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία και κάλυπταν εκτεταμένες περιοχές, οφειλόταν και στο αυξημένο κύρος κάποιων από τις μητροπόλεις αυτές ως τόπων τέλεσης οικουμενικών συνόδων, καθώς και στην υψηλή θέση που κατείχαν στην ιεραρχική τάξη (Χαλκηδόνος, Νικομηδείας, Νικαίας). Επιπλέον, αυτό το φαινόμενο οφειλόταν και στον πιο πρακτικό λόγο της γειτνίασης με τη βυζαντινή πρωτεύουσα, που σε εκείνη τη μάλλον δύσκολη για την Εκκλησία εποχή επέτρεπε στους αρχιερείς τους να βρίσκονται συχνά στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη και να διαμένουν μόνιμα εκεί, να μετέχουν στην Ιερά Σύνοδο και παράλληλα να μπορούν να διατηρούν τακτική επικοινωνία με το χώρο της διοίκησής τους. Παρέμενε όμως το πρόβλημα των πόρων κάθε επαρχίας και του αν αυτοί επαρκούσαν για τη διατήρηση ενεργής εκκλησιαστικής αρχής και τη συντήρηση μητροπολίτη. Στην περίπτωση της Χαλκηδόνας, δεδομένης της ολιγαριθμίας του χριστιανικού στοιχείου στον παραδοσιακό χώρο αρμοδιότητας της μητρόπολης, η λύση δόθηκε με την επέκταση. Η αρμοδιότητα της επαρχίας Χαλκηδόνος επεκτάθηκε ανατολικά, στο χώρο που άλλοτε υφίσταντο οι επαρχίες Κλαυδιουπόλεως-Ονωριάδος και Ποντοηρακλείας, αλλά και δυτικά στα Πριγκιπονήσια. Ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος καταγράφεται στο μπεράτι του 1483, όχι όμως σε αυτό του 1525, απουσία που η Ζαχαριάδου βάσιμα θεωρεί συμπτωματική, αφού δε φαίνεται να υπήρχε τότε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για νέα, έστω και προσωρινή, απενεργοποίηση της μητρόπολης.8 Στο μπεράτι του 1483 ως έδρα του μητροπολίτη αναφέρεται η ίδια η Χαλκηδόνα, που μάλιστα αποδίδεται στο πρωτότυπο με παραφθαρμένη την ελληνική της ονομασία (Halkidin) και όχι με την αντίστοιχη τουρκική, Καδήκιοϊ (ονομασία που αποδόθηκε στην πόλη μετά την Άλωση λόγω της εκχώρησής της από το σουλτάνο στον πρώτο καδή της Κωνσταντινούπολης Χιδίρ Μπέη). Πότε ακριβώς η έδρα της μητρόπολης μεταφέρθηκε στο Κουσγουντζούκι, όπου παρέμεινε μέχρι το 1855, δεν είναι γνωστό. Ίσως αυτό συνέβη στα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε εικάζεται ότι εγκαταλείφθηκε ο τοπικός ναός της Αγίας Ευφημίας, κέντρο αναφοράς και συνοχής των χριστιανών της ευρύτερης περιοχής.9 Η μεταφορά του θρησκευτικού κέντρου της περιοχής στο Κουσγουντζούκι (Ερμουλιαναί, Χρυσοκέραμος) φαίνεται και από την ίδρυση εκεί μονών έως τις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε μία από αυτές, του Αγίου Παντελεήμονα, ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακή.10 1.2. 18ος-μέσα 19ου αι. Σημαντικό πλεονέκτημα της μητρόπολης Χαλκηδόνος, όπως και των άλλων βιθυνιακών μητροπόλεων, ήταν η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη, που επέτρεπε στους μητροπολίτες να μετέχουν τακτικά στη σύνοδο χωρίς αυτό να συνεπάγεται τη μακρά απουσία τους από τις επαρχίες. Θεωρούνταν έτσι αυξημένου κύρους και ισχύος και η κατοχή τους επιδιωκόταν από τους πιο διακεκριμένους και φιλόδοξους εκκλησιαστικούς άνδρες. Αυτό το άτυπο έως τότε προνομιακό καθεστώς επισημοποιήθηκε το 1757, οπότε θεσπίστηκε με σουλτανικό μπεράτι η ονομαζόμενη «αρχή του γεροντισμού». Οι χαρακτηριζόμενοι ως «γέροντες» μητροπολίτες ήταν οι πέντε που προέρχονταν από τις πλέον κοντινές στην Κωνσταντινούπολη επαρχίες, Ηρακλείας, Κυζίκου, Νικαίας, Νικομηδείας, Χαλκηδόνος, και μπορούσαν να διαμένουν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη. Με το διάταγμα του 1757 καθιερώθηκε η μόνιμη παρουσία στην Ιερά Σύνοδο και η συγκρότησή τους σε σώμα ανώτερο της ολομέλειας, η δυνατότητα άμεσης παράστασής τους στο σουλτάνο και η αρμοδιότητά τους να ανακοινώνουν την επιλογή του νέου Πατριάρχη ή την πρόταση καθαίρεσής του. Θεωρητικά αντιπροσώπευαν τη βούληση του συνόλου των συνοδικών αρχιερέων, στην πράξη όμως οι Πατριάρχες τέθηκαν κάτω από την άτυπη κηδεμονία αυτού του σώματος και των συνδεδεμένων με αυτό ομάδων συμφερόντων.11 Η συμπερίληψη του μητροπολίτη Χαλκηδόνος στην επιτροπή των πέντε μητροπολιτών ήταν φυσική απόρροια της γεωγραφικής θέσης της επαρχίας και του αναβαθμισμένου ρόλου που εκ των πραγμάτων αυτός έπαιζε στις πατριαρχικές υποθέσεις. 1.3. Μέσα 19ου-20ός αι. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η μητρόπολη Χαλκηδόνος γνώρισε μέρες ακμής, η οποία συνδέθηκε με την έντονη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη του ελληνορθόδοξου στοιχείου στο χώρο της επαρχίας. Η μητρόπολη Χαλκηδόνος φαίνεται πως ήταν τότε μία από τις πλέον εύπορες στη Μικρά Ασία, όπως δείχνει ο καθορισμός κατά τα έτη 1860-1862 της συνεισφοράς της στο «Εθνικόν Ταμείον» του Πατριαρχείου, που χρηματοδοτούσε σχολεία και φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Έτσι, η μητρόπολη Χαλκηδόνος όφειλε να καταβάλει 70.000 γρόσια στο Εθνικό Ταμείο και 2.700 στον Πατριάρχη. Το ποσό αυτό συγκρινόμενο με των άλλων μικρασιατικών επαρχιών φέρνει τη μητρόπολη Χαλκηδόνος στην τρίτη θέση, μαζί με εκείνες της Σμύρνης και της Προύσας, πίσω από τις μητροπόλεις Εφέσου (100.000 γρόσια) και Κυζίκου (90.000 γρόσια).12 Η εγκατάσταση εύπορων Ρωμιών στο Καδήκιοϊ συντέλεσε στην επιστροφή του μητροπολίτη στην ιστορική του έδρα το 1855, επί των ημερών αρχιερατείας του Γερασίμου. Ως καθεδρικός χρησιμοποιήθηκε νέος ναός της Αγίας Ευφημίας, κοντά στον οποίο χτίστηκε και το μητροπολιτικό οίκημα το 1902.13 Η πιο σημαντική ίσως εξέλιξη στην ιστορία της μητρόπολης Χαλκηδόνος σημειώθηκε το 1923 με την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης. Η εξαίρεση από την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών των ελληνορθόδοξων που διέμεναν στα ασιατικά προάστια της Κωνσταντινούπολης την κατέστησε μία από τις ελάχιστες, τέσσερις μόνο, επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Τουρκία που παρέμειναν ενεργές με ποίμνιο (οι άλλες είναι οι Δέρκων, Πριγκιποννήσων, Ίμβρου και Τενέδου) και τη μόνη στο μικρασιατικό έδαφος. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξης πραγματοποιήθηκε και η απόσπαση το 1924 των Πριγκιποννήσων από το χώρο αρμοδιότητάς της, ώστε να συστηθούν σε ίδια μητρόπολη. Όμως η φθίνουσα στο εξής πορεία του ρωμαίικου στοιχείου της Κωνσταντινούπολης, ιδίως από το 1964, την έχει αφήσει σήμερα με ελάχιστα υπολείμματα του ποιμνίου της. 2. Γεωγραφικός χώρος και δημογραφική κατάσταση Η επαρχία της μητρόπολης Χαλκηδόνος παραδοσιακά αποτελούνταν κατά τη Βυζαντινή περίοδο από τους οικισμούς της ασιατικής πλευράς του Βοσπόρου, χώρος που αποτέλεσε και τον εδαφικό πυρήνα της κατά τη φάση της ανασυγκρότησής της στο β΄ μισό του 15ου αιώνα. Η εξασθένιση όμως του χριστιανικού στοιχείου και στο χώρο αυτό καθιστούσε απαραίτητη την επέκταση της εδαφικής αρμοδιότητας της μητρόπολης, ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη για τη διατήρησή της πληθυσμιακή βάση, αλλά και να καλύψει εκκλησιαστικά περιοχές όπου το ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο είχε τόσο πολύ εξασθενίσει, με αποτέλεσμα να μην αρκεί για τη συντήρηση των εκκλησιαστικών αρχών που υφίσταντο στο παρελθόν. Αυτό το δεδομένο φαίνεται ότι υπερίσχυσε στην απόφαση για επέκταση της αρμοδιότητας του μητροπολίτη Χαλκηδόνος στο χώρο της Παφλαγονίας, με την ενσωμάτωση στην επαρχία του των άλλοτε υφιστάμενων επαρχιών Ποντοηρακλείας και Κλαυδιουπόλεως-Ονωριάδος. Στο σαντζάκι της Μπόλου, που σε γενικές γραμμές περιέκλειε το χώρο των δύο παλαιών αυτών επαρχιών, τα απογραφικά δεδομένα της περιόδου 1520-1535 δείχνουν ότι δεν υπήρχε καθόλου χριστιανικός πληθυσμός, και μόνο αργότερα μέσα στο 16ο αιώνα καταγράφεται η παρουσία χριστιανικού στοιχείου σε χαμηλά αριθμητικά επίπεδα (134 νοικοκυριά την περίοδο 1570-1580).14 Η επέκταση αυτή της επαρχίας Χαλκηδόνος προς τα ανατολικά την έφερε να συνορεύει με την επαρχία της μητρόπολης Γάγγρας (το όριο τοποθετείται κάπου μεταξύ Ποντοηράκλειας και Αμάστριδος) και από το 17ο αιώνα με τη Νεοκαισαρείας, που απορροφά την προηγούμενη. Στην περιοχή της Μεσοθυνίας (Koca-ili), όπου και ο κατεξοχήν εδαφικός πυρήνας της μητρόπολης Χαλκηδόνος, ο Barkan αναφέρει την ύπαρξη μόνο 27 (!) χριστιανικών νοικοκυριών για την περίοδο 1520-1535, αριθμός που δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όσο και αν ήταν δεδομένη η σημαντική εξασθένιση του χριστιανικού στοιχείου. Κατά την περίοδο 1570-1580 ο αντίστοιχος αριθμός ανέβηκε στο λογικότερο νούμερο των 1.993 νοικοκυριών.15 Λόγω της γενικής και συγκεντρωτικής για ολόκληρη την επαρχία του Koca-ili καταγραφής των παραπάνω αριθμών, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλκηδόνος και ποιο στη Νικομηδείας,που επίσης κάλυπτε μέρος της περιοχής της Μεσοθυνίας. Τα ακριβή όρια της επαρχίας Χαλκηδόνος μπορούν να καταγραφούν μόνο κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο (τέλος 19ου-αρχές 20ού αιώνα). Αυτή κάλυπτε μια εκτεταμένη παραλιακή κατά βάση ζώνη, με μικρό βάθος στην ενδοχώρα, που εκτεινόταν από το Ρύσιον (Αρετσού) της Προποντίδας έως το Ζουγκουλντάκ μεταξύ Ποντοηράκλειας και Αμάστριδος, όπου και το σύνορο με την επαρχία Νεοκαισαρείας. Στην επαρχία Χαλκηδόνος εντάσσονταν και τα Πριγκιποννήσια από την εποχή της ανασυγκρότησης της μητροπόλεως κατά το 15ο αιώνα. Στην επαρχία της μητρόπολης Χαλκηδόνος έως το 1922-1923 καταγράφονται 38 κοινότητες ελληνορθοδόξων,16 ευρισκόμενες κυρίως στο μεσοθυνιακό τμήμα της επαρχίας και λιγότερες στο παφλαγονικό. Στο μεσοθυνιακό τμήμα βρισκόταν και ο πυρήνας του ποιμνίου της μητρόπολης, που είχε γνωρίσει ιδιαίτερα αυξητικές τάσεις από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η προϊούσα αύξηση του ελληνορθόδοξου στοιχείου της ίδιας της Κωνσταντινούπολης οδήγησε μεγάλο μέρος σε εγκατάσταση στα ασιατικά προάστια. Σύμφωνα με συνολική καταγραφή του αριθμητικού δυναμικού των μητροπόλεων της Μικράς Ασίας, που συντάχθηκε από το Σύλλογο Μικρασιατών «Ανατολή» το 1931 και θεωρείται ότι αποδίδει τα δεδομένα του 1912, η μητρόπολη Χαλκηδόνος παρουσιάζεται ως μία από τις πλέον εύρωστες, με το ποίμνιό της να ανέρχεται σε 154.920 άτομα, αριθμός που την έφερνε τέταρτη πίσω από τις μητροπόλεις Εφέσου (288.658), Σμύρνης (258.600) και Αμασείας (173.683).17 Οι αριθμοί αυτοί μπορεί να είναι υπερβολικοί ως προς το μέγεθος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού, συνιστούν όμως επαρκή ένδειξη της πληθυσμιακής ευρωστίας της μητρόπολης Χαλκηδόνος σε σχέση με τις άλλες του μικρασιατικού χώρου, ιδίως τις βιθυνιακές. Η ιστορικός Σία Αναγνωστοπούλου έχει αποκαταστήσει τα μεγέθη του ελληνορθόδοξου πληθυσμού σε μέρος της επαρχίας Χαλκηδόνος, που ταυτίζεται με το μεσοθυνιακό της τμήμα, κατά την ίδια περίπου περίοδο (βλ. πίνακα στο βοηθητικό κατάλογο).18 Με βάση τα δεδομένα που χρησιμοποιεί η Αναγνωστοπούλου, ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός στο μεσοθυνιακό τμήμα της επαρχίας Χαλκηδόνος και στα Πριγκιποννήσια, εκεί όπου βρισκόταν η κύρια πληθυσμιακή βάση της επαρχίας, υπολογίζεται σε 61.134, ο συνολικός δηλαδή πληθυσμός της επαρχίας οπωσδήποτε ήταν πάρα πολύ χαμηλότερος από τον αριθμό που παρέθετε ο Σύλλογος Μικρασιατών «Ανατολή». Ελληνορθόδοξος πληθυσμός επιτράπηκε να παραμείνει μετά τη σύναψη της συνθήκης της Λοζάνης στους καζάδες στο Σκούταρι και στα Πριγκιποννήσια. Η αριθμητική του δύναμη θα πρέπει ήδη το 1923 να ήταν μικρότερη από τους αριθμούς που αναφέρονται παραπάνω και στη διάρκεια του 20ού αιώνα μειωνόταν διαρκώς, ώστε μετά την έντονη τάση αποχώρησης του ρωμαίικου στοιχείου μετά το 1964 να παραμένουν σήμερα ίχνη μόνο του ποιμνίου της μητρόπολης Χαλκηδόνος.
1. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 419. 2. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi. Sacra et Profana, τόμ. ΙΙ (Vienna 1862), σελ. 132-133. 3. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Padua 1988), σελ. 100. 4. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi. Sacra et Profana, τόμ. ΙΙ (Vienna 1862), σελ. 109-110. 5. Θεόδοτος, Σ., «Εκκλησιαστικαί σελίδες της νεωτέρας ιστορίας της ορθοδόξου κοινότητος Χαλκηδόνος», Ορθοδοξία 26 (1951), σελ. 157. 6. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi. Sacra et Profana, τόμ. ΙΙ (Vienna 1862), σελ. 132-133, 137. 7. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Padua 1988), σελ. 100· Βρυώνης, Σ., Η Παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού από τον 11ο στο 15ο αιώνα (Αθήνα 2000), σελ. 258. 8. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 114, 131. 9. Θεόδοτος, Σ., «Εκκλησιαστικαί σελίδες της νεωτέρας ιστορίας της ορθοδόξου κοινότητος Χαλκηδόνος», Ορθοδοξία 26 (1951), σελ. 157. 10. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μία πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 220-221. 11. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 128-134. 12. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 394. Οι επαρχίες του Πόντου δεν περιλαμβάνονται στην καταγραφή. 13. Θεόδοτος, Σ., «Εκκλησιαστικαί σελίδες της νεωτέρας ιστορίας της ορθοδόξου κοινότητος Χαλκηδόνος», Ορθοδοξία 26 (1951), σελ. 157, 160. Γεννάδιος, μητροπολίτης Ηλιουπόλεως, «Σκιαγραφία της ιστορίας της Μητροπόλεως Χαλκηδόνος και ο επισκοπικός αυτής κατάλογος», Ορθοδοξία 19 (1944), σελ. 17-20· Σταυρίδης, Β., «Χαλκηδόνος μητρόπολη», ΘΗΕ, τόμ. 12, σελ. 52-53. 14. Barkan, Ö.L., “Essai sur les données statistiques des registres de recensement dans l’empire ottoman aux XVe et XVIe siècles”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 1 (1958), σελ. 30. 15. Barkan, Ö.L., “Essai sur les données statistiques des registres de recensement dans l’empire ottoman aux XVe et XVIe siècles”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 1 (1958), σελ. 30. 16. Ιορδανίδης, Κ.Σ., «Οι εγκαταλειφθέντες εν Τουρκία των 1922 ελληνικοί οικισμοί», Αρχείον Πόντου 34 (1977-1978), σελ. 108-109. 17. Σοφιανός, Α.Γ., «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τας 23 επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 254. Στην κατάρτιση αυτού του πίνακα δεν έχει ληφθεί υπόψη η απόσπαση της επαρχίας Κυδωνιών από την Εφέσου (1908). 18. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες, Βιλαγιέτ Κωνσταντινούπολης (ασιατική πλευρά).
|
|
|