1. Γενική θεώρηση
Η συγκρότηση της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας, αρχικά ως επισκοπής υπαγόμενης στο μητροπολίτη Τραπεζούντας, στη συνέχεια ως αρχιεπισκοπής και μητρόπολης με τον πλήρη τίτλο Χαλδίας και Χερροιάνων, συνιστά ιδιαίτερη ιστορική περίπτωση σε σχέση με τις άλλες μικρασιατικές επαρχίες που υπήρχαν ως και το 18ο αιώνα, αφού δεν πρόκειται για παλαιά εκκλησιαστική αρχή, της Βυζαντινής εποχής, που απλώς επιβίωσε στα χρόνια της Οθωμανικής περιόδου, αλλά για νέα που η ίδρυσή της οφείλεται σε ειδικές ιστορικές συνθήκες μετά την οθωμανική κατάκτηση του Πόντου. Για την ακρίβεια, η ίδρυση και η ανάπτυξή της αντικατοπτρίζουν τη συγκέντρωση του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της ευρύτερης περιφέρειας Τραπεζούντας στην περιοχή του Τορούλ λόγω της ανάπτυξης μεταλλείων αργύρου από το 16o αιώνα. Οι μεταλλευτικές δραστηριότητες, τις οποίες διεξήγε κυρίως το χριστιανικό στοιχείο, συντέλεσαν αφενός στη διατήρησή του στην περιοχή και στην αποφυγή του εξισλαμισμού, αφετέρου στη σχετική ευημερία των ορθόδοξων χριστιανών της περιοχής και, κατά συνέπεια, στη δυνατότητά τους να συγκροτήσουν μια εύρωστη εκκλησιαστική αρχή. Αν και ο αρχικός εδαφικός πυρήνας της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας βρίσκεται στο Τορούλ, με έδρα το Γκιουμουσχανέ, η σταδιακή μετανάστευση Ποντίων μεταλλωρύχων πρώτα σε άλλες περιοχές του Πόντου και κατά το 19o αιώνα σε άλλα μέρη της μικρασιατικής χερσονήσου είχε σαν αποτέλεσμα την επέκταση της εδαφικής αρμοδιότητας του αρχιερέα Χαλδίας σε σειρά από διάσπαρτους, ασυνεχείς και απομακρυσμένους μεταξύ τους θύλακες εγκατάστασης Ποντίων μεταλλωρύχων, αφού οι τελευταίοι παραδοσιακά επιδίωκαν να παραμένουν κάτω από την ποιμεναρχία του Χαλδίας και απέφευγαν να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των κατά τόπους αρχιερέων.
2. Συγκρότηση και ανάπτυξη της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας (17ος – 18ος αιώνας)
Η ιστορική απαρχή της εκκλησιαστικής επαρχίας Χαλδίας, που αναβαθμίστηκε από επισκοπή υπαγόμενη στον Τραπεζούντας σε αρχιεπισκοπή και στη συνέχεια σε μητρόπολη, εντοπίζεται στις ιδιαίτερες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την περιοχή του Πόντου σε ό,τι αφορά την υπαγωγή της κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η επιβίωση του χριστιανικού βασιλείου των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας για πολλά χρόνια μετά την οριστική υπαγωγή της υπόλοιπης Μικράς Ασίας κάτω από την ισλαμική εξουσία διαφύλαξε την αριθμητική υπεροχή του χριστιανικού πληθυσμού κατά την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (ως και το 17ο αιώνα). Διατηρήθηκε έτσι η ύπαρξη μιας πληθυσμιακής βάσης που επέτρεπε τη συγκρότηση και την ενεργή λειτουργία ανώτερων εκκλησιαστικών αρχών. Η περιοχή του Τορούλ, που ταυτίζεται με το βάνδο Τραπεζούντας του Μεσοχαλδίου, αποτελούσε μέχρι τέλους (1461) περιφερειακή κτήση των Μεγάλων Κομνηνών και μετά την οθωμανική κατάκτηση, από πλευράς εκκλησιαστικής οργάνωσης, αποτέλεσε τον αρχικό εδαφικό πυρήνα της επαρχίας Χαλδίας. Υπαγόμενη αρχικά στη μητρόπολη Τραπεζούντας, η περιοχή του Τορούλ κατατάσσεται μεταξύ των περιφερειών της λεγόμενης «εξωτερικής περιμέτρου» της επαρχίας Τραπεζούντας, που εκτεινόταν σε περιοχές σχετικά απομακρυσμένες από την πόλη (π.χ. της Κολωνείας, του Bayburt, του Όφεως κ.ά.), τις οποίες ο μητροπολίτης Τραπεζούντας διοικούσε μέσω τοπικών επισκόπων,1 σε αντίθεση με τις κοντινότερες στην πόλη περιφέρειες της Μάτσκας, της Τρικωμίας, και των Σουρμένων που διοικούνταν άμεσα από τον ίδιο. Σε επισκοπική λίστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μάλλον του 16ου αιώνα, καθώς και στον επονομαζόμενο «νομοκάνονα» του Ιακώβου εξ Ιωαννίνων (1645), ο μητροπολίτης Τραπεζούντας φέρεται να ελέγχει δύο εξαρτώμενες επισκοπές, αυτές του Κάνιν και του Όφεως.2 Η αναφορά σε «επίσκοπο Κάνιν» παραπέμπει στον ποταμό Καν’, που διατρέχει την πρωτεύουσα του καζά Τορούλ, και αφορά είτε την πόλη αυτή καθ’ εαυτή είτε ολόκληρη την περιοχή του Τορούλ. Η συμπερίληψη των επισκοπών Κάνιν και Όφεως σε κείμενα όπως οι επισκοπικές λίστες μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της λειτουργίας τους σε σταθερή βάση, σε αντίθεση με επισκόπους άλλων περιφερειών της ευρύτερης επαρχίας Τραπεζούντας που τοποθετούνταν μόνο περιστασιακά (π.χ. Bayburt). Ο λόγος της πιθανολογούμενης συνεχούς λειτουργίας των επισκοπών του Κάνιν και του Όφεως δεν ήταν άλλος από την επιβίωση επαρκούς χριστιανικού πληθυσμού ως και το β΄ μισό του 17ου αιώνα. Το γράφημα που ακολουθεί δείχνει χαρακτηριστικά τη συντριπτική υπεροχή που διατηρούσε το χριστιανικό στοιχείο στον καζά Τορούλ καθ’ όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, για τον οποίο σώζονται συγκεκριμένα στοιχεία:3
Έτος | 1486* | 1515 | 1554 | 1583 | χριστιανικά νοικοκυριά | 210 | 1.228 | 1.199 | 3.592 | μουσουλμανικά νοικοκυριά | 1 | 28 | 265 | 631 | *Τα στοιχεία πιθανώς είναι ελλιπή λόγω του σύντομου χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την οθωμανική προσάρτηση της περιοχής. |
Η όλο και εντονότερη επίδραση του εξισλαμισμού στην ευρύτερη περιφέρεια της Τραπεζούντας, προϊόντος του 17ου αιώνα, επέφερε σταδιακά τη μεταβολή των δημογραφικών μεγεθών με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του χριστιανικού στοιχείου και τη βαθμιαία εξάλειψη του χριστιανικού χαρακτήρα των περισσότερων περιοχών της υπαίθρου. Η εξέλιξη αυτή συντέλεσε και στην έκλειψη εκκλησιαστικών αρχών, όπως της επισκοπής Όφεως. Στο Τορούλ όμως η ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων επέτρεψε τη διατήρηση και την ενίσχυση του χριστιανικού πληθυσμού, άρα και της τοπικής επισκοπής. Η εξόρυξη και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αργύρου και άλλων μετάλλων της περιοχής του Τορούλ είναι μια δραστηριότητα που δε μαρτυρείται σε πηγές Βυζαντινής εποχής, αλλά αναφέρεται το πρώτον κατά το 16ο αιώνα· είναι πιθανό λοιπόν να επρόκειτο για ένα πρόσφατο τότε φαινόμενο. Σε καταγραφή καταστίχου του 1554 συναντάμε ήδη αναφορά στα μεταλλεία της Τζάνιχας: “kariye-i nefs-i Canca maden”, η έντονη μάλιστα και ραγδαία πληθυσμιακή ανάπτυξη του οικισμού μεταξύ 1554 και 1583, που αφορά κυρίως το χριστιανικό πληθυσμό, μπορεί να αποδοθεί στην όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας που δρα σαν πόλος έλξης εποίκων από άλλες περιοχές. Χαρακτηριστικά, η εξέλιξη των πληθυσμιακών μεγεθών της Τζάνιχας στο διάστημα 1554-1583 καταγράφεται ως αύξηση των ορθόδοξων νοικοκυριών από 113 σε 478 (αύξηση άνω του 300% !!!), μείωση των μουσουλμανικών νοικοκυριών από 31 σε 16, καθώς και άφιξη αρμενικού πληθυσμού (116 νοικοκυριά) που δεν υφίστατο κατά την πρώτη απογραφή.4 Από το 17ο αιώνα η Τζάνιχα γίνεται γνωστή ως Γκιουμουσχανέ, ονομασία που στο εξής χρησιμοποιείται και από τους Έλληνες ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οπότε καθιερώνεται ο εξελληνισμένος τύπος Αργυρούπολη.
Η δυνατότητα ενασχόλησης του χριστιανικού πληθυσμού με τις μεταλλευτικές δραστηριότητες, την οποία ενθάρρυνε η απόδοση φορολογικών προνομίων από τις οθωμανικές αρχές (απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο), αφενός έδρασε αποτρεπτικά έναντι του εξισλαμισμού, αφετέρου συντέλεσε στη συγκέντρωση στο Τορούλ χριστιανικού πληθυσμού από τις γύρω περιφέρειες.5 Οι εξελίξεις αυτές υπήρξαν ευεργετικές για την τοπική επισκοπή, η οποία εξασφάλιζε τη μακροημέρευση και την περαιτέρω ανάπτυξή της. Ήδη από το 1624 η επισκοπή του Κάνιν είναι γνωστή και ως επισκοπή Χαλδίας,6 σε μια διαδικασία αναβίωσης του βυζαντινού ονόματος που άλλοτε δήλωνε ολόκληρη την περιφέρεια της Τραπεζούντας. Η ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων υπήρξε ευεργετική για τη μητρόπολη Τραπεζούντας αφού εξελίχθηκε σε πηγή σημαντικών εσόδων για την τελευταία. Στοιχεία του έτους 1644/45 που αφορούν το ύψος της οικονομικής συνδρομής των επαρχιών προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο δείχνουν ότι η μητρόπολη Τραπεζούντας, που συμπεριλάμβανε ακόμη την επισκοπή Χαλδίας, ήταν τότε η πιο εύρωστη οικονομικά από όλες τις επαρχίες του μικρασιατικού χώρου με καθορισμένη ετήσια εισφορά 80 φλωρίων, όταν τα αντίστοιχα ποσά που επιβάρυναν τις άλλες μικρασιατικές μητροπόλεις δεν ξεπερνούσαν τα 25 φλωρία.7 Η ανάδειξη όμως της ισχυρής τοπικής ελίτ των αρχιμεταλλουργών μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού της περιφέρειας Χαλδίας φαίνεται πως συντέλεσε τα μέγιστα στην εκκλησιαστική αυτονόμηση της περιοχής. Η αναβάθμιση της επαρχίας Χαλδίας σε αυτόνομη αρχιεπισκοπή συντελείται μεταξύ των ετών 1647 και 1654, κατά την περίοδο αρχιερατείας του Σύλβεστρου, ενώ η επιρροή των αρχιμεταλλουργών στις υποθέσεις της επαρχίας Χαλδίας φαίνεται όχι μόνο από την οικονομική υποστήριξη και τις πλούσιες δωρεές τους προς τη νέα αυτή εκκλησιαστική αρχή, αλλά και από το γεγονός ότι ένας από τους πρώτους αρχιεπισκόπους, ο Φιλόθεος Καστελιώτης (1694-1717), είναι γιος αρχιμεταλλουργού, του «πρωτομάστορα των ματεντζίδων» Αθανασίου Καστελιώτη.8 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους πρώτους αρχιεπισκόπους Χαλδίας, στο διάστημα 1654-1757, προέρχονται από την ίδια οικογένεια των Φυτιάνων, ενώ στη συνέχεια σειρά τεσσάρων αρχιερέων προέρχονται όλοι από το χωριό Τζήτη, στοιχεία που πιθανώς αντικατοπτρίζουν ζητήματα τοπικών πολιτικών διεργασιών.9
Η αυτονόμηση της επαρχίας Χαλδίας υπήρξε ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη για τη μητρόπολη Τραπεζούντας και λόγω της απώλειας των μεταλλευτικής προέλευσης εισοδημάτων, αλλά και λόγω της εδαφικής και πληθυσμιακής συρρίκνωσης που επέφερε σε μια εποχή κατά την οποία ο χριστιανικός πληθυσμός της όλης περιφέρειας Τραπεζούντας είχε γενικά μειωθεί λόγω του εξισλαμισμού. Οι μητροπολίτες Τραπεζούντας αντέδρασαν έντονα απέναντι στην απόσχιση της επαρχίας Χαλδίας, χωρίς όμως επιτυχία, αφού πέραν μιας παροδικής επανάκαμψης της επαρχίας Χαλδίας στην αρμοδιότητα του Τραπεζούντας μεταξύ 1660 και 1665/67 η αυτονόμηση της επαρχίας υπήρξε μη αναστρέψιμη.10
3. Ανάπτυξη και επέκταση της επαρχίας Χαλδίας (18ος-20ός αιώνας)
Ο 18ος αιώνας υπήρξε εποχή ευμάρειας και ανάπτυξης για την εκκλησιαστική επαρχία Χαλδίας. Τα εισοδήματα από τις μεταλλευτικές δραστηριότητες ανέδειξαν το κύρος και την επιρροή των τοπικών αρχιερέων, με επιστέγασμα την αναβάθμιση της αρχιεπισκοπής σε μητρόπολη το 1767, ενώ το Γκιουμουσχανέ και η υπόλοιπη επαρχία κοσμούνται τότε από ιδρυόμενους ναούς και μοναστήρια, καθώς και από την ίδρυση του πρώτου σχολείου το 1730. Η περαιτέρω ανάπτυξη της παιδείας σηματοδοτείται από την ίδρυση το 1836 της δημοτικής σχολής αρρένων στο Γκιουμουσχανέ, που το 1845 θα μετονομαστεί «μουσική σχολή» και αργότερα «Φροντιστήριο», ενώ το 1878 θα αποκτήσει και γυμνασιακές τάξεις. Το 1873 ιδρύεται και το πρώτο παρθεναγωγείο.11
Από τα τέλη του 17ου αιώνα αρχίζει η εδαφική επέκταση της αρμοδιότητας του αρχιερέα Χαλδίας σε τόπους μετανάστευσης Ποντίων μεταλλωρύχων. Την έναρξη του φαινομένου σηματοδοτεί η εγκατάσταση μεταλλωρύχων από το Τορούλ σε μερικά παραλιακά χωριά της περιφέρειας Κερασούντας κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, σε μια εποχή κατά την οποία ο χριστιανικός πληθυσμός είχε εκλείψει στην ύπαιθρο της περιφέρειας αυτής, που συνιστούσε τότε πατριαρχική εξαρχία. Όταν το 1698 η εξαρχία Κερασούντας εκχωρήθηκε στο μητροπολίτη Τραπεζούντας, ο τότε μητροπολίτης Νεκτάριος δέχτηκε έναντι χρηματικού τιμήματος, που διέθεσε ο αρχιμεταλλουργός Ιορδάνης Χατζή Συμεών Γαλατάς, να εκχωρήσει στην αρμοδιότητα του Χαλδίας τα χωριά των επήλυδων μεταλλωρύχων. Ο διάδοχός του το 1708 κατήγγειλε την ενέργεια αυτή ως παράνομη με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια μακρά διένεξη μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών αρχών, Τραπεζούντας και Χαλδίας, για το θέμα του ελέγχου των μεταλλευτικών χωριών της Κερασούντας. Η διένεξη, που διήρκεσε ως το 1767, σηματοδοτείται από πατριαρχικές αποφάσεις υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς και λήγει με την τελική επικράτηση του αρχιερέα Χαλδίας.12
Στο πλαίσιο αυτής της διένεξης, καθοριστικής σημασίας εξέλιξη υπήρξε η έκδοση πατριαρχικής απόφασης το 1710 που αναγνώριζε την αρμοδιότητα του Χαλδίας στα μεταλλευτικά χωριά.13 Η πράξη αυτή εξυπηρέτησε αργότερα τους μητροπολίτες Χαλδίας ως νομικό προηγούμενο στην επιδίωξή τους να διατηρούν κάτω από την αρμοδιότητά τους τις κοινότητες που συγκροτούνταν οπουδήποτε στο μικρασιατικό χώρο μέσα από τις μεταναστεύσεις Ποντίων μεταλλωρύχων. Η μείωση της παραγωγής στα μεταλλεία του Τορούλ από το β΄ μισό του 18ου αιώνα οδήγησε πράγματι σε μεταναστεύσεις Ποντίων μεταλλωρύχων σε απομακρυσμένες περιοχές της Μικράς Ασίας, ιδίως στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η επιτυχία των μητροπολιτών Χαλδίας να κρατούν τις κοινότητες αυτές στην αρμοδιότητά τους συντέλεσε στη διασπορά της εδαφικής τους αρμοδιότητας ανά τη μικρασιατική χερσόνησο και στην απουσία εδαφικής συνοχής μεταξύ των κοινοτήτων που συγκροτούσαν την εκκλησιαστική επαρχία. Από τον αρχικό εδαφικό της πυρήνα, που εντοπίζεται εξαρχής στους καζάδες Τορούλ και Σερίν (για αυτό το λόγο ο πλήρης τίτλος του μητροπολίτη ήταν Χαλδίας και Χερροιάνων), στη διάρκεια του 19ου αιώνα και ως την έξοδο (1922-23), η αρμοδιότητα του μητροπολίτη Χαλδίας εντοπίζεται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους εδαφικές ενότητες όπως: - μεγάλο μέρος της περιφέρειας Κερασούντας, όπου βρισκόταν και η δεύτερη επίσημη έδρα του μητροπολίτη στην παραλιακή Πουλαντζάκη. - τα 18 χωριά της περιφέρειας Ak-dağ Maden στο βιλαέτι Ικονίου. - τα χωριά της περιφέρειας Bulgar Maden στο βιλαέτι Αγκύρας. - διάσπαρτα χωριά ή ομάδες χωριών σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, ακόμη και στο σαντζάκι Νικομηδείας.
Η τελευταία εδαφική επέκταση της αρμοδιότητας του μητροπολίτη Χαλδίας εξελίχτηκε το 1913, όταν και η πόλη της Κερασούντας υπάχθηκε στο χώρο αρμοδιότητάς του, αφαιρούμενη από την αρμοδιότητα του Τραπεζούντας, σε συνάφεια με το γεγονός ότι ο Χαλδίας έλεγχε για μακρό χρονικό διάστημα τα χωριά της περιφέρειας. Η τελευταία αυτή εξέλιξη μπορεί να ερμηνευθεί ως πιθανή απόρροια πιέσεων εκ μέρους των χριστιανών κατοίκων της περιφέρειας προκειμένου για να εκλείψουν προβλήματα αντιπροσώπευσης απέναντι στις οθωμανικές αρχές, που προέκυπταν λόγω της ανακολουθίας στην εκκλησιαστική υπαγωγή μεταξύ πόλεως και υπαίθρου.
1. Jennings, R., “The Society and Economy of Maçuka in the Ottoman Judicial Registers of Trabzon, 1560-1640”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 137· Bryer, A.A.M, “The Three Cyrils”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 155-157. 2. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris: Institut Français d’ Etudes Byzantines (Géographie Ecclésiastique de l’Empire Byzantine, I) (1981), αρ. 21, σελ. 421· Ιάκωβος εξ Ιωαννίνων, «Νομοκάνων ή βακτηρία των αρχιερέων ΘΣ Χάλκης, κωδ. ν. 78», δημοσιευμένο στο Γερμανός Σάρδεων, «Κατάλογος επαρχιών του Πατριαρχείου Κων/πόλεως κατά τον ιζ΄ αιώνα», Ορθοδοξία 3 (1928), σελ. 231-237. 3. Bostan, Hanefi M., XV-XVI. Asırlarda Trabzon Sancağında Sosyal ve İktisadî Hayat (Άγκυρα 2002), σελ. 235. 4. Bostan, Hanefi M., XV-XVI. Asırlarda Trabzon Sancağında Sosyal ve İktisadî Hayat (Άγκυρα 2002), σελ. 234. 5. Παπαδόπουλος, Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 50-51· Bryer, A.A.M., “The Tourkokratia in the Pontos: Some Problems and Preliminary Conclusions”, Neo-Hellenica 1 (1970), σελ. 49· Φωτιάδης, Κ., Οι Εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 279- 292. 6. Αναφορά στον «επίσκοπο Χαλδίας» Θεόληπτο περιέχεται στο αρχαιότερο, πιθανώς πλαστό, έγγραφο του κώδικα του μητροπολιτικού ναού Αγίου Γεωργίου Αργυρουπόλεως, του έτους 1624. Βλ. Παπαδόπουλος, Α.Α., «Ιστορικά σημειώματα εκ του κώδικος της Επαρχίας Χαλδίας», Αρχείον Πόντου 8 (1938), σελ. 19, 53. 7. Χρύσανθος (Φιλιππίδης), αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 569. 8. Κανδηλάπτης, Γ.Θ., «Ο κώδιξ του εν Αργυροπόλει ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», Αρχείον Πόντου 24 (1961), σελ. 134-135. 9. Παπαδόπουλος, Α., «Ιστορικά σημειώματα εκ του κώδικος της Επαρχίας Χαλδίας», Αρχείον Πόντου 8 (1938), σελ. 19-21. 10. Χρύσανθος (Φιλιππίδης), αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 573-575. 11. Οικονομίδης, Δ.Η., «Αργυρούπολις», Αρχείον Πόντου 3 (1931), σελ. 160-61, 171-174. 12. Παπαδόπουλος, Α., «Ο Χαλδίας Αρχιερεύς των Μεταλλουργών», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 52· Κανδηλάπτης, Γ., «Συμβολή εις μελέτην περί της μητροπόλεως Χαλδίας», Αρχείον Πόντου 14 (1949), σελ. 42-63· Χρύσανθος (Φιλιππίδης) αρχιεπ. Αθηνών, Η Εκκλησία Τραπεζούντος (Αθήναι 1936), σελ. 582-583, 604-607, 609. 13. Κανδηλάπτης, Γ.Θ., «Ο κώδιξ του εν Αργυροπόλει ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», Αρχείον Πόντου 24 (1961), σελ. 48-52.
|
|
|