1. Ανθρωπογεωγραφία
Η ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Πέραμος (με το όνομα αυτό αναφερόταν στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα) και η τουρκική, παραφθαρμένη πιθανότατα μορφή της ελληνικής, Πέραμα (Perama). Ο πληθυσμός της Περάμου την περίοδο πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή ανερχόταν σε 3.000 κατοίκους, όλους ελληνορθόδοξους.1 Οι αυξητικές τάσεις του ήταν ιδιαίτερα έντονες κατά την περίοδο από το 1890 ως το 1915, οπότε η Πέραμος καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά. Οι περισσότεροι κάτοικοι θεωρούνταν ντόπιοι, υπήρχαν όμως και αρκετοί μετανάστες από τη Μακεδονία και λίγοι από τα νησιά (Κεφαλλονιά, Σίφνο, Χίο). Και στην περίπτωση της Περάμου, όπως και άλλων χωριών της Κυζικηνής Χερσονήσου, η κατάληξη πολλών επιθέτων σε -άκης, όπως και η ομοιότητα διαφόρων τοπωνυμίων με αντίστοιχα της Κρήτης (π.χ. Καστέλλι, Ρόδα, Χαράκι, Γωνιά κτλ.), καθιστά πιθανό οι κάτοικοι της περιοχής να προέρχονται από την Κρήτη. Πάντως, ούτε στην περίπτωση της Περάμου (όπως και στην περίπτωση άλλων χωριών) υπήρχε κάποια προφορική παράδοση των κατοίκων που να θυμίζει αυτή την καταγωγή. Οι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, με πολλές όμως διαλεκτολογικές ιδιαιτερότητες που πιθανόν να ανάγονται στην κρητική καταγωγή τους. Οπωσδήποτε τόσο η ύπαρξη της Περάμου όσο και άλλων οικισμών, όπως η Διαβατή, το Λαγκάδι, το Καστέλλι, η Μηχανιώνα κτλ. μαρτυρείται τουλάχιστον από το 14ο αιώνα.2 Αυτό σημαίνει ότι ο οικισμός προϋπήρχε της οθωμανικής κατάκτησης της Κρήτης (1645-1669), περίοδος που θεωρείται ως το πιθανό χρονικό όριο ενός εποικισμού. Δεν αποκλείεται πάντως ο εποικισμός να έγινε είτε κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας3 είτε μετά την οθωμανική κατάκτηση, οπότε στην περίπτωση αυτή οι έποικοι Κρήτες ίσως συγχωνεύθηκαν με τον προγενέστερο πληθυσμό του οικισμού.4 Οι Περάμιοι μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Νέα Πέραμο Καβάλας, στη Νέα Πέραμο Μεγαρίδας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
2. Διοικητική υπαγωγή και κοινοτική δομή
Η Πέραμος κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα υπήρξε έδρα μουδoυρλικιού. Στο μουδουρλίκι της Περάμου υπάγονταν άλλα τέσσερα χωριά της Κυζικηνής Χερσονήσου: η Μηχανιώνα, το Καστέλλι, η Διαβατή και η Λαγκάδα. Η Πέραμος υπαγόταν με τη σειρά της στο καϊμακαμλίκι της Πανόρμου που ανήκε στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ του βιλαετίου Προύσας. Το μουδουρλίκι της Περάμου δημιουργήθηκε το 1898, όταν η Πάνορμος αποτέλεσε ανεξάρτητη έδρα επαρχίας, οπότε τα παραπάνω χωριά αποσπάστηκαν από την επαρχία της Αρτάκης. Ο μουδούρης (διοικητής του μουδουρλικιού) ενοικίαζε το κτήριο στο οποίο ήταν εγκατεστημένο το διοικητήριο. Στην Πέραμο ήταν εγκατεστημένο και υποθηκοφυλακείο, όπου διεκπεραιώνονταν αγοραπωλησίες κτημάτων, ενώ υπήρχε και δήμαρχος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση και την καθαριότητα των δρόμων, την καθαριότητα της κωμόπολης κτλ.
Το δημαρχιακό συμβούλιο, όπως και ο ίδιος ο δήμαρχος, τυπικά εκλεγόταν από τους κατοίκους της Περάμου, στην πραγματικότητα όμως στη συγκρότησή του άμεσο ρόλο έπαιζαν ο μουδούρης, ο οποίος επικύρωνε την εκλογή, όπως και οι σπουδαιότεροι προύχοντες της Περάμου. Υπήρχαν χρηματικά πρόστιμα για τη ρύπανση των οδών, ενώ διορίζονταν υπάλληλοι για τη φύλαξη των κτημάτων. Επίσης διοριζόταν πασβάντης (νυχτοφύλακας) για τη φύλαξη του χωριού κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ υπήρχε και υπάλληλος υπεύθυνος για τη συλλογή φόρων από την πώληση του κρασιού και των ψαριών. Γενικά φορολογούνταν η μεταφορά εμπορευμάτων από και προς την Κωνσταντινούπολη. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τις εμπορικές συναλλαγές με την Πάνορμο ή τα Μουδανιά. Τέλος, η Πέραμος αποτελούσε έδρα αστυνομικού τμήματος και λιμεναρχείου. Μέσα στο δημαρχιακό συμβούλιο υπήρχε και ένας μουχτάρης με φοροσυλλεκτικές αρμοδιότητες. Κυριότεροι φόροι ήταν ο yol bedeli (γιολ μπεντελί, φόρος για τη συντήρηση των δρόμων), emlak vergisi (εμλάκ βεργκισί, κτηματικός φόρος), papaz bedeli (παπάζ μπεντελί, φόρος για το μητροπολίτη Κυζίκου, όπου υπαγόταν εκκλησιαστικά η Πέραμος, τον οποίο πλήρωναν τα παντρεμένα ζευγάρια και κατά την περίοδο αυτή ανερχόταν στα 12 γρόσια ετησίως), τα ουσούρια (öşür, δηλ. οι δεκάτες) και το bedel (μπεντέλ, στρατιωτικός φόρος). Τις φορολογικές λειτουργίες του μουχτάρη τις επιτηρούσαν δύο φοροεισπράκτορες (tahsildar).
Απευθείας με άμεση ψηφοφορία, σε γενική συνέλευση των κατοίκων που διεξαγόταν στο σχολείο της Περάμου κάθε δύο χρόνια, εκλεγόταν η δημογεροντία (ή, όπως την αποκαλούσαν οι Περάμιοι, η «επιτροπή»). Η δημογεροντία είχε 6 μέλη και ήταν υπεύθυνη για τις εκκλησίες και τα σχολεία της κοινότητας, αλλά και γενικότερα για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος της κοινότητας προς την οθωμανική διοίκηση.5
3. Οικιστική δομή και ναοί
Στην Πέραμο υπήρχαν δύο ενορίες-συνοικίες (μαχαλάδες, mahalle): του Αγίου Γεωργίου (δυτικά) και του Αγίου Δημητρίου (ανατολικά), οικιστικά δομημένες γύρω από τις δύο ομώνυμες εκκλησίες της κωμόπολης. Πιο πλούσια ήταν αυτή του Αγίου Γεωργίου, επειδή περιλάμβανε τα οικήματα προς την πλευρά της παραλίας, όπου βέβαια βρίσκονταν το λιμάνι (σκάλα) και τα καφενεία του χωριού. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο ίδιο σημείο υπήρχε παλαιότερη εκκλησία, η οποία καταστράφηκε από πυρκαγιά (πιθανόν το 1873). Ο Άγιος Γεώργιος ήταν μεγάλη εκκλησία, με δίρριχτη στέγη και καμπαναριό στο ίδιο περίπου ύψος με την εκκλησία. Ο Άγιος Δημήτριος, από την άλλη, ήταν παλαιά πέτρινη εκκλησία, με ξύλινη στέγη, ήταν ίσως 300 ή 400 ετών. Οι κάτοικοι μάλιστα είχαν συγκεντρώσει χρήματα και ήταν έτοιμοι να την γκρεμίσουν και να την ξαναφτιάξουν, τους πρόλαβε όμως η όξυνση των σχέσεών τους με το τουρκικό στοιχείο μετά το 1913 και το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε. Εκτός από τον Άγιο Γεωργίο και τον Άγιο Δημήτριο υπήρχαν άλλες δύο εκκλησίες, που ήταν χτισμένες η μία δίπλα στην άλλη: η μία ήταν αφιερωμένη στην Παναγία και η άλλη στους Ταξιάρχες. Ήταν παλαιές μισογκρεμισμένες εκκλησίες που οι κάτοικοι είχαν αποφασίσει να ανακατασκευάσουν ως μία ενιαία. Στην περίπτωση αυτή όμως ανασταλτικό ρόλο έπαιξαν ενδοκοινοτικές διενέξεις μεταξύ των προυχόντων της κωμόπολης, παρόλο που είχε συγκεντρωθεί ένα σημαντικό τμήμα των υλικών για την κατασκευή της εκκλησίας. Επίσης δύο ώρες βορειοανατολικά της Περάμου βρισκόταν το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου της Δάφνης (η Δάφνη ήταν ψαρότοπος, κόλπος αμμουδερός κατάλληλος για ψάρεμα, ακριβώς ανάμεσα στο Καστέλλι και στη Μηχανιώνα), ενώ σε απόσταση μίας ώρας από την κωμόπολη ήταν το μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστό για την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα της, η οποία μετά τη Μικρασιατική καταστροφή μεταφέρθηκε στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη.6
4. Στοιχεία οικονομίας
Οι οικονομικές δραστηριότητες των Περαμίων γενικά σχετίζονταν με την αμπελουργία, την ελαιουργία, τη σηροτροφία (από όπου προέρχονταν και τα σημαντικότερα εισοδήματα των κατοίκων), την παραγωγή οπωροκηπευτικών κτλ. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν επίσης η αλιεία και η ναυτιλία. Η Πέραμος είχε εμπορικές συναλλαγές κυρίως με την Πάνορμο. Η επικοινωνία μεταξύ τους διεξαγόταν κυρίως με καΐκια, τα λεγόμενα «παζάρ καΐκια», τα οποία ήταν ιστιοφόρα. Η απόσταση από τη θάλασσα ήταν 2 1/2 ώρες. Δεν έλειπαν εξάλλου εμπορικές συναλλαγές με την Κωνσταντινούπολη. Στην ίδια την Πέραμο υπήρχαν μπακάλικα, μανάβικα, χασάπικα, τεχνίτες (μαραγκοί, χτίστες κτλ.) και έμποροι (κερεστετζήδες, υφασματέμποροι κτλ.) Πατάτες και κάρβουνο προμηθεύονταν από το Καμπέρ Μπαξέ. Τα κρεμμύδια τα έπαιρναν από τις Σκαμνιές και συνήθως τα αντάλλασσαν με σταφύλια. Αγόραζαν επίσης σιτάρι από την Πάνορμο, το οποίο το άλεθαν στους αλευρόμυλους της Περάμου. Έτοιμο ψωμί αγόραζαν από την Πάνορμο και το Αρμενοχώρι. Από την άλλη, τα δικά τους οπωροκηπευτικά οι κάτοικοι της Περάμου τα πωλούσαν στην Πόλη, ενώ τα ψάρια τους στην Πάνορμο (κυρίως παλαμίδες και κολιούς) και το μετάξι στα Μουδανιά. Τέλος, στην περιοχή της Περάμου λειτουργούσαν 14 λατομεία υποκυάνου γρανίτη, τα οποία εκμεταλλεύονταν αλλοδαποί.
5. Εκπαίδευση - σύλλογοι
Η εκπαιδευτική κίνηση στην Πέραμο γνωρίζουμε ότι γνώρισε άνθηση για πρώτη φορά στις αρχές του 19ου αιώνα, με κύριο πρωτεργάτη το μητροπολίτη Κυζίκου Μακάριο (1806-1811) που πρωτοστάτησε στην οργάνωση συστηματικών σχολείων. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται η ίδρυση του πρώτου δημοτικού σχολείου. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905) στο μικτό εξατάξιο αυτό σχολείο φοιτούσαν 200 μαθητές υπό την επίβλεψη 3 δασκάλων και 80 νήπια υπό την επίβλεψη μιας νηπιαγωγού, με ετήσια δαπάνη 15.000 γρόσια (ή 150 χρυσές λίρες).7 Στην έκτη τάξη οι μαθητές διδάσκονταν εκτός από ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Το σχολείο αυτό ήταν χτισμένο στην ανατολική άκρη της παραλίας της Περάμου, στα ριζά του λόφου Κάστρο (μεγάλος λόφος που δέσποζε πάνω από το φυσικό λιμάνι της περιοχής). Το 1911 στην κορυφή του ίδιου λόφου άρχισε να χτίζεται το Παπαδοπούλειο Παρθεναγωγείο με δωρεά του Μικέ Παπαδόπουλου, πλούσιου εμπόρου ταπήτων της Πόλης με καταγωγή από την Πέραμο, και αρχιτέκτονα τον Π.Δ. Φωτιάδη. Τα εγκαίνια του παρθεναγωγείου έγιναν με κάθε επισημότητα τον Αύγουστο του 1913. Οι δάσκαλοι αμείβονταν από την κοινότητα, με συλλογή φόρου από τους κατοίκους που είχαν παιδιά στο σχολείο και μάλιστα αναλογικά με την τάξη στην οποία βρίσκονταν (στα παιδιά των μεγαλυτέρων τάξεων αναλογούσε μεγαλύτερος φόρος). Στο χωριό επίσης υπήρχε και παιδονόμος που ήταν υπεύθυνος για την πειθαρχημένη συμπεριφορά των μικρών μαθητών.
Η εκπαιδευτική κίνηση στην Πέραμο στηρίχθηκε ιδιαίτερα από τις συλλογικές οργανώσεις της παροικίας των Περαμίων στην Πόλη (γύρω στις 200 οικογένειες). Το 1872 ιδρύεται η πρώτη από αυτές, η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης «Η Ελπίς», η οποία λειτούργησε ως το 1882. Το 1907 ιδρύθηκε η Φιλεκπαιδευτική αδελφότητα ο «Ο Ταξιάρχης», η οποία λειτούργησε ως το 1914, ενώ βραχύβια ήταν η δραστηριοποίηση του Ανορθωτικού Συλλόγου των Περαμίων (1919-1922), ο οποίος προσπάθησε να αποκαταστήσει τις καταστροφές που είχε υποστεί ο οικισμός μετά τις διώξεις του 1915.
1. Τον αριθμό αυτό δίνει ο Π. Κοντογιάννης, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 266. Στις αρχές του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την Αναγραφή της Κυζίκου, κείμενο ανώνυμου συγγραφέα του 1825, η Πέραμος αριθμούσε γύρω στα 350 σπίτια. Το 1869 ο πληθυσμός της ανερχόταν στους 2.500 κατοίκους, η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1905 αναφέρει τον αριθμό των 3.400 κατοίκων, ενώ έκθεση της Δημογεροντίας Περάμου του 1921 αναφέρει ότι το 1914 ο πληθυσμός έφθανε γύρω στις 5.000 κατοίκους. Για μία σύνοψη των στατιστικών πληροφοριών για τον πληθυσμό της Περάμου, ως την καταστροφή του οικισμού το 1915, βλ. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία-Λαογραφία-Χρονικά-Αναμνήσεις, έκδ. Συλλόγου Περαμίων-Κυζικηνών (Αθήνα 1968), σελ. 80-82. Ο Α.Ν. Αναγνωστόπουλος, Γεωγραφία της Ανατολής Α΄, Φυσική Κατάστασις της Ανατολής (Αθήνα 1922), σελ. 70, αναφέρει ότι η Πέραμος αριθμούσε 2.500 κατοίκους και 566 σπίτια. Τέλος η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1922 (Patriarcat Oecumenique, Les atrocités kémalistes (Constantinople 1922), σελ. 223) αναφέρεται σε 3.750 κατοίκους. 2. Reşit M. Ertuzun, Kapıdağı Yarımadasi ve Çevresindaki Adalar (Istanbul 1993), σελ. 220. 3. Πιθανόν μετά την εξέγερση των ετών 1268-1274, βλ. Μακρής, Ι.Κ., «Οι κάτοικοι της Κυζικηνής Χερσονήσου», Μικρασιατικά Χρονικά 9 (1961), σελ. 223. 4. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία-Λαογραφία-Χρονικά-Αναμνήσεις, έκδ. Συλλόγου Περαμίων-Κυζικηνών (Αθήνα 1968), σελ. 33-50. 5. Σγουρίδης, Γ.Α., Η Πέραμος της Κυζίκου. Ιστορία-Λαογραφία-Χρονικά-Αναμνήσεις, εκδ. Συλλόγου Περαμίων-Κυζικηνών (Αθήνα 1968), σελ. 88-98, όπου ο Γενικός Κανονισμός της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Περάμου, ο οποίος καταρτίστηκε το 1910, για τις λειτουργίες και συνθήκες συγκρότησης της δημογεροντίας. 6. Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Paris 1975), σελ. 203-205. 7. Βάσει της σχετικής στατιστικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βλ. Ημερολόγιο Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Κωνσταντινουπόλεως (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 181.
|
|
|