1. Εισαγωγή
Αν εξαιρέσει κανείς τις πρώιμες μεταναστεύσεις, για τις οποίες άλλωστε δε διαθέτουμε πάντα επαρκή στοιχεία, η μετανάστευση προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας ήταν πλήρως ενταγμένη στις κανονικότητες της ζωής των κατοίκων, ή τουλάχιστον κάποιων ομάδων του πληθυσμού. Τα κίνητρα ποικίλλουν, με σημαντικότερα τις εμπορικές δραστηριότητες που έφερναν σε επαφή τους κατοίκους των νησιών με την απέναντι ακτή, την εποχιακή ζήτηση εργατικών χεριών στη γεωργία και στη μεταποίηση, καθώς και την ανάγκη για εξειδικευμένους τεχνίτες. Τα προαναφερθέντα επαγγελματικά πεδία πρόσφεραν συχνά οικονομική διέξοδο σε σημαντικές ομάδες του πληθυσμού, είτε αποτελούσαν γι’ αυτές την κύρια είτε συμπληρωματική πηγή εισοδήματος. Η πολύ μικρή απόσταση από τα μικρασιατικά παράλια οπωσδήποτε διευκόλυνε την πρόσβαση των νησιωτών εκεί. Είναι άλλωστε ενδεικτικό των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δύο χώρων ότι οι σημαντικοί οικισμοί των νησιών ήταν στην πλειοψηφία τους χτισμένοι στην ανατολική ακτή. Η ευκολία πρόσβασης, τέλος, ίσως συνέβαλε και στην αυξημένη συχνότητα των εποχιακών μετακινήσεων. 2. Λέσβος Στα τέλη του 16ου αιώνα έφτασαν στη μικρασιατική ακτή οι πρώτοι οικιστές του Αϊβαλιού, οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση κατάγονταν από τη Λέσβο και τα γύρω νησιά.1 Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, εργάτες από το νησί πήραν μέρος στις εκτεταμένες επισκευές του κάστρου στη Φώκαιαστις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ χτίστες στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Ανατολίας για να εργαστούν σε κατασκευαστικά προγράμματα που χρηματοδοτούνταν από την κεντρική διοίκηση.2 Ιδιαίτερη πύκνωση του μεταναστευτικού ρεύματος παρατηρείται στο τέλος του 19ου αιώνα και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική διασύνδεση της Λέσβου με τις μικρασιατικές ακτές.3 Η μετανάστευση από τη Λέσβο προς τα μικρασιατικά παράλια, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, πήρε κατά κύριο λόγο τη μορφή της εποχιακής μετακίνησης εργατών και τεχνιτών την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Οι περιπτώσεις μόνιμης εγκατάστασης μεταναστών ήταν πιο σπάνιες. Εκτός από τις απέναντι ακτές και την ενδοχώρα τους, μετανάστες από τη Λέσβο εμφανίστηκαν επίσης στην περιοχή της Σμύρνης και στην Κωνσταντινούπολη. Η μετανάστευση προκαλούσε σημαντική μείωση του ανδρικού πληθυσμού. Κάποιες γυναίκες ακολούθησαν την κινητικότητα του ανδρικού πληθυσμού του νησιού προς τα μικρασιατικά παράλια, το γυναικείο μεταναστευτικό ρεύμα όμως ήταν σαφώς μικρότερο. Εργάζονταν κυρίως ως υπηρέτριες με στόχο την εξασφάλιση μιας μικρής προίκας, η οποία θα τους επέτρεπε να παντρευτούν.4 Η συχνή απουσία των ανδρών από το νησί αποτυπώθηκε και στο σύστημα μεταβίβασης της οικογενειακής περιουσίας, η οποία μέσω της προικοδοσίας περνούσε στις κόρες. Κανόνα άλλωστε αποτέλεσε η μητροτοπική εγκατάσταση του ζευγαριού μετά το γάμο. Οι επιπτώσεις της μετανάστευσης ανιχνεύονται τέλος και στις αιτήσεις διαζυγίου: οι επαγγελματικές ομάδες με την εντονότερη κινητικότητα (εργάτες, τεχνίτες, μικρέμποροι) παρουσίαζαν και τη μεγαλύτερη συχνότητα διαζυγίων.5 3. Χίος Μετά τη σταδιακή παρακμή της Χίου ως κέντρου του εμπορίου της Ανατολής κατά το 17ο αιώνα, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη άνοδο της Σμύρνης, οι Χιώτες έμποροι επέλεξαν τη λύση της μετανάστευσης στο νέο κέντρο προκειμένου να αποφύγουν τον αποκλεισμό τους από το διεθνές εμπόριο.6 Εκεί δραστηριοποιήθηκαν εκ νέου, κυρίως στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο ευρωπαϊκών υφασμάτων. Εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν, διακρίθηκαν ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα στο εμπόριο υφασμάτων και άλλων αποικιακών αγαθών. Γι’ αυτό το λόγο άπλωσαν το εμπορικό τους δίκτυο σε διάφορες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης, δημιουργώντας εταιρείες οργανωμένες σε οικογενειακή βάση. Η σημαντική θέση που κατείχαν στο εμπόριο της Σμύρνης αποδεικνύεται και από τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για την οικονομία της πόλης η προσωρινή απομάκρυνση πολλών από αυτούς μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Μετανάστες από τη Χίο ασχολήθηκαν επίσης με τη ναυτιλία, αλλά και με τα χρηματοοικονομικά, δραστηριότητες οι οποίες τους απέφεραν σημαντικά κέρδη από τη δεκαετία του 1760 και εξής. Η μετανάστευση από τη Χίο προς τη Σμύρνη, παρά τη μεγάλη σημασία της, δεν πήρε μαζικές διαστάσεις. Αφορούσε τους κύκλους των εμπόρων, οι οποίοι συχνά διέθεταν και τα απαραίτητα κεφάλαια. Μετά την εγκατάστασή τους στη Σμύρνη δε διέκοπταν τις επαφές τους με τον τόπο καταγωγής τους. Συχνά διέθεταν κεφάλαια για τον εξωραϊσμό των οικογενειακών τους σπιτιών, καθώς και για έργα κοινωνικής πρόνοιας στο νησί. Γνωστά παραδείγματα αποτελούν οι οικογένειες Μπαλτατζή, Πετροκόκκινου, Μαυρογορδάτου, Μαυροκορδάτου, Ψυχάρη και Ράλλη. Τέλος, Χιώτες εποχιακοί εργάτες χρησιμοποιήθηκαν κατά τις περιόδους σποράς και συγκομιδής από Οθωμανούς αξιωματούχους της περιοχής Αλατσάτων. Οι τελευταίοι, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν μόνιμο εργατικό δυναμικό για τα κτήματά τους, άρχισαν να παραχωρούν στους Χιώτες γεωργούς κτήματα αντί να καταβάλλουν τμήμα της παραγωγής, με αποτέλεσμα η εποχιακή μετακίνηση να εξελιχθεί για κάποιους σε μόνιμη εγκατάσταση. 4. Σάμος
Ο κύριος όγκος των διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούν τη μετανάστευση από τη Σάμο προς τα μικρασιατικά παράλια προέρχονται από την περίοδο της Ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912). Οι μετανάστες, άνδρες κατά κύριο λόγο, εγκαθίστανται σε όλη σχεδόν την περιοχή των παραλίων και της ενδοχώρας τους, κυρίως όμως στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Δε διαθέτουμε ακριβείς εκτιμήσεις για τον αριθμό τους, ο οποίος πάντως ήταν ιδιαίτερα υψηλός. Ο μεγάλος αριθμός των μητρωνυμικών ανάμεσα στα επίθετα που έχουν καταγραφεί επιβεβαιώνει επίσης τη συχνή μετανάστευση των ανδρών. Ανάλογα με τις ασχολίες και τη διάρκεια παραμονής τους στη Μικρά Ασία οι μετανάστες από τη Σάμο χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: α. Σχετικά μόνιμα εγκατεστημένοι επιχειρηματίες, έμποροι, κτηματίες και εργάτες. β. Αγρότες που έρχονταν ως ενοικιαστές κτημάτων. Η διάρκεια παραμονής τους ήταν συνήθως μικρότερη του ενός έτους. Κάποτε έφερναν μαζί και την οικογένειά τους, ιδίως κατά την περίοδο του θερισμού.7 γ. Εποχιακοί εργάτες που έφταναν στην περιοχή την περίοδο του θερισμού. Συχνά επρόκειτο για αγρότες που είχαν μείνει ακτήμονες λόγω της αδυναμίας να αποπληρώσουν δάνεια που είχαν συνάψει για να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις.8 Υπολογίζεται ότι 1.500 περίπου οικογένειες συντηρούνταν κατ’ αυτό τον τρόπο. Ο αριθμός των εποχιακών εργατών ανήλθε στους 1.636 το 1896.9 Ήταν οργανωμένοι σε ομάδες και συνήθως παρέμεναν περίπου τρεις μήνες. Οι «παρέες», όπως ονομάζονταν οι ομάδες των εργατών, περιλάμβαναν 10-20 μέλη. Ο «καπετάνιος», αρχηγός της κάθε ομάδας, επισκεπτόταν την περιοχή κατά τα τέλη Μαΐου και συμφωνούσε με τον ιδιοκτήτη ή τον ενοικιαστή των κτημάτων τους όρους εργασίας της ομάδας. Η αναχώρηση των «Πιριτιανών», όπως ονομάζονταν οι εποχιακοί εργάτες, γινόταν με τελετουργικό τρόπο, με γιορτή στην οποία συμμετείχε όλο το χωριό. Η αμοιβή τους ήταν συνήθως μεικτή, σε χρήμα και σε είδος. Το τμήμα της αμοιβής που καταβαλλόταν σε είδος, τα «θεριστικά», μεταφερόταν στη Σάμο τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο. Στη δυτική Μικρά Ασία ήταν εγκατεστημένοι και επιστάτες της Ηγεμονίας, με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών της σαμιακής εμπορικής ναυτιλίας και κατ’ επέκταση και των Σαμιωτών γεωργών. Υπήρχε η γενική επιστασία της Σμύρνης, της Νέας Εφέσου (Κουσάντασι) και των Σωκίων, οι οποίες διατηρούσαν και παραρτήματα σε άλλες τοποθεσίες. 5. Δωδεκάνησα Ήδη από το 16ο αιώνα, μετά την υπαγωγή των Δωδεκανήσων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι κάτοικοί τους μετανάστευαν στη Μικρά Ασία, όπου είτε δραστηριοποιούνταν στον εμπορικό τομέα, κάτι που συνήθως προϋπέθετε μονιμότερη εγκατάσταση είτε πρόσφεραν εποχιακή εργασία ως τεχνίτες και εργάτες γης. Σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργήθηκαν παροικίες Δωδεκανησίων. Συμιώτες απαντούν στην απέναντι ακτή, στους οικισμούς Σταδιά και Καράμακα. Ροδίτες από το χωριό Σιάννα είχαν εγκατασταθεί στο Βαϊνδίρι, στο Αϊδίνι και στο Πεντζίκι (Bencik). Μετανάστες από το Καστελόριζο είχαν δημιουργήσει παροικίες στους οικισμούς Καλαμάκι,Αντίφελλο, Τρίστομο,Μύρα Λυκίας και Φοίνικα, απ΄ όπου στις αρχές του 20ού αιώνα μετέφεραν ξυλεία σε νησιά του Αιγαίου και σε λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι κάτοικοι της Τήλου κατευθύνονταν στους οικισμούς Κιρκιντζέ (Κερκεζέ), Θείρα, Ντενιζλί (Δένεζλι), Κουσάντασι, Ναζλί (όπου υπήρχε και συνοικία ονόματι Έλληνας), Σταδιά και Αλικαρνασσό. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, οι οποίες εντοπίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα, πρόκειται κυρίως για εποχιακή μετακίνηση ξυλουργών, σιδεράδων και χτιστών μετά το πέρας των αγροτικών εργασιών στο νησί. Στη Μικρά Ασία έμεναν το χρονικό διάστημα μεταξύ των εορτών του αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η ίδρυση το 1893 της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ναζλίου με σκοπό την οικονομική ενίσχυση των Τηλίων που έφταναν εκεί έως ότου βρουν εργασία, καθώς και τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων προς τις εκκλησίες, τις κοινότητες και το μοναστήρι της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τόσο η ίδρυση της αδελφότητας, όσο και κάποιες εγγραφές στο κατάστιχό της, φανερώνουν ότι μερικοί τουλάχιστον μετανάστες έμεναν για μεγαλύτερα διαστήματα στο Ναζλί και δεν ακολουθούσαν αυστηρά τον ετήσιο ρυθμό της μετακίνησης. Η αδελφότητα διατηρήθηκε μέχρι το 1922.
1. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 14-15. 2. Faroqhi, S., Towns and Townsmen of Ottoman Anatolia: Trade, crafts and food production in an urban setting 1520-1650 (Cambridge 1984), σελ. 272. 3. Η Λέσβος είχε εξελιχθεί σε εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο μιας ζώνης που περιλάμβανε τα απέναντι μικρασιατικά παράλια και την ενδοχώρα τους. Την ίδια περίοδο έγιναν σημαντικές επενδύσεις στον τομέα της εμπορίας λαδιού και της μεταποίησής του σε σαπούνι. Οι επενδυτές αξιοποίησαν ένα ήδη υπάρχον εμπορικό δίκτυο που περιλάμβανε τη Λέσβο, το Αϊβαλί και το Αδραμύττι, την Κωνσταντινούπολη, τα διαμετακομιστικά κέντρα της Μαύρης Θάλασσας και την Αίγυπτο. 4. Αναγνωστοπούλου, Μ., Η γυναίκα της Λέσβου στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας: Ιστορικά και λαογραφικά ανάλεκτα (Μυτιλήνη 1998), σελ. 59. 5. Σταματογιαννοπούλου, Μ., «Μακράν κοίτης και τραπέζης: Οι συζυγικές συγκρούσεις στη Λέσβο του 1900», Μνήμων 16 (1994), σελ. 118. 6. Ενώ οι ερευνητές συμφωνούν σχετικά με την αρχή της παρακμής της Χίου ως διεθνούς εμπορικού κέντρου, την οποία τοποθετούν στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, εκφράζουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη μετανάστευση των Χίων εμπόρων στη Σμύρνη. Ο Goffman, D., “Izmir: From village to colonial city”, στο Eldem, E. – Goffman, D. – Masters, B., The Ottoman City between East and West: Aleppo, Izmir, and Istanbul (Cambridge 1999), σελ. 92-93, την τοποθετεί στις αρχές, ενώ η Φραγκάκη-Syrett, Ε., Οι Χιώτες έμποροι στις Διεθνείς Συναλλαγές 1750-1850 (Αθήνα 1995), σελ. 21, στα τέλη του 17ου αιώνα. 7. Μουτάφης, Γ., «Σάμιοι υπήκοοι και επιστασίες στη Μ. Ασία κατά την ηγεμονική περίοδο», Σαμιακές Μελέτες 1 (1993), σελ. 167. 8. Μουτάφης, Γ., «Διοίκηση και φορολογία στη Σάμο στις αρχές της Ηγεμονίας», Αντιπελάργηση, τιμητικός τόμος για το Νικόλαο Α. Δημητρίου (Αθήνα 1992), σελ. 170. 9. Ζαφειρίου, Ν., «Η δημοσιονομία της ηγεμονίας της Σάμου», Αρχείον Σάμου 4 (1955), σελ. 159-160.
|
|
|