Μετανάστευση από Καππαδοκία

1. Γενική περιγραφή και αιτίες

Η μετανάστευση από την Καππαδοκία αποτελούσε διαχρονικό φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της περιοχής ήδη από το 15ο αιώνα. Πέρα από εξωγενείς αιτίες, όπως κάποια απόφαση της κεντρικής διοίκησης, η μετανάστευση οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στην περιορισμένη αγροτική παραγωγή, στις δημογραφικές διακυμάνσεις και στην έλλειψη συνθηκών ασφάλειας στην ύπαιθρο, συχνά λόγω της δράσης άτακτων ενόπλων και των ανταγωνισμών ανάμεσα στους ισχυρούς τοπάρχες, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο σημαντικότερος χώρος υποδοχής μεταναστών από την Καππαδοκία,από το 15ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, ήταν η Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερη πύκνωση παρατηρήθηκε κατά το 18ο και κυρίως το 19ο αιώνα. Οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται αφενός με την ανάπτυξη της ίδιας της πρωτεύουσας και αφετέρου με τη βελτίωση των συγκοινωνιακών μέσων και την αύξηση των ανταλλαγών. Άλλοι χώροι υποδοχής Καππαδoκών στη Μικρά Ασία ήταν ο Πόντος, από το 17ο έως τον 20ό αιώνα (κυρίως όμως κατά το 19ο, λόγω της ανάδειξης της Σαμψούντας και άλλων μικρότερης εμβέλειας εμπορικών κέντρων), η Σμύρνη και τα δυτικά παράλια, από τα μέσα του 18ου αιώνα (κυρίως μετά τη δεκαετία του 1860, βασικά λόγω της ανάπτυξης της καλλιέργειας και εμπορίας βαμβακιού στην περιοχή), και τέλος πόλεις της Κιλικίας και της κεντρικής Μικράς Ασίας όπως τα Άδανα, το Ικόνιο, η Μερσίνα και η Άγκυρα. Παρότι η κεντρική Μικρά Ασία αποτέλεσε σχετικά πρώιμα χώρο υποδοχής μεταναστών από την Καππαδοκία,1 η μετακίνηση αυτή πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις κυρίως το 19ο αιώνα. Οι μετανάστες που κατευθύνονταν εκεί ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο υφασμάτων, διατηρούσαν ταχινοποιεία, σπορελαιοτριβεία, εργαστήρια αγγειοπλαστικής και μπακάλικα ή δραστηριοποιούνταν ως ζωέμποροι και εξαγωγείς.2 Προς το τέλος του 19ου αιώνα, ειδικά όσον αφορά τα Άδανα, η μετανάστευση σχετίζεται και με την ανάπτυξη του εμπορίου βαμβακιού και λαδιού.3 Καππαδόκες κατευθύνθηκαν και σε περιοχές εκτός Μικράς Ασίας, όπως η Αίγυπτος, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και –στα τέλη του 19ου αιώνα– η Αμερική, χωρίς όμως αυτοί οι προορισμοί να αποκτήσουν τη σημασία των προηγούμενων.

Θα πρέπει επίσης να γίνει λόγος για τις εποχιακές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού σε ετήσια βάση. Η Κιλικία και οι γύρω περιοχές απορροφούσαν συχνά αυτούς τους μετανάστες, οι οποίοι δούλευαν ως ασβεστάδες4 και ως εργάτες σε ταχινοποιεία και σε νταμάρια5 κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ το καλοκαίρι επέστρεφαν συνήθως στους τόπους καταγωγής τους.6 Αναφέρονται επίσης περιοδικές μετακινήσεις χτιστών τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις, όπως των κατοίκων των Φλοϊτών, οι οποίοι έκαναν περιοδείες ασχολούμενοι με την κατασκευή μαγκάνων και εργάζονταν το χειμώνα στους μαγκάνους της Καισάρειας.7

Τέλος, υπήρξαν και κάποιες μεμονωμένες μάλλον μετακινήσεις, που είχαν στόχο την απόκτηση μόρφωσης. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του Ιερεμία Γ΄, στις αρχές του 18ου αιώνα, υπήρχε πρόβλεψη για νέους Καραμανλήδες από την περιοχή της Καισάρειας, οι οποίοι επιθυμούσαν να σπουδάσουν 4-5 χρόνια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, έτσι ώστε να καταλαβαίνουν την Αγία Γραφή και τα λειτουργικά βιβλία.8 Αντίστοιχη κίνηση παρατηρήθηκε και το 19ο αιώνα. Κάποιοι Καππαδόκες λόγιοι μάλιστα, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στη Σχολή της Χάλκης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης προέβησαν σε εξελληνισμό και εξαρχαϊσμό των ονομάτων τους.9

2. Εγκατάσταση και μεταναστευτικά πρότυπα

Η μετανάστευση, ιδίως από το 18ο αιώνα, αφορούσε σχεδόν την πλειοψηφία των οικισμών της Καππαδοκίας και κυρίως εκείνους με μικρή αγροτική παραγωγή. Αυτοί που μετανάστευαν ήταν κυρίως οι άνδρες που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία. Διατηρούσαν τις επαφές με τους τόπους καταγωγής τους, όπου επέστρεφαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αφού εκεί συνήθως παρέμεναν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους. Η εργασία των μεταναστών αποτελούσε σημαντικό πόρο, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα το μοναδικό, για την επιβίωση των κατοίκων στους τόπους καταγωγής τους. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μετανάστευαν ολόκληρες οικογένειες ήταν σπανιότερες και παρατηρήθηκαν κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.

Συγγενικά και τοπικά δίκτυα διευκόλυναν την υποδοχή και ένταξη των νέων μεταναστών. Αυτό συχνά είχε αποτέλεσμα την επαγγελματική εξειδίκευσή τους και τη δημιουργία συντεχνιών οργανωμένων σε τοπική βάση. Μέσω των συντεχνιών αλλά και συλλόγων που ιδρύθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα ρυθμίζονταν πια και οι επαφές των μεταναστών με τους τόπους καταγωγής τους. Διαφοροποιήσεις σε σχέση με το παραδοσιακό μεταναστευτικό πρότυπο παρατηρήθηκαν στα νέα εμπορικά κέντρα, όπως η Σαμψούντα και η Σμύρνη, και σχετίζονταν με τις επαγγελματικές δραστηριότητες και με τις νοοτροπίες των ομάδων που κατευθύνθηκαν προς αυτά. Επρόκειτο κυρίως για ομάδες μεγαλεμπόρων αλλά και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, οι οποίες απέκλιναν από εκείνες των επαγγελματιών και των τεχνιτών, που εντάσσονταν στις συντεχνίες. Η πλήρης ένταξη των μεταναστών αυτών στην τοπική κοινωνία και τελικά η αφομοίωσή τους φαίνεται ότι ήταν ευκολότερη, τουλάχιστον στην περίπτωση των μεγαλεμπόρων.

Παράδειγμα γι' αυτές τις διαδικασίες αποτελεί η περίπτωση του Θεοδωράκη Αρζόγλου, γόνου μεταναστών από το Ανδρονίκι. Ασχολήθηκε με το εμπόριο καπνού στη Σαμψούντα και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους καπνέμπορους της πόλης. Ασχολήθηκε επίσης με τα κοινά ως δήμαρχος και ως βουλευτής Σαμψούντας κατά το διάστημα 1914-1918. Ενδιαφέρον προκαλεί και η περίπτωση του Γιαννάκη Γιατζόγλου ή Κάρλογλου, ο οποίος γεννήθηκε στο Ανδρονίκι το 1795. Μετανάστευσε στη Σμύρνη και ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τα κοινά τόσο στην ίδια τη Σμύρνη,10 όσο και στη Σάμο, όπου διετέλεσε τοποτηρητής του πρώτου ηγεμόνα Στεφάνου Βογορίδη, από τις 3 Ιανουαρίου μέχρι τις 11 Μαρτίου του 1841.11



1. Στο β΄ μισό του 17ου αιώνα οι Καππαδόκες αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της χριστιανικής κοινότητας της Άγκυρας, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο του μαλλιού ανγκορά. Μπαλλιάν, Α., «Η Καππαδοκία μετά την κατάκτηση των Σελτζούκων και οι χριστιανικές κοινότητες από το 16ο έως το 18ο αιώνα», στο Μπαλλιάν, Α. – Πετροπούλου, Ι. – Παντελεάκη, Ν. (επιμ.), Καππαδοκία: Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή (Αθήνα 1993), σελ. 36.

2. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 288-289.

3. Ρενιέρη, Ει., «Ανδρονίκιο: Ένα καππαδοκικό χωριό κατά τον 19ο αιώνα», Μνήμων 15 (1993), σελ. 42.

4. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 116.

5. Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 289· Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 39.

6. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 117· Καρατζά, Ε., Καππαδοκία: Ο τελευταίος ελληνισμός της περιφέρειας Ακσεράι Γκέλβερι (Καρβάλης) (Αθήνα 1985), σελ. 288-289.

7. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 32, 39, 98.

8. Clogg, R., “A Millet Within a Millet: The Karamanlides”, στο Gondicas, D. – Issawi, C. (επιμ.), Ottoman Greeks in the Age of Nationalism: Politics, Economy, and Society in the Nineteenth century (Princeton 1999), σελ. 122.

9. Πετροπούλου, Ι., «Ο εξελληνισμός-εξαρχαϊσμός των ονομάτων στην Καππαδοκία τον δέκατο ένατο αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ. 7 (1988-1989), σελ. 165 κ.ε.

10. Τσαλίκογλου, Ε., Οι εν διασπορά Καππαδόκες: Βίος και δραστηριότητες αυτών (Αθήναι 1954), σελ. 221· Σολομωνίδης, Χ., Η Εκκλησία της Σμύρνης (Αθήνα 1960), σελ. 330-331.

11. Αλεξανδρής,, Α., «Οι Έλληνες στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας», Δ.Ι.Ε.Ε.Ε. 23 (1980), σελ. 369.