Ματζούκα, Μονή Παναγίας Σουμελά, Ιστορικό

1. Γεωγραφική θέση και παράδοση κατασκευής της μονής

Το μοναστήρι της Παναγίας στον Εύξεινο Πόντο χτίστηκε σε απόκρημνη θέση πάνω από μια κοιλάδα την οποία διασχίζει το ποτάμι της Παναγίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Μελά, περίπου 40 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας και σε υψόμετρο 1.150 μέτρων.1 Η μονή, χτισμένη σε περιοχή μεγάλης φυσικής ομορφιάς, αργότερα έγινε γνωστή ως Σουμελά.

Το χρονικό της κατασκευής του μοναστηριού συνδέεται με παραδόσεις που ανάγονται έως το 10ο αιώνα. Με βάση τις παραδόσεις αυτές, η μονή ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από δύο Αθηναίους μοναχούς, το Βαρνάβα και το Σωφρόνιο.2 Οι μοναχοί αυτοί φέρονται, παρακινημένοι από κάποιο όραμα, να ταξίδεψαν μέχρι το όρος Μελά και να βρήκαν σε κάποιο σπήλαιό του εικόνα της Θεοτόκου, μία από τις τρεις που η παράδοση αποδίδει στον Όσιο Λουκά. Παρόμοιες μακραίωνες παραδόσεις συνοδεύουν την ίδρυση σημαντικών μοναστηριών του Πόντου, μερικά από τα οποία μάλιστα έχουν δημιουργηθεί μέσα σε σπήλαια.3

Η μονή ήταν αυτοκρατορική και επιπλέον πατριαρχική και σταυροπηγιακή. Γύρω στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα το μοναστήρι θα πρέπει να αποτελούνταν από το σπήλαιο, πιθανότατα ακόσμητο, από μία πηγή αγιασμού νοτιοανατολικά του σπηλαίου και από ξύλινα κελιά που «κρέμονταν» ουσιαστικά πάνω από τη χαράδρα την οποία διέσχιζε το ποτάμι της Παναγίας.

2. Η μονή στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών

Περίοδο μεγάλης ακμής γνώρισε η μονή Σουμελά στους χρόνους των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας και κυρίως κατά την περίοδο διακυβέρνησης των αυτοκρατόρων Ιωάννη Β΄ Μεγάλου Κομνηνού (1286-1297), Αλεξίου Β΄ (1297-1330), Βασιλείου (1332-1340) και Αλεξίου Γ΄ (1349-1390). Μέχρι το τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα ολόκληρη η κοιλάδα κοντά στο μοναστήρι ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής Σουμελά, απόρροια των αποφάσεων των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.

O αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός ανέλαβε οικονομικά την ανοικοδόμηση της μονής Σουμελά στα 1360-1365. Έμμετρη επιγραφή που σωζόταν πάνω από την κεντρική θύρα της μονής έως το 16504 ανέφερε ότι οχύρωσε το συγκρότημα του μοναστηριού με τείχη και πύργους, οικοδόμησε καινούρια κελιά, διαμόρφωσε το χώρο του ναού στη μορφή που σώζεται σήμερα και δώρισε στο μοναστήρι μία εικόνα της Θεοτόκου.5

Από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία του από ναυάγιο, ο Αλέξιος Γ΄ εξέδωσε το 1364 ένα χρυσόβουλο6 με αφορμή την ανάγκη να ανανεωθούν προνόμια που η μονή απολάμβανε από παλαιότερα. Με το εν λόγω έγγραφο ο αυτοκράτορας επικύρωνε δωρεές σε κυριότητα και νομή γης που η μονή κατείχε από χορηγίες των αυτοκρατόρων Ιωάννη Β΄, Αλεξίου Β΄ και Βασιλείου Κομνηνών. Επιπλέον αναγνωριζόταν οποιαδήποτε άλλη κτήση της μονής που αποκτήθηκε με αγορά ή δωρεά, είτε αυτή αναφερόταν ρητά στο χρυσόβουλο είτε όχι.7 Επίσης το έγγραφο καθόριζε τις εργασιακές σχέσεις, τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που απολάμβαναν οι πάροικοι του μοναστηριού και όριζε ότι όποιος εγκαθίστατο στα εδάφη της μονής προσγραφόταν στους παροίκους της. Με βάση το έγγραφο, η μονή είχε πλήρη απαλλαγή από φόρους και άλλες οφειλές και εξέπιπτε της δικαιοδοσίας και των δικαστικών αρμοδιοτήτων των τοπικών ηγεμόνων της Ματζούκας. Πέρα από τη φοροαπαλλαγή, η μονή απαλλασσόταν και από στρατιωτικές υποχρεώσεις (εξκουσσεία) και υποχρεωνόταν να πληρώνει μόνο το «βασικό τέλος», δηλαδή φόρο για την έγγειο ιδιοκτησία, ο οποίος καταβαλλόταν στο αυτοκρατορικό ταμείο δύο φορές τοχρόνο (Σεπτέμβριο και Μάρτιο).8

Ο διάδοχος του Αλεξίου Γ΄, ο Μανουήλ Γ΄ (1390-1417), συνεχίζοντας την προνομιακή προς τη Σουμελά πολιτική των προγόνων του, χάρισε στο μοναστήρι μία λειψανοθήκη από μέταλλο για τη φύλαξη τεμαχίου Τιμίου Ξύλου. Τις παραμονές της οθωμανικής κατάληψης στο μοναστήρι πρέπει να περιλαμβανόταν το τοιχογραφημένο πλέον σπήλαιο, που συνιστούσε το καθολικό της μονής, η πηγή αγιασμού, πιθανόν ένα παρεκκλήσι για τη φύλαξη του τεμαχίου του Τιμίου Ξύλου και ίσως κάποια από τα βοηθητικά κτήρια και τα εννιά κελιά που κατασκευάστηκαν σε μια προεξοχή του βράχου στα βόρεια του σπηλαίου.9

3. Η μονή κατά το 16ο αιώνα

Μετά την κατάλυση του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών από το Μωάμεθ Β΄ το 1461, τα περισσότερα μοναστήρια του Πόντου παρέμειναν σχεδόν ανέπαφα και διατήρησαν τα προνόμιά τους. Ειδικότερα η μονή Σουμελά γνώρισε κατά το 16ο αιώνα νέα περίοδο άνθησης. Ο σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1512-1520) ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Τραπεζούντα και σύνδεσε το όνομά του με τη μονή Σουμελά θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Μεγάλων Κομνηνών.10 Οι ιδιαίτερες σχέσεις του με το μοναστήρι οφείλονταν στην καταγωγή της Ελληνίδας μητέρας του Μαρίας από το χωριό Δουβερά, που ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής. To 1512 ο Σελίμ με επίσημο έγγραφό του (φιρμάνι) επικύρωσε, όπως είχε κάνει νωρίτερα ο Αλέξιος Γ΄, όλα τα προνόμια της μονής, χρηματοδότησε την κάλυψη της στέγης της με χαλκό και της αφιέρωσε πέντε κηροστάτες. Η Σουμελά ευεργετήθηκε και από τους σουλτάνους Σελίμ Β΄ και Μουράτ Γ΄. Ο Σελίμ Β΄ εξέδωσε φιρμάνι στο οποίο αναγνώριζε την κτηματική περιουσία της.

4. Η μονή κατά το 17ο-18ο αιώνα

Νέα περίοδο ακμής γνώρισε το μοναστήρι κατά το 17ο αιώνα, εξαιτίας των δωρεών που απολάμβανε ως συνέπεια της επαναλειτουργίας των μεταλλείων αργύρου στην περιοχή της Χαλδίας. Μάλιστα οι μοναχοί έρχονταν συχνά σε προστριβές για την εξασφάλιση των προνομίων τους σε πλούσιες περιοχές, όπως η Κολώνεια (σημερινό Sebinkarahisar), την οποία έλεγχαν έως το 1693. Για την αντιμετώπιση παρόμοιων προστριβών, ο ηγούμενος Ευθύμιος και οι μοναχοί του το 1686 προέκριναν μια λύση συμβιβασμού και όρισαν δύο οικονομικούς συμβούλους για τη διαχείριση των συμφερόντων της μονής. Οι κατά καιρούς αρχιεπίσκοποι Χαλδίας, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την οικογένεια Φυτιανού, που είχε στην κατοχή της τον έλεγχο των μεταλλείων, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μοναστήρι της Σουμελά ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1686-1744, όπως μαρτυρούν πολλές επιγραφές που σώζονται στη μονή.11 Την περίοδο αυτή το μοναστήρι ανακαινίστηκε ριζικά. Όλες οι τοιχογραφίες που ακόμη σώζονται, τα περισσότερα παρεκκλήσια, η προσθήκη της αψίδας στα ανατολικά του σπηλαίου και διάφοροι βοηθητικοί χώροι ανακατασκευάστηκαν ή διακοσμήθηκαν. Απόρροια της οικονομικής ευημερίας του μοναστηριού ήταν και η έκδοση βιβλίου για την ιστορία του, συγγραφέας του οποίου ήταν ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης. Το έργο εκδόθηκε στη Λειψία το 1775 με πρωτοβουλία του Σουμελιώτη αρχιμανδρίτη Παρθένιου Μεταξόπουλου.12

5. Η μονή κατά το 19ο αιώνα

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία της επισκοπής της Ροδόπολης το 1860 και την άρση των περιοριστικών μέτρων εναντίον των κρυπτοχριστιανών, το 1865, η μονή γνώρισε νέα περίοδο ακμής. Το 1864 διαμορφώθηκε η πρόσβαση στο μοναστήρι που υφίσταται και σήμερα και χτίστηκαν το υδραγωγείο, η βιβλιοθήκη και η σημερινή πρόσοψη του καθολικού. Την περίοδο αυτή φαίνεται ότι καταστράφηκαν τα παλιά ξύλινα κελιά που κρέμονταν πάνω από τη χαράδρα. Στη θέση τους κατασκευάστηκαν κτήρια που προορίζονταν να στεγάσουν τους μοναχούς και τους πολυάριθμους προσκυνητές, οι οποίοι χρηματοδότησαν μάλιστα την ανακαίνιση του μοναστηριού.

Άλλος τρόπος χρηματοδότησης των αναγκών της μονής υπήρξαν οι ζητείες. Το 1744 και το 1763 ο μοναχός Ιωαννίκιος ταξίδεψε στην Άγκυρα, το Ερζερούμ, την Κριμαία, τη Σκυθούπολη και αλλού σε αναζήτηση χρημάτων. Το 19ο αιώνα οι περισσότεροι ηγούμενοι έκαναν παρόμοια ταξίδια για αναζήτηση πόρων στις κοινότητες των Ελλήνων του Πόντου που είχαν δημιουργηθεί στη Ρωσία.

6. Η μονή κατά τον 20ό αιώνα

Το μοναστήρι υπέστη σημαντικές φθορές κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν για περισσότερο από ένα χρόνο βρισκόταν πάνω στη γραμμή των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων. Οι τελευταίοι μοναχοί εγκατέλειψαν τη μονή τους πρώτους μήνες του 1923. Έκτοτε ο χώρος έγινε καταφύγιο λαθρεμπόρων καπνού. Γύρω στο 1930 προκλήθηκαν σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά, και διάφοροι βανδαλισμοί ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Από το 1961, όμως, η εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη διαφύλαξη της εξαίσιας φυσικής ομορφιάς της περιοχής συνέβαλε και στη διάσωση της μονής από την οριστική καταστροφή της. Έκτοτε μεγάλος αριθμός ταξιδιωτών επισκέπτεται κάθε χρόνο το μοναστήρι.

Οι Έλληνες του Πόντου έχτισαν κοντά στη Βέροια τη Νέα Σουμελά, μία μονή σε ανάμνηση του θρυλικού προσκυνήματός τους στον Πόντο. Στο μοναστήρι αυτό φυλάσσεται η εικόνα που θεωρείται πως φιλοτέχνησε ο Όσιος Λουκάς, ενώ η λειψανοθήκη με το Τίμιο Ξύλο, δωρεά του Μανουήλ Γ΄ Κομνηνού, βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Η εικόνα της Θεοτόκου που δώρισε στο μοναστήρι ο Αλέξιος Γ΄ φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Δουβλίνου, ενώ μία άλλη εικόνα της μονής βρίσκεται σήμερα στην Οξφόρδη.13 Οι κηροστάτες του σουλτάνου Σελίμ Α΄ κλάπηκαν το 1877, ενώ 67 από τους 84 χειρόγραφους κώδικες (οι πρωιμότεροι του 12ου αιώνα) και γύρω στα 150 τυπωμένα βιβλία της βιβλιοθήκης της μονής βρίσκονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άγκυρας.

7. Πηγές πληροφοριών για την ιστορία της μονής Σουμελά

Ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης στο έργο του για την ιστορία της μονής περιλαμβάνει μια σειρά πηγών αναφοράς στο χρονικό της δημιουργίας της. Σημειώνει συγκεκριμένα τον Ιωάννη Ξιφιλίνο (Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το διάστημα 1064-1075), τον Ακάκιο Σαββαΐτη, τον Αθανάσιο Δαιμονοκαταλύτη (πρόσωπο αμφιλεγόμενο, που έζησε πιθανότατα στην Τραπεζούντα το 17ο αιώνα), το Δοσίθεο, Πατριάρχη Ιεροσολύμων (1669-1707), το Διονύσιο, μητροπολίτη Χαλδίας (δεύτερο μισό 18ου αιώνα), και το Νικόδημο εκ Κολχίδος. Οι Ο. Λαμψίδης και Ε. Weigel έλεγξαν τις αναφορές του Καυσοκαλυβίτη, διαπιστώνοντας πως από τους έξι συγγραφείς που αναφέρει ότι κάνουν λόγο για τη μονή Σουμελά, σώζεται το έργο μόνο δύο: του Ακάκιου Σαββαΐτη και του Δοσίθεου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων.14 Μάλιστα, η πληροφορία ότι οι Ιωάννης Ξιφιλίνος, Αθανάσιος Δαιμονοκαταλύτης και Νικόδημος εκ Κολχίδος έγραψαν για την ιστορία της Σουμελά προέρχεται μόνο από το σύγγραμμα του Καυσοκαλυβίτη.15

Ο Ακάκιος Σαββαΐτης έζησε, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Λαμψίδη, στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα.16 Λίγο μετά το 1204 έγραψε το έργο Βίος των ιδρυτών της Μονής Σουμελά, στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στους δύο μοναχούς που φέρονται να θεμελίωσαν το μοναστήρι στο όρος Μελά. Κώδικας του έργου του Σαββαΐτη σώζεται στη μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους (κώδ. 268) και φαίνεται πως αυτή την πηγή χρησιμοποίησε ως βάση του ο Καυσοκαλυβίτης για να περιγράψει στο έργο του την παράδοση κατασκευής του μοναστηριού.



1. Για τη θέση του μοναστηριού και την ευρύτερη περιοχή έχουμε πληροφορίες περιηγητών ήδη από το 19ο αιώνα. Βλ. Finlay, G., Journal: Memoranda during a tour to… Sinope, Trebizond and Samsoun (Amisos) in 1850, ανέκδοτο χειρόγραφο ημερολόγιο, Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, MS R. 8.9 1850, 48α· Fallmerayer, J.P., “Das Hohenkloster Sumelas”, Byzanz und das Abendland (Vienna 1943), σελ. 189-225.

2. Για την ιστορία της μονής Σουμελά βλ. Κυριακίδου, Ε.Θ., Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής Σταυροπηγιακής Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά (Αθήναι 1898), σελ. 25-78· Talbot Rice, D., “Notes on some religious buildings in the city and vilayet of Trebizond”, Βυζάντιον 5 (1929-1930), σελ. 72-77· Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος (Φιλιππίδης), «Η Εκκλησία Τραπεζούντος», Αρχείον Πόντου  4/5 (1933), σελ. 468-480· Janin, R., Les eglises et les monasteres des grands centers byzantins (Paris 1975), σελ. 274-276· Meinardus, Ο., “The Panagia Soumela: Tradition and history”, Orientalia Suecana 19-20 (1970-1971), σελ. 63-80· Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos Ι (DOS XX, Washington D.C. 1985), σελ. 254-255, 283-285· Oxford Dictionary of Byzantium III, στήλη 1932, βλ. λ. “Soumela Monastery” (Talbot, A.-M.)· Λυμπερόπουλος, Β.Χ., Ο Βυζαντινός Πόντος, Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1261), ο χώρος, οι άνθρωποι, η οικονομία (Αθήνα 1999), σελ. 106.

3. Η μονή Βαζελώνος σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 270, ενώ η μονή Περιστερεώτα το 752, βλ. Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos Ι (DOS XX, Washington D.C. 1985), σελ. 254.

4. Καυσοκαλυβίτης, Ν., Κτητορικόν της Μονής Σουμελά (Leipzig 1775), σελ. 40.

5. Talbot Rice, D., “Notes on some religious buildings in the city and vilayet of Trebizond”, Βυζάντιον 5 (1929-1930), σελ. 73.

6. Miklosich, F. – Muller, J., Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana V (Vienna 1860-1890), σελ. 276-281.

7. Για τις περιοχές που παραχωρήθηκαν στη μονή με βάση το χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ Κομνηνού, με τα βυζαντινά και σημερινά τους ονόματα, βλ. στο Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos Ι (DOS XX, Washington D.C. 1985), σελ. 254. Για συνοπτικό κατάλογο της ακίνητης περιουσίας της μονής έως το 19ο αιώνα ό.π., σελ. 283-284. Μεταξύ άλλων η μονή είχε στην κυριότητά της αρκετά παρεκκλήσια και κάποια μικρότερα μοναστήρια.

8. Για το θεσμό της εξκουσσείας βλ. ειδικά Ostrogorskij, G., “Pour l’histoire de l’immunite a Byzance”, Byzantion 28 (1958), σελ. 236-237.

9. Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos Ι (DOS XX, Washington D.C. 1985), σελ. 254.

10. ΙΕΕ Ι΄, σελ. 180-187.

11. Bryer, A. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos Ι (DOS XX, Washington D.C. 1985), σελ. 255.

12. Καυσοκαλυβίτης, Ν., Κτητορικόν της Μονής Σουμελά (Leipzig 1775). Βλ. επιπλέον Κυριακίδου, Ε.Θ., Ιστορία της παρά την Τραπεζούντα Ιεράς Βασιλικής Πατριαρχικής Σταυροπηγιακής Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Σουμελά (Αθήναι 1898), σελ. ι΄-ιδ΄.

13. Bryer, A. – Winfield, D., “Nineteenth-Century Monuments in the City and Vilayet of Trebizond: Architectural and Historical Notes”, Αρχείον Πόντου 30 (1970), σελ. 270-284.

14. Για το ζήτημα των διάφορων πηγών της ιστορίας της μονής Σουμελά και για την αξιοπιστία τους βλ. στη βιβλιογραφία τα διάφορα άρθρα του Ο. Λαμψίδη και το άρθρο του G.E. Weigel.

15. Λαμψίδης, Ο., «Ο βίος των οσίων ιδρυτών της Μονής Σουμελά, κατά τον Νεόφυτον Καυσοκαλυβίτην», Αρχείον Πόντου 40 (1985), σελ. 280-292.

16. Λαμψίδης, Ο., «Ο βίος των οσίων ιδρυτών της Μονής Σουμελά, κατά τον Νεόφυτον Καυσοκαλυβίτην», Αρχείον Πόντου 40 (1985), σελ. 290-292.