Κλαζομενιακές Σαρκοφάγοι

1. Χρονολόγηση

Οι κλαζομενιακές σαρκοφάγοι αποτελούν την τελευταία αναλαμπή της ζωγραφικής της Ανατολικής Ελλάδας. Χρονολογούνται από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. έως περίπου το 450 π.Χ. ή λίγο αργότερα, σε μια εποχή δηλαδή που η εικονιστική παράδοση στην Ανατολική Ελλάδα έχει σχεδόν εκπνεύσει. Η χρονολόγηση βασίζεται σε τεχνοτροπικές συγκρίσεις, κυρίως με την αττική κεραμική, αφού οι περισσότερες σαρκοφάγοι είτε προέρχονται από μη ελεγχόμενες ανασκαφές είτε δεν περιείχαν αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν ακριβέστερα. Η χρήση τους θεωρούνταν αυτοδικαίως προσφορά στο νεκρό.1 Τα ελάχιστα παραδείγματα που χρονολογούνται από τα τέλη περίπου του αιώνα θα πρέπει να αποδοθούν μάλλον σε τάση νοσταλγίας από την πλευρά των πελατών παρά σε μια επιβίωση του ρυθμού σε μεγάλη κλίμακα.

2. Σχήματα – μορφολογία

Περισσότερα από διακόσια παραδείγματα είναι γνωστά. Πρόκειται για πήλινες κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους που στεφανώνονται από ένα ορθογώνιο ή τραπεζοειδές πλαίσιο. Το σχήμα και οι διαστάσεις των σαρκοφάγων ποικίλλουν ανά περίοδο, ανάλογα και με τον αριθμό των διακοσμητικών επιφανειών. Γενικά, αναγνωρίζονται δύο τύποι: ένας κανονικός, στον οποίο ανήκει η πλειονότητα των σαρκοφάγων, όπου η διακόσμηση τίθεται μόνο στο πεπλατυσμένο περιχείλωμα του κιβωτίου, και ένας πιο φροντισμένος, στον οποίο η διακόσμηση μπορεί να καλύπτει τα τοιχώματα του κιβωτίου ή ακόμη και το αετωματικό κάλυμμα. Ο πρώτος τύπος απαντά σε τέσσερα σχήματα, τα οποία σε μεγάλο μέρος διακρίνονται σε ό,τι αφορά την περιπλοκότητα της διακόσμησης και ακολουθούν γενικά μια χρονολογική εξέλιξη από απλούστερους σε συνθετότερους τύπους.2 Κοινό σε όλα τα σχήματα ήταν το φαινόμενο να πλαταίνει το χείλος στο εσωτερικό μέρος του ποδιού, ώστε να στέκουν όρθιες οι σαρκοφάγοι. Συνήθως η σαρκοφάγος καλυπτόταν από μία ή περισσότερες επίπεδες λίθινες πλάκες.

Στα πρωιμότερα δείγματα του κανονικού τύπου, της λεγόμενης κατηγορίας των Μοναστηρακίων (από το ομώνυμο νεκροταφείο των Κλαζομενών), η σαρκοφάγος είναι ένα απλό ορθογώνιο μήκους 1,90-1,95 μ., πλάτους στην κεφαλή 0,50-0,60 μ. περίπου και ύψους 0,30-0,45 μ., ενώ το πλάτος του περιχειλώματος δεν ξεπερνά τα 8-9 εκ. στη διάμετρο. Υπάρχει και μια σειρά παιδικών σαρκοφάγων με μήκος έως τα 0,60 μέτρα.3 Στο σχήμα αυτό (σχήμα 1) απαντούν πολύ συχνά και οι πήλινες ακόσμητες σαρκοφάγοι. Το σχήμα 2, που απαντά σπάνια, είναι ίδιο, με μόνη διαφορά ότι έχουν προστεθεί ορθογώνιες πλάκες στις εσωτερικές γωνίες χωρίς εμφανή τεκτονικό ρόλο.4 Το σχήμα 3 είναι επίσης ορθογώνιο, αλλά η κεφαλή και το πόδι του περιχειλώματος της σαρκοφάγου διακοσμούνται με πολυπρόσωπες παραστάσεις και αποκτούν μεγαλύτερο πλάτος, ενώ γενικά αυξάνονται οι διαστάσεις. Τέλος, στο σχήμα 4, που είναι το υστερότερο, ξεκινώντας από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., η κάτοψη της σαρκοφάγου γίνεται έντονα τραπεζοειδής. Στις σαρκοφάγους όπου η διακόσμηση της κεφαλής είναι σε ψευδομελανόμορφο ρυθμό το μήκος φθάνει τα 2,10-2,20 μ., το ύψος τα 0,40-0,50 μ., ενώ το πλάτος στην κεφαλή τα 85-105 εκ. περίπου και στο πόδι τα 65-85 εκ. Στις υπόλοιπες οι διαστάσεις είναι μικρότερες, 1,90-1,95 x 0,60-0,70 / 0,55-0,60 μ. Στις «μελανόμορφες» σαρκοφάγους η πάνω οριζόντια πλευρά του χείλους εξέχει πολύ από τα τοιχώματα του κιβωτίου, τα οποία στενεύουν προς τον πυθμένα, αποκτώντας τις συνήθεις διαστάσεις του ανθρώπινου σώματος (έως 1,95 μ. μήκος).

3. Τεχνική διακόσμησης

Ο πηλός είναι κοκκινωπός και ακάθαρτος με υφή που μοιάζει με εκείνη του τούβλου, με προσμείξεις από μίκα και πετραδάκια, ενώ η βαφή είναι πολύ σκούρα καστανή. Ο φλοιός περιέχει συνήθως καθαρότερο πηλό, απ’ όπου όμως δε λείπουν οι προσμείξεις. Λόγω της δυσκολίας να ψηθούν ενιαία τόσο μεγάλα αντικείμενα, σε ορισμένες σαρκοφάγους η βαφή έχει κατά τόπους αποκτήσει ένα ερυθρό οξειδωμένο χρώμα. Τα προς διακόσμηση σημεία καλύπτονται προκαταρκτικά με ένα πολύ παχύ υπόλευκο ή κιτρινωπό επίχρισμα. Το κιβώτιο, όταν δε διακοσμείται, μπορεί να φέρει μία επάλειψη από πολύ καθαρό κόκκινο αραιωμένο πηλό εν είδει χρώματος.

Οι ζωγράφοι κάνουν εκτεταμένη χρήση του λευκού και του ιώδους επίθετου χρώματος, το οποίο σήμερα έχει στις περισσότερες περιπτώσεις εξαφανιστεί. Δε γίνεται χρήση της εγχάραξης, αλλά οι ανατομικές και ενδυματολογικές λεπτομέρειες αποδίδονται με λεπτές λευκές γραμμές. Η ζωγραφική εντύπωση είναι αυτή τουμελανόμορφου ρυθμού, με σκοτεινόχρωμες μορφές σε ανοικτό βάθος, αλλά σπάνια συναντά κανείς περιπτώσεις όπου ο ζωγράφος επιχειρεί να αντιγράψει ερυθρόμορφα αγγεία, εφαρμόζοντας την αντίθετη μέθοδο διακόσμησης (ανοιχτόχρωμες μορφές σε σκοτεινό βάθος).5 Εκτεταμένη χρήση της τεχνικής της σκιαγραφίας γίνεται στις παραστάσεις ζώων και στα διακοσμητικά θέματα, ενώ η τεχνική του περιγράμματος χρησιμοποιείται στις προτομές κυρίως.

4. Σύνθεση και εικονογραφία

Οι σαρκοφάγοι της κατηγορίας των Μοναστηρακίων ως μοναδική διακόσμηση στο περιχείλωμα είχαν είτε μια κυματοειδή γραμμή σε σκούρα καστανή βαφή απλή (ομάδα Ι), συνδυασμένη με ιωνικό κυμάτιο (ομάδα ΙΙ) ή μαίανδρο (ομάδα ΙΙΙ) ή άλλα κοσμήματα (π.χ. μαίανδρος με ρόδακες).

Στις κοινές σαρκοφάγους η διακοσμητική στρατηγική είναι απλή: κυριότερη διακοσμητική ζώνη είναι η κεφαλή της σαρκοφάγου, ειδικά στα ύστερα παραδείγματα όπου έχει αποκτήσει μεγάλο πλάτος. Συναντά κανείς εκεί συνήθως εικονιστικές παραστάσεις σε μελανόμορφο ιδίωμα, γενικά πλαισιωμένες από πλατιές ταινίες με επάλληλες ζώνες από συνεχή σπείρα, ανθέμια, μαίανδρο και σπανιότερα από ιωνικό κυμάτιο. Τα θέματα6 επιλέγονται από τη ζωή των αριστοκρατών: συμπόσια, σκηνές μάχης, αναχώρηση πολεμιστή, πομπές αρμάτων, σκηνές κυνηγιού, όπου συμμετέχουν άρματα και ιππείς, σε πολύ πυκνή διάταξη και με ευρεία αλληλεπικάλυψη των μελών στα πιο επιτυχημένα δείγματα, αλλά σε απλοϊκή συμμετρική διάταξη στις περισσότερες περιπτώσεις. Σπάνια είναι τα θέματα που ανήκουν στο μυθολογικό ρεπερτόριο. Βρίσκει κανείς φτερωτούς εφήβους ή γυναικείες θεότητες ως πότνιαι θηρών (δηλ. κυρές των θηρίων). Η δημοφιλέστερη μυθολογική σκηνή είναι η ενέδρα του Αχιλλέα στον Τρωίλο που εμφανίζεται δύο φορές, ενώ συναντάται και η συγγενής σκηνή της θυσίας της Πολυξένης, καθώς και η κωμικών τόνων Γερανομαχία. Οι συναντήσεις ανάμεσα σε κόκορες νέων ή εφήβων που κρατούν αυτά τα πτηνά έχουν ερωτικό περιεχόμενο, ενώ δε λείπουν και οι σκηνές με αθλητές και αρματοδρομίες.

Θέματα συνάντησης και συγκρούσεων ζώων στην παράδοση της τεχνικής του ρυθμού των Αιγάγρων είναι πιο σπάνια στην κεφαλή, αν και συναντώνται κανονικά στα πόδια των σαρκοφάγων. Εμφανής είναι η επιρροή του ιδιώματος του ρυθμού των Αιγάγρων στις βίαιες σκηνές, όπου ομάδες λιονταριού και πάνθηρα επιτίθενται σε ταύρο, αγριόχοιρο ή αίγαγρο. Πιο συχνά συναντά κανείς εξαιρετικά απλές συνθέσεις λιονταριών ή πανθήρων που περιστοιχίζουν σφίγγες ή ανθέμια, σφιγγών να περιστοιχίζουν πτηνό ή φυτικό κόσμημα και αντιμέτωπων ζώων που τα χωρίζει ένας φοίνικας, είτε στην κεφαλή είτε στα πόδια της σαρκοφάγου. Σπανιότερα αντικαθίστανται από φυτικά κοσμήματα (ανθέμια, πλοχμούς, ζιγκ ζαγκ, φολιδωτό κόσμημα, σειρά λουλουδιών και μπουμπουκιών λωτού, συνεχή μαίανδρο, μαιανδρικά τετράγωνα).
Οι μακρές πλευρές της άνω επιφάνειας του πλαισίου και οι ακμές διακοσμούνται με φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα. Στα άκρα των μακρών πλευρών συνήθως χωρίζονται μετόπες διακοσμημένες κυρίως με απλά θέματα (προτομές κεφαλές πολεμιστών, γενειοφόρων ανδρών, εφήβων ή γυναικών, συχνά εκτελεσμένες με την τεχνική του περιγράμματος, κένταυροι που κραδαίνουν κλαδιά, σάτυροι που χορεύουν, γρύπες, σφίγγες, σειρήνες, λέοντες και κυρίως αίγαγροι). Σύνθετες παραστάσεις είναι σπανιότερες και απαντούν σε σαρκοφάγους της ομάδας του Albertinum (οπλίτες που επιτίθενται, μονομαχία ή μάχη ήρωα με ερπετόμορφο τέρας). Τέλος, δε λείπουν και οι διακοσμητικές ζώνες με φυτικά ή γεωμετρικά κοσμήματα. Οι ορθογώνιες πλάκες στις εσωτερικές γωνίες διακοσμούνται με ρόδακες ή ανθέμια και σπανιότερα με μαίανδρο, μαιανδρικό σταυρό, δικτυωτό, επάλληλα ημικύκλια, συνεχόμενες έλικες και ανθέμια, ενώ δε λείπουν και οι παραστάσεις ζώων που μάχονται, σφιγγών ή νέων που τρέχουν.

Εικονιστική διακόσμηση συνεχής και στις τέσσερις πλευρές του περιχειλώματος απαντά μόνο στην ομάδα των υπερβολικά φροντισμένων σαρκοφάγων, οι οποίες επιδεικνύουν εξαιρετικά πολύπλοκη διακόσμηση ακόμη και για σημεία που στα υπόλοιπα είδη μένουν ακόσμητα (οι ακμές του πλαισίου, το κιβώτιο και το αετωματικό κάλυμμα, μέχρι και στο εσωτερικό του τελευταίου που δε θα ήταν φυσιολογικά ορατό).7

Ως προς την τεχνοτροπία, οι ζωγράφοι των σαρκοφάγων παρουσιάζουν έναν εκλεκτικισμό που τους απομακρύνει από τις άλλες σχολές της Ανατολικής Ελλάδας. Οι παραστάσεις ζώων κατάγονται έμμεσα από τον ύστερο ρυθμό των Αιγάγρων της βόρειας Ιωνίας, με εξαίρεση τα κεφάλια των ζώων. Θεωρείται πιθανό ότι η συγκεκριμένη εικονιστική παράδοση επέζησε, μετά το τέλος του κεραμικού ρυθμού, μέσα από έργα υφαντουργίας ή άλλων τεχνών που δεν άφησαν ίχνη.8 Ως προς το ψευδομελανόμορφο ιδίωμα που χρησιμοποιείται εκ παραλλήλου, ενώ αρχικά παρουσιάζει συγγένειες με τον κλαζομενιακό ρυθμό στη συνέχεια δέχεται σημαντική επιρροή από την αττική μελανόμορφη και ερυθρόμορφη κεραμική, η οποία αντιγράφεται επίσης στο επίπεδο της εικονογραφίας.9 Γενικά, το στιλ είναι σπάνια φροντισμένο και η συσσώρευση διακοσμητικών ζωνών με μέτρια εκτέλεση σε συνδυασμό με τυποποιημένες, άνευρες και μονότονες εικονιστικές συνθέσεις καταντά κουραστική.

Η καλλιτεχνική προσωπικότητα που ξεχωρίζει είναι ο ζωγράφος του Borelli, ο οποίος θεωρείται και ο ουσιαστικός δημιουργός που εξέλιξε το ρυθμό από την πρωιμότερη κατηγορία των Μοναστηρακίων. Άλλοι ζωγράφοι άξιοι λόγου είναι ο ζωγράφος του Αννόβερου και ο ζωγράφος του Dennis. Στο α΄ τρίτο του 5ου αι. π.Χ., η ομάδα του Albertinum είναι η πιο παραγωγική και αξιόλογη, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο ζωγράφος του Hokinson, τα έργα του οποίου σπάνια συναντώνται στις Κλαζομενές.

5. Διάδοση

Για τα 3/4 περίπου των σαρκοφάγων δεν αναφέρεται τόπος εύρεσης. Από τις υπόλοιπες οι περισσότερες ήρθαν στο φως στα νεκροταφεία των Κλαζομενών, ενώ οι ανασκαφές στην πόλη που συνεχίζονται θα προσθέσουν και νέα ευρήματα.10 Σαρκοφάγοι απαντούν σε σχετικά μεγάλους αριθμούς και σε άλλα βορειοιωνικά κέντρα, όπως η Παλαιά Σμύρνη και η Πιτάνη.11 Στην Έφεσο, την Τέω, τις Ερυθρές, τη νότια περιοχή της Μικράς Ασίας και τα Δωδεκάνησα η παρουσία τους είναι περιστασιακή. Συναντώνται σποραδικά στα νεκροταφεία της Ρόδου.12 Ο χώρος της Χαλκιδικής, της Μακεδονίας και της Θράκης έχει δώσει τα τελευταία χρόνια αρκετά δείγματα κλαζομενιακών σαρκοφάγων.13

Το μέσο βάρος μίας τέτοιας σαρκοφάγου ήταν περίπου 450 κιλά και η μεταφορά τόσο ογκωδών και εύθραστων αντικειμένων δε θα ήταν εύκολη υπόθεση. Οι μελετητές λοιπόν θεωρούν ότι το ζήτημα της διάδοσής τους έχει να κάνει λιγότερο με το εμπόριο και περισσότερο με την κινητικότητα των τεχνιτών που τις κατασκεύαζαν. Φαίνεται πως ορισμένοι ζωγράφοι, οι οποίοι είχαν λάβει την εκπαίδευσή τους στις Κλαζομενές, ταξίδεψαν αρκετά και άφησαν πολλά δείγματα του έργου τους σε πόλεις μέχρι και τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Χαλκιδική, ενώ και ντόπιοι τεχνίτες παρήγαγαν απομιμήσεις των κλαζομενιακών σαρκοφάγων.14 Σε εργαστηριακές αναλύσεις 27 σαρκοφάγων από ελληνικά μουσεία, προερχόμενες από τις θέσεις στο βορειοελλαδικό χώρο και τη Μικρά Ασία, τρεις κυρίως ομάδες πηλών ανιχνεύτηκαν, που αντιστοιχούσαν στην Άκανθο, τα Άβδηρα και τις Κλαζομενές.15



1. Cook, R.M., Ελληνική Αγγειογραφία (Αθήνα 1994), σελ. 174.

2. Cook, R.M., Clazomenian Sarcophagi (Mainz 1981), σελ. 134-139.

3. Cook, R.M., Clazomenian Sarcophagi (Mainz 1981), σελ. 2-8, πίν. 1.

4. Π.χ. η σαρκοφάγος του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, αρ. ευρ. 13939: Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 122, εικ. 17.1α.

5. Cook, R.M., Clazomenian Sarcophagi (Mainz 1981), σελ. 132.

6. Βλ. γενικά Kirchner, E., “Zum Bildprogramm klazomenischer Sarkophage”, JDI 102 (1987), σελ. 119-161.

7. Cook, R.M., Clazomenian Sarcophagi (Mainz 1981), πίν. 39-46.

8. Cook, R.M., Ελληνική Αγγειογραφία (Αθήνα 1994), σελ. 175· Cook, R.M. – Dupont, P., East Greek Pottery (London 1998), σελ. 123.

9. Johansen, K. Friis, “Attic Motives on Clazomenian Sarcophagi”, From the Collections of the NY Glyptothek Carlsberg III (Copenhague 1942).

10. Ένας μεγάλος αριθμός από τις 50 σαρκοφάγους που ανέσκαψε ο Οικονόμος το 1919-1922 αφέθηκαν πίσω μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και χάθηκαν. Οικονόμος, Γ.Π., «Ανασκαφαί εν Κλαζομεναίς», ΠΑΕ (1921), σελ. 63-74· Cook, J.M., “The Topography of Clazomenae”, ΑΕ (1953-1954), σελ. 149-157.

11. Cook, R.M., “ Old Smyrna: the Clazomenian Sarcophagi”, BSA 69 (1974), σελ. 55-60· Του ιδίου, “Painted Sarcophagi from Pitane”, Anadolu 10 (1966), σελ. 179-192.

12. Jacopi, G., “Scavi nella necropoli di Jaliso 1924-1928”, Clara Rhodos 3 (1929), σελ. 260, εικ. 257, τάφος CCLII· Laurenzi, L., “Necropoli ialisie”, Clara Rhodos 8 (1936), εικ. 20-21 και 31-35· Cook, R.M., “A Terracotta Sarcophagus in the Fitzwilliam Museum”, JHS 56 (1936), σελ. 58-63, 238, πίν. 1-4.

13. Koukouli-Chrysanthaki, H., “Sarcophages d’Abdère”, BCH 70 (1967), σελ. 356· Γιούρη, Ε., «Κλαζομενιακή λάρνακα από την Άκανθο», Μνήμη Λαζαρίδη (Recherches franco-helléniques 1, Θεσσαλονίκη 1990), σελ. 151-165· Καλτσάς, Ν., «Κλαζομενιακές Σαρκοφάγοι από το Νεκροταφείο της Ακάνθου», ΑΔ 51-52, Α΄ Μελέτες (1995-1996), σελ. 35-47, εικ. 19-24· ΑΑΑ (1976), σελ. 187, εικ. 3· ΑΔ 28 (1972), Β΄ 527· Τριαντάφυλλος, Δ., «Σαρκοφάγος κλαζομενιακού τύπου από τα Άβδηρα της Θράκης», Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Αρχαία Θράκη (Κομοτηνή 1997), σελ. 741-774.

14. Απομιμήσεις θεωρούνται σαρκοφάγοι από την Άντισσα της Λέσβου, τα Άβδηρα και την Άκανθο της Μακεδονίας, τη Γαληπσό της Θράκης και τις Σάρδεις.

15. Ανδρεοπούλου-Μάγκου, Ε., «Χημική ανάλυση πήλινων σαρκοφάγων με την ατομική απορρόφηση», ΑΔ 51-52, Α΄ Μελέτες (1995-1996), σελ. 47-50.