1. Παιδική ηλικία
Ιδρυτής της ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής και ακαδημαϊκός, ο συνθέτης γεννιέται στη Σμύρνη στις 14 Δεκεμβρίου 1883. Ο πατέρας του, ο Ιωάννης Καλομοίρης, ήταν γιατρός και καταγόταν από το Καρλόβασι της Σάμου. Η μητέρα του, η Μαρία Χαμουδοπούλου, κόρη ενός φούρναρη με καταγωγή από τα Βουρλά, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σμύρνη. Ο Μανώλης Καλομοίρης ορφανεύει σε πολύ μικρή ηλικία. Αν και ζει μόνο μέχρι τα έντεκα χρόνια στη γενέτειρά του, η παιδική ηλικία καθορίζει την πορεία της υπόλοιπης ζωής του. Ακόμα και όταν μένει πια μακριά, κάθε καλοκαίρι επισκέπτεται τη Σμύρνη. Το πατρικό σπίτι βρισκόταν στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης. Χρόνια αργότερα, ο Καλομοίρης θυμάται: «Όπως τα περισσότερα σμυρναίικα σπίτια, είχε μια μεγάλη σκεπασμένη “αυλή” πάνω από ένα υπόγειο. […] Στο πάνω πάτωμα ήτανε η κατοικία μας. Μία μεγάλη σάλα, μ’ ένα χαγιάτι που έβγαζε σε μιαν ωραία ταράτσα σκεπασμένη με κληματαριά, όπου τις όμορφες βραδιές έπαιζε το φεγγάρι τ’ ανάερα και ξωτικά του παιχνίδια».1 Τα πρόσωπα που σημαδεύουν τα παιδικά χρόνια του είναι η γιαγιά του, η «Νενέ», και μια ξαδέρφη της, η Τσάτσα Μαρούκα. Του μεταδίδουν την αγάπη τους για τα παραμύθια και το δημοτικό τραγούδι, η οποία θα φανεί αργότερα στα έργα του Καλομοίρη: «[…] η γιαγιά μου με μάγευε με τα τραγούδια και τα παραμύθια της. Ήξερε ένα σωρό δημοτικά τραγούδια και κάθε βράδυ και κάθε πουρνό με νανούριζε και με ξυπνούσε πότε με το “Λύγκο το Λεβέντη τον αρχιληστή”, πότε με τα “Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά” […]».2 Άλλες έντονες παιδικές αναμνήσεις του συνθέτη αφορούν τη Μεγάλη Σαρακοστή, όταν τα τσερκένια (χαρταετοί) σκέπαζαν τον ουρανό της πόλης, και τα καλοκαιρινά βράδια στα πεζούλια των σπιτιών.
Στη γενέτειρά του, ο Καλομοίρης κάνει και τα πρώτα μουσικά του βήματα σε ηλικία εφτά χρονών. Τότε αρχίζει να παίρνει μαθήματα πιάνου στο Παλλάδιον Παρθεναγωγείον και Νηπιαγωγείον των αδελφών Πασχάλη. Η κλίση του προς τη σύνθεση φαίνεται πολύ νωρίς. Προτιμάει να αυτοσχεδιάζει παρά να παίζει τις σκάλες και τα γυμνάσματα του δασκάλου του, του Ζακυνθινού Διγενή Καπαγκρόσσα. Στην Αθήνα, όπου από το 1894 έως το 1895 εγκαθίσταται μαζί με τη μητέρα και το θείο του, παίρνει μαθήματα από τον, επίσης Σμυρνιό, Τιμόθεο Ξανθόπουλο, που ήταν τότε φημισμένος για τα τραγούδια και τα εμβατήριά του. Το 1899 η οικογένεια μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Καλομοίρης συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του με τη Σοφία Ιωαννίδου-Σπανούδη, στην οποία ο συνθέτης αναγνώρισε πως χρωστούσε «ένα μεγάλο μέρος από την ψυχική και καλλιτεχνική» του ανάταση.3
2. Φοιτητικά χρόνια
Τον Αύγουστο του 1901, απόφοιτος πια του Ελληνογαλλικού Λυκείου του Χατζηχρήστου, αναχωρεί για τη Βιέννη. Στο Ωδείο τελειοποιεί τις γνώσεις του στο πιάνο με το Wilhelm Rauch και τον August Sturm, σπουδάζει θεωρία και σολφέζ με το Lehrer Foll, αρμονία και αντίστιξη με το Hermann Gradener και ιστορία της μουσικής με το Maudyzewski. Παράλληλα, παρακολουθεί τις παραστάσεις της Όπερας της Βιέννης και τις συναυλίες της Φιλαρμονικής, υπό τη διεύθυνση του Gustav Mahler. Στη Βιέννη, επίσης, κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως πιανίστας, σε μία πανηγυρική συναυλία της ελληνικής παροικίας, στις 25 Μαρτίου 1902. Το 1903 γράφει τις πρώτες συνθέσεις του: τρία τραγούδια για μια φωνή και πιάνο πάνω σε στίχους του ίδιου –«Μελαγχολία», «Ανακρεόντειον», «Μπαγιαντέρα»– και την «Ανατολίτικη ζωγραφιά» για πιάνο. Την ίδια χρονιά γνωρίζει τη μέλλουσα σύζυγό του, τη Χαρίκλεια Παπαμόσχου, συμμαθήτριά του στο Ωδείο. Χάρη στους Γερμανούς συμφοιτητές του ο Καλομοίρης ανακαλύπτει τις επαναστατικές τάσεις του μουσικού «μοντερνισμού», που έμελλε να ταράξει τη συντηρητική αυστριακή πρωτεύουσα: «Εξωφρενικές θεωρίες για πρωτότυπες εμπνεύσεις, για προγραμματικές μουσικές, για ντισονάντες, για κατάργηση της φόρμας, κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα των νέων μουσικών […]».4 Παρά την αναστάτωση που του προκαλούν οι θεωρίες αυτές, η πρώτη δημιουργική περίοδος του συνθέτη σημαδεύεται από τη βασική επίδραση της Γερμανικής Ρομαντικής Σχολής.
3. 1906-1918
Το 1906, του προσφέρεται μια θέση καθηγητή πιάνου στη μουσική σχολή του Λυκείου Ομπολένσκι, στο Χάρκοβο της Ρωσίας. Εκεί εντυπωσιάζεται από το ρόλο που έπαιζε η ρωσική εθνική σχολή στη μουσική ζωή της χώρας. Κατά την παραμονή του στο Χάρκοβο συνθέτει τη «Ρωμέικη Σουΐτα» για ορχήστρα, τα τραγούδια πάνω σε στίχους του Αλέξανδρου Πάλλη («Αφροδίτη», «Μολυβιώτισσα», «Ρουμελιώτισσα» κ.ά.) και το «Νυχτιάτικο» για πιάνο. Στις 11 Ιουνίου 1908 παίζονται πρώτη φορά οι συνθέσεις του στην Αθήνα. Από το 1911 έως το 1919 ο Καλομοίρης διδάσκει πιάνο, αρμονία και ανώτερα θεωρητικά στο Ωδείο Αθηνών. Το 1912-1913 συνθέτει τα «Μαγιοβότανα» για φωνή και ορχήστρα, πάνω σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά. Ακολουθούν: το 1915 ο «Πρωτομάστορας», μουσικό δράμα που βασίζεται σε ένα κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη, και το 1917 η πρώτη του όπερα «Το δαχτυλίδι της μάνας», πάνω σ’ ένα κείμενο του Γιάννη Καμπύση. Το 1918 ο συνθέτης διορίζεται γενικός επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών και δημοσιεύει την πρώτη εκδοχή του κύκλου για φωνή και ορχήστρα «Σ’ αγαπώ», σε στίχους του Κωστή Παλαμά.
4. 1919-1939
Έπειτα από μια διαμάχη με το διευθυντή του Ωδείου Αθηνών Γεώργιο Νάζο, ο Καλομοίρης αφήνει τη θέση του εκεί και το 1919 ιδρύει το Ελληνικό Ωδείο. Το 1920 συνθέτει την πρώτη του συμφωνία, τη «Συμφωνία της λεβεντιάς», για μεικτή χορωδία και ορχήστρα και ένα έργο για φωνή και ορχήστρα, τον «Πραματευτή», σε ποίηση του Γρυπάρη. Το τελευταίο έργο, μαζί με τις δύο «Ραψωδίες» για πιάνο του 1921, εγκαινιάζει τη δεύτερη δημιουργική περίοδο του Καλομοίρη, όπου γίνονται αισθητοί ο μουσικός ιμπρεσιονισμός και η γαλλική αντίληψη της αρμονίας. Το 1923 ο συνθέτης χάνει το γιο του Γιαννάκη σε ένα τραγικό δυστύχημα. Οι επιπτώσεις αυτού του συμβάντος περιορίζουν, για ένα διάστημα, τη μουσική δημιουργικότητα του συνθέτη. Τρία χρόνια αργότερα, ο Καλομοίρης αποχωρεί από το Ελληνικό Ωδείο και ιδρύει το Εθνικό Ωδείο. Από το 1926, επίσης, χρονολογείται το έργο «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» για φωνή, χορωδία και ορχήστρα, πάνω στο κείμενο του Σολωμού. Ακολουθεί, το 1931, «Η συμφωνία των ανίδεων και καλών ανθρώπων» για μεσόφωνο, μεικτή χορωδία και ορχήστρα. Με σκοπό την ενθάρρυνση της ελληνικής όπερας, ο Καλομοίρης ιδρύει το 1933 τον Εθνικό Μελοδραματικό Όμιλο. Το 1935 συνθέτει το «Συμφωνικό κονσέρτο» για πιάνο και ορχήστρα. Την επόμενη χρονιά εκλέγεται πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών. Το 1937 συνθέτει το «Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι», σε ποίηση του Σικελιανού, το οποίο θεωρείται πρωτότυπο, αφού, πρώτη φορά, κάνει χρήση της απαγγελίας αντί του τραγουδιού. Την ίδια χρονιά συνθετεί και το συμφωνικό «Τρίπτυχο».
5. 1940-1962
Το 1940, η συλλογή ποιημάτων «Βραδυνοί Θρύλοι» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου δίνει την ευκαιρία στον Καλομοίρη να τελειοποιήσει και να επιβάλει οριστικά στους Έλληνες φίλους της μουσικής μια μορφή που συνήθως συνδέεται περισσότερο με τους εκπροσώπους της Γερμανικής Ρομαντικής Σχολής. Πρόκειται για τον κύκλο τραγουδιών για μια φωνή με συνοδεία πιάνου. Την ίδια χρονιά, ο Καλομοίρης ολοκληρώνει το πρώτο του συμφωνικό ποίημα, βασισμένο σε μια μυθιστορία του Κωστή Μπαστιά: «Μηνάς ο Ρέμπελος, κουρσάρος στο Αιγαίο». Το δεύτερο συμφωνικό ποίημα, «Ο θάνατος της αντρειωμένης», με θέμα την αντίσταση των Ελληνίδων γυναικών στους κατακτητές, ακολουθεί τρία χρόνια αργότερα. Στο 1943 χρονολογείται και το έργο «Από τη ζωή και τους καημούς του Καπετάν Λύρα» για αφηγητή, τέσσερις σολίστ και ορχήστρα, πάνω σε κείμενο του ίδιου του Καλομοίρη. Για δύο χρόνια (1944-1945) ο συνθέτης διορίζεται γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1945 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και παρουσιάζει την όπερα «Ανατολή», με λιμπρέτο του Γιάννη Καμπύση. «Πέρασες» είναι ο δεύτερος κύκλος τραγουδιών πάνω σε στίχους του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, που ολοκληρώνεται το 1946. Στην όπερα «Τα ξωτικά νερά», το 1950, χρησιμοποιεί πρώτη φορά το κείμενο ενός ξένου ποιητή, του Yeats. Ανάμεσα στα τελευταία έργα του συνθέτη βρίσκονται η «Παλαμική συμφωνία» για εξάγγελο και ορχήστρα και το «Κοντσερτάκι για βιολί και ορχήστρα». Και τα δύο χρονολογούνται από το 1955. Ο Καλομοίρης δε θα προλάβει να δει πάνω στη σκηνή την τελευταία του όπερα «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος». Πεθαίνει στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 1962.
6. Το μουσικό ύφος του Καλομοίρη
Παρόλο που εντάσσεται στο χώρο της έντεχνης δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, το σύνολο του έργου του Καλομοίρη διαποτίζεται από στοιχεία της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής. Το σημαντικότερο ίσως είναι η προτεραιότητα που δίνει στη φωνή. Ο συνθέτης την επιβάλλει και την ενσωματώνει ακόμα και σε φόρμες που, στο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπό τους, διακρίνονται από την απόλυτη έλλειψη φωνητικού μέρους. Ρυθμικές δομές που προέρχονται από την ελληνική λαϊκή παράδοση, όπως εκείνη του γνωστού συρτού «καλαματιανού», σε μέτρο 7/8, χρησιμοποιούνται, μάλιστα, σαν σήματα εθνικών αξιών, όπως, για παράδειγμα, στα «Λεβέντικα» της «Συμφωνίας της Λεβεντιάς». Επίσης, πίσω από τις δυτικές τονικές κλίμακες κρύβονται συχνά τροπικά σχήματα, ενώ η μελωδική γραμμή εμπλουτίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με μελίσματα και χρωματικές κινήσεις. Τέλος, ατόφια αποσπάσματα από δημοτικά τραγούδια και εκκλησιαστικούς ύμνους εμφανίζονται με αρμονική επένδυση, όπως το μαρτυρούν ο «Χορός του Ζαλόγγου» και το «Χριστός Ανέστη» στο έργο «Θάνατος της αντρειωμένης», και το «Τη Υπερμάχω» στο φινάλε της «Συμφωνίας της Λεβεντιάς».
1. Καλομοίρης, Μ., Η ζωή μου και η τέχνη μου (Αθήνα 1988), σελ. 18. 2. Καλομοίρης, Μ., Η ζωή μου και η τέχνη μου (Αθήνα 1988), σελ. 16. 3. Καλομοίρης, Μ., Η ζωή μου και η τέχνη μου (Αθήνα 1988), σελ. 46. 4. Καλομοίρης, Μ., Η ζωή μου και η τέχνη μου (Αθήνα 1988), σελ. 93.
|
|
|