1. Γέννηση-οικογένεια Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος γεννήθηκε περίπου το 1010 στην ακμάζουσα τότε πόλη της Μαύρης Θάλασσας, την Τραπεζούντα. Το ακριβές έτος γέννησής του δεν είναι γνωστό, μπορούμε όμως βάσει έμμεσων στοιχείων να συμπεράνουμε ότι ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον σύγχρονό του Μιχαήλ Ψελλό (ο οποίος γεννήθηκε το 1018).
Τα στοιχεία για την οικογένεια του Ιωάννη Ξιφιλίνου είναι ελάχιστα και προέρχονται όλα από τα έργα του Ψελλού. Τα ονόματα των γονέων του Ξιφιλίνου ή οποιουδήποτε άλλου στενού του συγγενή δεν έχουν διασωθεί. Η γενική πάντως εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι η οικογένειά του δεν ανήκε στα πλέον επιφανή ή πλούσια κοινωνικά στρώματα, επομένως η καταγωγή του δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλή.1 Ο πατέρας του Ξιφιλίνου πέθανε όσο ο Ιωάννης ήταν ακόμη πολύ μικρός και έτσι τη φροντίδα του την ανέλαβε η μητέρα του. 2. Ανατροφή-εκπαίδευση Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, όπως και οι περισσότεροι Βυζαντινοί λόγιοι της εποχής του, απέκτησε την εγκύκλιο παιδεία στη γενέτειρά του και στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη (ίσως λίγο πριν από το 1030), ύστερα από προτροπή της χήρας μητέρας του, αναζητώντας την περαιτέρω μόρφωση. Η βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν πόλος έλξης για ανθρώπους με πνευματικές φιλοδοξίες από όλη την αυτοκρατορία, που έρχονταν για να αναμειχθούν στον αναβρασμό της ανάπτυξης των επιστημών και της εκπαίδευσης, ένα κλίμα που αντιπροσώπευε με τον καλύτερο τρόπο τη γενικότερη πνευματική άνθηση του Βυζαντίου της εποχής αυτής.
Στην πρωτεύουσα πολύ γρήγορα ήρθε σε επαφή με τους λογίους που αποτελούσαν την ελίτ της βυζαντινής διανόησης του 11ου αιώνα, στην οποία άλλωστε έμελλε να ενταχθεί και ο ίδιος. Ο γηραιότερος εκπρόσωπος αυτού του κύκλου ήταν ο Ιωάννης Μαυρόπους, δάσκαλος του Ψελλού και μετέπειτα μητροπολίτης Ευχαΐτων. Στον ίδιο κύκλο ανήκαν ακόμα ο Κωνσταντίνος Λειχούδης (επίσης μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, από το 1059 ως το 1063) και ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα ολόκληρης της βυζαντινής ιστορίας, ο Μιχαήλ Ψελλός. Ο Ξιφιλίνος αφιερώθηκε κατά κύριο λόγο στη μελέτη των νόμων, μολονότι δεν παραμέλησε και τις συνηθισμένες τότε σπουδές: τη φιλοσοφία, τη ρητορική και τη διαλεκτική. Ωστόσο με μεγαλύτερο ενδιαφέρον στράφηκε στις νομικές σπουδές, που, σύμφωνα με τον Ψελλό, θεωρούσε εξίσου σημαντικές με τη φιλοσοφία.2 3. Δράση Σχετικά με τη δράση του Ξιφιλίνου θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους: 1. Την περίοδο της σύντομης παραμονής του στη θέση του νομοφύλακα, επικεφαλής της νομικής σχολής που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος. 2. Την περίοδο μετά την αντικατάστασή του στη θέση αυτή, όταν, έχοντας πέσει σε δυσμένεια επί Κωνσταντίνου Θ', ο Ξιφιλίνος αναγκάστηκε να γίνει μοναχός και μετέβη στον Όλυμπο της Βιθυνίας, που ήταν γνωστό μοναστικό κέντρο, συμβιβαζόμενος πλήρως με τη νέα του ζωή. 3. Την περίοδο της πατριαρχίας του στην Κωνσταντινούπολη, από τη χειροτονία του την 1η Ιανουαρίου 1064 μέχρι το θάνατό του. 3.1. Νομοφύλαξ Αμέσως μόλις κατέλαβε την εξουσία, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) μερίμνησε για την ανανέωση της ανώτατης παιδείας και την ανάθεση των σπουδών της φιλοσοφίας και των νομικών στους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, πρωτίστως στον Μιχαήλ Ψελλό και στον Ιωάννη Ξιφιλίνο, στους οποίους και ανέθεσε τη διεύθυνση των αντίστοιχων νεοϊδρυθέντων Σχολών. Έτσι ο Ξιφιλίνος διορίσθηκε «νομοφύλαξ», ενώ ο Ψελλός έγινε «ύπατος των φιλοσόφων».
Η ίδρυση της σχολής από τον Μονομάχο και ο διορισμός του Ξιφιλίνου ως νομοφύλακα, δηλαδή ως επικεφαλής της νομικής σχολής, μπορεί πιθανότατα να τοποθετηθεί στις 21 Απριλίου του 1047. Αυτή είναι και η ημερομηνία των επίσημων εγκαινίων από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο του καθιδρύματός του: της μονής του αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και του ευρύτερου συγκροτήματός της στο κέντρο της Κωνσταντινουπόλεως, στη συνοικία που ήταν γνωστή με την ονομασία Μάγγανα. Στα Μάγγανα ακριβώς είχε εγκατασταθεί και η Νομική Σχολή, στα εγκαίνια της οποίας ο αυτοκράτορας ανέγνωσε τη Νεαρά που είχε συντάξει για την περίσταση ο Ιωάννης Μαυρόπους. Ωστόσο, σύντομα μετά τα εγκαίνια της Σχολής και την τοποθέτηση του Ξιφιλίνου στη θέση του νομοφύλακα, κάποιος Οφρυδάς, πιθανώς δικαστής ο ίδιος, κατηγόρησε τον Ιωάννη στον αυτοκράτορα για αμάθεια και αυτοδιδαχή, αλλά πρωτίστως για «ελευθέρια σκέψη», λόγω της νεαρής του ηλικίας.3 Ο Μιχαήλ Ψελλός έγραψε την απολογία του Ξιφιλίνου, επιχειρώντας να αποδείξει πως, μολονότι νέος, ο Ιωάννης είχε άριστη μόρφωση σε όλα τα απαραίτητα πεδία.4 Παρ’ όλ’ αυτά όμως ο Ξιφιλίνος απομακρύνθηκε από τη θέση του, πιθανώς επειδή ο Οφρυδάς είχε την υποστήριξη των γηραιότερων δικαστών, δικηγόρων και νομικών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι τάχθηκαν στο πλευρό του κι εναντίον του Ξιφιλίνου.
Πολύ γρήγορα σημειώθηκαν ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες δεν έπληξαν μόνο τον Ξιφιλίνο, αλλά και πολλούς από τους επιφανέστερους ανθρώπους του κύκλου του, που αποτελούσαν άλλωστε και τον κύκλο συμβούλων του αυτοκράτορα. Περίπου το 1050, ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος απομάκρυνε όχι μόνο από τις υψηλόβαθμες θέσεις, αλλά και από την πρωτεύουσα, τους πιο μορφωμένους και με τη μεγαλύτερη επιρροή εκπροσώπους μιας λαμπρής γενιάς. Ο Κωνσταντίνος Λειχούδης, ο οποίος είχε πράγματι αποκτήσει σημαντική πολιτική επιρροή, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Μαυρόπους αναγκάστηκαν, ο ένας μετά τον άλλο, να γίνουν μοναχοί. Με τον τρόπο αυτό έληξε η κοσμική σταδιοδρομία του Ιωάννη Ξιφιλίνου και των λογίων του κύκλου του, και ο ίδιος συνέχισε τη ζωή του στο γνωστό μοναστικό κέντρο του βιθυνικού Ολύμπου.
Ως προς τη συγγραφική δραστηριότητα του Ξιφιλίνου, λίγα μπορούν να ειπωθούν με ασφάλεια. Σε περίπτωση πάντως που αποδειχτεί ότι αυτός είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού νομικών σχολίων που προς το παρόν δεν μπορούν να του αποδοθούν με βεβαιότητα, τότε πιθανότατα τα έγραψε κατά την περίοδο αυτή της ζωής του.5 3.2. Μοναχός Όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος τον ανάγκασε να γίνει μοναχός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος συμβιβάσθηκε με τη μοίρα του και με τον νέο τρόπο ζωής του πολύ ευκολότερα από ό,τι αναμενόταν και πολύ πιο εύκολα από τον φίλο του Μιχαήλ Ψελλό. Ο Ξιφιλίνος αποσύρθηκε στον Όλυμπο, όπου παρέμεινε σχεδόν μια ολόκληρη δεκαετία, σε αντίθεση με τον Ψελλό, ο οποίος επίσης άρχισε τον μοναχικό του βίο στον Όλυμπο αλλά γρήγορα επέστρεψε στην πρωτεύουσα. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για την περίοδο του μοναχικού βίου του Ιωάννη Ξιφιλίνου. Φαίνεται ότι αφιερώθηκε ειλικρινά στην πνευματική ζωή, εγκαταλείποντας μερικώς τις παλαιές του αρχές. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από την επίπληξή του προς τον Μιχαήλ Ψελλό λόγω της υπερβολικής αγάπης του τελευταίου για τον Πλάτωνα. Στην απάντησή του ο Ψελλός επικρίνει τον Ξιφιλίνο ότι «λησμόνησε» την παλαιά κοσμική του μόρφωση και τον τρόπο ζωής.6 3.3. Πατριάρχης Η πορεία της ζωής του Ξιφιλίνου παρέμεινε πάντως συνυφασμένη με την τύχη του φίλου του Μιχαήλ Ψελλού. Έτσι και η επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη ήταν συνδεδεμένη με τον Ψελλό, που στο μεταξύ είχε ανακτήσει την επιρροή του στην πρωτεύουσα, μολονότι δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί το αληθές του ισχυρισμού του Ψελλού ότι ο ίδιος πρότεινε τον Ξιφιλίνο για πατριάρχη. Πάντως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι' Δούκας ήταν προσωπικός φίλος του Μιχαήλ Ψελλού, κατά παρότρυνση εξάλλου του οποίου είχε παραιτηθεί από το θρόνο ο προκάτοχος του Κωνσταντίνου στο θρόνο, ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός. Ο Ψελλός έγινε ο πρώτος σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ τη θέση του πατριάρχη κατείχε, από το 1058, ένας άλλος φίλος του Ψελλού και του Ξιφιλίνου, ο Κωνσταντίνος Λειχούδης. Επομένως η πρόσκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι' Δούκα που έφτασε μετά το θάνατο του Λειχούδη (1063) στη μοναστική κοινότητα του βιθυνικού Ολύμπου και ανακαλούσε τον Ιωάννη Ξιφιλίνο στην πρωτεύουσα θα μπορούσε κάλλιστα να οφείλεται στην επιρροή του Ψελλού. Οπωσδήποτε ο Ξιφιλίνος χειροτονήθηκε πατριάρχης Κωνσταντινούπολης την 1η Ιανουαρίου 1064.
Πρώτο του μέλημα υπήρξε το ζήτημα των αιρέσεων στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ήδη στις αρχές της πατριαρχίας του εξέδωσε καταγγελία κατά του ιακωβίτη μητροπολίτη της Μυτιλήνης καταδικάζοντάς τον σε εξορία διότι είχε αναπτύξει μονοφυσιτική προπαγάνδα. Εκτός αυτού, το 1066 ο Ιωάννης Ξιφιλίνος κήρυξε επίσημα την εκκλησιαστική ένωση μεταξύ της Αρμενίας και της Κωνσταντινούπολης. Η ένωση αυτή ήταν ενέργεια πολιτικής σημασίας στο πλαίσιο της βυζαντινής πολιτικής στην Ανατολή υπό την απειλή των Σελτζούκων. Μάλιστα από αρμενικής πλευράς η ένωση κυρώθηκε από κάποιον Ιάκωβο που δεν είχε καν την επίσημη εξουσιοδότηση της εκκλησίας του.
Ως πατριάρχης, και επομένως σημαντικός παράγοντας της βυζαντινής πολιτικής σκηνής, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος αναμείχθηκε και στο ζήτημα της διαδοχής στο θρόνο μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα. Έτσι, λίγο πριν από την 21η Μαΐου 1067, επικύρωσε τον όρκο που είχε πάρει η αυτοκράτειρα Ευδοκία ύστερα από αίτημα του ετοιμοθάνατου συζύγου της στην επιθανάτια κλίνη του ότι δεν θα ξαναπαντρευόταν, ώστε να είναι βέβαιο ότι οι γιοι του θα διαδέχονταν τον Κωνσταντίνο Ι' στο θρόνο. Ο πατριάρχης απείλησε την αυτοκράτειρα Ευδοκία με ανάθεμα σε περίπτωση που παραβίαζε τον όρκο της. Η κατάσταση αυτή άφηνε ουσιαστικά την εξουσία στα χέρια του πανίσχυρου Μιχαήλ Ψελλού και του καίσαρα Ιωάννη Δούκα, αδελφού του νεκρού Κωνσταντίνου Ι'.7 Μόλις λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, ο κίνδυνος από τους Σελτζούκους στην Ανατολή, όπου οι Βυζαντινοί υφίσταντο καταστροφικές ήττες, ανάγκασε τον Ιωάννη Ξιφιλίνο να απαλλάξει την Ευδοκία από τον όρκο της, παρά την αντίδραση του Ψελλού και του καίσαρα Ιωάννη, και να της επιτρέψει το γάμο με τον Ρωμανό Διογένη, έναν ικανό στρατηγό που φαινόταν σε θέση να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί η αυτοκρατορία, αν και δυστυχώς η ελπίδα αυτή τελικά διαψεύστηκε.
Πολιτική επίσης ενέργεια ήταν η υπογραφή του Ιωάννη Ξιφιλίνου με την οποία ο πατριάρχης επικύρωσε τη σύναψη συμφωνίας επιγαμίας μεταξύ του επόμενου αυτοκράτορα, του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, και του αρχηγού των Νορμανδών Ροβέρτου Γυισκάρδου. Η συμφωνία να νυμφευθεί ο γιος του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα Κωνσταντίνος την κόρη του Ροβέρτου Ελένη είχε καθαρά διπλωματικό χαρακτήρα, εφόσον οι Νορμανδοί αποτελούσαν τρομερή απειλή για το Βυζάντιο στη Δύση.8 Το 1071, έτος της τρομερής ήττας των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους, είχε επίσης σημαδευτεί από την πτώση του Μπάρι στα χέρια των Νορμανδών, απογυμνώνοντας το Βυζάντιο από τα ιταλικά του εδάφη.
Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος ανέπτυξε επίσης δραστηριότητα στον τομέα της ανακαίνισης και διακόσμησης των ναών της Κωνσταντινούπολης. Έδειξε μάλιστα ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμηση της Αγίας Σοφίας. Ο Ψελλός εξαίρει τη φροντίδα του Ξιφιλίνου για τη διακόσμηση του χώρου πάνω από το βήμα. Είναι πιθανόν το ψηφιδωτό της Βρεφοκρατούσας στην αψίδα της Αγίας Σοφίας να ανήκει σε αυτήν την περίοδο.9 4. Θάνατος Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος παρέμεινε στο θρόνο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το θάνατό του στις 2 Αυγούστου 1075. Ετάφη στη μονή των Αγγουρίων στον Βόσπορο.
1. Σάθας, Κ. (επιμ.), Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμ. 4, σελ. 430. Πρβ. “John VIII Xiphilinos”, The Oxford Dictionary of Byzantium 2, σελ. 1054 (A. Kazhdan). 2. Σάθας, Κ. (επιμ.), Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμ. 4, σελ. 427-429. 3. P. Lemerle, Cinq études sur le XIe siècle byzantin (Paris 1977), σελ. 207-12. 4. Dennis, G.T. (επιμ.), Michaelis Pselli Orationes forenses et acta (Stutgard et Lipsia 1994), σελ. 125 κ.ε. 5. Wolska-Conus, W., “L'École de droit et l'enseignement du droit à Byzance au XIe siècle: Xiphilin et Psellos”, Travaux et Mémoires 7 (1979), σελ. 1-109. 6. Σάθας, Κ. (επιμ.), Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμ. 4, σελ. 421-62. Πρβ. Criscuolo, U. (επιμ.), Epistola a Giovanni Xiphilino, Byzantina et Neo-Hellenica Neapolitana 1. Collana di Studi e testi, diretta da A. Garzya I (Napoli 1973). 7. Oikonomides, N., “Le serment de l’ imperatrice Eudocie”, Revue des Études Byzantines 21 (1963), σελ. 101-129. 8. Dennis, G.T. (επιμ.), Michaelis Pselli Orationes forenses et acta (Stutgard et Lipsia 1994), σελ. 176-181. 9. Σάθας, Κ. (επιμ.), Μεσαιωνική βιβλιοθήκη, τόμ. 4, σελ. 451. Πρβ. Mango, C., “Documentary Evidence on the Apse Mosaics of St. Sophia”, Byzantinische Zeitschrift 47 (1954), σελ. 402.
|
|
|