1. Ιστορικό πλαίσιο
Ύστερα από το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) τον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου κατέλαβε ο δωδεκάχρονος γιος του Αλέξιος Β΄ και την αντιβασιλεία η δυτικόφρων Μαρία της Αντιοχείας. Επειδή όμως ο νόμιμος αυτοκράτορας ήταν ακόμη ανήλικος, την ηγεσία του κράτους ανέλαβε ένας ανιψιός του νεκρού αυτοκράτορα και ευνοούμενος της Μαρίας, ο πρωτοσεβαστός Αλέξιος Κομνηνός. Η αντιπάθεια πολλών μελών της οικογένειας των Κομνηνών προς τους Λατίνους, οι οποίοι ευνοούνταν από αυτό το σχήμα εξουσίας, οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης, το Μάιο του 1182, αφού ξέσπασε στην πρωτεύουσα εξέγερση. Ο πρωτοσεβαστός Αλέξιος τυφλώθηκε, ενώ την εξουσία κατέλαβε ο εξάδελφος του Μανουήλ Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, ο οποίος ως τότε διατελούσε διοικητής στην περιοχή του Πόντου. Ο Ανδρόνικος (1182-1185), ως εχθρός της αριστοκρατίας αλλά και της φιλοδυτικής πολιτικής του προκατόχου του Μανουήλ Α΄, είχε γεννήσει προσδοκίες σε όλους εκείνους που επιθυμούσαν την ανατροπή της λατινόφιλης αντιβασιλείας. Η διακυβέρνησή του όμως μετατράπηκε σύντομα σε καθεστώς τρομοκρατίας.
Η αντιλατινική στάση του Ανδρόνικου συντέλεσε στην ένταση των σχέσεων των Δυτικών με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ η αντιαριστοκρατική τακτική του έγινε αιτία να αποδυναμωθεί το κράτος στρατιωτικά, καθώς η αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων αποτελούσε την κύρια στρατιωτική του δύναμη. Συνέπεια όλων αυτών ήταν η έντονη δυσαρέσκεια όχι μόνο του λαού, αλλά και μελών της δυναστείας των Κομνηνών. Στις 24 Αυγούστου του 1185 οι Νορμανδοί της Σικελίας κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη σχεδόν ανενόχλητοι και στη συνέχεια τμήμα του νορμανδικού στρατού κινήθηκε απειλητικά προς τις Σέρρες, ενώ ένα άλλο κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Η ατμόσφαιρα στη βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν ασφυκτική. Τα τρομοκρατικά μέτρα της κυβέρνησης από τη μία και ο φόβος της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Νορμανδούς από την άλλη ήταν οι δύο βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στην έκρηξη. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1185 εκδηλώθηκε εξέγερση και ο τελευταίος των Κομνηνών Ανδρόνικος Α΄ βρήκε βίαιο θάνατο από το εξαγριωμένο πλήθος της Κωνσταντινούπολης.
Τον Ανδρόνικο διαδέχθηκε στο θρόνο ο Ισαάκ Β΄ Άγγελος (1185-1195). Ο Ισαάκ, φοβούμενος το γιο του θανόντος αυτοκράτορα, τον σεβαστοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, ο οποίος ήταν δημοφιλής και μπορούσε να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του στον αυτοκρατορικό θρόνο, τον τύφλωσε. Η σωματική βλάβη όμως που του προκάλεσε ήταν τόσο σοβαρή που τον οδήγησε στο θάνατο. Αυτή την εποχή οι γιοι του Μανουήλ δεν είχαν ακόμη ενηλικιωθεί. Ο Αλέξιος, γεννημένος το 1182, ήταν μόλις τριών ετών. Ο Δαβίδ είχε γεννηθεί λίγο αργότερα, αλλά οπωσδήποτε πριν από το 1185. Υπό την απειλή του Ισαάκ Αγγέλου, ο οποίος είχε στόχο την εξόντωση των εγγονών του Ανδρονίκου, οι δύο αδελφοί φυγαδεύθηκαν στην Κολχίδα της Ιβηρίας (Λαζικής).1 Το πώς δύο νήπια κατάφεραν να διαφύγουν από την αυστηρά φρουρούμενη Κωνσταντινούπολη παραμένει άγνωστο. Αν η μητέρα τους ήταν Γεωργιανή πριγκίπισσα, κάτι που θεωρείται πιθανό, τότε ίσως εκείνη να συνέβαλε στη διάσωσή τους. Το βέβαιο είναι ότι ο Αλέξιος και ο Δαβίδ έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη διά θαλάσσης –πιθανόν με κάποιο από τα πλοία που είχε ετοιμάσει ο Ανδρόνικος κατά των Νορμανδών– και βρήκαν καταφύγιο στη συγγενή τους 2 Θάμαρ, τη Γεωργιανή βασίλισσα της Ιβηρίας. Η Θάμαρ (1184-1212) μετά το θάνατο του συζύγου της και ηγεμόνα της Γεωργίας, Δαβίδ (1178), μοιραζόταν την εξουσία με τον πατέρα της Γεώργιο. Το θρόνο κατέλαβε οριστικά το 1184.
2. Στάση της Θάμαρ
Το 1204, χρονιά που οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο Αλέξιος ήταν είκοσι δύο ετών και ο μικρότερος Δαβίδ από είκοσι ως είκοσι ενός.3 Φαίνεται απίθανο να είχαν οραματιστεί ως τότε οι δύο αδελφοί την κατάληψη του αυτοκρατορικού θρόνου ή τη δημιουργία μιας νέας αυτοκρατορίας. Η Θάμαρ ωστόσο κρατούσε εχθρική στάση έναντι των Αγγέλων, επειδή είχαν εκτοπίσει τους Κομνηνούς, με τους οποίους η ίδια συνδεόταν συγγενικά. Η εχθρότητα αυτή βρήκε διέξοδο με αφορμή ένα γεγονός που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη πριν από τον Ιούλιο του 1203 . Κατά την προσφιλή της συνήθεια η Γεωργιανή βασίλισσα πρόσφερε σε κάποιους μοναχούς από το Μαύρο Όρος, κοντά στην Αντιόχεια, από την Κύπρο, από το Άγιον Όρος και από άλλα μέρη μεγάλα χρηματικά ποσά. Ο δρόμος της επιστροφής των μοναχών από τη Γεωργία περνούσε αναγκαστικά μέσα από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, έχοντας πληροφορηθεί την άφιξη των μοναχών, τους αφαίρεσε τα δώρα. Η Θάμαρ εξοργισμένη αποφάσισε να εκδικηθεί οργανώνοντας εκστρατεία κατά της Τραπεζούντας. Σκοπός της δεν ήταν εξαρχής η ίδρυση μιας νέας αυτοκρατορίας, αλλά η εκδίκηση για την εχθρική πράξη του Αλεξίου Γ΄, στο πλαίσιο της γενικότερης επεκτατικής πολιτικής της. Η περιοχή της Τραπεζούντας ήταν εύκολος στόχος για την ίδια, ενώ η απώλειά της θα ήταν οδυνηρή και ζημιογόνος για τους Αγγέλους.
3. Κατάληψη Τραπεζούντας και ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας
Η Θάμαρ πιθανόν να έκρινε ότι η πιο κατάλληλη στιγμή για την πραγματοποίηση των σχεδίων της ήταν η περίοδος μετά την πρώτη μερική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους και την εγκατάλειψη της πόλης από τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο, στις 18 Ιουλίου 1203. Ήταν ακριβώς η στιγμή που η πρωτεύουσα είχε πληγεί και η Θάμαρ μπορούσε να εκμεταλλευτεί όχι μόνο την αδυναμία στρατιωτικής αντίδρασης, αλλά και την πολιτική αστάθεια, καθώς ο Αλέξιος Γ΄ είχε καθαιρεθεί και το θρόνο είχε καταλάβει εκ νέου ο τυφλός αδελφός του Ισαάκ Β΄. Ως τα ιδανικότερα όργανα για την πραγματοποίηση των σχεδίων της βρήκε τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ. Έτσι εμφανίζονται στο προσκήνιο των πολεμικών ενεργειών κατά της Τραπεζούντας οι δύο αδελφοί, οι οποίοι, διαποτισμένοι από τα πολιτικά ιδεώδη της Θάμαρ, ακολουθούν τα σχέδια της εξωτερικής πολιτικής της. Πράγματι, τον Απρίλιο του 1204 ο Αλέξιος Κομνηνός καταλαμβάνει ειρηνικά την πρωτεύουσα του θέματος Χαλδίας, Τραπεζούντα, και ακολουθεί η κατάληψη των νότιων παραλίων του Εύξεινου Πόντου από τους δύο αδελφούς. Ο Δαβίδ εγκαθίσταται στην Παφλαγονία, στο δυτικό τμήμα των κτήσεων, και κάνει πρωτεύουσά του την Ηράκλεια.4 Ο Αλέξιος, όντας πλέον κύριος των φρουρίων Τριπόλεως, Κερασούντος, Ιασωνίου και Μεσοχαλδίας, και ελέγχοντας την περιοχή από τον ποταμό Φάση ως τον ποταμό Θερμώδοντα (Τέρμεν), εγκαθίσταται στο ανατολικό τμήμα με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.5 Το πώς έφθασε ο στρατός του Αλεξίου στην Τραπεζούντα αποτελεί ένα δύσκολο ερώτημα. Η περίπτωση της ναυτικής εκστρατείας αποκλείεται, αφού την εποχή της Θάμαρ η Γεωργία δεν διέθετε κατάλληλο λιμάνι στη Μαύρη θάλασσα. Υπήρχε βέβαια το λιμάνι του ποταμού Πότι (Φάσης) στη Μιγγρελία, είναι όμως απίθανο να ξεκίνησε βασιλική ναυτική δύναμη από τον Πότι. Στα χρονικά της εποχής εξάλλου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε ναυτική επιχείρηση. Αντίθετα σημειώνονται με γεωγραφική σειρά τα ονόματα των τόπων που κυριεύθηκαν από τον Αλέξιο, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι πήρε πρώτα τη Λαζική και στη συνέχεια την Τραπεζούντα, πράγμα που σημαίνει ότι τα στρατεύματα έφθασαν στην Τραπεζούντα μέσω της Λαζικής. Ξέρουμε ότι το ταξίδι από την Τιφλίδα στην Τραπεζούντα διαρκούσε οκτώ ημέρες, δεν ξέρουμε όμως από ποια κατεύθυνση. Ένας πολύ γνωστός δρόμος που οδηγούσε στην Τραπεζούντα ήταν αυτός που περνούσε από το Γκάριν και τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).6 Διαφωτιστικό είναι ένα λαϊκό τραγούδι στο οποίο η Θάμαρ φέρεται να λέει: «Εγώ η Θάμαρ πήρα το Ερζερούμ κι έβαλα φόρους στο Ισπαχάν».7 Το συγκεκριμένο απόσπασμα αποκαλύπτει πως στη μνήμη του λαού επιβίωνε το ιστορικό γεγονός της προέλασης των γεωργιανών στρατευμάτων προς το Αρζέν (Ερζερούμ) με σκοπό την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας.8 Έτσι καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι ο στρατός του Αλεξίου διέσχισε τη Λαζική μέσω του Ερζερούμ, δηλαδή από τα Ν προς τα Β, φθάνοντας στην Τραπεζούντα από τα Ν. Το όρια της αυτοκρατορίας κατά τα πρώτα έτη της ιδρύσεώς της εκτείνονταν από την περιοχή του Σαγγαρίου ως τη Νικομήδεια. Μετά την ήττα του Δαβίδ από το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι (1204-1222) στην Ηράκλεια, η επικράτειά της περιορίστηκε ως τη Σινώπη. Αλλά και αυτά τα όρια περιορίζονταν συνεχώς. Ο Δαβίδ ύστερα από την ήττα του στην Ηράκλεια9 αποσύρθηκε στα κτήματά του στην Παφλαγονία και λίγο πριν από το θάνατό του εκάρη μοναχός με το όνομα Δανιήλ. Μετά την απομάκρυνση του Δαβίδ η επικράτεια του Αλεξίου περιορίστηκε μεταξύ του ποταμού Φάση και της πόλης Θεμίσκυρα (Τσαρσαμπά), συμπεριλαμβανομένων κάποιων πόλεων στην Κριμαία και της περιοχής γύρω από τη Χερσώνα, της Περατείας. Ο Αλέξιος απέμεινε ο μοναδικός κυρίαρχος των Κομνηνών στον Πόντο και πρόβαλε ως ο θεμελιωτής της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και ιδρυτής της δυναστείας των Μεγάλων Κομνηνών.
4. Στάση των κατοίκων της περιοχής
Η αμαχητί κατάληψη της Τραπεζούντας από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ δεν ήταν ένα τυχαίο –ευτυχές για τους πρώτους των Μεγάλων Κομνηνών– γεγονός, καθώς βρίσκει την εξήγησή του σε πολύ συγκεκριμένες αιτίες. Αφενός ο τότε δούκας ή έπαρχος της Τραπεζούντας Νικηφόρος Παλαιολόγος προσχώρησε χωρίς αντίσταση στον Αλέξιο, καθώς δεν διέθετε τη στρατιωτική ενεργητικότητα των Κομνηνών, παρά το γεγονός ότι έλεγχε στρατιωτικά την επικράτεια του θέματος Τραπεζούντας και Χαλδίας. Αφετέρου οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, παρακολουθώντας τις μεγάλες μεταβολές που συντελούνταν σε ολόκληρη την επικράτεια και φοβούμενοι τόσο τους Λατίνους από τα δυτικά όσο και τα διάφορα τουρκομανικά φύλα από τα ανατολικά, συνασπίστηκαν γύρω από τον Αλέξιο και τον χαιρέτισαν ως νόμιμο κληρονόμο του βυζαντινού κράτους. Το όνομα και μόνο των Κομνηνών, το οποίο σε ολόκληρη την Ασία έχαιρε σεβασμού και αναγνώρισης, ήταν αρκετό για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και ασφάλεια στη συνείδηση του λαού. Πρέπει επίσης να τονιστεί η σημασία του γεγονότος ότι πριν από το 1204 ο παππούς του Αλεξίου Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, προτού ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο, είχε διατελέσει διοικητής στην περιοχή του Πόντου για δύο χρόνια. Εκεί είχε οργανώσει και την εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την κατάληψη του θρόνου. Το όνομα λοιπόν των Κομνηνών ήταν γνωστό και προσφιλές στους κατοίκους του Πόντου, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ο Αλέξιος.10 Εξάλλου η γεωγραφική, στρατηγική και οικονομική θέση του Πόντου, καθώς και το βυζαντινό πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής στάθηκαν οι καθοριστικοί παράγοντες για τη διατήρηση και την εδραίωση του κράτους του. Η ταύτιση συνεπώς των συμφερόντων του Αλεξίου και των κατοίκων της Τραπεζούντας οδήγησε στην πρόθυμη υποταγή των δεύτερων στην εξουσία του (με εξαίρεση την Αμισό) και στην ειρηνική συνύπαρξή τους.
5. Σχέση κατάληψης Τραπεζούντας και πτώσης Κωνσταντινούπολης
Η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών ιδρύεται στις αρχές Απριλίου του 1204. Η Λατινική Αυτοκρατορία εγκαθιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη στις 13 Απριλίου του 1204. Αν υποθέσουμε ότι η κατάληψη της Τραπεζούντας πραγματοποιήθηκε μετά την ίδρυση του λατινικού κράτους, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι η μεταφορά της είδησης στη Γεωργία για την πτώση της Κωνσταντινούπολης και η οργάνωση και πραγματοποίηση της εκστρατείας έλαβαν χώρα μέσα σε ελάχιστες ημέρες, πράγμα αδύνατο για τα δεδομένα της εποχής. Η κατάληψη της Τραπεζούντας φαίνεται ότι οργανώθηκε ανεξάρτητα από την τελική πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας στους Σταυροφόρους στις 13 Απριλίου 1204 και ότι σχετίζεται μάλλον με την πρώτη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στις 18 Ιουλίου 1203.11 Έχει εκφραστεί η άποψη ότι η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας δεν ήταν αποτέλεσμα αντίστασης μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Λατίνους αλλά δημιούργημα των κεντρόφυγων τάσεων από την Κωνσταντινούπολη την εποχή των Αγγέλων.12 Εξάλλου, φαίνεται πως όταν η βυζαντινή πρωτεύουσα καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους το κράτος της Τραπεζούντας είχε ήδη δημιουργηθεί.13 Κατά πάσα πιθανότητα η απόφαση για την κατάληψη της Τραπεζούντας ελήφθη μετά την αρπαγή των δωρεών της Θάμαρ και την ευνοϊκή για την ίδια πρώτη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, γεγονότα που σημειώθηκαν και τα δύο τον Ιούλιο του 1203. Ο χρόνος που μεσολαβεί ως τον Απρίλιο του 1204, όταν ο Αλέξιος καταλαμβάνει την Τραπεζούντα, κρίνεται αρκετός για την οργάνωση και πραγματοποίηση μιας τέτοιας εκστρατείας.
6. Η ιδέα της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης
Ο πρώτος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας φαίνεται ότι καλλιέργησε την ιδέα της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης μετά το 1204, ως φορέας πλέον της εγγενούς ιδεολογίας των κρατών που δημιουργήθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Η επαρχία της Τραπεζούντας εξάλλου είχε από τον 11ο ήδη αιώνα παρουσιάσει κεντρόφυγες τάσεις. O Θεόδωρος Γαβράς απελευθέρωσε την Τραπεζούντα από τους Σελτζούκους (περί το 1075) και οργάνωσε και διοίκησε την περιοχή ως την Κολωνεία και το Παϊπέρτ ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το θάνατό του (1098). Φαίνεται λοιπόν ότι η επεκτατική τάση του ανεξάρτητου ποντιακού κράτους μετά την άλωση του 1204, καλλιεργημένη μέσα σε ένα περιβάλλον παραδοσιακά αποσχιστικών τάσεων, οδήγησε τον Αλέξιο στη φιλοδοξία της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης, στο θρόνο της οποίας είχε νόμιμα κληρονομικά δικαιώματα.
7. Ο αυτοκρατορικός τίτλος των Μεγάλων Κομνηνών
Το 13ο αιώνα και ως την εποχή του Μανουήλ Α΄ Μεγάλου Κομνηνού (1238-1263) οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας είχαν οικειοποιηθεί τον τίτλο «πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Ύστερα όμως από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, ο πρώτος αυτοκράτορας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Η΄ έδειξε τη δυσαρέσκειά του για τη χρήση του τίτλου από τους βασιλείς της Τραπεζούντας με την αποστολή πολλών πρεσβειών, με τις οποίες ζητούσε από τον Ιωάννη Β΄ (1280-1285) την αφαίρεση των αυτοκρατορικών εμβλημάτων. Του πρόσφερε μάλιστα για σύζυγο την τρίτη κόρη του Ευδοκία, με τον όρο ότι ο Ιωάννης θα αφαιρούσε από την περιβολή του τα κόκκινα υποδήματα –τα κατεξοχήν αυτοκρατορικά διακριτικά– και θα υποβιβαζόταν παίρνοντας τον τίτλο του δεσπότη. Πράγματι, το 1282 ο Ιωάννης Β΄ νυμφεύθηκε στην Κωνσταντινούπολη την Ευδοκία. Ο τίτλος όμως που του δόθηκε δεν ήταν εκείνος του δεσπότη, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Μιχαήλ Η΄ στο σημείο αυτό είχε κάνει μια υποχώρηση. Ο νέος τίτλος του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας ήταν «Εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας». Η παλαιότερη μνεία του τίτλου σε νομοθετικά κείμενα απαντά στην υπογραφή του χρυσόβουλου που εξέδωσε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός (1349-1390) για τους Βενετούς το Μάρτιο του 1364. Ο τίτλος μπαίνει στις συνθήκες μόλις το 14ο αιώνα, ενώ συναντάται και στο χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ με το οποίο ίδρυσε τη μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος το Σεπτέμβριο του 1374. Ο τίτλος των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας αναφέρει και τα σύνορα του κράτους τους: το «πάσης Ανατολής» αποτελεί μια υπερβολή, καθώς η Ιβηρία, περιοχή στη νοτιοανατολική ακτή της Mαύρης θάλασσας, είχε ήδη χαθεί για την αυτοκρατορία (πιθανόν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρονίκου Α΄), ενώ οι «Υπερπόντιες Επαρχίες» ή «Υπερθαλάσσια Χώρα», δηλαδή οι κριμαϊκές κτήσεις Χερσώνα και Γοτθικά Κλίματα, είχαν από το 14ο αιώνα χάσει την εξάρτησή τους από την Τραπεζούντα. Επομένως, η λέξη «Ιβήρων» (αυτοκράτωρ των Ιβήρων) πιθανόν να αναφέρεται στη συγγένεια και στην πατροπαράδοτη φιλία των αυτοκρατορικών οίκων της Γεωργίας και της Τραπεζούντας. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και υπενθύμιση ότι στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ανήκει μετά το 1334 ένα τμήμα της Λαζικής, έτος που θα πρέπει να θεωρηθεί ορόσημο για τη μνεία της Ιβηρίας στον αυτοκρατορικό τίτλο. Η λέξη «Περατείας» δηλώνει τις κτήσεις της αυτοκρατορίας στη χερσόνησο της Κριμαίας. Όπως και οι όροι «Περατική γη», «Πέρα», δηλώνουν πάντοτε παράλιες χώρες που βρίσκονται «αντίπερα». Ο όρος «Περατεία» διατηρήθηκε στον τίτλο των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας μέχρι τέλους (1461), παρά την παρουσία των Μογγόλων και των Γενουατών, οι οποίοι αποδυνάμωσαν τους συνεκτικούς δεσμούς των κτήσεων αυτών με την πρωτεύουσα. Το έμβλημα, τέλος, των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας ήταν ο μονοκέφαλος αετός και επικράτησε από το Σεπτέμβριο του 1282, μετά το γάμο του Ιωάννη και της Ευδοκίας.
8. Η προσωνυμία «Μεγάλοι Κομνηνοί»
Η προσωνυμία των Κομνηνών της Τραπεζούντας από τον πρώτο αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ ως και τον τελευταίο Δαβίδ ήταν «Μεγάλοι Κομνηνοί». Σύμφωνα με το Μιχαήλ Πανάρετο ο τίτλος, ο οποίος ήταν γνωστός και στη Δύση, δε δινόταν μόνο στους αυτοκράτορες αλλά και στις συζύγους και στις κόρες τους. Η προέλευση του επιθέτου είναι άγνωστη. Μπορούμε ωστόσο να υποστηρίξουμε ότι ο τίτλος είναι δηλωτικός της πολιτικής ιδεολογίας των Μεγάλων Κομνηνών, σύμφωνα με την οποία η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελεί τη συνέχεια της βυζαντινής αυτοκρατορικής παράδοσης στα ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Συγχρόνως το επίθετο «Μέγας» δίπλα από το όνομα του κάθε Κομνηνού αυτοκράτορα της Τραπεζούντας οδηγεί συνειρμικά στο αυτοκρατορικό μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης και ταυτόχρονα υπενθυμίζει τα νόμιμα δικαιώματά τους στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ως απογόνων των βιαίως εκτοπισθέντων Κομνηνών.
1. Σχετικά με το χρόνο διαφυγής των δύο αδελφών έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Βλ. σχετικά: Βασίλιεφ, Α.Α., «Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας» (ανάτυπο), Ποντιακά 1, Παμπούκης, I.T. (μτφρ.) (Αθήνα 1947), σελ. 16-20. 2. Πανάρετος, Μιχαήλ, Χρονικόν, Λαμψίδης, Ο. (επιμ.), «Μιχαήλ του Παναρέτου περί των Μεγάλων Κομνηνών», Αρχείον Πόντου 22 (1958), σελ. 61.3· Χωνιάτης, Νικήτας, Ιστορία, Dieten I. van (ed.) (CFHB 11, 1975), σελ. 224.34. Η νεότερη έρευνα θεωρεί απίθανη την υπόθεση που είχε διατυπωθεί, να ήταν η Θάμαρ αδελφή του Μανουήλ, χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε ασφαλή συμπεράσματα για το είδος ή το βαθμό της συγγένειας αυτής. Βλ. σχετικά Λαμψίδης, Ο., «Περί την ίδρυσιν του κράτους των Μεγάλων Κομνηνών», Αρχείον Πόντου 31 (1971-1972), σελ. 4-9· Janssens, E., Trebizonde en Colchide (Bruxelles 1969), σελ. 65-66. 3. Το μεγάλο πρόβλημα στη μελέτη της ιστορίας των Μεγάλων Κομνηνών εντοπίζεται στην απουσία ικανού πληροφοριακού υλικού. Η μοναδική πηγή για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το Χρονικό του Μιχαήλ Παναρέτου, του Γεωργιανού χρονικογράφου της αυλής των Μεγάλων Κομνηνών, είναι ιδιαίτερα φειδωλή σε πληροφορίες για τα χρόνια ως το 1280, με εξαίρεση ωστόσο ό,τι αφορά τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τα διάφορα τουρκικά φύλα κατά την ίδια περίοδο. 4. Χωνιάτης, Νικήτας, Ιστορία, Dieten I. van (ed.) (CFHB 11, 1975), σελ. 638.69-639.72. 5. Χωνιάτης, Νικήτας, Ιστορία, Dieten I. van (ed.) (CFHB 11, 1975), σελ. 639.72-73. 6. «Αρζέν ερ Ρουμ», που σημαίνει περιοχή ή φρούριο των Ρωμαίων. Το όνομα αυτό είχε δοθεί στην πόλη από τον 11ο ήδη αιώνα και ταυτίζεται με την Καλίκαλα των Αράβων συγγραφέων. 7. Βασίλιεφ, Α.Α., Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (ανάτυπο), Ποντιακά 1, Παμπούκης, Ι.Τ. (μτφρ) (Αθήνα 1947), σελ. 31. 8. Βασίλιεφ, Α.Α., Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (ανάτυπο), Ποντιακά 1, Παμπούκης, Ι.Τ. (μτφρ.) (Αθήνα 1947), σελ. 31. 9. Χωνιάτης, Νικήτας, Ιστορία, Dieten I. van (ed.) (CFHB 11, 1975), σελ. 626.68-71. 10. Σχετικά με την εικόνα των Κομνηνών στη λαϊκή συνείδηση βλ. Βησσαρίων, Εγκώμιον εις Τραπεζούντα, Λάμπρος, Σ. (επιμ.), «Βησσαρίωνος Εγκώμιον εις Τραπεζούντα», ΝΕ 13 (1916), σελ. 183.35-184.11. Για τη δόξα των Κομνηνών στη συνείδηση των νεότερων Ελλήνων βλ. Ανδρεάδης, Χ.Γ., «Παναγιώτης Ματαράγκας. Ένας λησμονημένος ποιητής-πρόξενος στην Τραπεζούντα (1865-1868)», Αρχείον Πόντου 47 (1996-1997), σελ. 41-90. 11. Vasiliev, Α.A., “The foundation of the Empire of Trebizond 1204-1222”, Speculum 11 (1936), σελ. 19. 12. Ahrweiler-Γλύκατζη, Ε., Ιστορία Ελληνικού Έθνους Θ' (Αθήνα 1980), σελ. 326. 13. Nicol, D.M., The Last Centuries of Byzantium (London 1972), Κομνηνός, Σ. (μτφρ.), Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου, 1261-1453 (Αθήνα 1996), σελ. 30.
|
|
|