1. Εισαγωγή
Η ελληνιστική κοροπλαστική χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ενιαίων τάσεων ως προς την τεχνοτροπία και την επιλογή των θεμάτων. Αυτή η γενικευμένη ομοιογένεια αποβαίνει συνήθως σε βάρος της ποικιλίας. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες των διαφορετικών εργαστηρίων, που ήταν ιδιαίτερα εμφανείς κατά την Αρχαϊκή και την Κλασική περίοδο, περιορίζονται τώρα στο ελάχιστο. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, όμως, οι Έλληνες κοροπλάστες έφτασαν στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι μερικά ελληνιστικά ειδώλια ξεπερνούν τους περιορισμούς του μεγέθους και του ταπεινού υλικού τους και αγγίζουν την τελειότητα της μεγάλης πλαστικής.
Σε πρώτη φάση, οι κοροπλάστες της Μικράς Ασίας ακολούθησαν τις γενικές τάσεις που επικρατούσαν και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Στην Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, όμως, πήραν τα ηνία δημιουργώντας πρωτότυπους τοπικούς ρυθμούς με κοινές κατευθύνσεις ως προς την τεχνική, την τεχνοτροπία και την επιλογή των θεμάτων.
2. Χρονικά όρια και γενικά χαρακτηριστικά
Η ελληνιστική κοροπλαστική της Μικράς Ασίας είναι δυνατό να διαιρεθεί σε δύο χρονολογικές φάσεις.1 Η πρώιμη περίοδος καλύπτει το διάστημα από το 330 μέχρι περίπου το 200 π.Χ. Στα χρόνια αυτά κυριαρχεί ο λεγόμενος «ρυθμός της Τανάγρας», που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ομοιογένεια στην τεχνοτροπία και στην επιλογή των θεματικών τύπων.2 Ο πιο κοινός θεματικός τύπος του ρυθμού αυτού είναι οι λεγόμενες «Ταναγραίες», δηλαδή οι ιστάμενες ενδεδυμένες γυναικείες μορφές με πολύχρωμη διακόσμηση και περίτεχνη απόδοση της πτυχολογίας των ενδυμάτων τους. Οι μορφές αυτές φορούν συνήθως χιτώνα και ιμάτιο. Τα ενδύματα αποδίδονται να αγκαλιάζουν σφιχτά το σώμα, δημιουργώντας πτυχές που ακολουθούν αντίθετες κατευθύνσεις, στοιχείο που δημιουργεί έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα και προσφέρει τη δυνατότητα για πολλές παραλλαγές στο ίδιο θέμα.
Άλλοι χαρακτηριστικοί θεματικοί τύποι στα χρόνια αυτά είναι καθήμενες γυναικείες μορφές, μικρά κορίτσια, ιστάμενες ανδρικές μορφές, νεαρά αγόρια που με την προσθήκη φτερών ταυτίζονται με τον Έρωτα και διάφορες παραλλαγές της Αφροδίτης ιστάμενες ή καθήμενες.
Η Ύστερη Ελληνιστική περίοδος καλύπτει το 2ο και τον 1ο αι. π.Χ., ενώ σε ορισμένα εργαστήρια η παραγωγή συνεχίζεται και αργότερα. Η τάση για ομοιομορφία επιβιώνει, αλλά ταυτόχρονα αποκρυσταλλώνονται και νέες, πρωτοποριακές τάσεις. Οι «Ταναγραίες» εξακολουθούν να αποτελούν προσφιλές θέμα, όμως η θεματολογία των κοροπλαστών εμπλουτίζεται με ποικίλους νέους τύπους. Οι στάσεις γίνονται όλο και πιο επιτηδευμένες και γενικά ο ρυθμός τείνει προς το πιο διακοσμητικό. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στα μικρασιατικά εργαστήρια, τα οποία παρήγαν στα χρόνια αυτά μερικά από τα καλύτερα δείγματα κοροπλαστικής σε ολόκληρο τον ελληνιστικό κόσμο. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η παραγωγή τους συνεχίστηκε μέχρι τους Αυτοκρατορικούς χρόνους.3 Στην ύστερη αυτή εποχή τα χάλκινα έργα τέχνης έγιναν περισσότερο προσιτά σε σχέση με πριν, γεγονός που μείωσε τη ζήτηση των πήλινων ειδωλίων. Έτσι, η τέχνη αυτή παρήκμασε σταδιακά και τα τελευταία –εκφυλισμένα πια– δείγματά της χρονολογούνται στον 5ο αι. μ.Χ.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη μελέτη της ελληνιστικής κοροπλαστικής παραμένει αυτό της χρονολόγησης, το οποίο σχετίζεται με τις συνθήκες εύρεσής της. Τα περισσότερα ειδώλια των ανατολικών εργαστηρίων βρέθηκαν κυρίως στις ανασκαφές που έγιναν το 19ο αιώνα στα μεγάλα ιερά των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Ο προσανατολισμός της έρευνας την εποχή εκείνη επικεντρωνόταν κυρίως στη μνημειώδη αρχιτεκτονική και τη μεγάλη πλαστική. Μοιραία λοιπόν τα «ταπεινά» πήλινα ειδώλια που έρχονταν στο φως βρίσκονταν σε δεύτερη μοίρα. Οι αναφορές των ανασκαφέων στην κοροπλαστική είναι συνήθως συνοπτικές, αν όχι ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα να είναι συχνά αδύνατος ο συσχετισμός τους με ασφαλώς χρονολογημένα αντικείμενα ή σύνολα. Έτσι οι απόπειρες χρονολόγησης βασίζονται συνήθως σε τεχνοτροπικές παρατηρήσεις.
3. Χρήση και τεχνικές κατασκευής
Η χρήση των ελληνιστικών ειδωλίων παραμένει μέχρι σήμερα ένα μυστήριο για την έρευνα. Ο τόπος εύρεσης –όπου αυτός είναι γνωστός– δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αφού οι ίδιοι τύποι απαντούν συχνά σε διαφορετικά σύνολα. Δεν πρέπει να αγνοηθεί και το γεγονός ότι πολλές φορές οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη χρήση των ειδωλίων βασίζονται αποκλειστικά στη σύγχρονη γι’ αυτά αντίληψη και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αναπόδεικτες.
Στην πλειονότητά τους τα ελληνιστικά ειδώλια της Μικράς Ασίας βρέθηκαν σε τάφους, ήταν δηλαδή κτερίσματα. Η ερμηνεία που δίνεται συνήθως είναι ότι αποτελούσαν προσφορές προς τις χθόνιες θεότητες ή συνόδευαν τον νεκρό στον κάτω κόσμο. Πρόσφατα, μάλιστα, διατυπώθηκε η άποψη ότι τα πολυάριθμα ειδώλια που βρέθηκαν στα νεκροταφεία της Μύρινας ήταν υποκατάστατα των συγγενών του νεκρού που θα τον συντρόφευαν στη μεταθανάτια ζωή. Η προτίμηση μάλιστα στους φτερωτούς Έρωτες και τις Νίκες ερμηνεύεται ως απόπειρα των ζώντων να συμβολίσουν τη χαρά της ζωής και να τονίσουν την αντίθεση μεταξύ του πάνω και του κάτω κόσμου.4
Άλλος συνήθης τόπος εύρεσης της ελληνιστικής κοροπλαστικής είναι τα μεγάλα μικρασιατικά ιερά. Χωρίς αμφιβολία, τα ειδώλια χρησιμοποιήθηκαν εκεί για αναθήματα. Ίσως λειτουργούσαν και ως συμβολικά υποκατάστατα των πιστών που τα αφιέρωναν στους θεούς.5
Τέλος, πολλά ειδώλια βρέθηκαν σε σπίτια, όπως για παράδειγμα στην Πριήνη και την Έφεσο.6 Αυτά είχαν σαφώς οικιακή χρήση, ήταν δηλαδή διακοσμητικά αντικείμενα, ένα οικονομικό υποκατάστατο για όσους αδυνατούσαν να αγοράσουν έργα μεγάλης πλαστικής ή αντικείμενα από πολύτιμα υλικά. Δεν αποκλείεται κάποια να ήταν και αναθήματα σε οικιακά ιερά. Μία ενδιαφέρουσα κατηγορία αποτελούν οι θεατρικές μάσκες, που διακοσμούσαν σπίτια θεατρόφιλων ή έδρες «θεατρικών συλλόγων» της εποχής.7
Γενικά, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνιστικά ειδώλια δεν έχουν τον έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει την αρχαϊκή και την κλασική κοροπλαστική. Αντιθέτως, η τεχνοτροπία τους είναι συχνά τόσο φυσιοκρατική, που έχει οδηγήσει στην ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι αναπαριστούσαν κοινούς θνητούς.8 Φυσικά, η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατό να έχει καθολική ισχύ. Συχνά, τα ιερά σύμβολα που φέρουν ακόμη και μερικά από τα πιο «ρεαλιστικά» δείγματα αποδεικνύουν ότι αυτά αναπαριστούσαν θεότητες.
Η τεχνική των ελληνιστικών ειδωλίων είναι ιδιαίτερα εξελιγμένη. Κατασκευάζονταν με πήλινες ως επί το πλείστον μήτρες και στις δύο όψεις. Η όλη διαδικασία βασιζόταν στη χρήση ενός «αρχετύπου» (δηλαδή υποδείγματος) από το οποίο προερχόταν η μήτρα.9Το εσωτερικό των ειδωλίων ήταν κοίλο για να αποφεύγονται τα σπασίματα κατά την όπτηση,10 ενώ τα κεφάλια ήταν συμπαγή και δημιουργούνταν από δύο ξεχωριστές μήτρες.11 Οι κοροπλάστες κατεργάζονταν με επιμέλεια την μπροστινή κύρια όψη, ενώ άφηναν συχνά το πίσω μέρος ακατέργαστο.12 Μερικά ιδιαίτερα επιμελημένα δείγματα με τέλειο πλάσιμο σε όλες τις όψεις τους προορίζονταν αναμφίβολα για να τα βλέπει κανείς και στις τρεις διαστάσεις. Τα ελληνιστικά ειδώλια έφεραν πολύχρωμη διακόσμηση, η οποία διατηρείται ακόμη στα καλύτερα σωζόμενα δείγματα.
4. Μικρασιατικά εργαστήρια κοροπλαστικής
4.1. Τροία
Πολυάριθμα ήταν τα μικρασιατικά εργαστήρια κοροπλαστικής, που διακρίνονται συνήθως από τις διαφορετικές ποικιλίες πηλού. Παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις, η παραγωγή τους παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες. Η ελληνιστική κοροπλαστική της Τροίας προέρχεται στην πλειονότητά της από τις ανασκαφές των Αμερικανών τα χρόνια 1932-8.13 Η τεχνοτροπία είναι κάπως «επαρχιακή» σε σχέση με αυτή των γειτονικών εργαστηρίων. Η παραγωγή εκτείνεται χρονικά από τον 3ο έως τον 1ο αι. π.Χ. Κυριαρχούν οι ενδεδυμένες γυναικείες μορφές στον τύπο της «Ταναγραίας», παραλλαγές της θεάς Κυβέλης καθήμενης, καθώς και καθήμενες γυμνές γυναικείες μορφές γνωστές ως «Αφροδίτες ανατολικού τύπου».14
4.2. Μύρινα
Η κατά τ’ άλλα άσημη πόλη Μύρινα στην Αιολίδα είναι ο τόπος όπου έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα τα περισσότερα δείγματα της ελληνιστικής κοροπλαστικής της Ασίας. Αυτά, περίπου 2.000 στον αριθμό, βρέθηκαν κυρίως στις ανασκαφές που διενήργησε στο νεκροταφείο της πόλης το 19ο αιώνα η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.15 Ο μεγάλος αριθμός των ευρημάτων και η εξαιρετική τους διατήρηση κατέστησαν παραδοσιακά το εργαστήριο της Μύρινας ως το σημαντικότερο της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου. Η εικόνα αυτή είναι εν μέρει πλασματική και οφείλεται στην έλλειψη ευρημάτων από γειτονικά εργαστήρια με μεγάλη παράδοση στην κοροπλαστική.16 Τα πρωιμότερα δείγματα του εργαστηρίου ξεκινούν γύρω στο 250 π.Χ. και εντάσσονται στην καλλιτεχνική παράδοση που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα και την Τανάγρα κατά τους Ύστερους Κλασικούς και τους Πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους. Κάποιοι μάλιστα υποστήριξαν ότι εργάστηκαν στη Μύρινα κοροπλάστες που έφυγαν από τον ελλαδικό χώρο αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής σε μια εποχή πολιτικής αστάθειας. Αρχικά κυριαρχούν οι «Ταναγραίες», ενώ απαντούν και παιδιά, Έρωτες, μάσκες και ζώα. Τα καλύτερα δείγματα του εργαστηρίου ανήκουν στην περίοδο 200-150 π.Χ. Η ακμή αυτή συνδέεται ίσως με την άφιξη κοροπλαστών από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ή, πιο πιθανό, με την επιρροή της σχολής πλαστικής του Περγάμου.17 Στα χρόνια αυτά και μέχρι το 30 π.Χ. περίπου, η παραγωγή αυξάνεται ιδιαίτερα και υιοθετούνται νέοι τολμηροί θεματικοί τύποι από τους μυθολογικούς κύκλους, που αποδίδονται με τέλειο και ελεύθερο πλάσιμο.
Οι θεματικοί τύποι που προτιμώνται είναι γυναικείες μορφές, αναπαραστάσεις της Αφροδίτης, Έρωτες, σειρήνες, ανθρώπινες μορφές με έντονα ρεαλιστική απόδοση που μοιάζουν με καρικατούρες (γκροτέσκο), ηθοποιοί, μυθολογικά πρόσωπα και αντίγραφα γνωστών έργων της μεγάλης πλαστικής, όπως της Κνιδίας Αφροδίτης του Πραξιτέλη. Γενικότερα αποκρυσταλλώνεται μια τοπική τεχνοτροπία που ξεπερνάει τους περιορισμούς του μέσου. Οι νέες αυτές τάσεις εντοπίζονται κυρίως στις Νίκες και τους Έρωτες,18 φτερωτές φιγούρες με έντονη πλαστικότητα και κίνηση και άρτια τεχνική. Τα ειδώλια αυτά κατασκευάζονταν από πολλές ξεχωριστές μήτρες, που τις ένωναν πριν από την όπτηση. Ένα από τα πιο γνωστά δείγματα του ρυθμού, δύο καθιστές γυναίκες που συζητούν, εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Οι ερευνητές βασιζόμενοι σε τεχνοτροπικές αναλύσεις κατάφεραν να διακρίνουν διαφορετικά εργαστήρια αλλά και ανώνυμους κοροπλάστες που εργάστηκαν τα χρόνια αυτά στη Μύρινα. Σε μερικές περιπτώσεις διασώζονται μονογράμματα και υπογραφές.19 Αυτά αποδίδονται μάλλον σε ιδιοκτήτες εργαστηρίων κοροπλαστικής παρά στους ίδιους τους κοροπλάστες. Ένας από αυτούς, μάλιστα, ο Μηνόφιλος, ήταν αρκετά ευκατάστατος και κατείχε ανώτερη κοινωνική θέση.20
Στα ύστερα έργα εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της παρακμής, που οφείλονται ίσως στη μαζική παραγωγή. Η τεχνική παραμένει άρτια, αλλά τα ειδώλια χάνουν σταδιακά τη φρεσκάδα τους, ενώ η έντονη διακοσμητική διάθεσή τους φτάνει συχνά τα όρια του μανιερισμού. Η παραγωγή συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., όταν ο καταστροφικός σεισμός του έτους 106 έβαλε τέλος στην καλλιτεχνική δραστηριότητα του εργαστηρίου.
4.3. Κύμη
Η κοροπλαστική της Κύμης παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με αυτήν της Μύρινας ως προς την τεχνοτροπία, τους θεματικούς τύπους και τον πηλό. Οι κοινές αυτές τάσεις οφείλονται στην άμεση γειτνίαση των δύο πόλεων. Παρ’ όλα αυτά το πλάσιμο είναι κάπως τραχύ σε σχέση με τη Μύρινα, ενώ χαρακτηριστική είναι η χρήση μιας στιλπνής βαφής στη διακόσμηση, που απαντά και στη Σμύρνη.
4.4. Σμύρνη
Η Σμύρνη αποτελούσε ένα από τα πρωτοπόρα μικρασιατικά κέντρα κοροπλαστικής στα Ελληνιστικά χρόνια. Η πόλη επανιδρύθηκε από το Λυσίμαχο, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γύρω στο 288 π.Χ. σε μικρή απόσταση από την παλιά θέση της.21 Γνώρισε μεγάλη ακμή μέχρι και την Αυτοκρατορική περίοδο.22 Μάλιστα, η συνεχής κατοίκηση μέχρι τα νεότερα χρόνια κατέστησε αδύνατη τη διενέργεια συστηματικών ανασκαφών. Τα περισσότερα ειδώλια από τη Σμύρνη που εκτίθενται στα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών –κυρίως θραύσματα κεφαλών– προέρχονται από λαθρανασκαφές κυρίως στις οικιστικές ζώνες της πόλης.23
Τα ειδώλια της Σμύρνης χρονολογούνται από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι το 106 μ.Χ., όταν ο μεγάλος σεισμός που έγινε στην περιοχή ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν για μεγάλο διάστημα την πόλη. Είναι εύκολα αναγνωρίσιμα από το χρώμα του πηλού τους, το οποίο ποικίλλει από το καφέ μέχρι το κοκκινωπό. Ο πηλός είναι ομοιογενής και λεπτόκοκκος και συχνά περιέχει προσμείξεις και ψήγματα χρυσού και αργύρου.24 Μερικά δείγματα διατηρούν ακόμη τα χρώματά τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι οπές εξαερισμού είναι πολύ μικρές ή απουσιάζουν εντελώς. Σε γενικές γραμμές το πλάσιμο είναι πολύ προσεκτικό και το πίσω τμήμα των ειδωλίων σπανίως αφήνεται ακατέργαστο, ενώ διασώζονται ελάχιστες υπογραφές κοροπλαστών.25
Ως προς τη θεματολογία, κυριαρχούν πολλοί γνωστοί τύποι της μεγάλης πλαστικής της Κλασικής ή και της Ελληνιστικής περιόδου, όπως ο Ηρακλής, διάφορες θεότητες και αθλητές.26 Άλλο προσφιλές θέμα ήταν οι ενδεδυμένες γυναικείες μορφές στον τύπο της «Ταναγραίας».27 Απαντούν και χειροποίητες μινιατούρες, ενώ ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι λεγόμενες μορφές γκροτέσκο με την υπερβολική απόδοση ανατομικών δυσμορφιών. Τα αινιγματικά αυτά ειδώλια πιθανόν αναπαριστούσαν πραγματικούς ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν από παραμορφωτικές ασθένειες.28
Η τεχνοτροπία της κοροπλαστικής της Σμύρνης παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με αυτήν της Μύρινας. Πιθανόν στις δύο πόλεις εργάζονταν οι ίδιοι κοροπλάστες, που χρησιμοποιούσαν ίσως κοινές μήτρες. Ανάλογη σχέση υπήρχε ίσως και με το Πέργαμον ή την Κύμη. Από την άλλη, ορισμένοι θεματικοί τύποι του εργαστηρίου της Σμύρνης –οι νέγροι και οι μορφές γκροτέσκο– παραπέμπουν απευθείας στην κοροπλαστική της Αλεξάνδρειας, πιστοποιώντας στενές εμπορικές και καλλιτεχνικές σχέσεις με την πόλη αυτή. Τα ειδώλια της Σμύρνης έχαιραν μεγάλης εκτίμησης στον αρχαίο κόσμο. Εξάγονταν στη Μύρινα, την Πριήνη, το Πέργαμον, την Τροία, την Ταρσό, τη Δήλο, την Αθήνα, την Κύπρο και τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας.
4.5. Πέργαμον
Το ελληνιστικό Πέργαμον, η μεγαλύτερη πόλη της Μυσίας και έδρα της δυναστείας των Ατταλιδών, αποτέλεσε σπουδαιότατο καλλιτεχνικό κέντρο της Μικράς Ασίας στα χρόνια αυτά, κυρίως στην αρχιτεκτονική και τη μεγάλη πλαστική. Οι Ατταλίδες ήταν υποστηρικτές όλων των τεχνών, μεταξύ αυτών της κεραμικής και της κοροπλαστικής. Οι γερμανικές ανασκαφές από το 1878 και εξής έφεραν στο φως ειδώλια που βρέθηκαν ως επί το πλείστον σε ιερά και σπίτια. Πρόκειται κυρίως για νεαρά αγόρια, για παραλλαγές της Αφροδίτης και Έρωτες. Τα ειδώλια αυτά παρουσιάζουν μεγάλη τεχνοτροπική συγγένεια με την κοροπλαστική της γειτονικής Μύρινας. Η στενή σχέση μεταξύ των δύο εργαστηρίων έχει παραλληλιστεί με αυτή μεταξύ Αθήνας και Τανάγρας στον ελλαδικό χώρο. Το Πέργαμον αποτελούσε ίσως το πρωτοπόρο κέντρο απ’ όπου εκπορεύονταν οι νέες καλλιτεχνικές τάσεις. Η ακμή αυτή οφείλεται αναμφίβολα και στην παράλληλη άνθηση της μεγάλης πλαστικής στην πόλη η οποία δημιουργούσε πρότυπα για τους κοροπλάστες.
Στα δύο εργαστήρια απαντούν κοινοί θεματικοί τύποι και κοινές υπογραφές κοροπλαστών.29 Παρ’ όλα αυτά η απόπειρα λεπτομερούς τεχνοτροπικής σύγκρισης είναι ιδιαίτερα δύσκολη αφού, σε αντίθεση με τη Μύρινα, τα ειδώλια του Περγάμου δε σώζονται σε καλή κατάσταση εξαιτίας της οικιακής τους χρήσης.
4.6. Έφεσος
Στην Έφεσο οι ανασκαφές που έγιναν στο ναό της Αρτέμιδος μεταξύ των ετών 1863 και 1874 έφεραν στο φως και αρκετά ειδώλια.30 Αυτά είναι πλημμελώς δημοσιευμένα και πολλά είναι δύσκολο να χρονολογηθούν. Ελάχιστα είναι τα δείγματα του εργαστηρίου που χρονολογούνται με ασφάλεια στην Ελληνιστική περίοδο. Παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι η πόλη αποτελούσε ένα από τα μεγάλα μικρασιατικά κέντρα παραγωγής στα χρόνια αυτά. Ο κοκκινωπός πηλός της είναι χαρακτηριστικός και συνήθως περιέχει μίκακαι προσμείξεις. Κυριαρχούν οι ιστάμενες γυναικείες μορφές, παραλλαγές της Αφροδίτης, και κυρίως θραύσματα κεφαλών, ανδρικών και γυναικείων. Τεχνοτροπικά συγγενεύουν με την κοροπλαστική της γειτονικής Σμύρνης. Αξιοσημείωτο είναι ένα ειδώλιο που αναπαριστά το λατρευτικό άγαλμα της Εφεσίας Αρτέμιδος.31 Τοπική ιδιαιτερότητα αποτελούν οι κορμοί με οπές για την ανάρτηση αρθρωτών μελών.
4.7. Πριήνη
Η ελληνιστική κοροπλαστική της Πριήνης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η νέα πόλη μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση της γύρω στο 350 π.Χ. Τα λίγα ειδώλια που βρέθηκαν στην πόλη προέρχονται κυρίως από τα ιερά της Αθηνάς Πολιάδος και της Δήμητρας και Κόρης και τις οικιστικές ζώνες της πόλης.32Η παραγωγή εκτείνεται χρονικά μεταξύ του 3ου και του 1ου αι. π.Χ. Ο πηλός της Πριήνης είναι λεπτόκοκκος με προσμείξεις και σαπωνοειδή υφή. Το χρώμα ποικίλλει μεταξύ του πορτοκαλί και του καφέ. Αξιοσημείωτος είναι ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων υπογραφών. Κυριαρχούν οι ενδεδυμένες γυναικείες μορφές και τα σωζόμενα δείγματα είναι συνήθως εξαιρετικής ποιότητας. Μοιάζουν με τα καλύτερα δείγματα του εργαστηρίου της Μύρινας, αλλά διακρίνονται από το είδος του πηλού και από ορισμένους τοπικούς θεματικούς τύπους. Το μεγάλο μέγεθος, που φτάνει μέχρι και τα 50 εκ., υποδηλώνει ότι κάποια ειδώλια, φθηνά υποκατάστατα μεγάλης πλαστικής, χρησιμοποιούνταν ως αναθήματα σε ιερά ή διακοσμητικά αντικείμενα σε σπίτια. Μια τοπική ιδιαιτερότητα αποτελούν οι ρεαλιστικές μορφές που αναπαριστούν σκηνές της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα μία ομάδα ειδωλίων που αποδίδουν πιθανότατα τη Βαυώ και ήταν αναθήματα στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης.
4.8. Καρία
Στην περιοχή της Καρίας βρίσκονταν τα εργαστήρια της Κνίδου, της Αλικαρνασσού, των Θεαγγέλων. Η παραγωγή τους παρουσιάζει ομοιότητες με τη σύγχρονη κοροπλαστική της Δωδεκανήσου. Η Κνίδος επανιδρύθηκε το 340 π.Χ. Μια σειρά ειδωλίων που χρονολογούνται στα χρόνια αυτά πιστοποιεί την ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου κοροπλαστικής. Πολλά από αυτά –μαζί με λυχνάρια, αγγεία και γυάλινα αντικείμενα– ήταν θαμμένα μέσα σε ορύγματα, όπου τα είχαν τοποθετήσει για να τα προφυλάξουν από πιθανή επιδρομή.33 Αυτά ήταν αφιερώματα στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης που ανέσκαψε ο Charles Newton το 1858. Τα περισσότερα ανήκουν σε έναν ιδιαίτερο θεματικό τύπο, αυτόν της «υδριαφόρου με πέπλο», που υιοθετείται περίπου από το 340-300 π.Χ. και σχετίζεται άμεσα με τη λατρεία της Δήμητρας. Η τελετουργική χρήση τους επέβαλε και μια αρκετά αυστηρή απόδοση με έμφαση στη μετωπικότητα. Τα στοιχεία αυτά τα κάνουν να δείχνουν αρκετά πρώιμα.34
Ο δεύτερος συνήθης θεματικός τύπος στην Κνίδο είναι οι ενδεδυμένες γυναικείες μορφές στον τύπο της «Ταναγραίας». Μάλιστα, η έντονη πλαστικότητα που παρουσιάζουν μερικά δείγματα οδήγησε στην άποψη ότι η κοροπλαστική της Κνίδου –καθώς και της Αλικαρνασσού– επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό από τη σύγχρονη πλαστική σε σχέση με άλλα ανατολικά εργαστήρια.35 Η αλληλεπίδραση αυτή οφείλεται στην ιδιαίτερη ανάπτυξη που γνώρισε η μεγάλη πλαστική στις δύο αυτές πόλεις την Ελληνιστική περίοδο. Ο πηλός της Κνίδου είναι συνήθως ευδιάκριτος, ανοιχτόχρωμος, με αποχρώσεις που ποικίλλουν από το ροδί έως το ανοιχτό καφέ και η σκληρότητά του πιστοποιεί όπτηση σε υψηλές θερμοκρασίες. Συχνά απαντά και μια δεύτερη ποικιλία πηλού, που είναι πορτοκαλόχρωμος, με μεγαλύτερο ποσοστό προσμείξεων. Οι πηλοί αυτοί ήταν ντόπιοι και διακρίνονται σαφώς από τον πηλό της γειτονικής Αλικαρνασσού.
4.9. Αλικαρνασσός
Η Αλικαρνασσός έχει να επιδείξει αξιόλογη παραγωγή ειδωλίων, τα οποία βρέθηκαν κυρίως στις ανασκαφές που έγιναν στο Μαυσωλείο από τον Charles Newton, μεταξύ των ετών 1856 και 1858. Το ενδιαφέρον του ανασκαφέα για το ίδιο το μνημείο και τη μεγάλη πλαστική είχε συνέπεια να παραμείνουν άγνωστες οι ακριβείς συνθήκες εύρεσης των ειδωλίων, γεγονός που δυσχεραίνει τη χρονολόγησή τους. Χωρίς αμφιβολία είναι υστερότερα από το Μαυσωλείο, που πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Αν ευσταθεί η άποψη ότι τα ειδώλια αυτά ήταν αναθήματα, τότε πιστοποιείται η τέλεση λατρείας προς το πρόσωπο του Μαύσωλου, ως θεού ή ήρωα, κατά την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Ελάχιστα είναι τα ακέραια δείγματα της κοροπλαστικής της Αλικαρνασσού. Τα περισσότερα είναι θραύσματα, συνήθως κεφαλές ή χέρια που κρατούν προσφορές, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη χρονολόγησή τους. Συχνός θεματικός τύπος είναι αυτός της «Ταναγραίας». Πολλά είναι τα δείγματα που απηχούν επιρροές της μεγάλης πλαστικής.
4.10. Θεάγγελα
Ιδιαίτερη μνεία, τέλος, χρήζει η κοροπλαστική των Θεαγγέλων, κοντά στην Αλικαρνασσό, η οποία ήταν άγνωστη μέχρι πρόσφατα. Φαίνεται πως στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου αποκρυσταλλώθηκαν κάποιες τοπικές τάσεις που διαφοροποιούν την παραγωγή των Θεαγγέλων από τα άλλα καρικά εργαστήρια κοροπλαστικής. Κυριαρχούν τα ανδρικά ειδώλια φιαλοφόρων καθώς και γυναικείες μορφές που αποδίδονται σε πολλές παραλλαγές. Τα ειδώλια αυτά είχαν πιθανότατα λατρευτική χρήση και σχετίζονταν με τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης.
1. Η χρονολόγηση της ελληνιστικής κοροπλαστικής είναι πολλές φορές προβληματική. Τα περισσότερα ειδώλια προέρχονται από λαθρανασκαφές. Ακόμα και αυτά που βρέθηκαν σε επίσημες ανασκαφές εντοπίζονται συνήθως σε τάφους όπου απουσιάζουν τα κεραμικά ευρήματα, κάνοντας δύσκολη τη χρονολόγηση. Επιπλέον, οι τυχόν ομοιότητες με έργα της μεγάλης πλαστικής δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο χρονολόγησης. Για μια εκτενή συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της χρονολόγησης της ελληνιστικής κοροπλαστικής βλ. Higgins, R.A., Greek Terracottas (London 1967), σελ. 95-96. 2. Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι τα πρότυπα του ρυθμού πρέπει να αναζητηθούν στα έργα της μεγάλης πλαστικής. Μία ανάγλυφη ταφική στήλη που βρέθηκε στην Αθήνα και χρονολογείται γύρω στο 320 π.Χ. παρουσιάζει μεγάλη τεχνοτροπική ομοιότητα με τις πήλινες Ταναγραίες. 3. Στην Αίγυπτο συνέχισαν να φτιάχνουν έργα καλής ποιότητας και στην ύστερη αυτή περίοδο. 4. Βλ. Mrogenda, M., Die Terrakottafiguren von Myrina (Frankfurt 1996), σελ. 107 κ.ε. 5. Η σύνδεση αναθέτη και ειδωλίου λειτουργούσε μόνο σε συμβολικό επίπεδο, αφού το ειδώλιο δεν αποτελούσε ομοίωμα του προσώπου που το αφιέρωνε. Τις περισσότερες φορές δε γνωρίζουμε ούτε το φύλο ούτε την ηλικία των αναθετών. 6. Βλ. Wiegand, T. – Schrader, H., Priene. Ergebnisse der Ausgrabungen und Untersuchungen in den Jahren 1895-1898 (Berlin 1904), σελ. 330-66· Lang-Auinger, C., “Masken aus Ton und Masken in der Wandmalerei- eine Gegenüberstellung”, ÖJh 67 (1998), σελ. 117-31. 7. Με τον τρόπο αυτό ερμηνεύονται οι θεατρικές μάσκες στην Οικία 1 της Εφέσου και στην οικία κοντά στο θέατρο της Πριήνης. Οι θεατρικές μάσκες που ήταν ταφικά κτερίσματα θεωρούνται σύμβολα της αγάπης του νεκρού για το θέατρο, ή έχουν κάποια σχέση με τη λατρεία του Διονύσου. 8. Τα φυσιοκρατικότερα από τα ειδώλια αυτά παρέχουν σχετικά ασφαλείς πληροφορίες για την ενδυμασία και τις κομμώσεις της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, είναι προτιμότερο να αναζητά κανείς τα πρότυπά τους στα έργα της μεγάλης πλαστικής παρά στη σύγχρονη ζωή. 9. Τέτοια αρχέτυπα ήταν χειροποίητα από πηλό ή κερί , ή ακόμη και ειδώλια, πήλινα, χάλκινα ή ξύλινα. Για να πλάσσουν τη μήτρα πίεζαν και στερέωναν στην εμπρόσθια όψη του αρχετύπου λωρίδες υγρού πηλού τη μια πάνω στην άλλη, μέχρι να φθάσουν στο επιθυμητό πάχος και τις άφηναν να στεγνώσουν. Όταν ο πηλός έφθανε στην κατάσταση κατά την οποία αποκτούσε τη σκληρότητα δέρματος, τον αποσπούσαν από το αρχέτυπο με ένα ειδικό εργαλείο και τον έψηναν. Μετά την όπτηση η μήτρα ήταν έτοιμη για να χρησιμοποιηθεί. Τότε τοποθετούσαν στο κοίλο τμήμα της εμπρόσθιας όψης της ισοπαχείς λωρίδες πηλού και έκλειναν την οπίσθια όψη με ξεχωριστή λωρίδα πηλού που την άφηναν ακατέργαστη. Τα δύο αυτά τμήματα ενώνονταν μεταξύ τους με αραιωμένο πηλό. Στη συνέχεια, άφηναν τον πηλό για να εξατμιστεί η υγρασία του και κατόπιν απομάκρυναν με προσοχή το έτοιμο πια ειδώλιο.
10. Για τον ίδιο λόγο άφηναν και οπές στο πίσω τμήμα. Από το 2ο αι. π.Χ. και εξής χρησιμοποιούσαν γύψινες μήτρες στην Αθήνα, την Αίγυπτο κ.α. Η χρήση της τεχνικής αυτής στη Μικρά Ασία ήταν περιορισμένη. Βλ. για παράδειγμα, Burn, L. – Higgins, R.A., Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum III (London 2001), αρ. κατ. 2271, 2494. 11. Στη Σμύρνη έχουν εντοπιστεί ειδώλια που τα κεφάλια τους κατασκευάστηκαν με τρεις μήτρες. 12. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες κοροπλάστες έχουν αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης για πολλούς μελετητές. Για μια εμπεριστατωμένη αναφορά βλ. Burn, L. – Higgins, R.A., Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum III (London 2001), σελ. 18-20, σημ. 12. 13. Προγενέστερα, ένας αριθμός ειδωλίων είχε εντοπιστεί από το Frank Calvert στα μέσα του 19ου αι. και από τον Heinrich Schliemann στα χρόνια 1870-94. 14. Ο τύπος αυτός της Αφροδίτης είναι ιδιαίτερα συχνός στα ανατολικά εργαστήρια κοροπλαστικής της Ελληνιστικής περιόδου. 15. Τα καλύτερα δείγματα τα μοιράζονται σήμερα το Μουσείο του Λούβρου, το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης, το Βρετανικό Μουσείο, το Μουσείο Περγάμου και Σμύρνης. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη του 19ου αι. ανεσκάφησαν περίπου 5.000 τάφοι στη Μύρινα. 16. Για παράδειγμα, μερικά περγαμηνά ειδώλια μοιάζουν τεχνοτροπικά με αυτά της Μύρινας, αλλά το νεκροταφείο του Περγάμου, που θα μπορούσε να δώσει εξαιρετικά δείγματα, δεν έχει ανασκαφεί. 17. Η πόλη βρέθηκε υπό τον έλεγχο του Περγάμου το 262 π.Χ. 18. Οι Έρωτες αποτελούν τον πιο δημοφιλή θεματικό τύπο στη Μύρινα. Έως το 200 π.Χ. αναπαρίστανται σε παιδική ηλικία, ενώ οι μεταγενέστερες εκδοχές κυμαίνονται από την παιδική ηλικία μέχρι την πρώτη νεότητα. Για μια παράθεση μερικών χαρακτηριστικών παραλλαγών του θέματος βλ. Higgins, R.A, Greek Terracottas (London 1967), πίν. 55. 19. Αυτά χαράσσονται στο αρχέτυπο, στη μήτρα ή και στο ίδιο το ειδώλιο. Όταν η υπογραφή είναι πλήρης, αποδίδεται σε γενική πτώση, ενώ απαντούν συντομογραφίες και μονογράμματα. 20. Βλ. σχετικά Besques, S., “Une Aphrodite au collier de Myrina, signe par Menophilos”, AK 26 (1983), σελ. 22-30. 21. Η παλιά πόλη καταστράφηκε το 627 π.Χ. και δεν επανιδρύθηκε στην ίδια θέση. 22. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς κάνουν λόγο για το μεγαλείο και την ομορφιά της πόλης. Ο Στράβων τη μνημονεύει ως τη σημαντικότερη πόλη της Ιωνίας. Βλ. Στράβ. 14.646. 23. Το γεγονός ότι τα ειδώλια αυτά βρέθηκαν σε σπίτια και όχι σε τάφους, όπως για παράδειγμα στη Μύρινα, δικαιολογεί την κακή διατήρησή τους. Προκαλεί έκπληξη παρ’ όλα αυτά η μεγάλη αναλογία των σωζόμενων κεφαλών σε σχέση με τους κορμούς που διαθέτουν τα μουσεία και οι συλλέκτες. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι λαθρανασκαφείς έβρισκαν τα περισσότερα ειδώλια σε θραύσματα και προτιμούσαν να συλλέγουν τα κεφάλια καταστρέφοντας πολλές φορές τους κορμούς, θεωρώντας ότι δε θα τους απέφεραν τα αναμενόμενα κέρδη. 24. Πολύ συχνά ο πηλός έχει γκριζωπό πυρήνα. 25. Ένα ειδώλιο από τη Σμύρνη στο Βρετανικό Μουσείο διασώζει υπογραφή κοροπλάστη με το όνομα «Mάσιμος», που θεωρείται άλλη απόδοση του «Μάξιμος». 26. Οι ερευνητές αναγνωρίζουν σαφείς επιρροές της μεγάλης πλαστικής στα ειδώλια που αναπαριστούν θεότητες. Εκτός από τον ιδιαίτερα αγαπητό τύπο του Ηρακλή, απαντούν οι τύποι του Δία, του Ερμή, του Διονύσου, του Απόλλωνα, του Άρη, αλλά και σάτυροι και η Άρτεμις Εφεσία. 27. Ελάχιστα είναι τα ακέραια δείγματα αυτού του τύπου. Θεωρείται ότι κάποια από αυτά αναπαριστούσαν την Αφροδίτη. Στην πόλη βρέθηκαν μήτρες που αποδεικνύουν την προτίμηση στον τύπο της «Ταναγραίας». 28. Οι μορφές αυτές παρουσιάζονται συχνά να χορεύουν ή να υποκρίνονται. Ήταν πιθανότατα επαίτες οι οποίοι τριγυρνούσαν στους δρόμους επιδεικνύοντας τα σωματικά τους ελαττώματα για να αποκομίζουν τα προς το ζην. Έχουν ερμηνευτεί και ως πιστοί που συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές, ή απλώς κωμικοί ηθοποιοί. 29. Η διάκριση των πηλών των δύο εργαστηρίων δεν είναι πάντοτε εύκολη. Έτσι, μερικά ειδώλια που βρέθηκαν στη Μύρινα ίσως κατασκευάστηκαν στο Πέργαμον. 30. Βλ. Wood, J.T., Discoveries at Ephesus (London 1877), όπου οι αναφορές στην κοροπλαστική είναι ελάχιστες. 31. Βλ. Higgins, R.A, Greek Terracottas (London 1967), πίν. 58Ε. 32. Η χρονολόγηση των ειδωλίων από το ναό της Αθηνάς είναι προβληματική. Ο ναός άρχισε να χτίζεται γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ενώ ο μεγάλος βωμός παρέμενε ημιτελής έως τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς ανατέθηκε στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. 33. Σύμφωνα με άλλη άποψη, τα ορύγματα αυτά αντικατέστησαν το θησαυροφυλάκιο του ιερού, το οποίο είχε καταστραφεί από σεισμό. 34. Για μια συζήτηση σχετικά με τη χρήση τους στις τελετουργικές πρακτικές βλ. Burn, L.,“Sculpture in terracotta from Cnidus and Halicarnassus”, στο Jenkis, I. – Waywell, G.B. (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecanese (London 1997), σελ. 87.
35. Burn, L.,“Sculpture in terracotta from Cnidus and Halicarnassus”, στο Jenkis, I. – Waywell, G.B. (επιμ.), Sculptors and Sculpture of Caria and the Dodecanese (London 1997), σελ. 84-90.
|
|
|