1. Εισαγωγή
Ο Αρχέλαος, γιος του Απολλωνίου, ήταν γλύπτης από την Πριήνη. Το μοναδικό έργο του που γνωρίζουμε είναι το ανάγλυφο της «Αποθέωσης του Ομήρου», ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που εξακολουθεί να δημιουργεί ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του.
2. Η «Αποθέωση του Ομήρου»
Το ανάγλυφο αυτό βρέθηκε το 17ο αιώνα στα περίχωρα της Ρώμης και εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.1 Χρονολογείται ανάμεσα στο 150 και στο 120 π.Χ.2 και οφείλει την ονομασία του στην πολυπρόσωπη αλληγορική παράσταση της κάτω ζώνης του, όπου μια σειρά από προσωποποιήσεις (Οικουμένη, Χρόνος, Μύθος, Ιστορία, Ποίηση, Τραγωδία, Κωμωδία, Φύση, Αρετή, Μνήμη, Πίστη, Σοφία) τιμούν και δοξάζουν τον Όμηρο στεφανώνοντάς τον και προσφέροντάς του θυσία. Ο ποιητής παριστάνεται ως ώριμος γενειοφόρος άνδρας καθισμένος σε θρόνο. Γονατιστές δίπλα στο θρόνο, τον πλαισιώνουν οι προσωποποιήσεις των έργων του, η Οδύσσεια και η Ιλιάδα. Η παράσταση του επάνω τμήματος του αναγλύφου έχει ανάλογο περιεχόμενο: σε ένα βραχώδες τοπίο που υποδηλώνει βουνό, δύο Μούσες απαγγέλλουν τα ομηρικά έπη με τη μουσική συνοδεία του Απόλλωνα· το ακροατήριο αποτελείται από το Δία, τη Μνημοσύνη και τις υπόλοιπες Μούσες. Στη δεξιά άκρη της παράστασης βρίσκεται ο ανδριάντας του Ομήρου3 πάνω σε βάθρο και μπροστά από τρίποδα, κάτι που υποδηλώνει τις ηρωικές και θεϊκές τιμές που απονεμήθηκαν στον ποιητή. Ο χώρος μέσα στον οποίο τοποθετούνται οι δύο παραπάνω σκηνές δεν είναι δυνατόν να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο τόπο, αλλά το τοπιογραφικό και αρχιτεκτονικό βάθος του αναγλύφου βρίσκει τα πρότυπά του στα σκηνικά οικοδομήματα και στις σκηνογραφίες της Ελληνιστικής εποχής.4
Οι περισσότεροι από τους μελετητές που έχουν ασχοληθεί με το έργο πιστεύουν ότι πρόκειται για αναθηματικό ανάγλυφο που έστησε σε κάποιο ιερό (ίσως ένα Ομήρειο) ένας άγνωστος σε εμάς επικός ποιητής της Ύστερης Ελληνιστικής εποχής, θαυμαστής και μιμητής του Ομήρου, μετά τη νίκη του σε ποιητικούς αγώνες.5 Ωστόσο, σύμφωνα με μια τελευταία και αρκετά πειστική άποψη το ανάγλυφο συνδέεται με το Πέργαμον και θεωρείται ότι προβάλλει τη θεωρία για την επιστημονική, λογοτεχνική και παιδευτική σημασία του έργου του Ομήρου που αναπτύχθηκε το 2ο αι. π.Χ. από το στωικό φιλόσοφο και ερμηνευτή των ομηρικών επών Κράτη από τη Μάλλο και τη σχολή του, η δράση της οποίας συνδέεται άμεσα με τη Βιβλιοθήκη του Περγάμου.6 Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία τα ομηρικά έπη προβάλλονται ως πηγή της παιδείας στο σύνολό της και ως βάση κάθε ανθρώπινης γνώσης. Μέσα σε ένα τέτοιο λόγιο περιβάλλον δημιουργήθηκε το ανάγλυφο του Αρχελάου, που αποτελεί μεταφορά μιας φιλοσοφικής και φιλολογικής θεωρίας σε έργο πλαστικής με αλληγορικό περιεχόμενο και παιδευτικό χαρακτήρα. Φαίνεται μάλιστα ότι το έργο προοριζόταν να στηθεί ως ένα είδος ζωγραφικού πίνακα σε κάποιο γυμνάσιο, διδασκαλείο ή βιβλιοθήκη. Επίσης είναι γενικά αποδεκτό ότι οι προσωποποιήσεις του Χρόνου και της Οικουμένης στην κάτω ζώνη του αναγλύφου αποτελούν πορτραίτα συγκεκριμένων ελληνιστικών ηγεμόνων και, μολονότι δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ταυτότητα αυτών των προσώπων, μπορούμε να δεχτούμε την ταύτισή τους με το βασιλιά του Περγάμου Άτταλο Γ΄ Φιλομήτορα (138-133 π.Χ.) και τη μητέρα του Στρατονίκη.7 Επομένως, το ανάγλυφο προέρχεται από το βασίλειο του Περγάμου ή την περιοχή επιρροής του και φιλοτεχνήθηκε πιθανότατα ανάμεσα στο 138 και το 133 π.Χ., εποχή βασιλείας του Αττάλου Γ΄.8 Επίσης οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στη Ρώμη και στο βασίλειο του Περγάμου κατά το 2ο αι. π.Χ. δικαιολογούν τον τόπο εύρεσης του αναγλύφου, το οποίο πρέπει να μεταφέρθηκε στην Ιταλία προς το τέλος του 2ου ή τον 1ο αι. π.Χ.9
Η επίδραση της περγαμηνής τέχνης στο έργο του Αρχελάου φανερώνεται περαιτέρω και από εικονογραφικά στοιχεία: η μορφή της Τραγωδίας επαναλαμβάνει με ακρίβεια ένα άγαλμα από το Πέργαμο που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου, ενώ οι μορφές των Μουσών αποδίδουν αγαλματικούς τύπους των μέσων περίπου του 2ου αι. π.Χ. ή λίγο πρωιμότερους, τα πλησιέστερα στιλιστικά παράλληλα των οποίων εντοπίζονται στη δυτική Μικρά Ασία στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.10 Άλλωστε η γενέτειρα του γλύπτη, Πριήνη, αν και είχε δική της καλλιτεχνική παράδοση, κατά το 2ο αι. π.Χ. διατηρούσε στενές σχέσεις με το βασίλειο του Περγάμου.
3. Αποτίμηση
Ο Αρχέλαος δε φαίνεται να ανήκε στους μεγάλους γλύπτες της εποχής του και η δραστηριότητά του δεν ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια της περιοχής από όπου καταγόταν. Ωστόσο το όνομά του δηλώνεται με επιμέλεια στο ανάγλυφο και σε πολύ εμφανή θέση (κάτω από το βράχο όπου αναπαύεται ο Δίας), πράγμα όχι συνηθισμένο σε έργα τέτοιας κλίμακας. Το έργο του είναι αρκετά φιλόδοξο και χαρακτηρίζεται από την περίπλοκη σύνθεση (περιλαμβάνει 28 μορφές), τη λεπτότητα στην εκτέλεση, το φυσιοκρατικό και ακαδημαϊκό ύφος, ενώ παραμένει ως σήμερα μοναδικό από εικονογραφική άποψη.
1. Αρ. ευρ. 2191. Ύψος 1,15 μ. Το ανάγλυφο είναι φτιαγμένο από ασιατικό μάρμαρο και βρέθηκε κοντά στην αρχαία πόλη Bovillae του Λατίου, ίσως σε μια ρωμαϊκή έπαυλη. 2. Για το ανάγλυφο αυτό έχουν προταθεί χρονολογήσεις που κυμαίνονται από τα τέλη του 3ου ως τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. Ωστόσο έχει γίνει γενικά δεκτή η χρονολόγηση στο 150-120 π.Χ. που προτάθηκε με βάση επιγραφικά, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά στοιχεία από την κύρια μελετήτρια του αναγλύφου. Pinkwart, D., Das Relief des Archelaos von Priene und die "Musen des Philiskos" (Kallmünz 1965), σελ. 48-63. 3. Ο ανδριάντας αυτός έχει κατά καιρούς ταυτιστεί με τον Ησίοδο, τον Καλλίμαχο, τον Απολλώνιο το Ρόδιο ή με έναν άγνωστο ποιητή, αναθέτη του αναγλύφου. 4. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές το βουνό της άνω ζώνης του αναγλύφου ταυτίζεται με τον Ελικώνα, τον Παρνασσό ή τον Όλυμπο, ενώ στην κάτω ζώνη απεικονίζεται ένα ιερό του Ομήρου, ίσως το Ομήρειον της Αλεξάνδρειας. 5. Για μια συνοπτική παρουσίαση των διάφορων απόψεων βλ. Pinkwart, D., Das Relief des Archelaos von Priene und die "Musen des Philiskos" (Kallmünz 1965), σελ. 64-90, ιδίως σελ. 86-90. 6. Για την περιγραφή και την ερμηνεία της παράστασης του αναγλύφου βλ. Βουτυράς, Ε., «Περί της Κρατητείου αιρέσεως. Σκέψεις γύρω από το Ανάγλυφο του Αρχελάου από την Πριήνη», Εγνατία 1 (1989), σελ. 129-170. 7. Pinkwart, D., Das Relief des Archelaos von Priene und die "Musen des Philiskos" (Kallmünz 1965), σελ. 40-42, 77· Βουτυράς, Ε., «Περί της Κρατητείου αιρέσεως. Σκέψεις γύρω από το Ανάγλυφο του Αρχελάου από την Πριήνη», Εγνατία 1 (1989), σελ. 129-170. 8. Αρκετούς υποστηρικτές έχει βρει ωστόσο η άποψη σύμφωνα με την οποία οι μορφές αυτές αποτελούν πορτραίτα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Δ' Φιλοπάτορος (222/221-205 π.Χ.) και της αδελφής και συζύγου του Αρσινόης Γ΄. Σύμφωνα με αυτή το ανάγλυφο, όπου απεικονίζεται το Ομήρειον της Αλεξάνδρειας, φιλοτεχνήθηκε στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Σύμφωνα με άλλη άποψη το ανάγλυφο εικονίζει μεν τα πορτραίτα του Πτολεμαίου Δ΄ και της Αρσινόης Γ΄, αλλά φιλοτεχνήθηκε σε συριακό έδαφος αργότερα, επί βασιλείας είτε του Αλεξάνδρου Α΄ Βάλα (150-145 π.Χ.) είτε της συζύγου του Κλεοπάτρας Θεάς και του γιου της Αντιόχου Η' Γρυπού (125-120 π.Χ.)· υπάρχει και η άποψη ότι στο ανάγλυφο εικονίζονται τα πορτραίτα των δύο τελευταίων ή του Αττάλου Β' και της μητέρας του Απολλωνίδος. Για τις διάφορες ταυτίσεις των πορτραίτων, βλ. Moreno, P., Scultura ellenistica 2 (Roma 1994), σελ. 815, σημ. 927. 9. Προκειμένου να δικαιολογηθεί ο τόπος εύρεσης του αναγλύφου έχει υποστηριχθεί επίσης ότι φιλοτεχνήθηκε στην Ιταλία στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. και ότι ο Αρχέλαος ήταν ένας ακόμα από τους γλύπτες που εργάστηκαν στην Ιταλία για τους Ρωμαίους. Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture 1. The styles of ca. 331-200 B.C. (Madison Wisconsin 1990), σελ. 263-267. 10. Πρόκειται για τις λεγόμενες Μούσες του Ρόδιου γλύπτη Φιλίσκου (160-150 π.Χ.), που οδήγησαν παλαιότερα στο να θεωρηθεί το ανάγλυφο του Αρχελάου ως ροδιακό έργο του τέλους του 1ου αι. π.Χ. Βλ. Bieber, M., The Sculpture of the Hellenistic Age 2 (New York 1961), σελ. 127-130· Pinkwart, D., Das Relief des Archelaos von Priene und die "Musen des Philiskos" (Kallmünz 1965), σελ. 91-168· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture 1. The styles of ca. 331-200 B.C. (Madison Wisconsin 1990), σελ. 257-268.
|
|
|