1. Ανθρωπογεωγραφία
Πόλη σε κάμπο, κοντά στην αριστερή όχθη του Σαγγάριου (Sakarya) ποταμού (2 χλμ. Δ του Σαγγάριου), 40 χλμ. Α-ΒΑ της Νικομήδειας(Ιζμίτ) και 129 χλμ. ΒΑ της Προύσας. Η ονομασία της πόλης Αντάπαζαρ ήταν κοινή για το ελληνορθόδοξο και το μουσουλμανικό στοιχείο. Η τουρκική ονομασία θα μπορούσε να μεταφραστεί στα ελληνικά «νησιωτική αγορά». Η ετυμολογία της λέξης πρέπει να αναχθεί στη γεωμορφολογία του οικισμού. Το Αντάπαζαρ βρισκόταν μεταξύ δύο ποταμών: του Σαγγάριου και ενός παραποτάμου του, του Τσαρκ Σουγιού (Çark Suyu), ο οποίος πήγαζε από τη λίμνη Σαπάντζα (Sapanca, λίμνη Βοάνη) και χυνόταν στο Σαγγάριο. O οικισμός, ο οποίος πιθανότατα ιδρύθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, ήταν αρχικά περιτριγυρισμένος από έλη λόγω των συνεχών πλημμυρών των δύο ποταμών, δίνοντας έτσι την εντύπωση νησιού. Όμως, τα εγγειοβελτιωτικά έργα που έγιναν κατά τη δεκαετία 1860-70 (τα νερά των ελών διοχετεύτηκαν στον Τσαρκ Σουγιού) έδωσαν μεγάλη ώθηση στην οικονομική και πληθυσμιακή ανάπτυξη του οικισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1867 ο συνολικός αριθμός των κατοίκων του οικισμού ήταν μόλις 5.000,1 ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα εκτινάχθηκε στους 30.000.
Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της πόλης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε περίπου 1000-1500 ψυχές.2 Πολλές από τις ελληνορθόδοξες οικογένειες είχαν έλθει από τα Φουντουκλιά (ομάδα τεσσάρων χωριών της περιφέρειας του Αντάπαζαρ), την περιφέρεια Γκέιβε (συγκεκριμένα, από τα χωριά Ορτάκιοϊ και Χουδί, περί τις 60 οικογένειες)3 και το Εκιστσέ, κυρίως κατά τη δεκαετία 1860-70, δηλαδή μετά τις ευεργετικές συνέπειες των εγγειοβελτιωτικών έργων. Το ένα τρίτο περίπου των οικογενειών θεωρούνταν «ντόπιες». Οι πρώτοι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι φαίνεται ότι ήρθαν από την Καππαδοκία (Νίγδη) και τον Πόντο (Νεοκαισάρεια), ενώ αργότερα μετοίκησαν εκεί Τσάκωνες και Ηπειρώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη δεκαετία 1890-1900. Πληθυσμιακά το κυρίαρχο εθνοτικό στοιχείο της πόλης ήταν οι Αρμένιοι (περίπου 15.000-20.000), γρηγοριανοί οι περισσότεροι, αλλά και κάποιοι διαμαρτυρόμενοι, και ακολουθούσαν οι μουσουλμάνοι (περίπου 10.000-15.000, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και έποικοι από τη Βοσνία και τον Καύκασο).
Οι ελληνορθόδοξοι του Αντάπαζαρ ήταν τουρκόφωνοι, μολονότι στο σχολείο οι νεαροί μαθητές διδάσκονταν τα ελληνικά.4 Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν την ελληνική και ήταν αυτοί συνήθως που εκλέγονταν στην εκκλησιαστική επιτροπή. Η λειτουργία στις εκκλησίες γινόταν κανονικά στα ελληνικά. Αρκετές φορές όμως ο ιερέας εκφωνούσε το Ευαγγέλιο στα τουρκικά από καραμανλίδικα έντυπα, ενώ οι ελληνορθόδοξοι τουρκόφωνοι του Αντάπαζαρ διάβαζαν συστηματικά την καραμανλίδικη εφημερίδα Ανατολή που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και άλλα βιβλία γραμμένα επίσης στα καραμανλίδικα.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή οικογένειες ελληνορθοδόξων από το Αντάπαζαρ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Σάμο κ.α.
2. Διοίκηση - Εκκλησία - Εκπαίδευση
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα το Αντάπαζαρ ήταν έδρα καϊμακαμλικιού, η οποία ανήκε στο ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας.5 Το ελληνορθόδοξο στοιχείο της πόλης διοικούνταν από δύο μουχτάρηδες. Καθένας από αυτούς ήταν υπεύθυνος για μία από τις δύο συνοικίες στις οποίες οι ελληνορθόδοξοι ήταν εγκατεστημένοι: στη συνοικία Ενγκινάρ και στη συνοικία Οζανλάρ. Οι μουχτάρηδες συνεπικουρούνταν στο έργο τους από κάποιους συμβούλους, τους αζάδες (aza). Λειτουργούσαν επίσης δημογεροντία και εφορεία, η οποία επόπτευε τις εκκλησίες και τα σχολεία της κοινότητας. Τα κοινοτικά όργανα εκλέγονταν σε ετήσια εκλογική συνέλευση των ανδρών της ελληνορθόδοξης κοινότητας που πραγματοποιούνταν είτε στο σχολείο είτε στην εκκλησία. Στην πόλη του Αντάπαζαρ υπήρχε δήμαρχος (belediye reisi), ο οποίος προερχόταν συνήθως είτε από το μουσαουλμανικό είτε από το αρμενικό στοιχείο και αναδεικνυόταν με γενική εκλογή. Ο δήμαρχος επόπτευε την ύδρευση και την καθαριότητα της πόλης, αλλά ήταν και υπεύθυνος για την επιβολή προστίμων σε διάφορους παραβάτες, όπως π.χ. σε αρτοποιούς που πωλούσαν λιποβαρές ψωμί. Η πόλη αποτελούσε έδρα στρατολογικού γραφείου, ληξιαρχείου, εφορείας και δικαστηρίων.
Το Αντάπαζαρ υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Νικομηδείας. Στον οικισμό υπήρχαν δύο ναοί, ένας σε κάθε συνοικία: η εκκλησία του Προφήτη Ηλία που βρισκόταν στη συνοικία Ενγκινάρ (στον αυλόγυρο της οποίας υπήρχε και αγίασμα του Αγίου Μηνά) και η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη συνοικία του Οζανλάρ. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διέθετε τρία σχολικά ιδρύματα: ένα αρρεναγωγείο με 4 δασκάλους, ένα παρθεναγωγείο με 5 δασκάλες και ένα νηπιαγωγείο.
3. Οικονομία
Το Αντάπαζαρ υπήρξε μεγάλο οικονομικό κέντρο μιας εκτεταμένης περιοχής. Κάθε Δευτέρα διεξαγόταν παζάρι που συγκέντρωνε κόσμο από τα γύρω χριστιανικά και μουσουλμανικά χωριά. Στο Αντάπαζαρ κατέληγε επίσης διακλάδωση της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης - Εσκίσεχιρ. Λειτουργούσαν ακόμη εκεί πολλά εργοστάσια, βυρσοδεψεία και αλευρόμυλοι. Υπήρχε επίσης πρότυπη γεωργική σχολή, την οποία είχε ιδρύσει γερμανική σιδηροδρομική εταιρεία. Λίγοι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης ασχολούνταν με τη γεωργία (σηροτροφία, πατάτες, δημητριακά κ.λπ.), κάποιοι με το εμπόριο, ενώ αρκετοί ήταν τεχνίτες, μικροεπαγγελματίες και επιστήμονες (δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί κ.λπ.). Γενικά οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν υπό τον έλεγχο του αρμενικού και του ελληνικού στοιχείου, ενώ ο μουσουλμανικός πληθυσμός (Τούρκοι, Βόσνιοι, Τάταροι) ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία.6
4. Κτίσματα
Στο Αντάπαζαρ, στο δρόμο προς Σαπάντζα, υπήρχε περίφημη γέφυρα, γνωστή ως «Γέφυρα του Ιουστινιανού», η οποία ήταν στηριγμένη πάνω σε 25 καμάρες. Η γέφυρα φαίνεται ότι χτίστηκε επί του Σαγγάριου. Στα νεότερα χρόνια, όμως, επειδή η κοίτη του ποταμού άλλαξε, η γέφυρα δε βρισκόταν πλέον πάνω από τον ποταμό. Η σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε από το Μπιλετζίκ στο Αντάπαζαρ περνούσε δίπλα της.
1. Βλ. Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά, ή επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 89. 2. Στα τέλη του 19ου αιώνα (1894) αναφέρεται από το Γ. Πασχαλίδη για το Αντάπαζαρ συνολικός πληθυσμός 30.000 κατοίκων, από τους οποίους 1.000 ελληνορθόδοξοι, 15.000 Αρμένιοι γρηγοριανοί, 1.500 Αρμένιοι διαμαρτυρόμενοι και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι, είτε ντόπιοι είτε επήλυδες από τη Βουλγαρία και τη Βοσνία. Βλ. Πασχαλίδης, Γ., «Ανακοίνωσις περί πόλεων τινών της Βιθυνίας», Ξενοφάνης 1:6 (1896), σελ. 281-4. Στις αρχές του 20ού αιώνα (1905), σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Αντάπαζαρ κατοικούσαν 350 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 133. Παρόμοια στοιχεία (365 οικογένειες) δίνει και ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν, Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 141-2. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 203, αναφέρεται σε 1.000 ελληνορθόδοξους. 3. Ο αριθμός των οικογενειών από την περιφέρεια Γκέιβε μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια, γιατί στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν συστήσει σύλλογο με αγαθοεργούς στόχους και την ονομασία «Η Αρετή», στον οποίο καταγράφηκαν ως μέλη, βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β1. 4. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρία του Γ. Πασχαλίδη, κατά τα τελευταία 15 χρόνια του 19ου αιώνα οι τουρκόφωνοι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του Αντάπαζαρ είχαν αρχίσει να μιλούν και την ελληνική γλώσσα, βλ. Κιτρομηλίδου, Μ., «Οι Έλληνες της Βιθυνίας και το εθνικό κέντρο, 1898-1903. Ανέκδοτες μαρτυρίες από το αρχείο του συλλόγου “Ανατολή”», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 8 (1990-1), σελ. 89. 5. Το μουτεσαριφλίκι της Νικομήδειας ήταν ανεξάρτητο και δεν υπαγόταν σε κάποια ευρύτερη διοικητική περιφέρεια (βιλαέτι) αλλά απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών. 6. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 203.
|
|
|