1. Η θέση της Αναζάρβου
Η αρχαία πόλη της Αναζάρβου (Ayn Zarba κατά το Μεσαίωνα, σύγχρονη Navarza) βρίσκεται περίπου 40 χλμ. ΒΑ των Αδάνων, της πρωτεύουσας της σύγχρονης επαρχίας Dilekkaya, και 25 χλμ. νότια της κωμόπολης Kozan. Είναι χτισμένη στην πεδιάδα, γύρω στα 18 χλμ. δυτικά του κύριου ρεύματος του ποταμού Ceyhan (Πύραμος) και κοντά στον παραπόταμό του Sumbas Çayı. Υψηλότερα μία απομονωμένη ακρώρεια αποτέλεσε την ακρόπολη της πόλης. Αν και μέρος των ερειπίων της τοιχοδομίας χρονολογείται σε προρωμαϊκές περιόδους, ελάχιστα είναι γνωστά για την ιστορία της Αναζάρβου πριν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή.1 Πιθανολογείται ότι πριν από τον 1ο αι. π.Χ. η πόλη ήταν υποτελής στη δυναστεία του Ταρκονδίμοτου, ο οποίος κυβερνούσε στην Ιερόπολη-Καστάβαλα.2 Τα Σούδα ταυτίζουν την Ανάζαρβο με την πόλη Κύινδα, φημισμένη για το θησαυροφυλάκιό της, η οποία είχε παίξει σημαντικό ρόλο στους πολέμους του Ευμένη της Καρδίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αυτή η ταύτιση, διότι ο αρχαίος περιηγητής Στράβων τοποθετεί κατηγορηματικά την πόλη στη δυτική Κιλικία.3 2. Η ιστορία της πόλης
Η Ανάζαρβος ονομάστηκε "Καισάρεια η προς Αναζάρβω" από τον αυτοκράτορα Αύγουστο, ο οποίος την επισκέφτηκε το 19 π.Χ.4 Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορικής περιόδου, η πόλη δεν είχε σημαντική παρουσία στην περιοχή και είχε επισκιαστεί από την Ταρσό, την πρωτεύουσα της επαρχίας της Κιλικίας.5 Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Νέρβα (96-98 μ.Χ.), η πόλη χτυπήθηκε από σεισμό, γεγονός όμως που δεν εμπόδισε την πρόοδό της.6 Η Ανάζαρβος βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο, στο δρόμο που ακολουθούσαν οι ρωμαϊκές στρατιές στις εκστρατείες τους και αποτέλεσε κέντρο ανεφοδιασμού του στρατού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί σηματικά η σημασία της, όπως αποδεικνύουν ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων που βρέθηκαν από το τέλος του πρώτου και μέχρι τα μισά του 3ο αι.7, αλλά και το πλήθος των δημόσιων κτηρίων που χρονολογούνται την εποχή αυτή, όπως υδραγωγείο, θέατρο και αμφιθέατρο, στάδιο, θέρμες, κ.α.
Η Ανάζαρβος υποστήριξε το Σεπτίμιο Σεβήρο στη διαμάχη του με τον Πεσκέννιο Νίγρο για το θρόνο της Ρώμης. Όταν ο Σεβήρος νίκησε στη μάχη της Ισσού, το 192, και έγινε ο μόνος ηγεμόνας της αυτοκρατορίας, αντάμειψε την πόλη. Το 204-205 μ.Χ. η Ανάζαρβος έγινε η μητρόπολη των επαρχιών της Ισαυρίας και της Λυκαονίας.8 Το 260 η πόλη, μαζί με άλλες πόλεις της Κιλικίας, έπεσε, για σύντομο χρονικό διάστημα, στα χέρια του Σασσανίδη βασιλιά Σαπώρ Α'.
Στις αρχές του 4ου αι. η σημασία της Αναζάρβου ως χριστιανικoύ κέντρου αυξήθηκε μετά το μαρτυρικό θάνατο, το 304 στο αμφιθέατρο, των Χριστιανών Τάραχο, Πρόβο και Ανδρόνικο, οι οποίοι έγιναν οι προστάτες άγιοι της Κιλικίας.9 Στα τέλη του 4ου αιώνα την πόλη κατέστρεψε ο Βαλβίνος από τα Ίσαυρα. Το 408, επί Θεοδοσίου Β΄, έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας Πεδιάδος Κιλικίας (Cilicia Secunda). Το 525, επί Ιουστίνου Α', η πόλη καταστράφηκε από σεισμό, και ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα, ο οποίος της έδωσε το προσωνύμιο Ιουστινόπολη. Παρ’ όλ’ αυτά το παλαιό όνομα διατηρήθηκε και όταν ο Τορός Α’ (Θεόδωρος), ο βασιλιάς της Μικράς Αρμενίας, έκανε την πόλη πρωτεύουσά του στις αρχές του 12ου αιώνα ήταν γνωστή με το όνομα «Ανάβαρζα». Η σημαντική θέση της Αναζάρβου –σε κοντινή απόσταση από την είσοδο του περάσματος για την πόλη Σις και κοντά στη μεγάλη οδό που έβγαινε από τις Κιλίκιες Πύλες– επέτρεψαν στην πόλη να παίξει σημαντικό ρόλο στις διαμάχες ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους πρώτους μουσουλμάνους εισβολείς. Το 561 υπέστη για δεύτερη φορά καταστροφές από σεισμό. Εκτός από τους σεισμούς η πόλη δοκιμάστηκε τον αιώνα αυτό και από μεγάλη επιδημία πανούκλας.10 Μετά την κατάληψη της πόλης από τους Άραβες, η Ανάζαρβος (Ayn Zarba) οχυρώθηκε το 796 από τον Χαρούν-αρ-Ρασίντ (Harun-ar-Rashid). Αργότερα, ο χαλίφης αλ-Μουταουακκίλ (al-Mutawakkil) (846-861) ανοικοδόμησε το κάστρο και πραγματοποίησε εργασίες στην πόλη. Το όνομά του αναφέρεται σε ένα θραύσμα από επιγραφή σε κουφική γραφή, που βρέθηκε στα ερείπια πύργου έξω από τη δυτική πύλη. Το 10ο αιώνα ο Χαμντανίντ αλ-Ντάουλα (Hamdanid al-Dawla) τη μετέτρεψε σε φρούριο ξοδεύοντας το ιλιγγιώδες ποσό των 3.000.000 ντίρχαμς.11 Το 964, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, η Ανάζαρβος βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του. Ο Φωκάς κατάφερε να την επανακτήσει μαζί με μια σειρά από σημαντικά οχυρά, όπως η Ταρσός και η Μοψουεστία. Έγιναν επισκευές στις οχυρώσεις και η βυζαντινή φρουρά παρέμεινε στο κάστρο της Αναζάρβου για το μεγαλύτερο διάστημα του 11ου αιώνα. Στις αρχές του 1098 η πόλη έπεσε στα χέρια των στρατευμάτων της Α΄ Σταυροφορίας.12 Αργότερα, η περιοχή ενσωματώθηκε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας, που ανήκε στον πρίγκιπα του Τάραντα Βοημούνδο. Θεωρείται ότι ο τελευταίος αναγνώρισε την επικυριαρχία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στην Κιλικία το Σεπτέμβριο του 1108, όμως είναι ασαφές πότε έληξε η κατάληψη από τους Φράγκους.13 Οι Βυζαντινοί κυριάρχησαν, για σύντομο χρονικό διάστημα, στην Ανάζαρβο μέχρι περίπου το 1111, όταν την πόλη κατέλαβε ο πρίγκιπας Τορός Α΄,14 που την κατέστησε πρωτεύουσα του βασιλείου της Μικράς Αρμενίας. Εκτός από μία περίοδο 7 ετών (1137-1144), όταν οι Βυζαντινοί για μία ακόμη φορά απόκτησαν τον έλεγχο στην πόλη υπό τον Ιωάννη Κομνηνό, η Ανάζαρβος παρέμεινε πρωτεύουσα για σχεδόν ολόκληρο αιώνα. Αν και η Ανάζαρβος συνέχισε να λειτουργεί ως σημαντικό κάστρο, η πόλη που χτίστηκε χαμηλότερα στην πεδιάδα σταδιακά παρήκμασε. Στο τέλος καταστράφηκε ολοσχερώς, όταν το 1375 οι Μαμελούκοι διέλυσαν το βασίλειο της Μικράς Αρμενίας και η Ανάζαρβος δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά.
3. Προσωπικότητες της πόλης
Σημαντικά πρόσωπα, όπως ο Έλληνας γιατρός του 1ου αιώνα Πεδάνιος Διοσκορίδης, κατάγονταν από την Ανάζαρβο. Ο Διοσκορίδης συνέγραψε ένα από τα σπουδαιότερα ιατρικά έργα της Αρχαιότητας, τη Φαρμακογνωσία. Σπούδασε στην Ταρσό και ταξίδεψε εκτενώς στη Μεσόγειο. Ορισμένα από τα ταξίδια του έγιναν ενώ ακολουθούσε, όντας υπό περιορισμό, τα ρωμαϊκά στρατεύματα.15 Το βιβλίο του, αν και γραμμένο στα ελληνικά, ήταν ευρέως γνωστό στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση μεταφρασμένο στα λατινικά και έχει διασωθεί ως τις μέρες μας με το λατινικό τίτλο De materia medica (Περί ύλης Ιατρικής). Ο ποιητής Οππιανός (τέλη 2ου-αρχές 3ου αιώνα), που συνέγραψε τα Αλιευτικά, καταγόταν επίσης από την Ανάζαρβο. 4. Αρχαιολογικά ευρήματα Η ακρόπολη της πόλης –μια επιβλητική προεξοχή βράχου από ασβεστόλιθο ύψους περίπου 200 μ.– χτίστηκε στο δυτικό άκρο της πόλης.16 Οι χαμηλότερες σειρές λιθοδομής των Ρωμαϊκών χρόνων και οι μεταγενέστερες μεσαιωνικές επισωρεύσεις είναι, ακόμη και σήμερα, ορατές. Έξω από την πόλη και σε απόσταση μικρότερη από 1 χλμ. βρίσκεται ένα ελλειπτικό αμφιθέατρο. Ήταν, όπως και η σκηνή όπου πραγματοποιούνταν οι παραστάσεις με άγρια ζώα– εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο από πέτρα. Είναι φανερό ότι είχε λεηλατηθεί συστηματικά κατά την Αρχαιότητα, όπως συνέβαινε άλλωστε και με άλλα κτήρια, για να προμηθεύσει υλικό στην ανοικοδόμηση νέων κτισμάτων. Σήμερα διαθέτουμε αρκετά αετώματα, μετόπες, τμήματα γείσων, μέλη κιόνων, επιγραφές, ακόμη και κορινθιακά κιονόκρανα που χρησιμοποιήθηκαν παντού και δίνουν μια εικόνα του μεγαλείου της Αναζάρβου στην Αρχαιότητα.17 Βορειοανατολικά του αμφιθεάτρου βρίσκονται το στάδιο με τον κεντρικό στίβο κατασκευασμένο από σκυρόδεμα και θέσεις για τους θεατές λαξευμένες στο βράχο, ένα θέατρο με θέα προς την πεδιάδα, καθώς και μια εκτενή νεκρόπολη. Πίσω από το θέατρο υπάρχει μια πέτρινη κλίμακα με πρόσβαση στην κορυφή του βράχου όπου στέκεται το εντυπωσιακό για τον όγκο του οχυρό, μήκους σχεδόν 1 χλμ. από το βορρά στο νότο. Εδώ μπορεί κανείς να δει τους βυζαντινούς και αρμένιους προμαχώνες και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις να έχουν κατασκευαστεί εν μέρει πάνω στα ρωμαϊκά θεμέλια. Η Ανάζαρβος με το βραχώδες και αφιλόξενο περιβάλλον της πρέπει να ήταν το ιδανικό μέρος για να αναπτυχθεί η λατρεία του Δία Καταιβάτη, του θεού των καταιγίδων.18 Τα νομίσματα της πόλης που έφεραν παράσταση με προτομή του Δία μπροστά σε οχυρό πάνω σε βράχο αποτελούν ένδειξη ότι, τουλάχιστον από τη Ρωμαϊκή εποχή, υπήρχε οχυρό πάνω στο βράχο. Στο νότιο άκρο της κυρίας οδού, που περιστοιχιζόταν από συνεχείς κιονοστοιχίες, στέκεται μία εξαιρετική αψίδα του θριάμβου. Χρονολογείται πιθανότατα στα χρόνια των Σεβήρων και είναι η μοναδική του είδους της στην περιοχή των Αδάνων. Στη νότια πρόσοψη της αψίδας, καθένα από τα τρία ανοίγματα ξεχωρίζει από ένα ζευγάρι κίονες από μαύρο γρανίτη. Πάνω από κάθε κίονα υπάρχει μία μετόπη με διάκοσμο από ανθρωπόμορφα φύλλα ακάνθου. Σε κάθε πλευρά της υψηλής κεντρικής αψίδας στη βόρεια πρόσοψη υπήρχε μία εσοχή για αγάλματα. Επίσης, κάποια υπέροχα μωσαϊκά έχουν ανακαλυφθεί και συντηρούνται στο χώρο (το μωσαϊκό της Θέτιδας, θεάς της θάλασσας, του 3ου αιώνα). Μία άλλη λατρεία που γνώρισε άνθηση στην Κιλικία, και προφανώς και στην Ανάζαρβο, ήταν του Μίθρα.19 Βόρεια της αψίδας του θριάμβου υπάρχουν ίχνη της κύριας οδού (cardo) για μία απόσταση μικρότερη του 1 χλμ. στο σημείο που διασχίζει τη δευτερεύουσα οδό (decumanus), η οποία είχε κατά μήκος κάθε πλευράς κίονες από κοκκινωπό κροκαλοπαγές πέτρωμα. Όπως συμβαίνει και σε άλλες πόλεις της Κιλικίας και της Συρίας, ορισμένοι κίονες διαθέτουν αγκύλες, πιθανότατα για τη στήριξη αγαλμάτων. Περίπου 220 μ. βορειοδυτικά της διασταύρωσης βρίσκονται τα λουτρά σε ένα κτήριο από σκυρόδεμα επενδυμένο με οπτόπλινθους. Στα 450 μ. βορειότερα από το πιθανό όριο του μεσαιωνικού τείχους υπάρχει ένα υδραγωγείο αφιερωμένο από τους κατοίκους στο Δομιτιανό. Χρονολογείται στο 90 μ.Χ. και εκτείνεται βορειοδυτικά στην πεδιάδα έως τον ποταμό Sumbas Çayı. Ανατολικά των αψίδων και προς το νότο υπάρχουν στοιχεία για έναν τεράστιο δεκάστυλο κορινθιακό ναό, πιθανότατα εκείνον που αναπαραστούν τα νομίσματα της πόλης επί Μάρκου Αυρηλίου και Λουκίου Βήρου. Στην Ανάζαρβο όλες οι κατασκευές από την εποχή των Σταυροφόρων περιορίζονται σε έναν πύργο (donjon), αποκαλυπτικό της συντηρητικής στρατηγικής τους όσον αφορά την άμυνα της θέσης. Οι μόνες, άλλες εξακριβωμένες, αποδείξεις για οικοδομήματα των Σταυροφόρων στην Πεδιάδα Κιλικία έρχονται από το Amuda Kalesi,20 μία τευτονική θέση που επίσης χαρακτηρίζεται από ένα μικρότερο και ανεπεξέργαστο οχυρό πύργο. Περίπου 50 μ. βορειοανατολικά του σταδίου, ο βράχος διαχωρίζεται από μία ρωγμή που δεν είναι φυσική αλλά έργο ανθρώπου. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής θεωρούν ότι ο βράχος κόπηκε από τον Hızır Ali. Μιλούν για ένα θρύλο σχετικά με το πώς ο γαμπρός του προφήτη τράβηξε το σπαθί του και έκανε μία ρωγμή για να περάσει ο ίδιος και το άλογό του, ενώ τους καταδίωκε ο εχθρός. Πέραν αυτού του θρύλου, φαίνεται ότι η ρωγμή ανοίχτηκε για το δρόμο που οδηγούσε από την Ανάζαρβο προς τη Φλαβιούπολη (Kadirli) και την Ιερόπολη-Καστάβαλα κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το πέρασμα έχει 250 μ. μήκος και το πλάτος του ποικίλει από 4 έως 15 μ. Και στις δύο πλευρές του δρόμου ο βράχος φτάνει πάνω από 50 μ. Επίσης, υπάρχουν τα ερείπια δύο εκκλησιών και ενός πύργου που είχαν κατασκευαστεί από τον Τορό Α΄.21 Γενικά, πιστεύεται ότι στο μεγάλο σεισμό του 1945 υπήρξε εκτενής καταστροφή των μέχρι τότε διασωθέντων ευρημάτων.
Μετάφραση: Δάφνη Δημητριάδου
1. Wruck, W., Die syrische Provinzialprägung von Augustus bis Traian (Stuttgart 1931), σελ. 17-18, 44, 178-181· Kaster, R.A., Guardians of Language. The Grammarian and Society in Late Antiquity (The Transformation of the Classical Heritage XI, Berkeley – Los Angeles – London 1997), σελ. 3-7. Για την καταγωγή των κατοίκων της Κιλικίας, την περιοχή στην οποία ανήκε η Ανάζαρβος στην Αρχαιότητα, υπάρχουν κάποιες γενικές πληροφορίες που μπορούν να ισχύουν και για την Ανάζαρβο. Οι Κιλίκιοι, λοιπόν, εμφανίζονται ως Khilikku σε ασσυριακές επιγραφές και στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. ήταν μία από τις τέσσερις κυρίαρχες δυνάμεις στη δυτική Ασία. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι μέχρι τότε ήταν υποτελείς στη Συροκαππαδοκική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι το 1909, δεν είχαν βρεθεί χετιτικά μνημεία στην Κιλικία. Και θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι χετιτικοί πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στην Καππαδοκία και στη βόρεια Συρία επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω περασμάτων ανατολικά του όρους Αμανού (Giaour Dag) και όχι μέσω των Κιλίκιων Πυλών. Ως περιοχή της Περσικής Αυτοκρατορίας η Κιλικία διοικούνταν από υποτελείς ντόπιους βασιλείς που έφεραν εξελληνισμένο όνομα ή τίτλο, αλλά που επίσημα ανήκε στην τέταρτη σατραπεία του Δαρείου. Ο Ξενοφώντας βρήκε μία βασίλισσα στην εξουσία και δεν υπήρξε αντίσταση στην πορεία του Κύρου. Ομοίως και ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν έφτασε στην περιοχή το 333 π.Χ., βρήκε τις Πύλες ανοιχτές. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Κιλικία έγινε πεδίο μάχης για αντίπαλους στρατηγούς και βασιλείς. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήταν στην εξουσία των Πτολεμαίων και αργότερα των Σελευκιδών, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν ποτέ να ελέγξουν αποτελεσματικά περισσότερο από το ανατολικό μισό μέρος. 2. Το 64 π.Χ. ο Πομπήιος διόρισε δυνάστη τον Ταρκονδίμοτο Α΄ Φιλαντώνιο· μετέπειτα ο Μάρκος Αντώνιος τον έκανε βασιλιά. Ο Ταρκονδίμοτος πέθανε το 31 π.Χ. Για νομίσματα της Κιλικίας που φέρουν το όνομά του βλ. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, 2 τόμ. (New York 1975), σελ. 1.151, 1.275· Verzone, P., “Citta ellenistiche e of novels Dell’ Asia Minore: Anazarbus”, Palladio 7 (1957), σελ. 9, σημ. 1, όπου αναφέρεται στον τάφο του ευνούχου της πριγκίπισσας Ιουλίας, κόρης του Ταρκονδίμοτου, ο οποίος σώζεται σε καλή κατάσταση. 3. Σούδ., βλ. λ. “Anazarbon”: «[έχει καταγραφεί] ότι ο Νέρβας, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, όταν η Διοκαισάρεια που είναι στην Κιλικία καταστράφηκε από σεισμό, έστειλε ένα συγκλητικό με το όνομα Ανάζαρβος. Αυτός ξαναέχτισε [την πόλη], που κάποτε λεγόταν Κύινδα και έπειτα Διοκαισάρεια, και την ονόμασε Ανάζαρβο από το δικό του όνομα. Αλλά πρβλ. Στράβ. 14.5.10: «Πάνω από την Αγχιάλη είναι το φρούριο Κύινδα, που κάποτε το χρησιμοποίησαν οι Μακεδόνες για θησαυροφυλάκιο. Τα χρήματα τα πήρε ο Ευμένης, όταν αποστάτησε από τον Αντίγονο» (μτφ. Π. Θεοδωρίδης, εκδ. Κάκτος). 4. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor, 2 τόμ. (New York 1975), σελ. 1.473· Gough, M., “Anazarbus”, Anatolian Studies 2 (1952), σελ. 85, 127. 5. Bickermann, E., “Syria and Cilicia”, AJPh 68.4 (1947), σελ. 353 κ.ε.· Jones, A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces2 (London 1971)· Gough, M., “Anazarbus”, Anatolian Studies 2 (1952), σελ. 85 κ.ε.· Verzone, P., “Citta ellenistiche e of novels Dell’ Asia Minore: Anazarbus”, Palladio 7 (1957), σελ. 9 κ.ε. 6. Ο ναός του Νέρβα στεκόταν ακόμη την εποχή του Ιωάννη Μαλαλά: Verzone, P., “Citta ellenistiche e of novels Dell’ Asia Minore: Anazarbus”, Palladio 7 (1957), σελ. 10· πρβλ. Chronogr. σελ. 267 (Bonn) (=1.113-4, εκδ. Ven.). Το 176 μ.Χ., ο Οππιανός από την Ανάζαρβο αφιερώνει τα Αλιευτικά στον αυτοκράτορα «Αντωνίνο και το γιο του», πιθανώς το Μάρκο Αυρήλιο και τον Κόμμοδο. 7. Ziegler, R., Kaiser, Heer und stadtisches Geld: Untersuchungen zur Munzpragung von Anazarbos und anderer ostkilikischer Stadte (Erganzungsband zu den Tituli Asiae Minoris 16, Vienna 1993· SNG Lev. 1363 (Ζευς κρατά Νίκη, 2ος-1ος αι. π.Χ.)· για νομίσματα την εποχή του Κλαυδίου βλ. RPC 4061, 4084, BMC 4· για νομίσματα την εποχή του Δομιτιανού βλ. RPC 1748 και 1749· BMC 8· SNG Lev. 1374· για νομίσματα την εποχή του Τραϊανού βλ. SGI 1102· για νομίσματα την εποχή του Κομμόδου βλ. SNG France 2041· SNG Lev. 1401· για νομίσματα για τη σύζυγό του Πλαυτίλλα βλ. AE 19. Νομίσματα κόπηκαν στην Ανάζαρβο επί Ελαγαβάλου και Τραγκύλλας, επί Βολουσιανού, επί Βαλεριανού. 8. Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien and Isaurien (=Tabula Imperii Byzantini 5) (Vienna 1990), σελ. 178-185. Κατά τη διάρκεια της αναδιοργάνωσης των επαρχιών από το Διοκλητιανό επιβεβαιώθηκε ότι η Ανάζαρβος ήταν μητρόπολη της Πεδιάδος Κιλικίας: Gough, M., “Anazarbus”, Anatolian Studies 2 (1952), σελ. 97. 9. Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν επί Διοκλητιανού. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Gough, M., “Three forgotten martyrs of Anabarzus in Cilicia”, στο O’Donnel, J.R. (επιμ.), Essays in Honour of Anton Charles Pegis (Toronto 1974), σελ. 262 κ.ε. 10. Για την Ανάζαρβο τον 6ο αι. μ.Χ. βλ. Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002). 11. Verzone, P., “Citta ellenistiche e of novels Dell’ Asia Minore: Anazarbus”, Palladio 7 (1957)· Hellenkemper, H.,“The stadtmauern of Anazarbos/Ayn Zarba”, στο XXIV German Orientalistentag from 26 to 30 September 1988. Selected lectures (Stuttgart 1990), σελ. 71-76. 12. Γουλιέλμος Τύρου, Historia rerum in partibus transmarinis gestarum 7.2.280. 13. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς 13.21-22, 134 κ.ε. 14. Canard, M., “Ayn Zarba”, EI2 (1960), σελ. 789 κ.ε.· πρβλ. Foss, C., “Defenses of Asia Minor”, Gr.Orth.Th.Rev. 27.2-3 (1982), σελ. 149. 15. Riddle, J.M., Dioscorides on Pharmacy and Medicine (Austin 1985). 16. Ο Gough, M., “Anazarbus”, Anatolian Studies 2 (1952), σελ. 85 κ.ε. έχει ξεχωρίσει τις διαφορετικές οικοδομικές φάσεις στην προεξοχή και τις έχει αναθέσει σε συγκεκριμένους κτίστες. Στο νότιο εξωτερικό τοίχο του κάστρου έχει αναγνωρίσει κάποια από την αραβική και αρμενική τοιχοποιία, όπως επίσης και δύο φάσεις Βυζαντινής εποχής· Πρβλ. Hellenkemper, H., Burgender Kreuzritterzeit in der Grafschaft Edessa und im Königreich Kleinarmenien (Bonn 1976), σελ. 199, 291 κ.ε. 17. Ο Gough, M., “Anazarbus”, Anatolian Studies 2 (1952), σελ. 85-150 και ο Verzone, P., “Citta ellenistiche e of novels Dell’ Asia Minore: Anazarbus”, Palladio 7 (1957), σελ. 9-25 περιγράφουν τα αρχαιολογικά ευρήματα της Αναζάρβου με λεπτομέρειες. 18. Cook, A.B., Zeus (Cambridge 1914), υποσ. 4. 19. Υπάρχουν ορισμένα πολύ γνωστά μνημεία που σχετίζονται με το Μίθρα στην πατρίδα των πειρατών στις ορεινές περιοχές της Κιλικίας και πρόσφατα ανακαλύφθηκε ένας βωμός στην Ανάζαρβο αφιερωμένος από το Μάρκο Αυρήλιο ως «ιερέας και πατέρας του Δία-Ήλιου-Μίθρα». Ο θεός λατρευόταν επίσης στην Ταρσό, την πρωτεύουσα της επαρχίας, όπως είναι γνωστό από νομίσματα του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ΄ με παράσταση του ταυροκτόνου (Vermasseren, M.J., Mithras, the Secret God (London 1963). 20. Edwards, R., “Bagras”, REArm 17 (1983), σελ. 106, 111. 21. Ο Τορός Α΄ ανοικοδόμησε πλήρως τον κεντρικό και νότιο εξωτερικό τοίχο του φρουρίου στην Ανάβαρζα και έχτισε εκεί την εκκλησία των βαρόνων. Οι Αρμένιοι χρησιμοποίησαν για μικρό χρονικό διάστημα τον πύργο (donjon) της πόλης, επειδή ορισμένα από τα δωμάτια των χαμηλότερων επιπέδων και οι πολεμίστρες ήταν γεμάτα από σκυρόδεμα, για να αποτραπεί η κατάρρευση του κτίσματος. Επίσης, τα donjons δεν αποτελούν μέρος της αμυντικής στρατηγικής των Αρμενίων· πρβλ. Hild, F. – Hellenkemper, H., “Kommagene-Kilikien-Isaurien”, Reallexikon zur byz. Kunst 4 (1984), σελ. 305-308· Edwards, R., “Bagras”, REArm 17 (1983), σελ. 419 κ.ε. και “Dogubeyazit (Daroynke)”, REArm 18 (1984).
|
|
|