1. Στοιχεία ταυτότητας Το χωριό Κόλντερε βρίσκεται στην κοιλάδα του Έρμου, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Çal Dağ, σε υψόμετρο περίπου 150 μ. Απέχει 18 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά από τη Μαγνησία και 48 χλμ. βορειοανατολικά από τη Σμύρνη. Σύμφωνα με μαρτυρία, το Κόλντερε το αποκαλούσαν και «του πασά το χωριό».1 Το χωριό εμφανίζεται αμιγώς μουσουλμανικό ήδη από το 16ο αιώνα. Ήταν μάλιστα βακούφι του τζαμιού του Ιβάζ πασά της Μαγνησίας.2 Οι περισσότεροι ορθόδοξοι κάτοικοι όμως ήρθαν στο χωριό μετά τα ορλωφικά στο πλαίσιο αθρόων μεταναστεύσεων Πελοποννήσιων στο βιλαέτι του Αϊδινίου χάρη στις πρωτοβουλίες της οικογένειας Καραοσμάνογλου.3 Στις αρχές του 20ού αιώνα ωστόσο οι κάτοικοι του χωριού ήταν στην πλειονότητά τους ελληνόφωνοι ορθόδοξοι. Κατά μία εκτίμηση αριθμούσαν περίπου 700 σπίτια, κατά άλλη –μάλλον υπερβολική– έφθαναν τα 1.500.4 Στατιστική του 1905 δείχνει πως υπήρχαν 1.460 ορθόδοξοι (από 1.000 στα 1870) και 250 τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι.5 Στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής οι μουσουλμάνοι, που διέμεναν σε ξεχωριστό μαχαλά στην άκρη του χωριού, εκδιώχθηκαν από το χωριό. Το χωριό εξέλεγε δικό του μουχτάρη με εκλογές που διεξάγονταν στο σχολείο. Ήταν έδρα μουδουρλικίου και έτσι εξυπηρετούσε δικαστικές υποθέσεις γειτονικών ορθόδοξων και μουσουλμανικών χωριών. Υπαγόταν περαιτέρω στο καϊμακαμλίκι της Μαγνησίας,6 στο μουτεσαριφλίκι της Μαγνησίας και στο βιλαέτι Αϊδινίου. Υπήρχε αστυνομικό τμήμα, που έδρευε σε περιοχή έξω από το χωριό, και εξυπηρετούσε και τα γειτονικά χωριά. Εκκλησιαστικά το Κόλντερε υπαγόταν στη μητρόπολη Εφέσου.
2. Κοινωνία – Οικονομία Οι Κολντεριανοί ήταν μικροϊδιοκτήτες γης,7 όπως και οι περισσότεροι ορθόδοξοι που εγκαταστάθηκαν στο βιλαέτι Αϊδινίου. Ασχολούνταν με την καλλιέργεια σιταριού, κριθαριού, καλαμποκιού και βαμβακιού. Επιπλέον συνέλεγαν τη γλυκόριζα που φυόταν στην κοιλάδα του Έρμου. Την αγροτική τους παραγωγή διέθεταν στην αγορά της Μαγνησίας. Ελάχιστοι ζούσαν από την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα). Στο παζάρι, που λάμβανε χώρα κάθε Σάββατο, συγκεντρώνονταν παραγωγοί από τα γειτονικά χωριά (Μουτεβελί, Χαρμανταλί, Τσαούσογλου, Φίλιο, Τσομπανισιά, Χατζηλέρι, Παπαζλί κ.ά.), για να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Η ενοριακή εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Στον περίβολό της βρίσκονταν τα δύο σχολεία και τα κελιά όπου διέμεναν οι δάσκαλοι. Έξω από το χωριό υπήρχε η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, ενώ στην κορυφή του λόφου είχε χτιστεί ο Προφήτης Ηλίας, όπου γινόταν λιτανεία την Τρίτη του Πάσχα. Στο λόφο αυτό υπήρχε και ο μύλος του χωριού. Το αρρεναγωγείο του Κόλντερε ήταν τετρατάξιο με δύο δασκάλους και εβδομήντα μαθητές και το παρθεναγωγείο τριτάξιο με μία δασκάλα και πενήντα μαθήτριες. Ο σχολικός προϋπολογισμός ανερχόταν σε είκοσι πέντε τουρκικές λίρες για το αρρεναγωγείο και σαράντα για το παρθεναγωγείο.8 Οι δάσκαλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 οι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στο Ανατολικό Πτολεμαΐδας, στη Θήβα, στη Νέα Ιωνία Βόλου και λιγότεροι στον Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας και στο Νησί Αλεξανδρείας.
1. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 24. Στην τουρκική γλώσσα kol = βραχίονας, dere = κοιλάδα. 2. Για τη μουσουλμανική φάση του χωριού βλ. Emecen, F., XVI. Asırda Manisa Kazâsı (Ankara 1989), σελ. 173. 3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 240-241. 4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Α 24. 5. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (Αθήνα 1905), σελ. 426-427. Υπάρχει και η άποψη ότι ήταν αμιγώς ελληνικό χωριό με 1.500 Έλληνες. Βλ. Ακόγλου, Ξ.Κ., «Εννέα παραμύθια του χωριού Κόλντερε», Μικρασιατικά Χρονικά 7 (Αθήνα 1957), σελ. 360. 6. Σύμφωνα με πληροφορίες όμως κατοίκων υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι του Κασαμπά. 7. Ο Ξ.Κ. Ακόγλου [Ακόγλου, Ξ.Κ., «Εννέα παραμύθια του χωριού Κόλντερε», Μικρασιατικά Χρονικά 7 (Αθήνα 1957), σελ. 360] αναφέρει πως το Κόλντερε ήταν αυτοκρατορικό κτήμα (τσιφλικάτ-χουμαγιούν), αφού ο σουλτάνος το είχε αγοράσει, το έκανε κτήμα του δημοσίου και το εκχώρησε στους χωρικούς, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν σε αυτόν έντονα για την εκμετάλλευση που υφίσταντο από τον Αρμένη έμπορο της Σμύρνης Μπαλιόζογλου, στον οποίο ανήκε πρωτύτερα το τσιφλίκι. Βλ. και παράθεμα «Η γη του χωριού». 8. Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν το έτος 1905. Βλ. «Στατιστικός Πίναξ της Επαρχίας Εφέσου (έδρα Μαγνησίας)», Ξενοφάνης 2 (Αθήνα 1905), σελ. 426-427.
|
|
|