Θεωρητική και επιστημονική προσέγγιση στην ΕΜΕ
Οντολογία
Στη συγκρότηση της ΕΜΕ έχουν ληφθεί υπόψη οι νεότερες αντιλήψεις για τη θεωρία της γνώσης, οι οποίες εισάγουν στο χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών, και ιδιαίτερα της ιστορίας, την έννοια της οντότητας ως αυτοτελούς γνωστικού στοιχείου. Κάθε οντότητα διαθέτει όνομα, περιγραφή, χαρακτηριστικά και ιδιότητες και συνάπτει με άλλες οντότητες ιεραρχικές, σχεσιακές ή/και εξαρτησιακές σχέσεις (hierarchical, relational, dependential). Οι οντότητες στην ΕΜΕ νοούνται κυρίως ως ευρύτερες θεματικές ενότητες γεωγραφικής, χρονικής ή/και πολιτισμικής υφής, κατάλληλες να αποτυπώσουν και να συμπεριλάβουν δεδομένα, γεγονότα και φαινόμενα, τις αιτιακές τους σχέσεις και τις (συνήθως) αποκλίνουσες ερμηνείες τους. Υπό άλλο πρίσμα οντότητες θα θεωρούνταν και τα μεμονωμένα λήμματα. Δεν επιλέχθηκε η στενή οντολογική προσέγγιση με τη μορφή αντικειμενοστραφούς βάσης γνώσεων (OODB-OOKB), προπάντων ελλείψει ικανοποιητικά επεξεργασμένου μοντέλου. Διατηρήθηκαν εντούτοις πολλά από τα αναλυτικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας οντολογίας, όπως η δόμηση της πληροφορίας με τη χρήση υπερκείμενων, υποκείμενων ή/και ομόλογων όρων, η αναγνώριση υποκειμένων και αντικειμένων στις συναπτόμενες σχέσεις και η διάκριση αυτών σε αφηρημένα, συγκεκριμένα ή συλλογικά. Επίσης διατηρήθηκαν, κατά το δυνατόν, οι ζώνες χαρακτηριστικών (με τα ποιοτικά μη δομημένα, ενώ τα ποσοτικά τυποποιημένα) και περιορίστηκε το εξεταζόμενο βάθος της αλυσιδωτής αιτιακότητας. Η ΕΜΕ, αν και ως προς τη μορφολογία της πληροφορίας συνεχίζει να βρίσκεται πολύ κοντά στα παραδοσιακά εγκυκλοπαιδικά έργα, διατηρείται ανοιχτή προς τις εν εξελίξει θεωρίες και οντολογίες της γνώσης, και δυνάμει μπορεί να προσαρμοστεί κατ’ επιλογήν χάρις στον ευέλικτο ηλεκτρονικό της χαρακτήρα.
Μικροϊστορία
Στην ΕΜΕ η ιστορία των γεγονότων και των συνεπειών τους δεν περιορίζεται σε μια κλασική πολιτική προσέγγιση. Η κλίμακα των εξεταζόμενων φαινομένων αντιστοιχίζεται προς την κλίμακα του υπό ανάλυση συνόλου ή ακόμα το ξεπερνά. Το έργο ενός λογίου ή ενός γλύπτη, η τεχνική της ελαιουργίας σε ένα χωριό, η δράση ενός φιλανθρωπικού συλλόγου, τα ταξίδια μιας οικογένειας, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα από τον κατάλογο της ΕΜΕ. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν την αφήγηση «πολλαπλών» ιστορικών λόγων, περισσότερα παρελθόντα διαπλέκονται, περισσότερες μορφές αλληλουχίας καταγράφονται, ενώ παράλληλα καθίστανται ορατά διαφορετικά δίκτυα προσδιορισμών, διαφορετικές ιεραρχίες σπουδαιότητας, πολλαπλά πεδία συγκρότησης της εγκυρότητας.
Μακροϊστορία
Η ΕΜΕ, χωρίς να αγνοεί τη νευρώδη κινητικότητα της πολιτικής ιστορίας, παρακολουθεί επίσης τους αργούς ρυθμούς που χαρακτηρίζουν τον υλικό πολιτισμό και τον κόσμο των αντιλήψεων. Πίσω από την ιστορία της μικρής διάρκειας, όπως αυτή των κυβερνήσεων, των πολέμων και των λοιμών, διαγράφεται η ιστορία της μακράς διάρκειας (longue duree), σχεδόν ακίνητη, όπως αυτή των θαλασσίων δρόμων και του εμπορίου, της ανάπτυξης της μεταλλουργίας, της γαιοκτησίας, της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ πείνας και ανάγκης για γη, ή μεταξύ πληθυσμιακής ανάπτυξης και χωρικής εξάπλωσης, για ν’ αναφέρουμε μερικά τυχαία παραδείγματα. Η ΕΜΕ φιλοδοξεί να απαντήσει και σε ερωτήματα πέρα από τα παραδοσιακά «ποιος; πότε; πού; γιατί;», όπως ποιες οι μορφές της πολιτισμικής συνέχειας και ασυνέχειας, ποια η στρωματογραφία των γεγονότων, τι είδους σειριακές καταστάσεις μπορούν να εντοπιστούν, ποια κριτήρια περιοδικότητας πρέπει να υιοθετηθούν, τι λογής συστήματα σχέσεων οφείλουν να προβληθούν (ιεραρχία, κυριαρχία, κλιμάκωση, αυστηρός ντετερμινισμός, κυκλική αιτιακότητα). Για τους σκοπούς μιας τέτοιας ανάλυσης τα παραδοσιακά εργαλεία της ιστορικής επιστήμης δεν αρκούν και χρειάζεται να ανατρέξει κανείς σε μεθοδολογικά πρότυπα επεξεργασμένα από το σύνολο των επιστημών του ανθρώπου ή ακόμα και τις φυσικές επιστήμες. Για την ΕΜΕ –χωρίς αυτό να αποτελεί το κεντρικό της μέλημα– η ανάγκη επαναπροσδιορισμού και αναδόμησης της ιστορικής γνώσης είναι διαρκής.
Πηγές
Στη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας είναι αναμενόμενο να τίθεται εκ βάθρων το ζήτημα των πηγών. Από καταβολής της ιστορικής επιστήμης οι πηγές χρησιμοποιήθηκαν, «ερωτήθηκαν» και έγιναν αντικείμενο προβληματισμού. Όχι μόνο για το αν είναι ειλικρινείς ή παραπλανητικές, πληροφορημένες ή αδαήμονες, αυθεντικές ή παραποιημένες. Αλλά επίσης για το ρόλο που μπορούν να κρατήσουν στην ανασύσταση μιας πραγματικότητας, για την οργάνωση και προέλευση των εκδοχών και τελικά για την ερμηνεία. Η ΕΜΕ ανατρέχει σε αυτές σταθερά με την κριτική ανησυχία του επιστημονικού λόγου και τις εντάσσει στο σώμα της ιστορικής αφήγησης, τόσο ως τεκμήρια (υποσημειώσεις και παραπομπές), όσο και ως αντικείμενο του ιστορικού γίγνεσθαι (αυτούσιες μακροσκελείς παραθέσεις). Για την ΕΜΕ οι πηγές δεν αποτελούν ένα «νεκρό μουσειακό έκθεμα», αλλά το αντικείμενο που καλείται να δομήσει και να επεξεργαστεί προκειμένου να το καταστήσει «ιστορία».