1. Εποικισμός της πόλης και προσέλκυση της αριστοκρατίας Όταν ο αυτοκράτορας αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα στις όχθες του Βοσπόρου, βρήκε εκεί μια πόλη 20.000 κατοίκων, της οποίας ο πληθυσμός αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες υπαγόμενους στην τοπική διοίκηση. Στον πληθυσμό αυτό κυριαρχούσε ο παγανισμός μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα. Σημαντικές διαφοροποιήσεις παρουσιάστηκαν από τη στιγμή που ο αυτοκράτορας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη, συγκρότησε τη σύγκλητο και εγκαθίδρυσε μια διοικητική δομή που ουσιαστικά αναπαρήγε τη ρωμαϊκή διοικητική διάρθρωση. Η νέα σύγκλητος συμπεριέλαβε κάποιες οικογένειες που είχαν έρθει από τη Ρώμη· παράλληλα εμπλουτίστηκε με μέλη των ανώτερων τάξεων άλλων μεσογειακών πόλεων της Ανατολής, οι οποίες προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την αυτοκρατορική παρουσία, ώστε να ενταχθούν στην αυτοκρατορική διοίκηση, που διαμορφωνόταν κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Κάποιες από τις θέσεις που κατέλαβαν, όπως αυτή του ή του , τους έδιναν τη δυνατότητα επιρροής στον αυτοκράτορα και απαιτούσαν πολυάριθμες διοικητικές υπηρεσίες, σε μια αυτοκρατορία με αυξανόμενο συγκεντρωτισμό της κεντρικής εξουσίας. Επομένως δημιουργήθηκε μια νέα τάξη που προσέλκυε τα μέλη των ανώτερων τάξεων. Ο αυτοκράτορας τους παραχώρησε γη για την οικοδόμηση των παλατιών τους, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησε και υπηρεσία επισιτισμού, που προσέλκυσε αστικό πληθυσμό. Το σιτάρι της Αιγύπτου έφτανε με πλοία στα λιμάνια που κατασκευάστηκαν στα νότια της πόλης, όπως αυτό του Ιουλιανού και του Θεοδοσίου. Επρόκειτο επομένως για μια κοινωνία με πληθυσμό ο οποίος κυμαινόταν από την υψηλή συγκλητική αριστοκρατία1 έως τους φτωχότερους κατοίκους που ζούσαν από τη φιλανθρωπία. Στο ενδιάμεσο συναντούμε ένα πλήθος αρκετά εύπορων εμπόρων και τεχνιτών που εξυπηρετούσαν την Αυλή. Η πόλη ήταν διαρθρωμένη γύρω από τον οίκο, που περιλάμβανε την αριστοκρατική οικία και τον περιβάλλοντα χώρο για τους εξαρτώμενους από αυτήν, αλλά και για τους μικροεμπόρους, όπως οι αρτοποιοί. Επομένως οι αριστοκράτες είχαν οικονομικό πλούτο διάσπαρτο στην αυτοκρατορία, αλλά μέρος των εσόδων τους χρησιμοποιούνταν για να καλύψει τις ανάγκες του νοικοκυριού τους, το οποίο περιλάμβανε όχι μόνο τα μέλη της οικογένειας αλλά και τους υπηρέτες –ελεύθερους και μη–, ενώ πλήρωναν και τους εξαρτώμενους από την οικία τους επαγγελματίες. Η πόλη προσέλκυσε επίσης αναρίθμητους απόρους. Ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να εισαγάγει νομοθεσία που απαγόρευε στους αγρότες της Ανατολίας –που ήταν και οι φτωχότεροι– να πουλούν τις κόρες τους ως ιερόδουλες στην πρωτεύουσα. Επομένως η διάρθρωση της κωνσταντινουπολίτικης κοινωνίας ήταν αυτή της ρωμαϊκής πόλης, με την ιδιαιτερότητα ότι πρόκειται για μια αυτοκρατορική πόλη που προσέλκυε την επαρχιακή ελίτ, η οποία αναζητούσε την επαγγελματική ανέλιξη και την κοινωνική αναγνώριση. Επίσης οι αυτοκράτορες εγκαινίαζαν ιδρύματα δημόσιας εκπαίδευσης, ώστε να δημιουργηθεί ικανός αριθμός μορφωμένου προσωπικού, για να επανδρώσει την πληθώρα θέσεων στις αυτοκρατορικές και πατριαρχικές υπηρεσίες, αλλά και τα δικαστήρια που αναλάμβαναν τις υποθέσεις της Ανατολής. Κατά την εποχή αυτή ο πληθυσμός ήταν ακόμα δίγλωσσος, όπως παρατηρείται και στις επιγραφές, που είναι γραμμένες τόσο στα λατινικά όσο και στα ελληνικά. Η στρατιωτική παρουσία προσέλκυε στην Κωνσταντινούπολη άνδρες με βαρβαρική καταγωγή, όπως Γότθους, που κατέκλυζαν τις τάξεις του στρατού. Ο πληθυσμός αναμφίβολα γινόταν ολοένα και περισσότερο ετερογενής. Ο πληθυσμός ανατολικής προέλευσης ήταν εξίσου πολυάριθμος, όπως μαρτυρά η παρουσία πολλών μονοφυσιτών από τη Συρία και την Αίγυπτο. Ο αριθμός των «βαρβάρων», για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία της εποχής, προκαλούσε ανησυχία, ιδιαίτερα επειδή καταλάμβαναν πολλές θέσεις ισχύος, τη στιγμή μάλιστα που οι ομογενείς τους απειλούσαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Το 400 οι Γότθοι του Γαϊνά, οι περισσότεροι οπαδοί του αρειανισμού, σφαγιάστηκαν στην πρωτεύουσα, ενώ ο αρχηγός τους, που παλαιότερα κατείχε το αξίωμα , σκοτώθηκε το επόμενο έτος.2 2. Η εξέλιξη της πρωτεύουσας σε χριστιανική πόλη Η πολυμορφία της πόλης είναι εμφανής και από θρησκευτική σκοπιά. Ο παλαιός πληθυσμός ήταν στην πλειονότητά του πιστός στις παραδοσιακές λατρείες. Οι ναοί που βρίσκονταν ακόμα σε λειτουργία στην αρχή του 4ου αιώνα έκλεισαν και εν μέρει επαναλειτούργησαν στα τέλη του αιώνα. Η αυτοκρατορική διοίκηση προσλάμβανε στις υπηρεσίες της εθνικούς, όπως ο Παφλαγόνας Θεμίστιος, αλλά ο αριθμός τους ολοένα και μειωνόταν καθώς η κοινωνία εκχριστιανιζόταν όλο και περισσότερο. Τον 5ο αιώνα μαρτυρείται η παρουσία εβραϊκής συνοικίας, καθώς ο έδωσε την άδεια για την ανέγερση συναγωγής στη συνοικία των Χαλκοπρατείων.3 Η πόλη του Βυζαντίου ήταν ήδη έδρα επισκοπής που υπαγόταν στη μητρόπολη της Ηράκλειας της Θράκης, αλλά η παρουσία του χριστιανού αυτοκράτορα στην πόλη προήγαγε τον επίσκοπό της σε σημαντική πολιτική προσωπικότητα. Με την ώθηση που έδωσε στο χριστιανισμό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, η πόλη κοσμήθηκε με εκκλησίες και η χριστιανική κοινότητα γρήγορα αυξήθηκε.4 Όμως οι εθνικοί ήταν παρόντες ακόμα και την εποχή του Ιουστινιανού. Εφόσον η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν η Νέα Ρώμη, ο επίσκοπος Κωνσταντινούπολης, ο οποίος το 385 έλαβε τη δεύτερη θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία μετά τον επίσκοπο Ρώμης, έγινε πατριάρχης, με δικαιοδοσίες και εξουσία στις Εκκλησίες της Ανατολής, μέχρι την επικράτεια επιρροής του Πατριαρχείου Αντιοχείας στην Ανατολή, αλλά και στη Θράκη στη Δύση.5 Σταδιακά εξελίχθηκε και ο κλήρος που εξυπηρετούσε αυτές τις νέες εκκλησίες και διαχειριζόταν τα αυξανόμενα έξοδα της Εκκλησίας.6 Από οικονομική άποψη ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και ενδιαφέρον για κάποιον να είναι κληρικός στην Αγία Σοφία, μια εκκλησία που συγκέντρωνε συνεχώς πλούτο από τις δωρεές των αριστοκρατών7 και του αυτοκράτορα. Ο τελευταίος μοίραζε χρήματα στα μέλη του κλήρου για τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές. Ο Ιουστινιανός και, στη συνέχεια, ο Ηράκλειος αποφάσισαν να μειώσουν τα ποσά, πρώτα το 525 και στη συνέχεια το 600, εφόσον η ζήτηση για τέτοιου είδους θέσεις αυξανόταν συνεχώς.8 Η πλούσια Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης επιβαρυνόταν με αυξανόμενα έξοδα. Έτσι, διαχειριζόταν το εισόδημα 1.100 καταστημάτων, ώστε να εξασφαλίζει την ταφή εκτός των τειχών των απόρων ή ανθρώπων με χαμηλά εισοδήματα.9 Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ιδιωτικά και δημόσια, και τα νοσοκομεία της πρωτεύουσας ήταν διάσημα σε όλη την αυτοκρατορία για τον αριθμό και την ποιότητά τους.10 Οι πρώτοι μοναχοί πιθανότατα δεν ήταν ορθόδοξοι και η μνήμη τους έχει σχεδόν εξαλειφθεί από την ιστοριογραφία. Η φήμη της πόλης προσέλκυσε και μοναχούς από την επαρχία. Ο Ισαάκιος ο Σύριος ίδρυσε τη μονή Δαλμάτων, από το τέλος του 4ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος ο Ακοίμητος († 430) πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ιδρύσει μοναστήρι στο οποίο οι μοναχοί προσεύχονταν διαρκώς, εισάγοντας αυτή την πρακτική από τη Μεσοποταμία. Ο συγκλητικός Στούδιος ίδρυσε το 462 μία μονή κοντά στη Χρυσή Πύλη, μεταφέροντας σε αυτό μοναχούς από τη μονή Ακοιμήτου. Στη Συρία ο Δανιήλ ο Στυλίτης (†490) εξέλιξε το μοντέλο του για τη μοναστική ζωή, αυτό του στυλίτη, δηλαδή του μοναχού που περνά τη ζωή του πάνω σε ένα στύλο. Εγκαταστάθηκε στα βόρεια της Κωνσταντινούπολης και χάρη στη φήμη του τον επισκέφθηκαν οι αυτοκράτορες Λέων Α΄ και Ζήνων.11 Αυτή την εποχή των δογματικών αντιπαραθέσεων, δεν υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη μια ομοιογενής χριστιανική κοινότητα, αλλά πολλές, καθεμία με τους δικούς της επισκόπους ή μέλη του κλήρου ως υποστηρικτές. Οι υποστηρικτές της Συνόδου της Νίκαιας διατηρούσαν την επισκοπική έδρα, την οποία όμως έχασαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Όσοι αρνήθηκαν να αποδεχτούν τη Σύνοδο της Νίκαιας –και ήταν πολλοί στα μέσα του 4ου αιώνα– εκμεταλλεύτηκαν την αυτοκρατορική στήριξη. Ο αριθμός τους μεγάλωσε με τη μεταστροφή μεγάλου μέρους των γερμανικών φύλων στο δόγμα τους. Οι τελευταίοι είχαν τόσο μεγάλη παρουσία στο στρατό, ώστε ακόμα και οι αυτοκράτορες που υποστήριζαν το δόγμα της Νίκαιας δίσταζαν να εφαρμόσουν αυστηρή νομοθεσία κατά των αιρετικών. Υπήρχαν επίσης σχισματικές μειονότητες, όπως οι οπαδοί του νοβατιανισμού, οι οποίοι ηθικά ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, η πόλη υποδέχτηκε τους χριστιανούς που δε δέχτηκαν τη σύνοδο, οι οποίοι ονομάστηκαν μονοφυσίτες. Ο έλεγχος της επισκοπικής έδρας της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε πρόκληση και κύριο στόχο όλων αυτών των διαφορετικών χριστιανικών ομάδων. Επομένως, πολλοί μοναχοί και κληρικοί ασκούσαν πίεση στον εκάστοτε κάτοχο της επισκοπικής έδρας ή στον αυτοκράτορα και όσους τον υπηρετούσαν.12 Ιδιαίτερα οι ευνούχοι, οι οποίοι είχαν άμεση πρόσβαση στον αυτοκράτορα, δέχονταν συχνά αιτήματα να μεσιτεύσουν σε κάποια αντιδικία.13 Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, δεχόταν στα διαμερίσματά της στο παλάτι μονοφυσίτες κληρικούς, οι οποίοι δημιούργησαν μια αυτόνομη Εκκλησία. Αυτή η θρησκευτική διαφορετικότητα αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η πρωτεύουσα προσέλκυε πληθυσμό από τις επαρχίες αλλά και από το εξωτερικό. Η αστική και δημογραφική εξέλιξη επομένως απαιτούσε την κατασκευή νέων λιμανιών, αλλά και της Μέσης, της κύριας οδικής αρτηρίας της πόλης, όπου κινούνταν οι έμποροι. 3. Η άφιξη τεχνιτών και εμπόρων Με τη δημογραφική αύξηση, ιδιαίτερα εντυπωσιακή από τη βασιλεία του Κώνσταντος Β΄, με την πόλη στις αρχές του 5ου αιώνα να έχει περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης έγιναν απαραίτητοι, εφόσον έπρεπε να καλύψουν τις ανάγκες για τροφή, ένδυση και ψυχαγωγία πολλών ανθρώπων, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μας τα πολυτελή προϊόντα που απευθύνονταν στις ανώτερες τάξεις. Αυτή την εποχή άρχισαν να εμφανίζονται οι ξεχωριστές ανά ειδικότητα συνοικίες: αρωματοποιοί κοντά στο αυτοκρατορικό παλάτι, χρυσοχόοι και τραπεζίτες στη Μέση κ.λπ. Τα προϊόντα που παράγονταν στην Κωνσταντινούπολη διοχετεύονταν στις επαρχίες, καθώς εμφανίζονται προϊόντα χρυσοχοΐας ή όπλα σε μακρινές επαρχίες, όπως η Γαλατία. Τα μικρά μαγαζιά συχνά προστατεύονταν από προστώα.14 Ο εφοδιασμός σε σιτάρι οργανωνόταν από το κράτος: Φαίνεται ότι οι γαλέρες μετέφεραν σιτάρι από την Αίγυπτο και το παρέδιδαν στην Κωνσταντινούπολη το Σεπτέμβριο.15 Ο επισιτισμός εξυπηρετούσε την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε τροφή, αλλά και στην πληρωμή σε είδος πολλών αξιωματούχων. Επίσης γίνονταν διανομές σίτου σε μέλη του κλήρου και σε κάποια μοναστήρια και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ο πληθυσμός συχνά εμφάνιζε μείωση, ιδιαίτερα μετά την επανεμφάνιση της πανώλης το 542, οπότε και οι κάτοικοι ελαττώθηκαν δραματικά. Ο Προκόπιος επιβεβαιώνει ότι σταμάτησαν να μετρούν τους νεκρούς στις πύλες της πόλης όταν ο αριθμός τους ξεπέρασε τις 200.000.16 Την εποχή του Ηρακλείου, οι κάτοικοι της πόλης είχαν μειωθεί, επειδή η απώλεια του σιταριού από την Αίγυπτο δεν είχε ακόμα αντιμετωπιστεί. 4. Μια πόλη σε αναταραχή Ο Κωνσταντίνος επέκτεινε τον Ιππόδρομο και οι αρματοδρομίες αποτελούσαν αγαπημένη ενασχόληση των Κωνσταντινουπολιτών. Η σπίνα, ο κεντρικός διάδρομος του σταδίου, διακοσμήθηκε με αγάλματα, τα οποία οι αυτοκράτορες μετέφεραν από διάφορες πόλεις και σημαντικά ιερά. Ο Ιππόδρομος είχε επίσης πολιτικό χαρακτήρα, εφόσον εκεί γινόταν η αναγόρευση του αυτοκράτορα, κάποιες τελετές στέψης, ενώ χρησιμοποιούνταν και ως χώρος διαμαρτυρίας. Οι περισσότεροι εύποροι τεχνίτες σύχναζαν στον Ιππόδρομο, όπου ήταν οργανωμένοι σε φατρίες και υποστήριζαν τις ομάδες των Βένετων, Πράσινων, Λευκών και Κόκκινων (Ρούσιων). Οι κυριότεροι δήμοι, αυτοί των Βένετων και των Πράσινων, έπαιζαν επίσης ρόλο στις αυτοκρατορικές τελετές, αλλά εξελίχθηκαν και σε ομάδες πίεσης και διαμαρτυρίας.17 Στη Στάση του Νίκα, το 532, οι δήμοι απαίτησαν την αποχώρηση ενός συμβούλου του αυτοκράτορα. Η διαφωνία εξελίχθηκε σε εξέγερση και προκάλεσε την παράδοση στις φλόγες μεγάλου μέρους της πόλης. Σε αυτή τη λαϊκή εξέγερση οφείλει η Κωνσταντινούπολη την ανοικοδόμηση της Αγίας Σοφίας. Την πόλη συχνά διέσχιζαν μεγάλες πομπές, συνδέοντας την Αγία Σοφία με τις άλλες μεγάλες εκκλησίες, όπως το ναό των Αγίων Αποστόλων, τόπο ταφής των αυτοκρατόρων, ή την Παναγία των Βλαχερνών, που στέγαζε σημαντικά ιερά κειμήλια σχετικά με την Παρθένο Μαρία, προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης. Οι κάτοικοι της πόλης αντέδρασαν έντονα, όταν ο επίσκοπος Νεστόριος εξαπέλυσε επίθεση κατά της Παρθένου, αρνούμενος να της αποδώσει τον τίτλο της μητέρας του Θεού. Οι αυτοκράτορες είχαν μεταφέρει από την Παλαιστίνη αυτά τα ιερά κειμήλια,18 τα οποία προσέλκυαν ασθενείς και ανάπηρους που περίμεναν ένα θαύμα. Στους ιερείς αυτών των ναών οφείλουμε σημαντικό μέρος από τα αγιογραφικά κείμενα.19 Το πολιτιστικό και μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της πόλης βρισκόταν πιθανότατα σε ανώτερο στάδιο από εκείνο του συνόλου των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Σε λιγότερο από έναν αιώνα η Κωνσταντινούπολη κατόρθωσε να αναδειχθεί σε αυτοκρατορική πόλη, «συνδυάζοντας συγχρόνως την αυτοκρατορική νομιμότητα, τη θρησκευτική ορθοδοξία και μια κάποια ποιότητα ζωής».20 |
1. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει σε ομιλία του, σίγουρα με κάποια δόση υπερβολής, ότι, αν κάποιος ένωνε τις περιουσίες των πλουσίων της Κωνσταντινούπολης, θα συγκέντρωνε πάνω από ένα εκατομμύριο λίτρες χρυσού, βλ. Acta Apostolorum, Homilia XI, 3, PG 60, στήλ. 96-98. 2. Friell, J.G.P. – Williams, S.J., The Rome that did not fall: the survival of the East in the fifth century (New York 1999), σελ. 11-12. Η σφαγή των Γότθων ωστόσο προκάλεσε με την αγριότητά της την ενόχληση και τον αποτροπιασμό του χριστιανικού πληθυσμού, ιδίως η διαταγή να καούν ζωντανοί (ορθόδοξοι;) Γότθοι που είχαν καταφύγει στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή. Βλ. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία V. 146-147· Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία VI.6· Σωζόμενος, Εκκλησιαστική Ιστορία VIII.4. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να διαφύγει στη Θράκη, όπου έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος, αφού του έκοψε το κεφάλι, το έστειλε δώρο στον Αρκάδιο. Για το Γαϊνά, βλ. Albert, G., Goten in Konstantinopel. Untersuchungen zur oströmischen Geschichte um das Jahr 400 n. Chr (Paderborn 1985), σελ. 103-162. 3. Jacoby, D., “Les quartiers juifs de Constantinople à l’époque byzantine”, Byzantion 37 (1967), σελ. 167-227, ανατ. στο Jacoby, D., Société et démographie à Byzance et en Romanie latine (London 1975). 4. Γύρω στο 450 άρχισε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα κατασκευής θρησκευτικών οικοδομημάτων για το οποίο ξοδεύτηκαν πολλά κεφάλαια: αυτοκράτορες, ηγεμόνες και αξιωματούχοι, μεγάλοι γαιοκτήμονες και πιστοί συνέβαλαν στο έργο πλουσιοπάροχα. Η εκκλησία πήρε τη θέση του αρχαίου ναού στη συλλογική συνείδηση, βλ. Morrisson, C. – Sodini, J.-P., «Ο έκτος αιώνας», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα Α (Αθήνα 2006), σελ. 308. 5. Σχετικά με τη δημιουργία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως υπάρχει πληθώρα πηγών. 6. Τα πατριαρχικά αξιώματα και η σύνοδος εξελίχθηκαν σταδιακά. Βλ. Darrouzès J., Recherches sur les offikia de l’Église byzantine (Archives de l’Orient chrétien 11, Paris 1970). 7. Οι αυτοκράτορες δεν ήταν πάντα θετικοί σε τέτοιου είδους δωρεές. Έτσι, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος με δυσκολία κατάφερε να κατοχυρώσει τη δωρεά της περιουσίας της πλούσιας χήρας Ολυμπιάδος στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, βλ. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, βλ. λ. “Olympias”. 8. Zepos, J.- P., Jus graeco-romanum I (Athènes 1931), σελ. 27-30. 9. Dagron, G., “Le christianisme dans la ville byzantine”, Dumbarton Oaks Papers 31 (1977), σελ. 13 κ.ε. 10. Για τις απαρχές του Ορφανοτροφείου βλ. Nesbitt, J., “St. Zotikos and the Early History of the Office of Orphanotrophos”, στο Αβραμέα, A. – Λάιου, A. – Χρυσός, E. (επιμ.), Βυζάντιο, κράτος και κοινωνία: μνήμη Νίκου Οικονομίδη (Αθήνα 2003), σελ. 417-422. 11. Delehaye, H., Les Saints stylites (Subsidia Hagiographica I4, Bruxelles 1923), σελ. 1-94. 12. Έτσι, επί βασιλείας Ιουστινιανού και Θεοδώρας, ο Ιωάννης Εφέσου, μονοφυσίτης, διέμενε στην αυλή της Κωνσταντινούπολης, βλ. Kazhdan, A. (επιμ.) The Oxford Dictionary of Byzantium, βλ. λ. “John of Ephesus”. 13. Για τους ευνούχους βλ. Tougher, S. (επιμ.), Eunuchs in Antiquity and beyond (Londres – Swansea 2002). 14. Berger, A., “Streets and Public Spaces in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 161-172· Προκ., Περσ. II, XXIII. 15. Για τα λιμάνια και το μήκος της αποβάθρας βλ. τις παρατηρήσεις του Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σελ. 38-40. 16. Ο Προκόπιος παραθέτει περιγραφή της πανώλης στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Προκ., Περσ. II, XXIII. 17. Βλ. μεταξύ άλλων Cameron, A., Porphyrios the Charioteer (Oxford 1973)· Zuckerman, C., “Le cirque, l’argent et le peuple. À propos d’une inscription du Bas-Empire”, Revue des Etudes Byzantines 58 (2000), σελ. 69-96. 18. Μια διάσημη ελεφάντινη πλάκα απεικονίζει τη μεταφορά των λειψάνων του αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη την εποχή του Θεοδοσίου Β΄, βλ. Holum, G. – Vikan, G., “The Trier Ivory, Adventus Ceremonial, and the Relics of St. Stephen”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 113-133. 19. Για παράδειγμα: Chrisafulli, V.S. – Nesbitt, J.W. (επιμ.), The Miracles of St. Artemios (Leyden – New York 1887). 20. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 4512 (Paris 1984), σελ. 542. |