1. Εισαγωγή
Το συγκεκριμένο θέμα σχετίζεται με σημαντικές παραμέτρους της βυζαντινής ιστορίας, της οικονομίας και της νομισματικής, που πολλές φορές συμπαρασύρουν τα αποτελέσματα της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας. Ως εκ τούτου συνεχίζει να προκαλεί αντιπαραθέσεις μεταξύ των ερευνητών,1 ιδίως μετά τις σημαντικότατες ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών με την πληθώρα των νέων στοιχείων που έλυσαν παλαιές απορίες, αλλά έθεσαν και νέα ερωτήματα. Μέσα από τη «χαραγή» περνά και η βυζαντινή οικονομία, που είναι αδύνατο να αναλυθεί στο πλαίσιο αυτού του λήμματος. Θα τονιστούν επομένως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης και ορισμένες σημαντικές πτυχές της οργάνωσης και της λειτουργίας του εν λόγω θεσμού μέσα από μια ιστορική αναδρομή θα καταστεί σαφής η σημασία του και η θέση του μεταξύ των άλλων βυζαντινών νομισματοκοπείων διαχρονικά. 2. Ιστορία της λειτουργίας του νομισματοκοπείου 2.1. Πρώιμη Bυζαντινή περίοδος
2.1.1. 4ος αιώνας Η Κωνσταντινούπολη από νωρίς φάνηκε πως θα εξελισσόταν σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Όλα δείχνουν πως για τη λειτουργία του νομισματοκοπείου της εφαρμόστηκε ένα ευρύτερο σχέδιο που, μεταξύ άλλων, προέβλεπε το κλείσιμο του νομισματοκοπείου της Παβίας (Ticinum) (326).2 Παρ’ όλ’ αυτά η παραγωγή του νομισματοκοπείου ξεκίνησε μάλλον διακριτικά το δεύτερο μισό του 326. Τα δύο (αριθμός εργαστηρίων μάς είναι γνωστός μόνο για τα χάλκινα νομίσματα μέχρι το 379) ενισχύθηκαν σύντομα με προσωπικό από την Παβία, την Ακυληία και το Σίρμιον, και η ανάπτυξη υπήρξε συνεχής και ραγδαία.3 Μέχρι το 328 τα εργαστήρια έγιναν 7 (καθένα με συγκεκριμένες αρμοδιότητες), και 11 το 330. Μοναδική σε πλούτο και όγκο ήταν η σειρά των αργυρών νομισμάτων που κόπηκαν εκεί για τον Κωνσταντίνο Α΄. Το της πόλης ήταν συνήθως CONS ή C·A (στα αργυρά).4 Η περίοδος μετά το 340 ήταν προβληματική για την Κωνσταντινούπολη, αλλά με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Κωνσταντίου η θέση της αναβαθμίστηκε, ενώ έντονη άρχισε να γίνεται η παρουσία των κοπών της στα ανατολικά Βαλκάνια, στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία.5 Ο αριθμός των εργαστηρίων παρέμεινε υψηλός με εξαίρεση τη σύντομη παρένθεση του Ιουλιανού (361-363), ο οποίος μείωσε τον αριθμό όλων των δημόσιων υπαλλήλων.6 Οι μεταρρυθμίσεις του 368, που προέβλεπαν τη μέγιστη δυνατή καθαρότητα μετάλλου για τα χρυσά και αργυρά νομίσματα,7 είχαν αντίκτυπο και στους τύπους. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιούνταν πλέον ράβδοι χρυσού με τίτλο 0,995,8 και στο νόμισμα χαρασσόταν το διακριτικό CONΟΒ, δηλαδή Constantinopoli obryziacus, (σόλιδος) από καθαρό χρυσό (κομμένος) στην Κωνσταντινούπολη. Το ΟΒ αργότερα ερμηνευόταν ως το αριθμητικό 72, καθώς τόσοι σόλιδοι κόβονταν από μία λίτρα χρυσού.9 Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον άργυρο.10 Από το 379 η Κωνσταντινούπολη έκοβε νόμισμα σε χρυσό και άργυρο σε 10 εργαστήρια και η παραγωγή της άρχισε να ανταγωνίζεται την κυρίαρχη στην Ανατολή Αντιόχεια.11 2.1.2. περ. 400-498
Κατά τον 5ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη μπορεί να μην είχε το πιο παραγωγικό νομισματοκοπείο (η Κύζικος και η Αντιόχεια κατά περίπτωση κατείχαν τα πρωτεία), παρήγε όμως αδιάλειπτα και συνήθως άφθονο χρήμα. Επίσης, αναλάμβανε τις ειδικές κοπές (και είχε την αποκλειστικότητα για τα στην Ανατολή). Το διακριτικό της μετά το 430 ήταν σταθερά CON. Αυτή την εποχή εμφανίζονται στα χάλκινα νομίσματα και φαινόμενα αναλφαβητισμού στη λατινική. Επί Λέοντος Α΄ ξεκινά η χρήση του ελληνικού διακριτικού ΚΟC, ενώ επί Ζήνωνος χρησιμοποιείται και το σπάνιο ΠΟΛ («Πόλις»).12 2.1.3. 498-περ. 600
Το παραδοσιακό διακριτικό CON επανήλθε με τη μεταρρύθμιση του Αναστασίου (498). Στα χρόνια του, πέντε εργαστήρια έκοβαν χάλκινο νόμισμα, μάλλον κατ’ αναλογία προς τη Ρώμη. Το πέμπτο εργαστήριο διαφοροποιούνταν από τα άλλα, πιθανόν διότι στελεχώθηκε με προσωπικό από το κλειστό πλέον νομισματοκοπείο της Ηρακλείας.13 Με τη Reconquista του Ιουστινιανού Α΄ κατά τον 6ο αιώνα τα νομισματοκοπεία αυξήθηκαν. Η Κωνσταντινούπολη έγινε το κυριότερο νομισματοκοπείο της αυτοκρατορίας για την παραγωγή χρυσού νομίσματος, με τεράστια συμβολή και στα χάλκινα νομίσματα.14 2.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος
2.2.1. περ. 600-1092 Οι μεγάλοι πόλεμοι εναντίον των Περσών και η αραβική πλημμυρίδα άλλαξαν ριζικά την εικόνα. Παρουσιάστηκε έλλειψη μετάλλου και επί Ηρακλείου οι υπάλληλοι του νομισματοκοπείου χρησιμοποίησαν μεταξύ άλλων ως πρώτη ύλη πολυκάνδηλα και εκκλησιαστικά σκεύη από την Αγία Σοφία.15 Επίσης η παραγωγή νομίσματος συγκεντρώθηκε στην πρωτεύουσα και μέχρι το 630 όλα τα τοπικά νομισματοκοπεία της Ανατολής είχαν κλείσει. Έκτοτε και έως τον 11ο αιώνα αποκλειστικός προμηθευτής νομίσματος για τα Βαλκάνια και την Ανατολή ήταν η Κωνσταντινούπολη (με προσωρινές εξαιρέσεις τη Χερσώνα και τη Θεσσαλονίκη).16 Η αλλαγή του χαρακτήρα των κοπών της Ρώμης και της Ραβέννας (8ος αιώνας) και η σταδιακή απώλεια της Δύσης αύξαναν περαιτέρω τη σημασία του νομισματοκοπείου της πρωτεύουσας.17 Το 743 σταμάτησε οριστικά η χρήση του (περιττού πλέον) διακριτικού CONOB.18 Μετά το κλείσιμο και του τελευταίου δυτικού νομισματοκοπείου (912)19 ο βυζαντινός χρυσός κοβόταν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη.
2.2.2. 1092-1204
Η παρατεταμένη κρίση του 11ου αιώνα οδήγησε σε μεγάλη απαξίωση του νομίσματος όλων των μετάλλων.20 Το πρόβλημα λύθηκε με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ (1092). Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε το βασικό νομισματοκοπείο της αυτοκρατορίας, με τη Θεσσαλονίκη να τη συνεπικουρεί και άλλες δύο (;) πόλεις να συμπληρώνουν την παραγωγή.21 Από το 12ο αιώνα, δινόταν λιγότερη προσοχή στο ακριβές βάρος του χρυσού νομίσματος.22 Απαντούσε όμως –μόνο στην Κωνσταντινούπολη–23 αυστηρή οργάνωση και έλεγχος της παραγωγής μέσω πληθώρας σημείων ελέγχου και στιλιστικών λεπτομερειών, από όπου συμπεραίνουμε σήμερα τον τόπο κοπής των νομισμάτων.24 Τα εργαστήρια ήταν οργανωμένα σε ομάδες που παρήγαν συγκεκριμένο νόμισμα καθεμία. Μετά την παραγωγή τους τα νομίσματα σφραγίζονταν σε «αποκόμβια» ή «σακκία» ανά συγκεκριμένες ποσότητες και παραδίδονταν στο .25 Μετά το 1195 και πριν από το 1204, μεγάλες ποσότητες , παλαιών κυρίως, ψαλιδίστηκαν συστηματικά και προσεκτικά (υπήρξε μέριμνα να μην κοπεί η μορφή του αυτοκράτορα)26 στο νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης. Οι λόγοι (πόλεμοι με τους Βούλγαρους ή απαξίωση του τραχέος) είναι υπό συζήτηση.27 2.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος
2.3.1. 1204-1261 Οι Φράγκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης εξέδωσαν απομιμήσεις βυζαντινών νομισμάτων (άσπρων τραχέων, πιθανώς και )28 στο νομισματοκοπείο των ανακτόρων, χρησιμοποιώντας, κατά τις πηγές, ως πρώτη ύλη τα χάλκινα αγάλματα που κοσμούσαν την πόλη.29 2.3.2. 1261-1453 Η Κωνσταντινούπολη κατά την Παλαιολόγεια περίοδο παρέμεινε το σημαντικότερο νομισματοκοπείο του ολοένα συρρικνούμενου κράτους, όχι όμως και το μοναδικό. Κατά κύριο λόγο η Θεσσαλονίκη (έως περ. το 1370) και η Φιλαδέλφεια (σποραδικά) συμπλήρωναν την παραγωγή, με την πρώτη να ανταγωνίζεται την πρωτεύουσα στην παραγωγή τραχέων και (13ος-πρώτο μισό 14ου αιώνα).30 Τα προϊόντα της Κωνσταντινούπολης τη συγκεκριμένη εποχή σημαδεύονταν αποκλειστικά με τα διακριτικά του εκάστοτε υπευθύνου.31 Υπάρχει τεράστια τυπολογική ποικιλία, όμως η χάραξη είναι πολύ κακή,32 ενώ το χρυσό υπέρπυρο σταμάτησε να κόβεται με το ίδιο ακριβώς βάρος (al pezzo)33 και στα μέσα του 14ου αιώνα σταμάτησε εντελώς η παραγωγή του.34 Μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το νομισματοκοπείο, σε πείσμα της γενικότερης κατάπτωσης, συνέχισε να λειτουργεί κόβοντας νόμισμα για την πληρωμή των υπερασπιστών της πόλης.35 3. Διοικητική οργάνωση και προσωπικό 3.1. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος
3.1.2. 4ος-6ος αιώνας
Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν δύο ιδρύματα επιφορτισμένα με την κοπή νομίσματος,36 τα οποία υπάγονταν στη δικαιοδοσία του rationalis summae rei αρχικά και του κόμητος των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) αργότερα, ίσως ήδη από το 330.37
3.1.2.1. Moneta publica
Η moneta publica ή fiscalis, το σταθερό νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης, που εξυπηρετούσε και ιδιώτες μετατρέποντας σε νόμισμα το μέταλλό τους,38 βρισκόταν στη 12η ρεγεώνα μεταξύ Εξακιονίου, Ξηρολόφου και Αγίου Μωκίου.39 Ο επόπτης του νομισματοκοπείου (procurator monetae) λογοδοτούσε στον κόμητα των θείων θησαυρών και εγγυόταν διά της προσωπικής τιμής του για ένα συγκεκριμένο εγγυητικό ποσό και διά της σωματικής του ακεραιότητας για τους λογαριασμούς. Επόπτες των επιμέρους τμημάτων του νομισματοκοπείου ήταν οι οfficinatores, καθένας τους υπεύθυνος ενός εργαστηρίου (officina). Κάθε εργαστήριο είχε διευθυντή τον praepositus monetae, όπως και κάθε κατηγορία υπαλλήλων (monetarii) είχε επικεφαλής έναν πραιπόσιτο (praepositus). Οι monetarii/μονητάριοι ήταν δούλοι ή απελεύθεροι. Το επάγγελμά τους ήταν κλειστό και μεταξύ τους υπήρχε ενδογαμία. Για να αλλάξει σταδιοδρομία ένας μονητάριος, έπρεπε να πάρει άδεια απευθείας από τον κόμητα των θείων θησαυρών και εμμέσως από τον αυτοκράτορα και να αφήσει πίσω του περιουσία και οικογένεια.40 Οι μονητάριοι δεν έχαιραν εμπιστοσύνης, καθώς πολλές φορές εμπλέκονταν σε υποθέσεις κιβδηλείας, παρά τις αυστηρές (συνήθως κεφαλικές) ποινές.41 Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του διαβόητου Αλεξάνδρου, επί Ιουστινιανού, ο οποίος είχε το προσωνύμιο «ο Ψαλίδιος» για την ικανότητά του στο παράνομο ψαλίδισμα των χρυσών νομισμάτων.42
3.1.2.2. Moneta auri
Η υπηρεσία που ήταν υπεύθυνη για την κοπή των χρυσών και των αργυρών νομισμάτων από κρατικό μέταλλο συνδεόταν απευθείας με την αυλή του αυτοκράτορα και θεωρητικά μετακινούνταν μαζί του.43 Το νομισματοκοπείο της είχε δικό του προσωπικό, υπαγόταν απευθείας στον κόμητα των θείων θησαυρών και η ονομασία του (ίσως moneta auri ή comitatensis) παραμένει αβέβαιη.44 Το 368-369 με τις μεταρρυθμίσεις των Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος ορίζεται ότι το χρυσό και το αργυρό νόμισμα παράγονται (κατά κανόνα) από την (αξιόπιστη) moneta auri, ενώ το χάλκινο από τη moneta publica.45 Κατά τον 4ο αιώνα η υπηρεσία περιλάμβανε εκτός των άλλων ένα τμήμα ράβδων χρυσού (scrinium auri/aureae massae), στο οποίο υπάγονταν 53 aurifices solidorum, οι οποίοι πιθανότατα ήταν υπεύθυνοι για την κοπή τόσο των χρυσών σολίδων όσο και του αργυρού νομίσματος.46 Έχει αποδειχτεί ότι οι παραγωγοί χρυσού και αργυρού νομίσματος είχαν πρόσβαση σε κοινό απόθεμα σφραγίδων.47 Το 395, με το χωρισμό της αυτοκρατορίας, το αυλικό νομισματοκοπείο μετατράπηκε ουσιαστικά σε ανακτορικό, καθώς πλέον ο αυτοκράτορας σπανίως απομακρυνόταν από την πρωτεύουσα.48 Το παλάτι διατηρούσε το μονοπώλιο του πολύτιμου νομίσματος και, όταν κάποιο επαρχιακό νομισματοκοπείο έκοβε χρυσά νομίσματα, το έκανε (τυπικά ή ουσιαστικά) με αποσπασμένους αυλικούς υπαλλήλους (palatini sacrarum largitionum et monetarii auri) που λειτουργούσαν ως παράρτημα της πρωτεύουσας χαράσσοντας και το διακριτικό της (CONOB) στο νόμισμα.49 Το ανακτορικό νομισματοκοπείο, η «χαραγή», αναφέρεται κατά καιρούς στις πηγές και ως «χωνεία», «χρυσοπλύσια», «χρυσεψητείον», «χρυσουργίον», «βασιλικοί θησαυρότυποι» κ.ά., καθώς συνδεόταν άρρηκτα με τα εργαστήρια αναχώνευσης και καθαρισμού του χρυσού, αλλά και το θησαυροφυλάκιο.50 Στεγαζόταν στο Μέγα Παλάτιον, στην πρώτη σχολή, σε «οκτακίονο θόλο» που κατά το 10ο αιώνα ονομαζόταν «Παλαιά Χαραγή».51 Τα ερείπιά του έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά.52 Βρισκόταν στο ίδιο παλάτι, βάσει των πηγών, το 12ο και 13ο αιώνα. Μετά το 1261 δε γνωρίζουμε κάτι για τη θέση του.53 3.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος
3.2.1. 7ος-10ος αιώνας
Στις αρχές του 7ου αιώνα, καταργήθηκε το αξίωμα του κόμητος των θείων θησαυρών, και οι αρμοδιότητές του διανεμήθηκαν σε διάφορα . Για τον 9ο αιώνα γνωρίζουμε ότι ο «άρχων της χαραγής» (υπεύθυνος του νομισματοκοπείου) λογοδοτούσε στο του βεστιαρίου. Ο «χρυσ(ο)εψητής» (υπεύθυνος για το κράμα;) υπάγεται στο «σέκρετον του ειδικού» και ο «ζυγοστάτης» (υπεύθυνος για τον έλεγχο βάρους και τίτλου;) στο «οφφίκιον του ».54 Το κτήριο όπου στεγαζόταν η παλαιά moneta publica υπήρχε, αλλά η λειτουργία του ήταν άγνωστη.55 3.2.2. 11ος αιώνας-1204
Με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις των οικονομικών υπηρεσιών του 11ου αιώνα το «ειδικόν» έπαψε να υφίσταται, ενώ το 12ο αιώνα δεν υπήρχε πλέον και το σακέλλιον. Πιθανότατα το σύνολο των νομισματικών αξιωματούχων υπαγόταν στο βεστιάριον.56 Η εξέγερση του 1201 έδωσε στον αυτόπτη Νικόλαο Μεσαρίτη την ευκαιρία να περιγράψει τις τραγικές συνθήκες εργασίας των νομισματοκόπων υπό καθεστώς καταναγκασμού.57 Για το 12ο αιώνα υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι λειτουργούσε δεύτερο νομισματοκοπείο (ως ανταλλακτήριο και για την κοπή ιδιωτικού μετάλλου) κοντά στο Φόρο του Κωνσταντίνου, όπου εργάζονταν οι τραπεζίτες και οι αργυραμοιβοί. Πιθανότατα καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1203.58 3.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος
3.3.1. Περίοδος Λατινοκρατίας (1204-1261) Για την περίοδο της Λατινοκρατίας βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Είναι άγνωστο εάν ο πραγματικός έλεγχος της νομισματικής παραγωγής ήταν στα χέρια του Λατίνου αυτοκράτορα ή των Βενετών.59 Το βέβαιο είναι ότι η οικονομική οργάνωση των Λατίνων υστερούσε τραγικά σε σχέση με τη βυζαντινή.60 3.3.2. Περίοδος Παλαιολόγων (1261-1453) Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, η νομισματοκοπία παρέμεινε υπό την εποπτεία του βεστιαρίου, επικεφαλής του οποίου ονομάζεται πλέον προκαθήμενός και και ασχολείται με «τὰς εἰσόδους τε καὶ ἐξόδους».61 Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι επί Μανουήλ Β΄ (1391-1425) ένα δεύτερο νομισματοκοπείο (ή παράρτημα του κανονικού) έκοβε αργυρό νόμισμα από ιδιωτικό μέταλλο.62 Υπάρχουν επίσης στοιχεία που υποδεικνύουν ότι κοβόταν νόμισμα από ιδιωτικό μέταλλο έναντι αμοιβής,63 ενώ τουλάχιστον από τα μέσα του 14ου αιώνα το νομισματοκοπείο ή ένα τμήμα του πέρασε στα χέρια ιδιωτών τραπεζιτών.64 Αυτή η συνηθισμένη για τη Δύση πρακτική προανήγγειλε μια εποχή νέα, η οποία όμως βρήκε την Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα μιας άλλης αυτοκρατορίας. |
1. Ως απλό παράδειγμα αναφέρουμε το ζήτημα της αποδόσεως των τραχέων του 11ου και 12ου αιώνα, που σχετίζεται με τη λειτουργία ή μη συγκεκριμένων βυζαντινών και λατινικών νομισματοκοπείων και την οργάνωσή τους, την κυκλοφορία του προϊόντος τους, την οικονομική και ιστορική ερμηνεία των νομισματικών «θησαυρών», την ύπαρξη ή μη βουλγαρικών απομιμήσεων, τις μεταλλικές αναλύσεις των δειγμάτων και την αξιοπιστία τους κ.λπ. 2. The Roman Imperial Coinage (στο εξής RIC) VII, σελ. 355, 359· Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 381. 3. RIC VII, σελ. 562-563, 566-567. 4. RIC VIII, σελ. 440-442. 5. RIC VIII, σελ. 91-95, 440, 444. 6. RIC VIII, σελ. 444-445· Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 171. Πρβλ. Amm. Marc. 22, 4, 9-10. 7. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 387-388. Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 159-161. 8. RIC IX, σελ. xxxv· Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 160, σημ. 6. 9. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911, 919. Για το προσωρινό διακριτικό COMOB και τον comes auri, βλ. Catalogue of the Late Roman Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection (στο εξής DOC Late Roman), σελ. 54-55. 10. RIC X, σελ. 13-17. Στην Ανατολή, αν και τα αργυρά είχαν ανάλογα υψηλό τίτλο, δεν έφεραν το διακριτικό PS (= pusulatum, καθαρός άργυρος) όπως στη Δύση (RIC X, σελ. 25). 11. RIC IX, σελ. 202 (Αντιόχεια). RIC X, σελ. 25 (εργαστήρια). 12. RIC X, σελ. 11-12 (τριμίσσια), 38-40 (παραγωγή-διακριτικά). 13. RIC X, σελ. 38-39. 14. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 401-403, πίν. 11, χάρτ. 34, 35. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 912-914, πίν. 1, χάρτ. 1α. [ελληνική έκδοση: Morrisson, C., Το βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 3, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 41-131] 15. Θεοφάν. 303. Πρβλ. Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 200, σημ. 45. 16. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 424· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 913-914, πίν. 2, χάρτ. 1β· Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 201-202· Πρβλ. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006) σελ. 186-187. 17. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 421-423· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 915· Harl, Κ., Coinage in the Roman Economy, 300 B.C. to A.D. 700 (Baltimore – London 1996), σελ. 203-205. 18. Grierson, P., Byzantine Coins (London – Berkeley – Los Angeles 1982), σελ. 157, όπου αναφέρεται ότι ο Αρτάβασδος διέκοψε τη χρήση του· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 919, όπου αναφέρεται ότι χρήση του διακόπηκε στην Πόλη το 720. 19. Στο Ρήγιο της Καλαβρίας. Βλ. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 914, σημ. 18, με παραπομπή στο σχετικό άρθρο του Castrizio. 20. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 930-932· Oikonomides, N., “The Role of the Byzantine State in the Economy” στο Laiou, A. (επιμ.), ό.π., σελ. 1019 κ.ε.· Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 235-236· DOC 4,1, σελ. 21-22. 21. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 434-437, πίν. 14. Πρβλ. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 915-916, πίν. 3. 22. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 943. Πρβλ. Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection (στο εξής DOC) 4,1, σελ. 123-124, όπου αναφέρεται ότι ολοένα και περισσότερη σημασία δινόταν στο κράμα, παρά στο βάρος. 23. DOC 4,1, σελ. 128. 24. Πρβλ. Grierson, P., Byzantine Coins (London – Berkeley – Los Angeles 1982), σελ. 225 κ.ε. (γενικά), και Morrisson, C., “The Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the Thirteenth to the Fifteenth Century”, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003), σελ. 173-178, όπου αναφέρεται η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. 25. DOC 4,1, σελ. 99-106, 128. 26. Hendy, M., Coinage and Money in the Byzantine Empire, 1081-1261 (DOS 12, Washington, D.C. 1969), σελ. 179-180. 27. Grierson, P., Byzantine Coins (London – Berkeley – Los Angeles 1982), σελ. 236, 331, σημ. 236 με βιβλιογραφία· DOC 4,1, σελ. 45-46, 59 κ.ε.· Metcalf, D., “Μ.F. Hendy, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection, IV. Alexius I to Michael VIII 1081-1261, Washington D.C. 1999”, NC 160 (2000), σελ. 396-401. 28. Stahl, A., “Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 197-199. 29. Νικ. Χων. 648-650. Πρβλ. Metcalf, D., Coinage of the Crusades and the Latin East in the Ashmolean Museum Oxford² (αναθεωρημένο, London 1995), σελ. 231, όπου αναφέρεται στη χαμηλή περιεκτικότητα των νομισμάτων σε κασσίτερο. 30. DOC 5,1, σελ. 57-62. 31. DOC 5,1, σελ. 56. 32. DOC 5,1, σελ. 10-11, 53. 33. DOC 5,1, σελ. 47-48· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 943. βλ. ελληνική μετάφραση, σελ. 90 34. DOC 5,1, σελ. 42 (σχετικά με το φλωρίνι του Ιωάννου Ε΄), 44-45 (σχετικά με τα τελευταία υπέρπυρα)· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 961. 35. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 447, 545-546. 36. DOC 4,1, σελ. 110-111, για μια γενική διαχρονική θεώρηση του ζητήματος. 37. RIC VII, σελ. 16, 20-21· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911. DOC Late Roman, σελ. 49-50, όπου υπάρχουν πηγές σχετικά με το καθήκον του κόμητος να φροντίζει για την ορθή απόδοση της αυτοκρατορικής μορφής στο νόμισμα. 38. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 389-390, με αναφορά στους νόμους Codex Theodosianus 9, 21, 7-8. 39. Not. Urb. Const. 13, 12· Κωνσταντίνος Ζ΄, Περί βασιλείου τάξεως 1, 97-98· Hendy, Μ., “Aspects of Coin Production and Fiscal Administration in the Late Roman and Early Byzantine Period”, NC (1972), σελ. 131· DOC 4,1, σελ. 110. 40. RIC VII, σελ. 22-23· RIC X, σελ. 23. Για τον όρο «μονητάριος» πρβλ. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 423-424, με παραπομπή σε μολυβδόβουλλα του 9ου αιώνα. 41. RIC X, σελ. 23· Papathanassiou, M., “Metallurgy and Metalworking Techniques”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 123-124 [ελληνική έκδοση: Παπαθανασίου Μ. Μεταλλουργία και μεταλλοτεχνία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 1, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 215-223]. Πρβλ. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006), σελ. 201-202. 42. PLRE III A, σελ. 43, βλ. λ. “Alexander (5)” (J. Martindale)· Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων 7, 1, 30-31. 43. RIC VII, σελ. 24· DOC Late Roman, σελ. 50· RIC X, σελ. 25· Πρβλ. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 391-392. 44. RIC IX, σελ. 203 (CONCM), 217 (COMTM). Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 390· RIC X, σελ. 23-26· DOC Late Roman, σελ. 54. 45. CTh 12, 6, 12-13. 9, 21, 7. 46. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 393· RIC X, σελ. 24. 47. RIC X, σελ. 26. 48. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 398. 49. RIC X, σελ. 25-26· Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 400· Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 911. 50. DOC 4,1, σελ. 96, σημ. 2, 128· Matschke, K.-P., “Mining”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 119 [ελληνική έκδοση: Matschke, K.-P., Μεταλλεία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ 1, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 205-215]. Ο Νικόλαος Μεσαρίτης κάνει λόγο και για "βασιλικούς θυσαυρότυπους" βλ.. Heisenberg, A. (επιμ.), Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos (Würzburg 1907), σελ. 25, κεφ. 9, στ. 34. 51. Κωνσταντίνος Ζ΄, Περί βασιλείου τάξεως, 1, 8, 2-7. Πρβλ. Hendy, Μ., “Aspects of Coin Production and Fiscal Administration in the Late Roman and Early Byzantine Period”, NC (1972), σελ. 131, σημ. 2. 52. Penna, V., Chalkous, for everyday dealings. The unknown world of bronze coinage (Athens 2006), σελ. 173. 53. DOC 4,1, σελ. 128-129. 54. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 913 (με στοιχεία από το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου και το Τακτικόν Uspenskij). 55. Κωνσταντίνος Ζ΄, Περί βασιλείου τάξεως, 1, 97-98. Πρβλ. DOC 4,1, σελ. 110. 56. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300-1450 (Cambridge 1985), σελ. 433· DOC 4,1, σελ. 96. 57. Heisenberg, A. (επιμ.), Nikolaos Mesarites. Die Palastrevolution des Johannes Komnenos (Würzburg 1907), σελ. 25-26, κεφ. 9. 58. DOC 4,1, σελ. 128-129. 59. Πρβλ. τη συνθήκη του Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως και του podesta Giacomo Tiepolo (1219) και τις απαιτήσεις στο Μιχαήλ Η΄ από τους πρέσβεις του Βαλδουίνου Β΄ (1259), DOC 4,1, σελ. 129· Ακροπ. Γ. 78. Για αποσύνδεση της συνθήκης του Θεοδώρου Α΄ και των Βενετών από το νομισματικό προνόμιο βλ. Stahl, A., “Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 203. 60. DOC 4,1, σελ. 95, 129· Πρβλ. Stahl, A., “Coinage and Money in the Latin Empire of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 55 (2001), σελ. 205-206. 61. DOC 5,1, σελ. 55· Oikonomides, N., “The Role of the Byzantine State in the Economy”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 1029., [ελληνική έδκοση: Οικονομίδης, Ν., Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία, στο Λαΐου, Α.Ε. (ed.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τόμ. 3, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2006), σελ. 215] 62. Morrisson, C., “Byzantine Money: Its Production and Circulation”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 917 με την παραπομπή στους Bendall και Hendy· DOC 5,1, σελ. 58, 219. 63. DOC 4,1, σελ. 119-120. 64. DOC 5,1, σελ. 58· Πρβλ. Matschke, K.-P., “Mining”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium (DOS 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 120. |