Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μονή Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει (Κότζα Μουσταφά Πασά Τζαμί)

Συγγραφή : Αρβανίτη Σμαράγδη (30/6/2008)

Για παραπομπή: Αρβανίτη Σμαράγδη, «Μονή Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει (Κότζα Μουσταφά Πασά Τζαμί)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10919>

Μονή Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει (Κότζα Μουσταφά Πασά Τζαμί) (7/9/2009 v.1) St. Andrew in Krisei (Koca Mustafa Paşa Cami) (7/9/2009 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Η μονή του Αγίου Ανδρέα εν τη Κρίσει (Koca Mustafa Paşa Camii) βρίσκεται στον 7ο Λόφο της Κωνσταντινούπολης, σε γειτνίαση με την κινστέρνα του Μωκίου και κοντά στην πύλη της Σηλυβρίας στο θεοδοσιανό τείχος (εικ. 1). Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μονής στην περιοχή αυτή ανάγονται στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα: Το Νοέμβριο του 766 τάφηκε στη μονή ο εικονόφιλος ασκητής Ανδρέας από την Κρήτη, ενώ στις 2 Δεκεμβρίου 792 ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων· στο Βίο του τελευταίου διαβάζουμε ότι επρόκειτο για γυναικεία μονή, που αναφέρεται με τις ονομασίες «Κρίσις»1 και «Ροδοφύλιον». Ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στον Απόστολο Ανδρέα και διατήρησε την ίδια αφιέρωση μετά τη μεγάλης έκτασης αναστήλωσή του από το Βασίλειο Α΄, ενώ με την ανακαίνιση του 13ου αιώνα φαίνεται ότι αφιερώθηκε στον άγιο Ανδρέα Κρήτης. Ανακαινίστηκε και πάλι ριζικά κατά το 15ο αιώνα, οπότε και μετατράπηκε σε τζαμί. Η σημερινή μορφή του οφείλεται στις νεότερες αλλαγές και προσθήκες, διασώζει όμως κίονες και κιονόκρανα του 5ου-6ου αιώνα, που μπορεί να οφείλονται είτε στη χρήση οικοδομικού υλικού από παλαιότερους ναούς (πρακτική κοινή στην υστεροβυζαντινή ναοδομία) είτε σε μια πρώτη φάση του ναού τον 6ο αιώνα.

2. Ιστορία

Σχετικά με την παλαιότητα της μονής, οι πηγές δίνουν συγκεχυμένες πληροφορίες. Στο Πασχάλιο Χρονικό αναφέρεται μια εκκλησία αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα που ιδρύθηκε από την Αρκαδία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου. Παλαιότερα είχε προταθεί η ταύτιση του ναού αυτού με το ναό του Αγίου Ανδρέα εν τη Κρίσει, αλλά δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες που να επιτρέπουν τέτοια ταύτιση.2 Στις 20 Νοεμβρίου 766 μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη ο εικονόφιλος μοναχός Ανδρέας της Κρήτης, που είχε αντιταχθεί στην εικονομαχική πολιτική του Κωνσταντίνου Ε΄ Κοπρώνυμου (741-775). Ο Συμεών Μεταφραστής αναφέρει ότι τάφηκε «στον ιερό τόπο που ονομάζεται Κρίσις», αλλά δε γίνεται καμία αναφορά στη μονή.3 Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, το 792, ο άγιος Φιλάρετος αγόρασε, σύμφωνα με το Βίο του, τάφο στη γυναικεία μονή της Κρίσης, γνωστής και με την ονομασία Ροδοφύλιον, όπου και τάφηκε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους.4 Στο Βίο Βασιλείου, μεταξύ άλλων αναστηλωτικών και οικοδομικών έργων, αναφέρεται και η ανακαίνιση του ναού του Αποστόλου Ανδρέα κοντά στο μαρτύριο του επίσης αναστηλωθέντος Αγίου Μωκίου από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ (867-886).5 Πιθανόν ο ναός και ολόκληρη η μονή είχαν παραμεληθεί και είχαν υποστεί φθορές με την αντιμοναστική πολιτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων.

Το ίδιο πιθανότατα συνέβη και μετά την κατάκτηση από τους σταυροφόρους, στα χρόνια της Λατινοκρατίας. Επί βασιλείας Ανδρονίκου Β΄ (1282 -1328) και μεταξύ των ετών 1284-1289, η Θεοδώρα Ραούλαινα (+1300) ανακαίνισε το ναό και επανίδρυσε τη γυναικεία μονή, στην οποία μόνασε και η ίδια επί 15 χρόνια.6 Ο ανακαινισμένος ναός ήταν αφιερωμένος στον άγιο Ανδρέα της Κρήτης, του οποίου τα λείψανα πιθανότατα φυλάσσονταν εκεί. Επιπλέον, καθώς η ίδια ήταν ένθερμη οπαδός των αρσενιατών, κατάφερε για σύντομο χρονικό διάστημα να μεταφέρει τα οστά του πατριάρχη Αρσενίου από την Αγία Σοφία στο καθίδρυμά της. Ο Μάξιμος Πλανούδης έχει αφιερώσει τρία επιγράμματα στη χορηγία της Ραούλαινας στη μονή του Αγίου Ανδρέα εν τη Κρίσει.7 Το πρώτο από τα τρία εικάζεται ότι συνόδευε το κτητορικό πορτρέτο της στην εκκλησία.8 Στο ίδιο μοναστήρι αποσύρθηκε μέχρι το θάνατό της και η Σιμωνίδα, κόρη του Ανδρόνικου Β΄ και σύζυγος του κράλη της Σερβίας Μιλούτιν, μετά το θάνατο του συζύγου της.

Η μονή συνέχισε να λειτουργεί και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς έως το 1489, όταν επί σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄(1481-1512) ο μεγάλος βεζίρης Κότζα Μουσταφά Πασά, γνωστός και ως Ατίκ Μουσταφά Πασά (πέθανε το 1512), τη μετέτρεψε σε τζαμί που έκτοτε φέρει το όνομά του. Την ίδια περίοδο ο σεΐχης Σουμπούλ Σινάν κατασκεύασε δίπλα ένα μοναστήρι δερβίσηδων. Από το 16ο έως και το 18ο αιώνα οι σουλτάνοι δημιούργησαν στο χώρο ένα κτηριακό συγκρότημα αποτελούμενο από ιεροδιδασκαλείο, διάφορα λατρευτικά κτίσματα, ακόμα και νεκροταφείο Οθωμανών αξιωματούχων και των οικογενειών τους.

Το 1765 ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του τρούλου του τεμένους, που αποκαταστάθηκε αργότερα. Νέες επισκευές και προσθήκες έγιναν το 1937. Οι διαδοχικές επισκευές και αναστηλώσεις έχουν αλλοιώσει τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ναού, από τα οποία ελάχιστα διασώζονται σήμερα.

3. Αρχιτεκτονική

Μετά την ανακαίνιση του 13ου αιώνα, ο ναός ανήκε στον τύπο του τρουλαίου ναού με περίστωο. Ο τύπος κατάγεται από τις βασιλικές με τρούλο και γίνεται πολύ δημοφιλής στη ναοδομία της Κωνσταντινούπολης κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους· απαντά επίσης στη Μακεδονία και σε περιοχές της επιρροής της πρωτεύουσας. Ο κεντρικός χώρος καλύπτεται με τρούλο, ο οποίος στηρίζεται σε 4 ογκώδεις πεσσούς με τη μεσολάβηση τόξων και σφαιρικών τριγώνων. Περίστωο, πολύ χαμηλότερο από τον κυβικό κεντρικό πυρήνα, περιβάλλει τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά. Και στις 3 πλευρές ανοίγονται δίοδοι επικοινωνίας του κεντρικού χώρου με το περίστωο. Έτσι ο ναός γίνεται πιο ευρύχωρος και φωτίζεται καλύτερα. Το τριμερές Ιερό Βήμα ενώνεται με τον κεντρικό χώρο και τα πλάγια κλίτη (εικ. 2-3). Η ανάγκη να ισορροπηθούν οι ωθήσεις του τρούλου οδήγησε στο να κλειστούν με τύμπανα τα τόξα που φέρουν τον τρούλο στα βόρεια, νότια και δυτικά, αφήνοντας ανοιχτό μόνο το ανατολικό τόξο του Ιερού. Εξωτερικά ο τρούλος και το κεντρικό κλίτος αναδύονται πάνω από τα πλάγια κλίτη με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’ ό,τι στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς.

Στο κτίσμα, όπως σώζεται σήμερα, διατηρούνται ελάχιστα στοιχεία από την ανακαίνιση του 13ου αιώνα. Στο ναό διακρίνονται δομικά υλικά σε δεύτερη χρήση, κίονες και κιονόκρανα του 5ου-6ου αιώνα, χαρακτηριστικό σύνηθες στην υστεροβυζαντινή ναοδομία. Το αν προέρχονται από τον υποτιθέμενο ναό του Αποστόλου Ανδρέα του 5ου αιώνα ή από κάποιον άλλο ναό είναι αδύνατο να διευκρινιστεί. Από τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά διασώζονται τα τρία κλίτη του ναού, οι δύο νάρθηκες και η τρίκογχη αψίδα του Ιερού Βήματος.

Το καμαροσκεπές Ιερό Βήμα, που βρίσκεται στην ημικυκλική αψίδα, φέρει εκατέρωθεν αβαθείς κόγχες, όπου ανοίγονται οι δίοδοι προς την πρόθεση και το διακονικό. Μόνο το διακονικό σώζεται και καλύπτεται από σταυροθόλιο. Η πρόθεση αντικαταστάθηκε από ένα διαμέρισμα που καλύπτεται με τρουλίσκο, από το οποίο μια θύρα οδηγεί στο γυναικωνίτη που χτίστηκε στο ανατολικό άκρο του ναού κατά την Οθωμανική περίοδο. Μια παρόμοια θύρα ανοίχτηκε στην αψίδα μετά την ανέγερση του γυναικωνίτη.

Ο ναός έχει εσωνάρθηκα και εξωνάρθηκα, οι οποίοι καταλαμβάνουν σχεδόν το μισό μήκος του ναού. Το κεντρικό τμήμα του εξωνάρθηκα παρουσιάζει τριμερή διαμόρφωση, ενώ στη βόρεια και νότια πλευρά του πλαισιώνεται από διαμερίσματα που αποτελούν προεκτάσεις του βόρειου και του νότιου αντίστοιχα τμήματος του περίστωου. Τα διαμερίσματα αυτά καλύπτονται με φουρνικά και χωρίζονται από τον τριμερή εξωνάρθηκα με μεγάλες παραστάδες. Οι δύο πλευρικοί χώροι του εξωνάρθηκα καλύπτονται με σταυροθόλια, ενώ ο κεντρικός στεγάζεται με φουρνικό που στηρίζεται σε σφαιρικά τρίγωνα. O κεντρικός αυτός χώρος χωρίζεται από τους πλευρικούς με 4 κίονες που φέρουν κιονόκρανα του 6ου αιώνα, με μονογράμματα και φύλλα άκανθας, παρόμοια με αυτά των στοών στο ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Από τον κεντρικό χώρο του εξωνάρθηκα μια θύρα οδηγεί στον εσωνάρθηκα, ο οποίος χωρίζεται από τον κυρίως ναό με δύο αρχαίους κίονες. Ο εσωνάρθηκας αποτελεί ουσιαστικά το δυτικό τμήμα του περίστωου. Το επίμηκες κεντρικό διαμέρισμά του είναι καμαροσκεπές, ενώ από τα δύο πλευρικά, το βορινό καλύπτεται με τρουλίσκο της Οθωμανικής περιόδου και το νότιο με σταυροθόλιο που μάλλον ανήκει στη Βυζαντινή περίοδο.

Και οι δύο νάρθηκες έχουν μόνο έναν όροφο. Πάνω από αυτούς ανοίγονται τα παράθυρα της δυτικής καμάρας και του βόρειου και του νότιου ημιθολίου. Πάνω από την τοξοστοιχία που χωρίζει το νάρθηκα από τον κυρίως ναό ανοίγεται μια ομάδα από τρία παράθυρα, των οποίων η απόληξη είναι τοξωτή στην εσωτερική όψη και οξυκόρυφη στην εξωτερική.

Ο κεντρικός τρούλος είναι της Οθωμανικής περιόδου και αντικαθιστά τον αντίστοιχο βυζαντινό. Στηρίζεται σε ψηλό τύμπανο, που εσωτερικά είναι ημικυκλικό και εξωτερικά οκταγωνικό. Σε κάθε πλευρά ανοίγεται παράθυρο. Τα ημιθόλια βορείως και νοτίως του τρούλου ανήκουν σε μεταγενέστερη οθωμανική επισκευή. Στο κάθε ημιθόλιο ανοίγονται τρία παράθυρα. Μόνο δύο παράθυρα του ναού έχουν σωθεί από την ανακαίνιση του 13ου αιώνα· τα υπόλοιπα έχουν επισκευαστεί κατά την Οθωμανική περίοδο.9

Η σημερινή μορφή του ναού οφείλεται στις αλλαγές που έγιναν κατά την Οθωμανική περίοδο. Τότε άλλαξε και ο προσανατολισμός του και μετατοπίστηκε κατά 90 μοίρες. Έτσι το μιχράμπ και το μιμπάρ βρίσκονται κάτω από το ημιθόλιο στο νότιο τοίχο και η είσοδος βρίσκεται στο βόρειο τοίχο, μπροστά στην οποία προστέθηκε ξύλινο προστώο. Στο χώρο μπαίνει κανείς μέσω προστώου στο δυτικό άκρο του βόρειου κλίτους και από εκεί στο κεντρικό τμήμα του νάρθηκα, απ’ όπου μπορεί να έχει άποψη της διάταξης του ναού κατά τη Βυζαντινή περίοδο.

1. Η προέλευση του ονόματος «Κρίσις» είναι σκοτεινή, βλ. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin 1: Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 29-30. Ο Παλιούρας, Α., «Τα Βυζαντινά Μνημεία», Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (Αθήνα – Geneve 1989), σελ. 149, το αποδίδει σε μια περίεργη παράδοση, σύμφωνα με την οποία στην αυλή της μονής υπήρχε ένα κυπαρίσσι, απ’ όπου κρεμόταν με αλυσίδα ένα χέρι· από το χέρι ζητούσαν οι πολίτες να εκφέρει κρίση για τις διαφορές τους. Αν το χέρι έγερνε προς τον ερωτώντα, τότε αυτός είχε δίκιο, ενώ, αν έγερνε προς τα πάνω, είχε άδικο. Πρβλ. Σφυρόερα, Σ.Ν., Κωνσταντινούπολη. Πόλη της Ιστορίας 2 (Αθήνα 2006), σελ. 262.

2. Janin R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantin 1: Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 27.

3. «Μαρτύριον οσιομάρτυρος Ανδρέου του εν τη Κρίσει», PG 115, στήλ. 1128: «ἐν ἱερῷ τόπῳ ἱερῶς κατετίθετο. Κρίσις τῷ τόπῳ τὸ ὄνομα».

4. Formy, M.H. – Leroy, B.M. (επιμ.), “La Vie de s. Philarète”, Byzantion 9 (1934), σελ. 151, 162. 

5. Ο Βίος Βασιλείου αποτελεί το πέμπτο βιβλίο της Χρονογραφίας των Συνεχιστών του Θεοφάνη. Για την αναστήλωση του ναού, Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus (CSHB, Bonn 1838), σελ. 323-324.

6. Η Θεοδώρα, ανιψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ (1261-1282), μετά το θάνατο του συζύγου της Ιωάννη Ραούλ Πετραλίφα το 1274, εναντιώθηκε στη θρησκευτική πολιτική του θείου της και γι’ αυτό εξορίστηκε με τη μητέρα της. Επέστρεψε το 1282, μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η΄, βλ. Talbot, A.M., “Building activity in Constantinople under Andronikos II: The Role of Women Patrons in the Construction and Restoration of Monasteries”, στο Necipoglu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Cologne 2001), σελ. 333-334.

7. Λάμπρος, Σ.Π. (επιμ.), «Επιγράμματα Μαξίμου Πλανούδη», Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916), σελ. 415-416.

8. Talbot, A.M., “Building activity in Constantinople under Andronikos II: The Role of Women Patrons in the Construction and Restoration of Monasteries”, στο Necipoglu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Cologne 2001), σελ. 334.

9. Τα παράθυρα της Βυζαντινής περιόδου έχουν τοξωτή απόληξη, ενώ κατά την Οθωμανική περίοδο απέκτησαν ορθογώνιο σχήμα και οι τοξωτές απολήξεις καλύφθηκαν με πλίνθους ή λίθους, βλ. Hearsey, J.E.N., City of Constantine (324-1453) (London 1963), σελ. 114.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>