Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γενουάτες στην Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Rakova Snezhana (6/2/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Rakova Snezhana, «Γενουάτες στην Κωνσταντινούπολη»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11680>

Генуезци в Константинопол (7/8/2009 v.1) Genoese in Constantinople (10/9/2009 v.1) Γενουάτες στην Κωνσταντινούπολη (7/8/2009 v.1) 
 

1. Πρώτη γενουατική παροικία στην Κωνσταντινούπολη

Η πρώτη συμφωνία για παραχώρηση εμπορικών προνομίων προς τη Γένουα κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανάγεται στο 1155. Μέχρι τότε στην Κωνσταντινούπολη είχαν ήδη δημιουργηθεί οι παροικίες της Βενετίας και της Πίζας, που απολάμβαναν αντίστοιχα προνόμια. Η προσέγγιση της Γένουας από το Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-1180) εντάσσεται στο πλαίσιο των φιλοδοξιών του για ανασύσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στη νότια Ιταλία, η οποία όμως απαιτούσε συμμάχους εναντίον του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α΄ και των Νορμανδών. Στους Γενουάτες προσφέρθηκαν εμπορικά προνόμια αντίστοιχα με των άλλων ιταλικών πόλεων στην Κωνσταντινούπολη (παραχώρηση μιας συνοικίας και μείωση του κομμέρκιου σε 4 τοις εκατό), με αντάλλαγμα τη συμμαχία με το βυζαντινό κράτος και την υπόσχεση ότι οι Γενουάτες έμποροι σε βυζαντινά εδάφη θα ενίσχυαν την άμυνα της αυτοκρατορίας σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση.1

Ωστόσο μόλις το 1160 υπήρξε εγκατάσταση Γενουατών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη.2 Η πρώτη αυτή εμπορική συνοικία τους ήταν βραχύβια. Το 1162 οι Πισάνοι επιτέθηκαν και τη λεηλάτησαν, ενώ οι Γενουάτες έμποροι εκδιώχθηκαν από την πόλη.3

2. Η δεύτερη γενουατική παροικία

Το 1164 ο Μανουήλ Α΄ επανέλαβε τις διπλωματικές επαφές με τη Γένουα με σκοπό την επανεγκατάσταση εμπορικής παροικίας στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε το 1170. Ένα χρυσόβουλο του Μανουήλ A' από το έτος αυτό μας δίνει πληροφορίες για τη νέα γενουατική συνοικία. Βρισκόταν δίπλα στην επικράτεια που ήταν εγκατεστημένοι οι Πισάνοι – στη νότια ακτή του Κεράτιου κόλπου, ανάμεσα στην πύλη Veteris Rectoris («του παλαιού ραίκτορος», σημ. Sirkeci) και στην πόρτα του Ευγενίου, στις γειτονιές του Νεωρίου και των Ευγενίου.4 Περιελάμβανε μια προβλήτα στον Κεράτιο κόλπο και το παλάτι του Βοτανειάτη ή Καλαμάνου,5 το οποίο μέχρι τότε ανήκε στους Βενετούς.

Η άμεση αντίδραση των Βενετών, των οποίων τα συμφέροντα θίγονταν από αυτές τις παραχωρήσεις, ήταν να επιτεθούν και να καταστρέψουν τη γενουατική συνοικία το 1171. Έπειτα από αυτό περίπου 10.000 Βενετοί εκδιώχθηκαν από την αυτοκρατορία και η Γένουα αξίωσε αποζημιώσεις από τον αυτοκράτορα.Οι απαιτήσεις αυτές ωστόσο φαίνεται ότι προκάλεσαν την αγανάκτηση των ντόπιων εμπόρων, οι οποίοι ένιωθαν να απειλούνται από τον ανταγωνισμό των Ιταλών.6

Στα επόμενα χρόνια οι Γενουάτες της Κωνσταντινούπολης βρέθηκαν αναμειγμένοι στις συγκρούσεις των μελών της Κομνήνειας δυναστείας για την εξουσία. Μετά το θάνατο του Μανουήλ Α΄ το Σεπτέμβριο του 1180, η χήρα του βασίστηκε στο φιλολατινικό κόμμα για την προστασία των δικαιωμάτων στο θρόνο του μικρού γιου της Αλεξίου Β΄. Αντίθετα, ο Ανδρόνικος A' Κομνηνός (1183-1185) ανέβηκε στο θρόνο στηριζόμενος στα αντιλατινικά αισθήματα του λαού της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος τον Απρίλιο του 1182 επιτέθηκε στους Λατίνους της πόλης, με τη συνδρομή στρατιωτών του Ανδρονίκου, και επιδόθηκε σε καταστροφές. Μεγάλο μέρος της γενουατικής παροικίας θανατώθηκε, ενώ οι επιζώντες εγκτέλειψαν την πόλη με τα πλοία τους.7

Οι Γενουάτες, που δέχτηκαν το σοβαρότερο πλήγμα με τις επιθέσεις του 1182, αξίωναν αποζημιώσεις ύψους 230.000 υπέρπυρων, ποσό που καταδεικνύει το βαθμό κερδοφορίας των εμπορικών τους επιχειρήσεων. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Γένουα και τον αυτοκράτορα διήρκεσαν από το 1186 μέχρι το 1191 και τελικά το 1192 επιβεβαιώθηκαν και πάλι με χρυσόβουλο τα εμπορικά προνόμια της Γένουας στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, η καταστροφή του 1182 φαίνεται ότι είχε δώσει ώθηση στη δράση των Γενουατών πειρατών, και οι επιθέσεις τους σε βυζαντινούς στόχους δημιουργούσαν ένταση στις σχέσεις της γενουατικής παροικίας με την αυτοκρατορική διοίκηση. Ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος (1195-1203) έφτασε στο σημείο να αφαιρέσει τα προνόμια των Γενουατών και να συλλάβει αρκετούς. Ωστόσο στον ανταγωνισμό με τη Βενετία, η Γένουα πρόβαλλε ως φυσικός σύμμαχος και σύντομα ο Αλέξιος Γ΄ αναγκάστηκε να άρει τα μέτρα εναντίον της. Τον Οκτώβριο του 1201, λίγο πριν από την έναρξη της Δ΄ Σταυροφορίας, παραχώρησε στους Γενουάτες μεγαλύτερη έκταση για τη συνοικία τους και μείωσε το κομμέρκιο σε 2 τοις εκατό.8

2.1. Η παροικία στα χρόνια της Λατινοκρατίας

Κατά τη διάρκεια της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-1261) η Βενετία εξασφάλισε το προνόμιο του εμπορικού μονοπωλίου στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Ο κυβερνήτης των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη, ο επονομαζόμενος ποτεστάτος (podestà), έλεγχε την κατάκτηση και εκμετάλλευση των εδαφών των νησιών του Αιγαίου, της ακτογραμμής της Πελοποννήσου και της Μαύρης θάλασσας, μέχρι τη μακρινή Τανάιδα (Tanais) στις εκβολές του ποταμού Ντον, στην Αζοφική θάλασσα.

Μέσα από μια σειρά συμφωνίες και συνθήκες ειρήνης (1218, 1228, 1232, 1238, 1251) με το Βενετό podestà στην Κωνσταντινούπολη, η Γένουα προσπάθησε να διατηρήσει τη θέση της ως εμπορική δύναμη στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας, αλλά και την αυτονομία της παροικίας της στην Κωνσταντινούπολη. Όμως, μολονότι δε δέχτηκαν περαιτέρω επιθέσεις, ο ανταγωνισμός με την κυρίαρχη Βενετία περιόρισε σημαντικά την οικονομική τους δραστηριότητα, σε βαθμό ώστε οι νεοαφιχθέντες Γενουάτες να μην επιδιώκουν την εγκατάστασή τους στην παροικία.9 Πάντως στα έγγραφα των συνθηκών αναφέρονται κάποιοι αξιωματούχοι που ήταν επικεφαλής της κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη –πρόξενοι, κόμητες και δήμαρχοι (consules et vicecomites atque rectores)–, γεγονός που δείχνει ένα πιο προχωρημένο επίπεδο διοικητικής οργάνωσης σε σύγκριση με τους Βενετούς.10

3. Γενουατική παροικία στο Γαλατά-Πέρα

Η Γένουα εκμεταλλεύτηκε τα εχθρικά αισθήματα των Βυζαντινών εναντίον της Βενετίας μετά την άλωση του 1204 και εξασφάλισε στενές σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Έτσι, με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας το 1261 βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση. Λίγο πριν από την κατάρρευση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, κατάφερε να καταλήξει στη συνθήκη του Νυμφαίου με το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282). Οι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν εμπορικά προνόμια κατ' αποκλειστικότητα (σε βάρος των Βενετών), εντός των συνόρων του Βυζαντίου, που επρόκειτο σύντομα να ανοικοδομηθεί, καθώς και γενουατική εμπορική παροικία στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία θα περιερχόταν και ο ναός της Θεοτόκου του Εμβόλου (Santa Maria de Embulo), που μέχρι τότε ανήκε στους Βενετούς.11 Στους Γενουάτες περιήλθε επίσης και το παλάτι του Βοτανειάτη, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως παλάτι του Βενετού podestà. Ύστερα από την επιτυχημένη αυτή συμφωνία, οι Γενουάτες όχι μόνο κατέστρεψαν την παλιά βενετική συνοικία αλλά μετέφεραν τα υλικά του ανακτόρου του Βενετού podestà στη Γένουα και έχτισαν το κτήριο της Τράπεζας του Αγίου Γεωργίου (Banco di San Giorgio).

Μετά το 1264 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος παραχώρησε στους Γενουάτες μια νέα περιοχή στο Γαλατά, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Γαλατάς ονομάζεται ο λόφος και οι υπώρειες αυτού είναι γνωστές με την ονομασία Πέρα. Αρχικά, οι Γενουάτες δεν είχαν δικαίωμα να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα και τείχη παρά μόνο μία τάφρο. Ο Γαλατάς έγινε το κέντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων, ενώ τα προνόμια της παροικίας προσέλκυαν επίσης πολλούς Βενετούς που εγκαταστάθηκαν εκεί. Πολλές εκκλησίες καθολικών ταγμάτων, όπως των Φραγκισκανών και Δομινικανών, που την εποχή της Λατινικής Αυτοκρατορίας υπάγονταν στο Βενετό πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, περιήλθαν υπό γενουατική κυριότητα και υπήχθησαν στην αρχιεπισκοπή της Γένουας (καθεστώς που παρέμεινε αμετάβλητο στους επόμενους αιώνες, στη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1302 οι Γενουάτες στο Πέρα είχαν το δικαίωμα να σηκώσουν οχυρωματικά τείχη. Αργότερα χτίστηκε ο κυκλικός πύργος (το 1348), καθώς και το ανάκτορο του Γενουάτη podestà (τίτλος που υιοθετήθηκε κατ’ αναλογία με τους Βενετούς). Μέχρι το 1453, όταν η βυζαντινή πρωτεύουσα καταλήφθηκε από το σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, η γενουατική συνοικία στο Πέρα βρισκόταν σε άνθηση.

4. Οργάνωση της γενουατικής παροικίας στο Πέρα

Από το 1257 και εξής επικεφαλής της γενουατικής παροικίας, κατ’ αναλογία με τη βενετική, ήταν ένας podestà, επιλεγμένος από τη μητρόπολη και διορισμένος ως πρέσβης στο ανάκτορο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Χειριζόταν τις εμπορικές υποθέσεις της κοινότητας, βοηθούμενος από ένα συμβούλιο 24 ατόμων, διοικητικούς υπαλλήλους και γραμματείς. Στις αρμοδιότητες του Γενουάτη podestà περιλαμβανόταν επίσης ο έλεγχος της δραστηριότητας των κατά τόπους εγκατεστημένων προξένων – στη Βάρνα, την Κίλια, το Λυκόστομο, το Μαυρόκαστρο, τη Θεοδοσία (Καφά) κ.λπ. Στο Πέρα υπογράφονταν οι συμφωνίες με τους κυβερνήτες των παράκτιων πολιτειών της Μαύρης θάλασσας – όπως, για παράδειγμα, η συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Γένουας και του δεσπότη Ivanko Terter, γιου του Dobrotitsa, το 1387.12 Πληθώρα δημόσιων συμβολαιογραφείων, τραπεζών, αποθηκών και εμπορικών πρακτόρων βρίσκονταν στο Πέρα.

Μεγάλες επιχειρηματικές οικογένειες από τη Γένουα εγκαταστάθηκαν στο Πέρα και άνοιξαν τις δικές τους τράπεζες, εμπορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία με τους πολυάριθμους αντιπροσώπους τους και μεσάζοντες που δούλευαν με τις παροικίες στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας. Συμβολαιογραφικά έγγραφα που σώζονται δείχνουν τον υπερβολικά μεγάλο τζίρο, που ανερχόταν στα 200.000 δουκάτα ετησίως. Δείγματα τέτοιων εγγράφων αποτελούν οι συμβολαιογραφικές πράξεις των μεγαλεμπόρων και τα λογιστικά βιβλία από τις γενουατικές γαλέρες.13 Πλοία από διάφορες γενουατικές παροικίες της βόρειας ακτής της Μαύρης θάλασσας και από τις εκβολές του Δούναβη, αλλά κυρίως από την Τραπεζούντα κατέληγαν στο λιμάνι του Πέρα. Από εκεί τα αγαθά που έφθαναν από τις χώρες της Μαύρης θάλασσας επανεξάγονταν στη Γένουα: σιτάρι, ζωικό λίπος, κερί, ακατέργαστο και επεξεργασμένο μετάξι, φίνα υφάσματα και πολυτελή αγαθά από την Ανατολή, στυπτηρία για τη βαφή των υφασμάτων, γούνες, αλάτι και δούλοι από τις ταταρικές χώρες.

Οι προσπάθειες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να περιορίσουν τη μετατροπή της γενουατικής παροικίας σε μία ανεξάρτητη και αυτόνομη διοικητικά οντότητα στάθηκαν ανεπιτυχείς. Κατά το 14ο και 15ο αιώνα ξέσπαγαν διαρκώς εχθροπραξίες για την επικράτηση στη Μαύρη θάλασσα.

5. Σχέσεις μεταξύ Γενουατών και Οθωμανών

Η πρώτη συμφωνία μεταξύ Γενουατών και Οθωμανών, η οποία εξασφάλισε στους Γενουάτες το προνόμιο του μονοπωλίου της στυπτηρίας από τη Μανίσα ανάγεται στο 1352, πολύ πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Σε αντάλλαγμα, τα γενουατικά πλοία μετέφεραν οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις το 1421 και το 1444, προκειμένου να πολεμήσουν ενάντια στους χριστιανούς. Οι σουλτάνοι διεξήγαν πλήθος πολέμων με τη Βενετία τα έτη 1463-1479, 1499-1502, 1537-1540 κ.λπ., σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσουν την ισχυρή επιρροή της, δίνοντας προνόμια στη Φλωρεντία, το Ντουμπρόβνικ και άλλες εμπορικές πόλεις. Οι καινούργιοι άρχοντες του Βοσπόρου επέβαλαν ένα περιοριστικό σύστημα διακυβέρνησης στα πλοία που εξαρτιόνταν από την καλή θέληση των υψηλά ιστάμενων αξιωματούχων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Περί τα τέλη του 16ου αιώνα η Μαύρη θάλασσα δεν ήταν πλέον προσβάσιμη αγορά για τους δυτικούς εμπόρους.14

Μετά την τελική νίκη επί της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Οθωμανοί Τούρκοι καθοδηγούμενοι από το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή αποκεφάλισαν το Βενετό παρακαταθέτη και τιμώρησαν αυστηρά τους Γενουάτες εμπόρους από το Πέρα. Εντούτοις, σύντομα η δραστηριότητα της γενουατικής παροικίας ανανεώθηκε, αν και σε λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες.

Κατά τη διάρκεια της διοίκησης των Τούρκων σουλτάνων οι Γενουάτες από το Πέρα διατήρησαν σε κάποιο βαθμό τα εμπορικά δικαιώματά τους. Εντούτοις οι παροικίες δε διοικούνταν πλέον από τον podestà. Μετά το 1453 δημιουργήθηκε η Magnifica Communità di Pera – το μοναδικό παράδειγμα διοικητικά αυτόνομης μειονότητας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.15 Εξαπλώθηκε, προσελκύοντας πλήθος εμπόρων από άλλες πόλεις. Μετά την κατάληψη της Θεοδοσίας (Καφά) το 1475, μέρος των κατοίκων της επίσης εγκαταστάθηκαν στο Πέρα. Επέζησε μέχρι το 1682. Τα απομεινάρια των γενουατικών κτηρίων, των δρόμων και των οχυρωματικών τειχών μπορεί να τα δει κανείς και σήμερα στην περιοχή Μπέγιογλου στην Κωνσταντινούπολη.

1. Day, G.W., “Manuel II and the Genoese: A reappraisal of Byzantine commercial policy in the late 12th century”, Journal of Economic History 37.2 (1977), σελ. 291-292· Balard, M., “Une marché à prendre: l'invasion occidentale”, στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople 1054-1261. Tête de la chretienité, proie des Latins, capitale grecque (Collection Mémoires 40, Paris 1996), σελ. 189.

2. Σύμφωνα με το M. Balard, “Une marché à prendre: l'invasion occidentale”, στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople 1054-1261. Tête de la chretienité, proie des Latins, capitale grecque (Collection Mémoires 40, Paris 1996), σελ. 189, η πρώτη αυτή παροικία βρισκόταν στη βόρεια ακτή του Κεράτιου. Οι Γενουάτες λοιπόν ήταν αρχικά σε μειονεκτική θέση απέναντι στις ανταγωνιστικές ιταλικές εμπορικές παροικίες.

3. Annali genovesi de Caffaro e de' suoi continuatori dal 1099 al 1293, 1, 67· Day, G.W., “Manuel II and the Genoese: A reappraisal of Byzantine commercial policy in the late 12th century”, Journal of Economic History 37.2 (1977), σελ. 292-293.

4. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique 2 (Paris 1964), σελ. 250-251.

5. Βλ. το χάρτη της Κωνσταντινούπολης στο Magdalino, P., “Medieval Constantinople: Built environment and urban development”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic history of Byzantium: from the seventh through the fifteenth century 2 (Dumbarton Oaks Studies 39 – Washington D.C. 2002), σελ. 535.

6. Balard, M., “Une marché à prendre: l'invasion occidentale”, στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople 1054-1261. Tête de la chretienité, proie des Latins, capitale grecque (Collection Mémoires 40, Paris 1996), σελ. 190.

7. Balard, M., “Une marché à prendre: l´invasion occidentale”, στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople 1054-1261. Tête de la chretienité, proie des Latins, capitale grecque (Collection Mémoires 40, Paris 1996), σελ. 192.

8. Balard, M., “Une marché à prendre: l'invasion occidentale”, στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople 1054-1261. Tête de la chretienité, proie des Latins, capitale grecque (Collection Mémoires 40, Paris 1996), σελ. 192· Schreiner, P., “Genua, Byzanz und 4. Kreuzzug: ein Neues Dokument im Staatsarchiv Genua”, Quellen und Forschungen aus italienischen Archiven und Bibliotheken 63 (1983), σελ. 292-297.

9. Jacoby, D., “The urban evolution of Latin Constantinople (1204-1261)”, στο Necipoğlu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Köln 2001), σελ. 283.

10. Για το κείμενο της συνθήκης του 1251 βλ. Liber jurium reipublicae Genuensis 1, Ricotti, M.E. (επιμ.), στήλ. 1.093.

11. Ο όρος πάντως που αφορούσε τη συγκεκριμένη εκκλησία δε φαίνεται να εφαρμόστηκε ποτέ και η εκκλησία μάλλον παρέμεινε στους Βενετούς, βλ. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique, iii: Les Églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 571.

12. Гюзелев, В., Очерци за историята на българския североизток и Черноморието кр.ХІІ- нач. на ХV в. (София 1995), σελ. 127-139.

13. Archivio di Stato di Genova (Archivio segreto): Diversorum Comunis Janue. Regisri 1-21 (1380-1435); Litterarum Comunis Janue. Registri 1-21 (1411-1464)· Roccatagliata, A., Notai genovesi in Oltremare. Atti rogati a Pera e a Mitilene, 1: Pera (1408-1490) (Genova 1982).

14. Popescu, A., “La Mer Noire ottomane: mare clausum? mare apertum?”, στο Bilici,  F. – Candea, I. – Popescu, A. (επιμ.), Enjeux politiques, économiques et militaires en Mer Noire (XIVe-XXIe siècle). Etudes à la mémoire de M. Guboglu (Braila 2007), σελ. 141-170.

15. Mitler, L., “The Genoese in Galata: 1453-1682”, International Journal of Middle East Studies 10: 1 (1979), σελ. 71-91.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>