βασιλική, η
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.
|
βουλευτές (curiales), οι
Οι βουλευτές των πόλεων στην Ύστερη Αρχαιότητα ήταν γόνοι των τοπικών αριστοκρατικών οικογενειών και τοπικοί αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με την ευθύνη για τη σωστή λειτουργία των θεσμών της πόλης και με το καθήκον της συλλογής των φόρων στην περιοχή τους. Το σώμα των βουλευτών, η βουλή, αριθμούσε, ανάλογα με το μέγεθος της πόλης, από 100 ως 200 άτομα.
|
έπαρχος της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), ο
Το λειτούργημα αυτό προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό αξίωμα του praefectus urbi, το οποίο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Δεκεμβρίου 359. Πρόκειται για αξίωμα με ιδιαίτερο κύρος. Στη δικαιοδοσία του επάρχου υπάγονταν οι διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες που σχετίζονταν με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Τη διοικητική εξουσία του στην Πόλη την περιόριζε μόνο ο αυτοκράτορας.
|
ιλλούστριος, ο
Υψηλόβαθμο αξίωμα των συγκλητικών κατά την Υστερορωμαϊκή περίοδο.
|
πραίτωρ, ο (praetor)
Πολιτικός και δικαστικός αξιωματούχος κατά τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αξίωμα του πραίτορα ήταν ενεργό κατά διαστήματα και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Εμφανίστηκε πάλι στα μέσα του 9ου αιώνα και δήλωνε τον αξιωματούχο διοικητικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Ιεραρχικά τοποθετείται κάτω από το αξίωμα του στρατηγού του θέματος. Στο τέλος του 10ου αιώνα εμφανίζεται ως συνώνυμο του κριτή και προσδιορίζει τον πολιτικό διοικητή. Το αξίωμα του πραίτορα άρχισε να φθίνει μετά το 1204.
|
πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.
|
ρόγα, η (άκλιτο)
Βυζάντιο: Ο μισθός, η αμοιβή σε ετήσια βάση για τους πολιτικούς αξιωματούχους (8% απόδοση επί του ποσού εξαγοράς του τίτλου) και κάθε τέταρτο χρόνο για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους των θεμάτων όλων των βαθμίδων και των απλών στρατιωτών. Ρόγα λεγόταν ενίοτε και κάθε βασιλική δωρεά, χρηματική, προς πρόσωπα.
|
στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.
|