1. Το φαινόμενο της συλλογικής δραστηριότητας των Ρωμιών
Η συλλογική δραστηριότητα των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης υπήρξε ιδιαίτερα έντονη κατά το 19ο αιώνα. Με τον όρο «συλλογική δραστηριότητα» εννοείται η δημιουργία συλλόγων με συγκεκριμένους σκοπούς που εξυπηρετούσαν τις πολιτισμικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανάγκες των ελληνορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απέκτησε μεγάλη έκταση μόνο κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο παρελθόν γνωρίζουμε ότι κάποιες από τις ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επίπεδο ενοριών αλλά όχι συστηματικά ή σε βάθος χρόνου. Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρεται στη δράση ενοριακών αδελφοτήτων, όπως αυτή του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Ματρώνας (1816) και της Αδελφότητας του Αγίου Ιωάννη (1814), που ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση χρημάτων κατά τη διάρκεια της εορτής κάθε αγίου, ενώ μοιράζονταν και ελέη στους φτωχούς. Καταθέτει επιπλέον τη βεβαιότητά του για την ύπαρξη αδελφάτων στο παρελθόν, ιδίως για την ίδρυση αδελφάτου προς υποστήριξη της πατριαρχικής ακαδημίας που ίδρυσε ο πατριάρχης Διονύσιος Γ΄ το 1663.1
Ωστόσο, οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να συγκριθούν με ό,τι ακολούθησε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν πολλές δεκάδες σύλλογοι – σύμφωνα μάλιστα με εκτίμηση, έφτασαν τους πεντακόσιους. Η έκταση και η πυκνότητα του φαινομένου συνδέονται με το ανεκτικό πλαίσιο που δημιούργησαν οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και η εδραίωση της ισονομίας μουσουλμάνων και μη. Το πλαίσιο αυτό επέτρεψε την ίδρυση συλλόγων από ιδιώτες για την κάλυψη διάφορων αναγκών. Για τη δημιουργία των συλλόγων αυτών απαιτούνταν η πρωτοβουλία μιας ομάδας ιδιωτών που αποφάσιζαν να ιδρύσουν μια λέσχη, ένα εκπαιδευτικό ή ένα φιλανθρωπικό σύλλογο στη βάση μιας στοχοθεσίας που ανακοινωνόταν δημόσια. Το σύλλογο ίδρυε μια συνέλευση, η οποία στη συνέχεια όριζε το συμβούλιο και συμφωνούσε για το καταστατικό, που συνήθως δημοσιευόταν αυτοτελώς. Παρά το γεγονός ότι η αρχική πρωτοβουλία ανήκε σε ολιγάριθμες ομάδες, οι σύλλογοι είχαν στόχο να απευθυνθούν σε ευρύτερα ακροατήρια και να ενισχύσουν τον αριθμό των μελών τους, επιδίωξη που αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχία τους. Βέβαια, το εύρος του κοινού στο οποίο απευθυνόταν κάθε σύλλογος ήταν διαφορετικό κατά περίπτωση, καθώς σχετιζόταν με τον τύπο του συλλόγου και τις δραστηριότητές του. Στο συλλογικό φαινόμενο θετικά επέδρασε και η θεσμοθέτηση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων που εισήγαγαν οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις. Ο ιδιόμορφος εκσυγχρονισμός του , ο οποίος συνδύαζε τον ήπιο εκδυτικισμό με τη διατήρηση της απολυταρχικής εξουσίας και τη θεσμοθέτηση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, έδωσε μια νέα δυναμική στα κοινοτικά φιλανθρωπικά καταστήματα και τα κοινοτικά σχολεία. Στο βαθμό που οι κοινότητες αυτές απέκτησαν αρμοδιότητες σε χώρους όπως η εκπαίδευση ή η διαχείριση κοινοτικών χώρων και περιουσιών, προέκυψε η ανάγκη συνδρομής στη χρηματοδότηση, στην οποία μπορούσαν να συμβάλουν οι σύλλογοι. Στις περιπτώσεις αυτές η δραστηριότητα συλλόγων και η ιδιωτική πρωτοβουλία διασταυρώθηκε με την ανάγκη στήριξης κοινοτικών πρωτοβουλιών. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση η συλλογική δραστηριότητα είχε υπόβαθρο την εθελοντική δράση και από την άποψη αυτή ήταν ενδεικτική της εμφάνισης μιας νέας στάσης απέναντι στα δημόσια πράγματα ενός διευρυμένου κύκλου ανθρώπων και δικτύων που κατά βάση προέρχονταν από τα μεσαία αστικά στρώματα.
2. Κατηγοριοποίηση των συλλόγων της Κωνσταντινούπολης
Οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη μπορούν να ταξινομηθούν με διαφορετικούς τρόπους, αν και πρέπει να υπογραμμισθεί εξαρχής ότι το συλλογικό φαινόμενο ήταν τόσο άνισο, ώστε δύσκολα μπορεί κανείς να τοποθετήσει το σύνολο των συλλόγων που ιδρύθηκαν σε ένα ταξινομητικό σχήμα. Είναι γνωστό ότι κάποιοι σύλλογοι είχαν μακρά ζωή, άλλοι περιορισμένη, ενώ ορισμένοι δε λειτούργησαν καθόλου. Με βάση το υπάρχον υλικό γνωρίζουμε για την ίδρυση συλλόγων επειδή διασώθηκε το καταστατικό τους, χωρίς όμως να είμαστε σίγουροι ότι όντως λειτούργησαν και για πόσο διάστημα. Από την άλλη για ορισμένους συλλόγους, τους οποίους θεωρούμε και περισσότερο παραδειγματικούς, γνωρίζουμε πολύ περισσότερα πράγματα λόγω της συστηματικής προβολής των δραστηριοτήτων τους στον Τύπο. Αν για τους συλλόγους αυτούς έχουμε μια καθαρή εικόνα της δράσης τους, για άλλους, για τους οποίους δε βρίσκουμε αναφορές στον Τύπο, δεν μπορούμε να πούμε ότι δε λειτουργούσαν. Το πλήθος των συλλόγων ήταν τέτοιο, που δε θα γινόταν να καταγραφεί η δράση όλων στον Τύπο.
Παρά τις δυσκολίες που αναφέρθηκαν μπορούμε να διακρίνουμε τους συλλόγους σε εκπαιδευτικούς-επιστημονικούς και φιλανθρωπικούς, ενώ μια τρίτη κατηγορία είναι οι ψυχαγωγικές λέσχες. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε βασικός εκπρόσωπος της πρώτης κατηγορίας, η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών του Σταυροδρομίου (Πέρα) της δεύτερης, ενώ στην τρίτη κατηγορία θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν λέσχες όπως το «Βυζάντιον» ή σύλλογοι όπως ο «Ερμής». Οι εκπαιδευτικοί σύλλογοι συνήθως έθεταν βασικό στόχο τους την προαγωγή της παιδείας και των γραμμάτων καθώς και τη χρηματοδότηση των ελληνορθόδοξων σχολείων στην Κωνσταντινούπολη και την οθωμανική επικράτεια γενικότερα, αν τα οικονομικά τους το επέτρεπαν. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, ως πρώτος τη τάξει σύλλογος, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει σταθερές συνδρομές υπέρ των σχολείων, τις οποίες χρησιμοποιούσε για τη χρηματοδότηση σχολείων στις επαρχίες· όταν οι χρηματοδοτικές του δυνατότητες περιορίστηκαν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1870, τη δράση αυτή ανέλαβε ένας άλλος σύλλογος, η Αδελφότητα «Αγαπάτε Αλλήλους», την οποία ίδρυσε ο Ιωακείμ Γ΄ με τη στήριξη του κύκλου των τραπεζιτών που χρηματοδοτούσαν μέχρι τότε τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως. Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών του Σταυροδρομίου, που ιδρύθηκε το 1863, ασχολήθηκε συστηματικά με φιλανθρωπικό έργο και είχε μακρά και επιτυχημένη πορεία μέχρι και τις απαρχές του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Στο διάστημα αυτό η αδελφότητα δεν ασχολήθηκε μόνο με την παροχή βοήθειας στους φτωχούς, αλλά δημιούργησε ιατρείο στο οποίο κατέφευγαν εκατοντάδες άποροι για να αντιμετωπίσουν προβλήματα υγείας. Το ιατρείο παρείχε φαρμακευτική κάλυψη, έκανε διαγνώσεις καθώς και χειρουργικές επεμβάσεις. Επιπλέον, η αδελφότητα ίδρυσε εργαστήρια (ραπτικής και πλυντήριο-στεγνωτήριο), στα οποία απασχολούσε άπορες γυναίκες.
Η τρίτη κατηγορία συλλόγων δεν εκπροσωπείται παραδειγματικά από κάποιο συγκεκριμένο φορέα, καθώς πολλοί σύλλογοι θα μπορούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος. Το γνώρισμα των συλλόγων αυτών ήταν η μέριμνα για τη «διανοητική ανάπτυξη των μελών» με διάφορες δραστηριότητες που ενίσχυαν την κοινωνική συναναστροφή, όπως δημόσια μαθήματα, νυχτερινές συγκεντρώσεις, θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις. Οι σύλλογοι αυτοί διέθεταν συνήθως βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο όπου τα μέλη μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στον ημερήσιο Τύπο.
3. Το καταστατικό των συλλόγων Χαρακτηριστικό γνώρισμα των συλλόγων υπήρξε το καταστατικό. Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται η συλλογική δραστηριότητα σε αυτό. Μπορούν να εντοπιστούν πολλές διαφορές ανάμεσα σε καταστατικά διαφορετικών συλλόγων, που απορρέουν είτε από τους διαφορετικούς σκοπούς των συλλόγων, την τοπική ή ευρύτερη εμβέλεια που επιδιώκουν, ή απλώς τον αριθμό των άρθρων που ενσωματώνουν. Ανεξάρτητα από τις διαφορές αυτές το καταστατικό αποτελεί τη συμβολική επισφράγιση της διάθεσης μιας ομάδας ανθρώπων να συμμετάσχουν σε ένα σύλλογο αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις και απολαμβάνοντας συγκεκριμένα δικαιώματα στη βάση μιας ρητής και λεπτομερούς καταγραφής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων. Οι σύλλογοι, σύμφωνα με τα καταστατικά τους, δεν αποτελούν απλώς χώρους δραστηριότητας των μελών αλλά και χώρους ελέγχου τους, όπως αυτός αποτυπώνεται στις λεπτομερείς ρυθμίσεις που αναφέρονται σχετικά με τη συμπεριφορά τους αλλά και τις ποινές που θεσμοθετούνται στην περίπτωση που αυτή δε θα ήταν ευπρεπής. Οι αναφορές στην «ανεπίληπτη διαγωγή» των μελών αλλά και τη διαδικασία αποπομπής τους όταν δεν επιδεικνύουν ευπρεπή συμπεριφορά είναι χαρακτηριστικές σε πολλά καταστατικά. Οι ρητές αυτές αναφορές δεν παραπέμπουν τόσο σε μια εδραιωμένη κανονικότητα αλλά μάλλον στην απουσία της.
4. Η κοινωνική διάσταση των συλλόγων
Η ταξινόμηση των συλλόγων που προτείναμε παραπάνω δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι τα όρια της συλλογικής δραστηριότητας δεν παρέμειναν ποτέ σταθερά. Στην πράξη το φιλανθρωπικό και το εκπαιδευτικό έργο διασταυρώνονταν συνέχεια, ενώ η κοινωνική συναναστροφή που πρόσφεραν οι λέσχες ήταν σαφώς παρούσα και στους άλλους συλλόγους με περισσότερο «σοβαρό» αντικείμενο. Από την άποψη αυτή οι σύλλογοι και το συλλογικό φαινόμενο πρέπει να κατανοηθούν ως ένα σύνθετο πεδίο δόμησης κοινωνικών σχέσεων. Συχνά τα ίδια πρόσωπα εμφανίζονται σε διαφορετικούς συλλόγους είτε ως μέλη είτε ως δωρητές. Οι δραστηριότητες των συλλόγων, όπως τα δημόσια μαθήματα και οι διαλέξεις, απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς το οποίο ο δημόσιος προσανατολισμός των συλλόγων παρέμενε ανίσχυρος. Σε μια εποχή κατά την οποία η εκπαίδευση και η παιδεία ήταν στην ημερήσια διάταξη, εκπαιδευτικά ή επιστημονικά ζητήματα δεν μπορούσαν να παραμείνουν αντικείμενο συζήτησης μικρών ομάδων. Ο δημόσιος προσανατολισμός των συλλόγων φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με την ιδιότητα του μέλους, που αποτελούσε δομικό στοιχείο των συλλόγων. Η ιδιότητα αυτή παραπέμπει σε κλειστές κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες που αναπτύσσουν αποκλειστική δραστηριότητα. Πράγματι, σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίως λεσχών, η είσοδος στο κτήριο του συλλόγου επιτρεπόταν μόνο σε μέλη, περιορισμός που συνήθως αποτελούσε και άρθρο του καταστατικού τους. Για παράδειγμα, η Λέσχη «Βυζάντιον» όριζε στο καταστατικό της ότι τα μέλη της δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 200, ότι μπορούν να γίνουν δεκτοί όσοι «μετέρχονται εμπορικά και βιομηχανικά επιτηδεύματα, ελευθέρια επαγγέλματα, είναι επιστήμονες ή κτηματίαι».2 Πλην των μελών απαγορεύεται η είσοδος «εις άτομα μη έχοντα το προς τούτο δικαίωμα». Στο καταστατικό της Λέσχης Φιλομούσων εν Υψωμαθείοις οριζόταν ρητά η απαγόρευση εισόδου σε μη μέλη.3 Επιπλέον, η πρόσβαση στα αναγνωστήρια, τα καφενεία και τους χώρους παιχνιδιών περιοριζόταν ρητά στα μέλη. Από την άποψη αυτή οι λέσχες είχαν κλειστό χαρακτήρα τον οποίο επισφράγιζε το καταστατικό τους με ρητές αναφορές στις υποχρεώσεις των μελών, τα δικαιώματά τους καθώς και τις διαδικασίες εκλογής νέων μελών. Ωστόσο, ο χαρακτήρας αυτός αμβλύνεται από το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων, όπως οι δημόσιες διαλέξεις, οι χοροί και οι μουσικές εκδηλώσεις, απευθυνόταν και σε μη μέλη. Από τις δραστηριότητες αυτές οι διοικήσεις των λεσχών ανέμεναν χρηματική συνδρομή για τη λειτουργία των συλλόγων. Ο δημόσιος προσανατολισμός ήταν περισσότερο τονισμένος σε περιπτώσεις εκπαιδευτικών συλλόγων όπως ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως ή ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Μουσικός Σύλλογος, που θεωρούσαν την παροχή δημόσιων μαθημάτων και διαλέξεων ως προσφορά κοινωνικού έργου. Αυτό, εξάλλου, μαρτυρεί και η συχνή πληροφόρηση για τις δραστηριότητές τους από τις εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης, όπου μεγάλη έκταση στον Τύπο κάλυπταν οι απολογισμοί στις ετήσιες συνελεύσεις, πολλές ανακοινώσεις από ομιλητές κ.λπ. Απλά, το κοινό μπορούσε να πληροφορηθεί ό,τι συνέβαινε στους συλλόγους. Επομένως, θα πρέπει κανείς να τους αντιμετωπίσει ως ένα σύνθετο πεδίο στο οποίο η κοινωνικά προσδιορισμένη ιδιότητα του μέλους δεν αναιρούσε το δημόσιο προσανατολισμό των συλλόγων. Στο πλαίσιο αυτό οι σύλλογοι αποδείχτηκαν επιτυχείς στο να ανταποκρίνονται ταυτόχρονα στην ανάγκη εκείνων των κοινωνικών ομάδων που επιθυμούσαν χώρους κοινωνικής συναναστροφής για δική τους, αποκλειστική χρήση, καθώς και στην ανάγκη διαχείρισης ζητημάτων δημόσιου χαρακτήρα, όπως η εκπαίδευση και η φιλανθρωπία.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει το ζήτημα του κοινωνικού χαρακτήρα των συλλόγων. Η κοινωνική αποκλειστικότητα στην οποία παραπέμπει η ιδιότητα του μέλους μάς προσανατολίζει στην παραδοχή της στενής σχέσης πολλών συλλόγων με συγκεκριμένα κοινωνικά δίκτυα. Πράγματι αν εξετάσει κανείς τους καταλόγους των μελών που δημοσιεύονται, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σώμα των μελών έχει στενή σχέση με τα ανερχόμενα στρώματα των πόλεων, εμπόρους, τραπεζίτες, ελεύθερα επαγγέλματα, μέλη της οθωμανικής διοίκησης. Συχνά οι σύλλογοι είχαν τοπική βάση, γεγονός που παραπέμπει στην επιλογή συγκεκριμένων ατόμων που ίδρυαν ένα σύλλογο στον τόπο κατοικίας τους. Για παράδειγμα, ο Κ. Καραθεοδωρής ήταν πρόεδρος της Φιλομούσου Αδελφότητος του Μεγάλου Ρεύματος, οι Νικόλαος Ζαρίφης, Ζ. Μαυρογορδάτος και Η. Σεκιάρης ήταν μέλη της διοίκησης της Λέσχης «Βυζάντιον» κ.λπ. Αλλά η συλλογική δραστηριότητα δεν ήταν μια ευθεία αντανάκλαση της ελληνορθόδοξης αστικής τάξης, αντίθετα συνέβαλλε στη συγκρότησή της. Είναι πράγματι αδύνατο να αποσυνδέσουμε το συλλογικό φαινόμενο από την κοινωνική συγκρότηση των μεσαίων τάξεων και την κοινωνική ηγεμονία που επιδίωξαν να αποκτήσουν. Ωστόσο, η συγκρότηση αυτή δεν προκύπτει ερήμην των σύνθετων πολιτισμικών διεργασιών μέσα από τις οποίες συγκεκριμένα δρώντα υποκείμενα μαθαίνουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως μέρη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Στο πλαίσιο αυτό πρακτικές με τις οποίες συνδέεται το συλλογικό φαινόμενο, όπως ο εθελοντισμός αλλά και ένα αξιακό σύστημα που διακινείται στο εσωτερικό του, όπως η εγγραμματοσύνη, η ευπρέπεια, η κοινωνική «διαφάνεια», η ατομική ευθύνη κ.λπ., αποτυπώνονται στη φυσιογνωμία των μεσαίων στρωμάτων με ανεξίτηλο τρόπο. Μέσα στους συλλόγους τα μέλη μαθαίνουν να συμπεριφέρονται με «ευπρέπεια», μαθαίνουν να λογαριάζονται, δηλαδή, με ένα κυρίαρχο αξιακό σύστημα και το κύρος που μεταφέρει.
5. Οι σύλλογοι ως τμήμα του δημόσιου χώρου
Κυρίως όμως οι σύλλογοι υπήρξαν κεντρικό πεδίο σχηματισμού «κοινής γνώμης», ήταν δηλαδή τμήμα του δημόσιου χώρου. Πράγματι, φορείς όπως ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών του Πέρα, η Φίλεργος Εταιρεία είχαν σημαντική συμβολή στη παραγωγή λόγων για την παιδεία και την εκπαίδευση, τη φτώχεια και τη φιλανθρωπία, την εργασία και τη σχόλη. Μέσα σε αυτούς τους χώρους διακινούνταν ιδέες, αγωνίες, προσδοκίες, φιλοδοξίες για την κατάσταση των πραγμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Ελλάδα και τα Βαλκάνια αλλά και την παιδεία και τα σχολεία, τις επιστήμες και τα γράμματα. Παρά το γεγονός ότι οι σύλλογοι απέκλειαν καταστατικά τη συζήτηση πολιτικών και θρησκευτικών ζητημάτων, είναι προφανές ότι δύσκολα η πολιτική διάσταση μπορούσε να περιοριστεί όταν ανέκυπταν τέτοια ζητήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι σύλλογοι δρουν την εποχή των εθνικιστικών αντιθέσεων που ταλάνισαν την αυτοκρατορία τον τελευταίο αιώνα της ζωής της. Τα ζητήματα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο ενδιαφέροντος ατόμων και ομάδων που συνιστούσαν μια εγγράμματη κοινότητα με άμεση σχέση με τα μεσαία στρώματα. Λόγιοι και ιατροί, τραπεζίτες και κληρικοί, έμποροι και δικηγόροι συναθροίζονταν στις αίθουσες των συλλόγων, συζητούσαν, αντιμάχονταν ο ένας τον άλλον, παράγοντας «κοινή γνώμη» και διαμορφώνοντας την πολιτισμική φυσιογνωμία της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το συλλογικό φαινόμενο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί το ισχυρότερο μέρος ενός ευρύτερου δικτύου συλλόγων που ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας. Οι απόψεις που παρουσιάζονται στους συλλόγους, ιδίως στους μεγάλους, όπως ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, μεταφέρονται και σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας.
6. Ο έμφυλος χαρακτήρας των συλλόγων
Οι σύλλογοι δεν είχαν μόνο κοινωνικό αλλά και έμφυλο χαρακτήρα. Αν και δεν οριζόταν πάντα ρητά τα μέλη των συλλόγων, ήταν άνδρες. Το γνώρισμα αυτό συνόδευσε το συλλογικό φαινόμενο από την αρχή του και από την άποψη αυτή ήταν χαρακτηριστικό του προσανατολισμού που ακολουθούσε ο δημόσιος χώρος στην οθωμανική πρωτεύουσα. Οι δημόσιες δραστηριότητες, η πολιτική και η οικονομία θεωρήθηκαν χώροι δραστηριοποίησης αποκλειστικά ανδρών. Ο προσανατολισμός αυτός θεμελίωσε τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό στη βάση της ιεραρχημένης έμφυλης κατανομής ρόλων. Στο πλαίσιο αυτό τον ανδρικό χαρακτήρα του δημόσιου χώρου τον συμπλήρωνε ο γυναικείος χαρακτήρας του ιδιωτικού. Στο επίπεδο των συλλόγων αυτό αποτυπώθηκε στον ανδρικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους. Ωστόσο, υπάρχει ένα πεδίο δραστηριότητας στο οποίο αναγνωρίστηκε θέση και για τις γυναίκες: η φιλανθρωπία.
Η φιλανθρωπική δραστηριότητα στην οθωμανική πρωτεύουσα υπήρξε συστηματική λόγω των συνεχών μεταβολών του αστικού πληθυσμού και των αναγκών που δημιουργούνταν για την προστασία των άπορων ομάδων. Η φιλανθρωπία στην Πόλη συμπύκνωνε μια σειρά από πρακτικές, όπως η παροχή άρτου, κάρβουνου, «μισθού», η προσφορά εργασίας αλλά και η χορήγηση υποτροφιών στα παιδιά άπορων οικογενειών. Επομένως, πλευρές της φιλανθρωπικής δραστηριότητας εμπλέκονταν με το εκπαιδευτικό έργο. Οι ανάγκες αυτές οδήγησαν στην ίδρυση φιλανθρωπικών συλλόγων σε πολλές ενορίες της Κωνσταντινούπολης στις οποίες συμμετείχαν και γυναίκες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών του Σταυροδρομίου, που ιδρύθηκε από κυρίες εύπορων οικογενειών του Πέρα με φιλανθρωπικό σκοπό. Οι κυρίες της αδελφότητας ανέλαβαν να στηρίξουν το φιλανθρωπικό έργο με χρηματικές εισφορές, εθελοντική εργασία και εξασφάλιση συνεργασίας με πολλά μέλη του ιατρικού κόσμου της Πόλης, που ήταν άνδρες. Κυρίως όμως κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν εύπορους ομογενείς για τους σκοπούς της αδελφότητας. Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών δεν ήταν ο μόνος φιλανθρωπικός σύλλογος γυναικών, αν και αποδείχτηκε ο μακροβιότερος και περισσότερο επιτυχής. Έχουν καταγραφεί άλλοι 44 γυναικείοι φιλανθρωπικοί σύλλογοι μέχρι το 1914, ωστόσο για τους περισσότερους γνωρίζουμε ελάχιστα, και το έργο τους, αν υπήρχε, πρέπει να ήταν περιορισμένο.4 Το ερώτημα που τίθεται είναι πού θεμελιώθηκε η φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικών, η οποία είχε δημόσιο χαρακτήρα. Απάντηση στο ερώτημα μπορεί να δοθεί μόνο αν τοποθετήσει κανείς τη φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικών στη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Αν η πολιτική και η οικονομία θεωρούνταν περιοχές του δημόσιου χώρου αποκλειστικά προορισμένες για τους άνδρες, η φιλανθρωπική δράση μπορούσε να τοποθετηθεί σε ένα σημείο διασταύρωσης του δημόσιου με το ιδιωτικό, ως επέκταση του καθήκοντος των γυναικών να προστατεύουν τα αδύναμα τέκνα τους. Οι φτωχοί και οι άποροι χρειάζονταν την προστασία της κοινότητας, που ως διευρυμένη οικογένεια όφειλε να την παράσχει. Στον «ενδιάμεσο» αυτό χώρο, όπου θεραπεύονταν κοινωνικές ανάγκες, η δράση των δύο φύλων μπορούσε να είναι συμπληρωματική. Η αρωγή των γυναικών στην περίθαλψη των φτωχών θα συμπλήρωνε την ανδρική δημόσια ενεργητικότητα, που εκτεινόταν και σε άλλες περιοχές της δημόσιας σφαίρας, χωρίς να καταλύει, τουλάχιστον ρητά, τη διάκριση δημόσιου – ιδιωτικού. Η γνωστή παιδαγωγός Σαπφώ Λεοντιάς, με μακρά θητεία σε σχολεία της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, έθεσε αυτή τη διάσταση σε άρθρο που δημοσίευσε στην εφημερίδα της Σμύρνης Αμάλθεια: «Η νοσήλευσις και η θεραπεία των ασθενών και αναπήρων μελών της κοινωνίας, η θρέψις των πεινώντων, η περιβολή των γυμνών, η επίσκεψις των εν τη φυλακή, η περίθαλψις των ορφανών, η γηροκόμησις γερόντων, η διάδοσις των γραμμάτων εις πάντα τα μέλη της κοινωνίας, […] ιδού ποία εισί τα σπουδαιότατα συμφέροντα της κοινωνίας ην άνδρες και γυναίκες συναπαρτίζουσι. Και η φροντίς των συμφερόντων αυτών δεν απόκειται εις τους άνδρας αλλά και εις τας γυναίκας, […] ότε μάλιστα εκείνοι υπό των βιοτικών περιστάσεων πιεζόμενοι δεν επαρκούσιν εις την επιτυχή διαχείρισην των κοινωνικών συμφερόντων…».5
Βέβαια, η φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικών και η δημιουργία γυναικείων συλλόγων δεν έγινε απαραίτητα αποδεκτή στους ανδρικούς κύκλους, και πολλά αρνητικά σχόλια έχουν καταγραφεί για αυτήν. Υπήρξε, ωστόσο, μια δραστηριότητα που δοκίμασε την αντοχή του διπόλου δημόσιο/ιδιωτικό, χωρίς όμως να οδηγήσει στην ανοιχτή αμφισβήτησή του. Από την άποψη αυτή, αν και η γυναικεία δράση αναδεικνύεται μέσα από τη φιλανθρωπική δραστηριότητα, δεν ακυρώνει την κυρίαρχη την εποχή εκείνη αναγνώριση της «γυναίκας» ως μέρους του ιδιωτικού. Στην ιστορική αφήγηση το συλλογικό φαινόμενο πράγματι αποτελεί μέχρι σήμερα ένδειξη ανάδειξης της ακμής της κωνσταντινουπολίτικης ρωμιοσύνης κατά το 19ο αιώνα και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά τελικά ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Η συλλογική δραστηριότητα των Ρωμιών υπήρξε σύνθετο και άνισο φαινόμενο, ένα πεδίο που συμπύκνωνε διαδικασίες παραγωγής κοινωνικών ταυτοτήτων, «κοινής γνώμης» και έμφυλων διαχωρισμών. |