1. Ιστορικό πλαίσιο
Η φιλανθρωπία στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Πόλης και γενικότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο δε θα μπορούσε να εξεταστεί ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα για το αίτημα του εκσυγχρονισμού της αυτοκρατορίας και του σύμφυτου με αυτόν ελέγχου του δημόσιου χώρου. Το αίτημα για τη μετάβαση σε μια δυτικού τύπου κοινωνία αποτελεί το έμβλημα της οθωμανικής κυβέρνησης, των ηγεσιών των θρησκευτικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας, καθώς και των βαλκανικών εθνικισμών της περιόδου αυτής. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της περιόδου 1839-1876, που είναι γνωστή ως , θέτουν το ζήτημα του συνολικού εκδυτικισμού των δομών της οθωμανικής κοινωνίας.1 Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της περιόδου αυτής είναι η σφυρηλάτηση οθωμανικού πατριωτισμού σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Όχι δηλαδή απλώς η νομιμοποίηση της οθωμανικής εξουσίας, αλλά η ενεργή υπεράσπιση της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας και η προσπάθεια για την οικονομική και πολιτική της ανόρθωση.2 Το συγκεκριμένο εγχείρημα απορρέει από τον «οθωμανισμό», που υπήρξε η επίσημη ιδεολογία του οθωμανικού κράτους κυρίως από το 1856, μετά το Χάτι Χουμαγιούν (το διάταγμα περί ισονομίας όλων των υπηκόων του σουλτάνου ανεξαρτήτως εθνοθρησκευτικής προέλευσης), μέχρι την κατάρρευση της αυτοκρατορίας το 1923. Στο πλαίσιο του οθωμανισμού όλοι οι υπήκοοι του σουλτάνου αντιμετωπίζονταν, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, τη γλώσσα ή την καταγωγή τους, ως ισότιμα μέλη ενός «έθνους», του οθωμανικού. Η επιδιωκόμενη αυτή κινητοποίηση για την ανόρθωση και τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας στρέφεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε αντιδυτική κατεύθυνση, τη στιγμή που η ενισχυόμενη οικονομική και πολιτισμική παρουσία της Δύσης στον οθωμανικό χώρο γίνεται αντιληπτή, κατά κανόνα, ως κίνδυνος για την ύπαρξή του εξίσου σημαντικός με την ευρωπαϊκή πολιτική παρέμβαση.3 Παράλληλα, μια από τις κύριες εκφάνσεις του Τανζιμάτ, ο εκσυγχρονισμός των κρατικών δομών, επιχειρείται με τη θεσμοθέτηση των μιλλέτ, των θρησκευτικών κοινοτήτων –της ορθόδοξης, της εβραϊκής και της αρμενικής– μέσω κανονισμών που ρυθμίζουν ομοιογενώς τη λειτουργία τους. Κάτι τέτοιο αποσκοπεί στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των πληθυσμών από την κεντρική εξουσία και στην εξάλειψη των τυχόν φυγόκεντρων προς αυτήν τάσεων. Ταυτόχρονα επιφέρει τη μείωση της εξουσίας των θρησκευτικών λειτουργών στο εσωτερικό των κοινοτήτων και τη διεύρυνση της παρουσίας του λαϊκού στοιχείου στο πολιτικό προσκήνιο.4 Ο οθωμανικός πατριωτισμός προϋποθέτει την εδραίωση της κοινωνικής συνοχής – κάτι που δεν αποτελεί, ασφαλώς, δική του ιδιαιτερότητα. Η επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή είναι, σε μεγάλο βαθμό, συνάρτηση της εσωτερικής συνοχής του κάθε μιλλέτ. Βασικά μέσα για κάτι τέτοιο συνιστούν η φιλανθρωπία και η εκπαίδευση που λαμβάνουν υπόσταση στα πλαίσια των θρησκευτικών κοινοτήτων. Οι ελίτ που αναδεικνύονται την περίοδο αυτή στις τοπικές κοινότητες και γενικότερα στα μιλέτ στηρίζουν σε μεγάλο βαθμό το κύρος τους στις λειτουργίες αυτές – στο σχεδιασμό και στη χρηματοδότησή τους. Πρόκειται για κάποιες ομάδες κατόχων είτε επιστημονικής γνώσης (εκπαιδευτικοί, γιατροί, μηχανικοί κ.λπ.) είτε υλικού πλούτου (π.χ. τραπεζίτες, μεγαλέμποροι).5 Οι ελίτ αυτές προβάλλουν μέσα από τις συγκεκριμένες δραστηριότητες ως κοινωνικό ιδεώδες το αστικό σύστημα αξιών: την εργασιακή και χρονική πειθαρχία, την εκπαίδευση, την κοινωνική άνοδο και την ευπρέπεια.
2. Φιλανθρωπικές κινήσεις στην ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης
2.1. Τα νοσοκομεία
Από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα εμφανίζονται στην Κωνσταντινούπολη τα πρώτα νοσοκομεία των ορθοδόξων, τα οποία αποτελούν τόπους εγκλεισμού ανθρώπων διαφορετικών κατηγοριών, από τους πανωλόβλητους και τους φρενοβλαβείς μέχρι τα ανέστια τέκνα, τους επαίτες και τους κατάδικους – λειτουργούν δηλαδή σαν άσυλα και φυλακές. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, το ιατρικό σώμα θα επιχειρήσει να ακυρώσει τον ποινικό χαρακτήρα των νοσοκομείων και να τους προσδώσει χαρακτήρα θεραπευτηρίου και χώρου κοινωνικής επανένταξης των ατόμων. Επεξεργάζεται θεωρητικά την πρακτική του εγκλεισμού, αναδεικνύοντας την έννοια του ευυπόληπτου βίου ως βάση για την αναμόρφωση της κοινωνίας. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ού, γίνονται κινήσεις προς τη νέα κατεύθυνση: τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα, όπως ονομάζονται τα νοσοκομεία από το 1860-1862 και εξής, χωρίζονται σε νοσοκομείο, φρενοκομείο, γηροκομείο και ορφανοτροφείο, ενώ πραγματοποιούνται δωρεές για τον εκσυγχρονισμό των τμημάτων αυτών, την εναρμόνισή τους, δηλαδή, με τα ευρωπαϊκά επιστημονικά δεδομένα.
2.2. Αδελφότητες και σύλλογοι
Από τη δεκαετία του 1860 συναντούμε και τα πρώτα καταστατικά των ενοριακών φιλανθρωπικών και φιλεκπαιδευτικών αδελφοτήτων που μέσω της φιλανθρωπικής δραστηριότητας επιχειρούν να διαδώσουν ευρύτερα τις αρχές που έχει επεξεργαστεί ο ιατρικός λόγος. Μετά το 1870 οι αδελφότητες αυτές τίθενται υπό την αιγίδα των ενοριακών και κοινοτικών αρχών που τότε θεσμοθετούνται και αναδεικνύονται σε κύριους φορείς της φιλανθρωπικής δραστηριότητας. Κύριο καθήκον τους είναι η δημιουργία και συντήρηση ενοριακών σχολείων, η χρηματοδότηση της σχολικής φοίτησης των άπορων παιδιών, η διοργάνωση συσσιτίων για τους φτωχούς μαθητές και, ασφαλώς, η προβολή της ανάγκης της παιδείας στις οικογένειες που δεν την κατανοούσαν. Στο πλαίσιο των κοινοτήτων συναντούμε, επίσης, τις φιλανθρωπικές αδελφότητες κυριών, που οργανώνουν εργαστήρια για την παροχή εργασίας σε άπορες γυναίκες ως μέσο για να τις προστατεύσουν από την προοπτική της πορνείας και να τις βοηθήσουν να εξοικειωθούν με τα ιδεώδη της εργασιακής πειθαρχίας. Ιδρύεται, ακόμα, η υπηρεσία των εκθέτων, τα οποία περισυλλέγει, περιθάλπει και δίνει προς υιοθεσία. Άλλες αδελφότητες περιθάλπουν τις άπορες εγκυμονούσες και λεχώνες. Οι συγκεκριμένοι φορείς επιχειρούν να διαδώσουν στους φτωχούς τις αξίες της μόρφωσης, της κοινωνικής ανόδου, της εργασιακής πειθαρχίας, της ευπρέπειας, της οικογένειας κ.λπ. Έτσι όμως οι αξίες αυτές προβάλλονται ευρύτερα και καθίστανται ως κοινωνικό ιδεώδες το οποίο οφείλουν να αφομοιώσουν όλα τα στρώματα του πληθυσμού.
2.3. Κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες της φιλανθρωπίας
Με τον τρόπο αυτό οι ομάδες –κάθε κοινωνικής προέλευσης– που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη διαδικασία επιχειρούν να αντιμετωπίσουν πολλαπλές προκλήσεις: από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) μέχρι την αποδιάρθρωση των συντεχνιών και την κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών ευρωπαϊκών προϊόντων στην αυτοκρατορία. Τα φαινόμενα αυτά διαταράσσουν κάποιους προϋπάρχοντες συσχετισμούς πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Εκτός από τα διευρυνόμενα στρώματα ενδεών που δημιουργούν, κλονίζουν σοβαρά την αυτοαναπαράσταση των ομάδων αυτών. Έτσι εκείνες επιχειρούν να ενισχύσουν το απειλούμενο κύρος του μιλλέτ – και μέσω αυτού το δικό τους. Από τη μια πλευρά προσπαθούν να συσπειρώσουν τους ορθόδοξους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας γύρω από το Πατριαρχείο και την ελληνική ηγεσία του μιλέτ και από την άλλη να διαμορφώσουν κάποιες νέες κατηγορίες οικονομικά ενεργού πληθυσμού –χειρωνάκτων ή διανοουμένων– που θα συμβάλουν στην αναβάθμιση του μιλέτ και ταυτόχρονα στην οικονομική ανόρθωση της αυτοκρατορίας. Ακόμη, επιχειρείται η ενεργός συσπείρωση μεγάλων μαζών για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας ενάντια στους βαλκανικούς εθνικισμούς και στην πολιτική και πολιτισμική επιρροή της Δύσης. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του μιλέτ και των συγκεκριμένων ομάδων στη διαδικασία της επίρρωσης του οθωμανικού κράτους. Το ζήτημα της ενσωμάτωσης στις οθωμανικές δομές δημιουργεί έναν προβληματισμό σχετικά με τη θέση του εθνικού στοιχείου στην εν λόγω διαδικασία. Οι ορθόδοξοι πληθυσμοί συνιστούν ένα ετερογενές πολιτισμικά σύνολο. Η επιδιωκόμενη συνοχή του μιλέτ προϋποθέτει την πρόσδεση των ορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας στο Πατριαρχείο και στην ελληνική ηγεσία του μιλέτ. Ουσιαστικό στοιχείο για την ευόδωση της προοπτικής αυτής αποτελεί η ομογενοποίησή τους μέσω της διάδοσης της ελληνικής κουλτούρας. Κάτι τέτοιο με την άνοδο των βαλκανικών εθνικισμών και κυρίως μετά τα γεγονότα της ίδρυσης της αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως κατίσχυση μιας διακριτής ελληνικής ταυτότητας. Την προώθησή της αναλαμβάνουν σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας οι ενοριακές και κοινοτικές αρχές μέσω της φιλανθρωπικής και της συνυφασμένης με αυτήν εκπαιδευτικής δραστηριότητας. Γίνεται εμφανές ότι μια τέτοια θεώρηση της ελληνικής ταυτότητας δεν είναι ασυμβίβαστη με την οθωμανική – αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό, την προϋποθέτει. Το Πατριαρχείο και η ηγεσία του μιλλέτ, που επιδιώκεται να ενισχυθούν, καθώς και οι ενοριακοί και κοινοτικοί θεσμοί, αποτελούν μηχανισμούς της οθωμανικής εξουσίας. Το εθνικό, επομένως, δεν ταυτίζεται απαραίτητα, στην προκειμένη περίπτωση, με την αλυτρωτική προοπτική που προτείνει το ελληνικό κράτος. Κάτι τέτοιο βέβαια δε σημαίνει ότι ορισμένοι δεν το ερμήνευαν μέσα από αυτό το πρίσμα, δεδομένης, μάλιστα, της απόπειρας του ελληνικού κράτους να νομιμοποιηθεί ως «εθνική αρχή». Ως απόρροια των παραπάνω η τάση που προβάλλεται μέσα από αυτά είναι εκείνη της κοινωνικής ένταξης, η οποία, στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, ισοδυναμεί με ένταξη στο μιλλέτ. Η έμφαση στην επίτευξη του στόχου αυτού δεν άφηνε, όπως φαίνεται, περιθώρια για την ανάπτυξη των φαινομένων του κοινωνικού αποκλεισμού που εμφανίζονται στη Δύση (π.χ. workhouses). Ενώ, δηλαδή, ο φιλανθρωπικός λόγος αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας ευρωκεντρικής θεώρησης, του αιτήματος του εκδυτικισμού της κοινωνίας, η αναφορά σε ένα αστικό αξιακό σύστημα, στον ευυπόληπτο βίο, δε συμβαδίζει με αυστηρές αστικές αξίες όπως η αγορά και ο ανταγωνισμός. Αντίθετα εμφανίζεται ως αναίρεση αυτής της προοπτικής υπογραμμίζοντας τη συνοχή της ορθοδοξίας. Ωστόσο, η εστίαση στο εθνικό δεν επαρκεί για τη μελέτη του φαινομένου αυτού. Οι ομάδες που σχεδιάζουν και χρηματοδοτούν τη φιλανθρωπική δραστηριότητα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους στη δίνη των καταιγιστικών μετασχηματισμών που σφραγίζουν το 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Τα εθνικιστικά κινήματα όχι μόνο των Βαλκανίων αλλά και ολόκληρου του ευρωπαϊκού χώρου, όπως επίσης και το ευρωπαϊκό εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα, τα αντιλαμβάνονται ως κινδύνους προ των πυλών. Κατά μείζονα λόγο, μάλιστα, τη στιγμή που το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στον οθωμανικό χώρο και οι κοινωνικές στοχεύσεις δε λείπουν από τους «αλλότριους εθνοφυλετισμούς».6 Όλα αυτά ανατρέπουν κάποιες παραδοσιακές ισορροπίες. Τις ισορροπίες αυτές ανατρέπουν εξίσου η διεύρυνση –ή μάλλον η απόπειρα διεύρυνσης– του πολιτικού σώματος, η αστικοποίηση, τα νέα πεδία δράσης που ανοίγονται στο γυναικείο φύλο και η εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς στην αυτοκρατορία. Πρόκειται για δεδομένα που κλονίζουν προγενέστερες ιεραρχίες και οδηγούν σε μια διαδικασία ανακατανομής πλούτου και εξουσίας μεταξύ κοινωνικών και θρησκευτικών ομάδων και βέβαια σε έναν εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ τους με αντικείμενο τον αστικό χώρο, την κρατική μηχανή ή τον έλεγχο κλάδων της οικονομίας από τον τραπεζικό μέχρι την υφαντουργία και τον ιματισμό.7 Είναι δύσκολο να παραβλέψουμε τις συγκεκριμένες παραμέτρους και να αντιμετωπίσουμε την πρόσδεση των ορθόδοξων πληθυσμών στην ελληνική ηγεσία του μιλλέτ περισσότερο ως υπόθεση διάδοσης της ελληνικής κουλτούρας και λιγότερο ως αποτέλεσμα τέτοιων διαδικασιών. Η φιλανθρωπική δραστηριότητα των ελληνορθοδόξων αποτελεί απάντηση στις οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις που συμβαδίζουν με την εμφάνιση των εθνικισμών: η διάδοση του αστικού αξιακού συστήματος αποκαθιστά τις κλονισμένες ισορροπίες δημιουργώντας νέες ιεραρχήσεις. Το οικονομικό βάρος της κίνησης αυτής το επωμίζονται σε μεγάλο βαθμό μεγαλέμποροι και τραπεζίτες που αποκτούν, στο πλαίσιο των παραπάνω διακυβευμάτων, πρωτοφανές κοινωνικό κύρος. Ωστόσο η δραστηριότητα αυτή δε χρηματοδοτείται μόνο από τις δωρεές των μεγιστάνων αλλά και από τις μικρότερες προσφορές ανθρώπων λιγότερο επιφανών. Εξάλλου, από παντού προβάλλεται η σημασία κάθε δωρεάς, μικρότερης ή μεγαλύτερης, ένδειξη του ότι η φιλανθρωπία καθίσταται στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα κοινωνικό ιδεώδες. |
1. Βλ. Lewis, B., The Emergence of Modern Turkey (London 1979)· Davison, R., Reform in the Ottoman Empire, 1856-1876 (Princeton 1963). Επίσης Petrosian, J., «Οι ιδέες του “εξευρωπαϊσμού” στην κοινωνικοπολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα νεώτερα χρόνια (τέλος 18ου-αρχές 20ού αιώνα)», Εκσυγχρονισμός και εκβιομηχάνιση στα Βαλκάνια (Αθήνα 1980), σελ. 54-66· Todorova, M., «Ο εξευρωπαϊσμός της κυβερνητικής ηγεσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο των Μεταρρυθμίσεων», Εκσυγχρονισμός και εκβιομηχάνιση στα Βαλκάνια (Αθήνα 1980), σελ. 93-109· Georgescu, V., «Η ορολογία “εκσυγχρονισμός” και “εξευρωπαϊσμός” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης κάτω από το φως της Ρουμανικής εμπειρίας», Εκσυγχρονισμός και εκβιομηχάνιση στα Βαλκάνια (Αθήνα 1980), σελ. 110-136. 2. Βλ. Ziya Karal, E., “Non-Muslim Representatives in the First Constitutional Assembly, 1876-1877”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire. The functioning of a plural society 2 (New York – London 1982), σελ. 387-400. 3. Βλ. Quataert, D., Social Disintegration and Popular Resistance in the Ottoman Empire, 1881-1908. Reactions to European Economic Penetration (New York 1983)· Exertzoglou H., “The cultural uses of consumption: Negociating class, gender and nation in the Ottoman urban centers during the 19th century”, Journal of Middle East Studies 35 (2003), σελ. 89-94. Για την παρουσία της Δύσης στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία βλ. Σκοπετέα, Έ., Η Δύση της Ανατολής (Αθήνα 1993), σελ. 17-52. 4. Βλ. ενδεικτικά Davison, R., Reform in the Ottoman Empire, 1856-1876 (Princeton 1963). Επίσης, Davison, R., “The millets as agents of change in the Nineteenth-century Ottoman Empire”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire. The functioning of a plural society 2 (New York – London 1982), σελ. 319-337· Benbassa, E., Une diaspora sépharade en transition. Istanbul XIXe –XXe siècles (Paris 1993). 5. Βλ. σχετικά, Εξερτζόγλου, Χ., Εθνική ταυτότητα στην Κωνσταντινούπολη τον 19ο αιώνα. Ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1861- 1912) (Αθήνα 1996), σελ. 33-68· Μόλχο, Ρ., Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919. Μια ιδιαίτερη κοινότητα (Αθήνα 2001), σελ. 53-213· Anastasiadou-Dumont, M., (επιμ.), Médecins et ingénieurs ottomans à l’âge des nationalismes (Paris – Istanbul 2003). 6. Βλ. σχετικά Dumont, P., «Η οθωμανική εργατική τάξη τις παραμονές της Επανάστασης των Νεοτούρκων», στο Εκσυγχρονισμός και εκβιομηχάνιση στα Βαλκάνια (Αθήνα 1980), σελ. 236-258· Quataert, D., Social Disintegration and Popular Resistance on the Ottoman Empire, 1881-1908. Reactions to European Economic Penetration (New York 1983), καθώς και η συλλογή άρθρων του ιδίου, Workers, Peasants and Economic Change in the Ottoman Empire 1730-1914 (Istanbul 1993). 7. Εξερτζόγλου, Χ., Προσαρμοστικότητα και πολιτική των ομογενειακών κεφαλαίων. Έλληνες τραπεζίτες στην Κωνσταντινούπολη. Το κατάστημα Ζαρίφης Ζαφειρόπουλος, 1871-1881 (Αθήνα 1989)· Quataert, D. (επιμ.), Workers, Peasants and Economic Change 1730-1914 (Istanbul 1993), καθώς και Quataert, D., Ottoman Manufacturing in the Age of Industrial Revolution (Cambridge 1993). |