Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βυζαντινές πηγές για την Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Ανδριοπούλου Βέρα (4/3/2008)

Για παραπομπή: Ανδριοπούλου Βέρα, «Βυζαντινές πηγές για την Κωνσταντινούπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10844>

Βυζαντινές πηγές για την Κωνσταντινούπολη (3/1/2012 v.1) Byzantine Sources on Constantinople (7/1/2009 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε το 324 από τον Κωνσταντίνο Α’, στη θέση του Βυζαντίου, αρχαίας μεγαρικής αποικίας, και τα επίσημα εγκαίνιά της εορτάστηκαν το 330. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη και η παράλληλη σταδιακή μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή σηματοδοτούν την αρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε πρωτεύουσα έως την οριστική άλωσή της από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453, έχοντας αποτελέσει σύμβολο της βυζαντινής ταυτότητας και επιβίωσης.

Η σύγχρονη ιστορική και αρχαιολογική έρευνα έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με την Κωνσταντινούπολη, εστιάζοντας στη γεωγραφική, πολιτική και οικονομική σημασία της πόλης στο πλαίσιο της βυζαντινής ιστορίας· άλλες μελέτες και αναλύσεις επικεντρώνονται στη διοικητική και οικονομική οργάνωση, τον πληθυσμό και την καθημερινή ζωή στη βυζαντινή πρωτεύουσα· τέλος, μεγάλος αριθμός ερευνών επικεντρώνεται στον τομέα της τοπογραφίας, μελετώντας την οικοδομική οργάνωση καθώς και την εξέλιξή της ως πόλης στη διάρκεια της σχεδόν χιλιετούς ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Πολλές και ποικίλες είναι οι πληροφορίες από τις γραπτές πηγές σχετικά με το πώς και σε ποιο βαθμό οι Βυζαντινοί συγγραφείς περιέγραφαν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους και ενδιαφέρονταν να καταγράψουν λεπτομέρειες για την πόλη. Είναι αναγκαίο, όμως, να επισημανθούν τα εξής δύο πολύ σημαντικά δεδομένα:

Πρώτον, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη, συστηματική και λεπτομερής περιγραφή της Κωνσταντινούπολης από Βυζαντινούς, με την εξαίρεση των Πατρίων και της Notitia Urbis Constantinopolitanae. Η πλειονότητα των πηγών είτε αναφέρεται σε επιμέρους πλευρές από τη δομή, τη ζωή και την οργάνωση της πόλης είτε προσφέρει αποσπασματικές πληροφορίες διάσπαρτα ενταγμένες στον ειρμό της αφήγησης.

Δεύτερον, από τον 7ο αιώνα και εξής είναι σαφές ότι η πλειονότητα των βυζαντινών γραπτών κειμένων παράγονται στην Κωνσταντινούπολη από «ντόπιους» και διαβάζονται επίσης στην Κωνσταντινούπολη. Επομένως, ο αριθμός των κειμένων τα οποία αφιερώνονται αποκλειστικά σε περιγραφές της Κωνσταντινούπολης είναι μικρός, ενώ οι πληροφορίες που προέρχονται από τα ιστοριογραφικά κείμενα είναι συχνά ιδιαίτερα αποσπασματικές.1

Ακολουθεί μία προσπάθεια χρονολογικής και θεματικής παρουσίασης των κυριότερων πηγών. Με αυτό τον τρόπο διαφαίνεται ευκολότερα η ποικιλομορφία των πηγών κατά τις τρεις βασικές περιόδους της βυζαντινής ιστορίας, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται η αντιμετώπιση της Κωνσταντινούπολης από τους συγχρόνους της συγγραφείς.

2. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος (324 – 610)

Η παλαιότερη περιγραφή της Κωνσταντινούπολης περιέχεται στο κείμενο Notitia urbis Constantinopolitanae, ένα λατινικό έργο περίπου 15 σελίδων, χρονολογούμενο περί το 425, δηλαδή στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' (408-450).2 Περιλαμβάνει αρκετά ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές της Κωνσταντινούπολης, όπως στοιχεία για την τοποθεσία των εκκλησιών της, τις συνοικίες και τον τρόπο εποπτείας και αστυνόμευσής τους, καθώς και για την εξάπλωση και ανάπτυξη της πόλης την περίοδο της δυναστείας του Θεοδοσίου Α' (379-450).3

Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί και χρονογράφοι της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου περιλαμβάνουν πληροφορίες για τη βυζαντινή πρωτεύουσα, άλλοι σε μικρότερο και άλλοι σε μεγαλύτερο βαθμό. O Ζώσιμος, ο τελευταίος εθνικός ιστορικός της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, καλύπτει με το έργο του την περίοδο από την εποχή του Αυγούστου έως το 410. Παραθέτει ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για την επιλογή της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου ως νέας πρωτεύουσας του κράτους και αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για την Κωνσταντινούπολη κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Α'. Πληροφορίες για τις συμβολικές διαστάσεις της επιλογής της Κωνσταντινούπολης, καθώς και περιγραφές για την ίδρυση και τα εγκαίνιά της, παρέχουν και οι πρώτοι χριστιανοί ιστορικοί του Βυζαντίου, Φιλοστόργιος, Σωκράτης Σχολαστικός και Σωζομενός, που συνέγραψαν «εκκλησιαστικές» ιστορίες στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα.4

Ο 6ος αιώνας, ως προς τις περιγραφές της πρωτεύουσας, κυριαρχείται από το συγγραφικό έργο του Προκόπιου, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της βυζαντινής ιστοριογραφίας. Το έργο του Περί κτισμάτων αποτελεί εγκώμιο στο αυτοκρατορικό έργο του Ιουστινιανού Α΄ και αποτελεί το πρώτο βιβλίο που περιγράφει τα μνημεία της πόλης και των περιχώρων, τα οποία κατασκευάστηκαν ή αναστηλώθηκαν από τον Ιουστινιανό. Στα δύο άλλα έργα του Προκόπιου, το Υπέρ των Πολέμων και τα Ανέκδοτα, προβάλλονται επίσης πληροφορίες για σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Κωνστανταντινούπολη, αλλά και τα δρώμενα στην αυτοκρατορική αυλή.5

Αποσπασματικές πληροφορίες για τα κτήρια και τα οχυρωματικά έργα στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και για την εξέλιξη της τοπογραφίας της πόλης, προσφέρουν και τα έργα του Αγαθία, του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και το Πασχάλιον Χρονικόν. Σημαντικές είναι οι αναφορές και σε γεγονότα, όπως εξεγέρσεις των δήμων, αλλά και πληροφορίες σχετικές με φυσικές καταστροφές, το δημόσιο βίο στην πρωτεύουσα, την πολιτική των αυτοκρατόρων. Η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα αφιερώνει ολόκληρο το τελευταίο βιβλίο αποκλειστικά στην παρουσίαση της βασιλείας του Ιουστινιανού. Περιγράφει πληθώρα δρώμενων στη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπως εγκαίνια εκκλησιών, φυσικά φαινόμενα, εξεγέρσεις των δήμων και περιλαμβάνει ικανό αριθμό πληροφοριών σχετικών με κτήρια και μνημεία της Κωνσταντινούπολης, με συγκεκριμένες αναφορές στον αυτοκράτορα που τα ίδρυσε ή τα οικοδόμησε, αλλά και μυθολογικές εκδοχές για την ιστορία της Κωνσταντινούπολης.6

3. Μέση Βυζαντινή περίοδος

Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο, με ιδιαίτερη έμφαση στο 10ο αιώνα, παρουσιάζεται –συγκριτικά με τις άλλες περιόδους– ένας μεγάλος αριθμός κειμένων που αποτελούν επισκόπηση της Κωνσταντινούπολης και εξετάζουν ποικίλες πλευρές της ζωής της πόλης.

3.1. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως είναι ο γενικός τίτλος που χαρακτηρίζει κείμενα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε συλλογή το 10ο αιώνα και ασχολούνται με τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης.7 Στις αρχές του 20ού αιώνα εκδόθηκαν από τον T. Preger σε συλλογικό τόμο, ο οποίος περιλαμβάνει:

1) Τα κείμενα της συλλογής του 10ου αιώνα, τρία ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα που χρονολογούνται σε εποχές προηγούμενες του 10ου αιώνα. Πρόκειται για τα εξής: α. Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ησύχιου του Μιλησίου, που χρονολογείται τον 6ο αιώνα β. Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί ανώνυμου συγγραφέα. Πρόκειται για κείμενο που δίνει πληροφορίες για διάφορα μνημεία της Πόλης και τα θαύματα που σχετίζονται με αυτά, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές είναι όσες αναφέρονται στα αγάλματα. γ. Διήγησις περί της οικοδομής της Αγίας Σοφίας. Χρονολογείται σε ένα εύρος χρόνου από τον 7ο ως το 10ο αιώνα.

2) Συλλογή κειμένων που χρονολογούνται στο 10ο αιώνα (περί το 990) και αποδίδονται λανθασμένα στο Γεώργιο Κωδινό. Πρόκειται κυρίως για τη διευρυμένη εκδοχή του έργου του Ησύχιου.8

3.2. Το Επαρχικόν Βιβλίον

Από τις σημαντικότερες πηγές για την οικονομική και διοικητική ιστορία του Βυζαντίου, το Επαρχικόν Βιβλίον αποτελεί συλλογή θεσμών και κανόνων που οριοθετούν με λεπτομέρεια τη ζωή και τις δραστηριότητες των επαγγελματικών συντεχνιών στην Κωνσταντινούπολη. Η συγγραφή του ολοκληρώθηκε με την εποπτεία του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού το 912.9

3.3. Το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας – το Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως

Το Τυπικόν αποτελεί το σύνολο των οδηγιών και των διατάξεων για τον χρόνο τέλεσης των ακολουθιών της εκκλησίας. Το χειρόγραφο Η περιλαμβάνει το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, καθώς και μία εκδοχή του Συναξαρίου Κωνσταντινουπόλεως που πιθανώς συνετέθη περί το 950-959.10 Στα δύο αυτά κείμενα προβάλλονται τα μνημεία κι οι ναοί που αποτελούσαν μέρος των ακολουθιών και του τελετουργικού στις μεγάλες εορτές της εκκλησίας. Επίσης, μνημονεύουν αγίους, ευσεβείς αυτοκράτορες και πατριάρχες, συνδέοντάς τους με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης και τις καταστροφές που υπέστη η Πόλη στο παρελθόν από πυρκαγιές, σεισμούς, εχθρικές επιδρομές κ.λπ.11

3.4. Αγιολογικά κείμενα

Οι Βίοι αγίων πολύ συχνά παραθέτουν πληροφορίες για την πρωτεύουσα, στο βαθμό που η ζωή του εκάστοτε προσώπου σχετίζεται με αυτή. Τρεις Βίοι από το 10ο αιώνα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιγραφή της πρωτεύουσας που παραδίδουν. Πρόκειται για τους Βίους των Πατριαρχών Ιγνατίου και Ευθυμίου και για το Βίο του οσίου Βασιλείου του Νέου. Τα κείμενα αυτά αναφέρονται ελάχιστα σε κοσμικά κτήρια της Πόλης, με εξαίρεση τα ανάκτορα, αλλά απαριθμούνται οι ναοί και τα μοναστήρια με τα οποία ήταν συνδεδεμένοι οι τρεις αυτοί άνδρες. Όταν η οικοδομική δραστηριότητα εξυπηρετεί τη ροή της αφήγησης, τότε αυτή γίνεται αναλυτική, πάντα μέσα στο πλαίσιο της ζωής του βιογραφούμενου προσώπου. Η περιγραφή της Πόλης στα κείμενα αυτά αποκτά περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα, με την περιφέρεια να βρίσκεται πιο κοντά στον παραδοσιακό χώρο του αγίου, «τη ζώνη μεταξύ των δύο τειχών να αποτελεί ένα μεικτό χώρο», στον οποίο παρεμβαίνουν και τα θρησκευτικά αλλά και τα κοσμικά πρόσωπα, και το «παραδοσιακό κέντρο της πόλης», στο οποίο δρα και κυριαρχεί η πολιτική εξουσία.12

3.5. Περί Βασιλείου Τάξεως

Το έργο Περί Βασιλείου Τάξεως ή De Cerimoniis aulae byzantinae είναι μία συλλογή διατάξεων, κανόνων και εθιμοτυπικών παραδόσεων από τον 5ο έως το 10ο αιώνα που αφορούν το τελετουργικό της αυτοκρατορικής αυλής. Εκπροσωπεί την τάση κωδικοποίησης που φαίνεται να αρχίζει στα τέλη του 9ου αιώνα και φτάνει στην ακμή της την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (944-959), στο α' μισό του 10ου αιώνα, οπότε χρονολογείται και το παρόν έργο.13 Επιπλέον, περιλαμβάνει και πλήθος άλλων πληροφοριών σχετικών με ιστορικά γεγονότα, διπλωματική δραστηριότητα, προσωπογραφικά στοιχεία και τοπογραφικές πληροφορίες για την Κωνσταντινούπολη. Από το συγκεκριμένο έργο αντλούμε ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες για τις εκκλησίες, τις κατοικίες, τα διάφορα οικήματα και γενικά το οικοδομικό σύμπλεγμα που απάρτιζε το Ιερόν Παλάτιον.

3.6. Ιστοριογραφία και Χρονογραφία

Η ιστοριογραφική και χρονογραφική παράδοση των Μέσων χρόνων έχει να επιδείξει ένα μεγάλο αριθμό έργων των οποίων η αφήγηση περιστρέφεται συχνά γύρω από την Κωνσταντινούπολη και τη ζωή του αυτοκράτορα. Πρόκειται για έργα όπως η Χρονογραφία του Θεοφάνους του Ομολογητή, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή για την περίοδο των λεγόμενων «Σκοτεινών Χρόνων» (7ος-8ος αιώνας), αλλά και μεταγενέστερα οι Συνεχιστές του Θεοφάνους, τα έργα του Μιχαήλ Ατταλειάτη, της Άννας Κομνηνής και του Νικηφόρου Βρυέννιου, καθώς και οι χρονογραφίες του Μιχαήλ Ψελλού, του Ιωάννη Σκυλίτζη και του Συνεχιστή του, του Γεώργιου Κεδρηνού, του Ιωάννη Ζωναρά, του Κωνσταντίνου Μανασσή και του Μιχαήλ Γλυκά. Τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε θέματα πολιτικής και οικονομικής ιστορίας της Κωνσταντινούπολης, στην καθημερινή ζωή, σε τοπογραφικές περιγραφές της Πόλης και παρουσιάζουν την οικοδομική της εξέλιξη. Ιδιαίτερη έμφαση αξίζει να δοθεί στα έργα του 11ου και 12ου αιώνα, στα οποία αντικατοπτρίζεται η Κωνσταντινούπολη, όπως αυτή διαμορφώνεται στα χρόνια της κυριαρχίας των Κομνηνών. Ένα παράδειγμα αυτής της εξέλιξης διαφαίνεται στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, όπου περιγράφεται η οικοδομική δραστηριότητα του Αλεξίου Α', ενώ παράλληλα τονίζεται η μετατόπιση του πολιτικού κέντρου από το Ιερόν Παλάτιον στο ανάκτορο των Βλαχερνών. Η σημασία της βορειοδυτικής πλευράς της πόλης γύρω από τις Βλαχέρνες, καθώς και η διαμόρφωση του χώρου γύρω από το παλάτι τονίζονται και περιγράφονται και στα έργα των Ατταλειάτη, Σκυλίτζη και Νικηφόρου Βρυέννιου.

4. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος (1204-1453)

4.1. Ιστοριογραφία

Στο μεταίχμιο των δύο περιόδων βρίσκεται η Χρονική Διήγησις του Νικήτα Χωνιάτη, που καλύπτει το διάστημα από το θάνατο του Αλέξιου Α' έως το 1206. Η ιστορία του αποτελεί μία από τις βασικότερες πηγές για την πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ως προς τις περιγραφές της Πόλης, παρουσιάζει και ένα μικρό σύγγραμμα του Χωνιάτη με τον συμβατικό τίτλο De signis, στο οποίο παραδίδεται περιγραφή των κυριότερων αγαλμάτων της Κωνσταντινούπολης, τα οποία καταστράφηκαν από τους Λατίνους.14

Οι ιστορικοί του 13ου και 14ου αιώνα (Γεώργιος Παχυμέρης, Ιωάννης Καντακουζηνός, Νικηφόρος Γρηγοράς) περιλαμβάνουν αποσπασματικές κυρίως πληροφορίες στο έργο τους. Η προσωπική δράση και των τριών κινείται κυρίως γύρω από τον άξονα της Κωνσταντινούπολης, της κεντρικής διοίκησης και των κύκλων του παλατιού. Παρόλο που δεν παραθέτουν λεπτομερείς και πλήρεις περιγραφές για την πόλη, οι πληροφορίες τους σχετικά με το παλάτι και τη διάρθρωσή του, τους ναούς που βρίσκονταν σε χρήση, αλλά και σχετικά με θεσμούς και τελετουργίες που συνέχιζαν να τηρούνται μπορούν να οδηγήσουν σε κάποια αρχικά συμπεράσματα ως προς την εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορίας της ως πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιγραφές των λεγόμενων «ιστορικών της Άλωσης», που αφηγήθηκαν μεταξύ άλλων τα σχετικά με την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453. Οι πιο λεπτομερείς διηγήσεις ανήκουν στο Δούκα και τον Κριτόβουλο και προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τα τείχη της πόλης, την άμυνα και την οργάνωση της Κωνσταντινούπολης.

4.2. Ψευδο-Κωδινός

Στον Ψευδο-Κωδινό έχει επικρατήσει να αποδίδεται ένα έργο ανώνυμου συγγραφέα (β' μισό 14ου αιώνα), που αποτελεί το δεύτερο κείμενο μετά το Περί Βασιλείου Τάξεως που ασχολείται με τη λεπτομερή περιγραφή των κανόνων και των διατάξεων του τελετουργικού της Αυλής. Η σημασία του για την μελέτη της υστεροβυζαντινής Κωνσταντινούπολης είναι μεγάλη, εφόσον περιέχει τοπογραφικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία για την πόλη, λεπτομέρειες για τους χώρους γύρω από τους οποίους στρεφόταν η ζωή του αυτοκράτορα, τις τελετουργίες και τις θρησκευτικές εορτές στις οποίες μετείχε. Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι οι πληροφορίες που παρέχει το κείμενο αυτό για το παλάτι των Βλαχερνών και την οικοδομική εξέλιξή του το 14ο αιώνα.15

5. Επίσημα έγγραφα

Τα επίσημα έγγραφα περιλαμβάνουν την αυτοκρατορική αλληλογραφία, αποφάσεις συνθηκών και συμφωνιών και κυρίως χρυσόβουλα. Τα κείμενα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς Βυζαντινοί αυτοκράτορες επικυρώνουν την παραχώρηση και ίδρυση συνοικιών μέσα στην Κωνσταντινούπολη σε ιταλικές πόλεις. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται τα κείμενα από την εποχή του Αλεξίου Α', όπου καταγράφονται με λεπτομέρειες τα προνόμια που παραχωρούνται στη Βενετία, την Πίζα και τη Γένοβα.16

6. Ρητορικά κείμενα

Στο πλαίσιο των πολυάριθμων έργων της βυζαντινής ρητορικής περιλαμβάνονται και κάποια που έχουν ως βασικό θέμα τους την Κωνσταντινούπολη ή επιμέρους τοποθεσίες μέσα σε αυτή. Γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν οι βασικότερες κατηγορίες αυτών των έργων με αντιπροσωπευτικά δείγματα κειμένων, ανεξαρτήτως χρονολογικής περιοδολόγησης.

6.1. Μονωδίες

Οι μονωδίες είναι θρηνητικοί λόγοι που αντλούν το περιεχόμενό τους από καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί και οι πυρκαγιές. Ένα χαρακτηριστικό θέμα που ενέπνευσε τρεις μονωδίες είναι η κατάρρευση του τρούλου της Αγίας Σοφίας. Η εντύπωση που προκάλεσε αυτό το γεγονός έχει αποτυπωθεί σε μονωδία ανώνυμου συγγραφέα, η οποία χρονολογήθηκε αρχικά στον 6ο αιώνα,17 αλλά στη συνέχεια τοποθετήθηκε από άλλους ερευνητές στα μέσα του 14ου αιώνα.18 Ο Αλέξιος Μακρεμβολίτης συνέγραψε επίσης μονωδία με θέμα την κατάρρευση της Αγίας Σοφίας το 1346, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός, παρόλο που πραγματεύεται το ίδιο θέμα, πιθανότατα δεν εμπνεύστηκε από πραγματικό σύγχρονό του γεγονός. Ο μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος περιέγραψε στη μονωδία του την καταστροφή της εκκλησίας των Βλαχερνών από εμπρησμό το 1434, προσθέτοντας και μία περιγραφή του εσωτερικού της εκκλησίας. Τέλος, αρκετά μεγάλος είναι ο αριθμός των μονωδιών και των θρήνων που αναφέρονται στην άλωση της Πόλης το 1453, γραμμένων σε λόγια, αλλά και σε δημώδη γλώσσα.19

6.2. Εγκώμια και Εκφράσεις

Τα εγκώμια χαρακτηρίζονται ως «παράσταση των καλών ιδιοτήτων» και αναφέρονται σε ανθρώπους ή τύπους ανθρώπων, ζώα, φυτά κ.λπ.20 Έχει σωθεί αρκετά μεγάλος αριθμός βυζαντινών εγκωμίων, τα οποία συνήθως ασχολούνται με τον έπαινο του αυτοκράτορα. Παρά ταύτα, υπάρχουν και εγκώμια που αναφέρονται αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη, όπως του Ιμερίου (4ος αιώνας), ο οποίος συνδέει τον έπαινο της πρωτεύουσας με εκείνον του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363).21 Χαρακτηριστικός είναι επίσης και ο έπαινος για την Κωνσταντινούπολη του Θεόδωρου Μετοχίτη, με τίτλο Βυζάντιος ἢ περί βασιλίδος μεγαλουπόλεως.22

Η έκφραση, άλλο ένα σημαντικό είδος της βυζαντινής ρητορικής, έχει πολλά κοινά σημεία με τα εγκώμια, και αποτελεί «ακριβή περιγραφή, που τοποθετεί μπροστά μας καθαρά το αντικείμενο».23 Μπορεί να αναφέρεται σε πρόσωπα, πράγματα, τόπους κ.λπ., όμως στην περίπτωση της Κωνσταντινούπολης πιο συνηθισμένες είναι οι περιγραφές ναών και του διακόσμου τους. Έτσι, ο Παύλος Σιλεντιάριος (6ος αιώνας) συνέθεσε έκφραση για την Αγία Σοφία, την οποία εκφώνησε το 562.24 Ο ναός των Αγίων Αποστόλων περιγράφεται σε ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Ροδίου, με ιδιαίτερη έμφαση στην αρχιτεκτονική του, ενώ ο Νικόλαος Μεσαρίτης, σε μία έκφρασή του για τον ίδιο ναό, μη σωζόμενη στο σύνολό της, παραδίδει μία λεπτομερή περιγραφή του χαμένου σήμερα ψηφιδωτού διακόσμου του ναού.

Εκφράσεις εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης απαντούν και στο ποικίλο συγγραφικό έργο του Πατριάρχη Φωτίου, αλλά και σε ομιλίες του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ με αφορμή τα εγκαίνια εκκλησιών.25 Τέλος, ο Κωνσταντίνος Μανασσής συνέθεσε έκφραση ενός ψηφιδωτού τοίχου στο αυτοκρατορικό ανάκτορο, στην οποία στηρίχτηκε και ο Μανουήλ Φιλής για τη συγγραφή ποιήματος, ενώ ο Μακάριος Μακρής το 14ο αιώνα περιέγραψε νωπογραφία στη Νέα Περίβλεπτο, εκκλησία της μονής του Χαρσιανίτου στην Κωνσταντινούπολη.

1. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (Travaux et Mémoires, Monographies 2, Paris 1985), σελ. 8-9.

2. Notitia urbis Constantinopolitanae, Seeck, O. (επιμ.), Notitia dignitatum (Berlin 1875)· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (Travaux et Mémoires, Monographies 2, Paris 1985), σελ. 8.

3. Dagron, G., H γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 114, 266, 448-449· Magdalino, P., "Medieval Constantinople", στο Magdalino, P., Studies on the history and topography of Byzantine Constantinople (Aldershot 2007), σελ. 10.

4. Δετοράκης, Θ., Βυζαντινή φιλολογία: τα πρόσωπα και τα κείμενα 1 (Ηράκλειο 1995), σελ. 501-510.

5. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 2 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 83· Καρπόζηλος, Α., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι 1. 4ος - 7ος αι. (Αθήνα 1997), σελ. 370-317.

6. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 2 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 118.

7. Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί, Cameron, A. - Herrin, J. (επιμ.), Constantinople in the early eighth century: The Parastaseis Syntomoi Chronikai (Leiden 1984)· Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum (Leipzig 1901-1907).

8. Dagron, G., Constantinople imaginaire: Études sur le recueil des Patria (Paris 1984), σελ. 21-22.

9. Το Επαρχικόν Βιβλίον, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991).

10. Synaxarion ecclesiae Constantinopolitanae, Delehaye, H. (επιμ.), Propylaeum ad AASS Nov. (Brussels 1902)· Mateos, J., Le typicon de la Grande Eglise (Roma 1962).

11. Magdalino, P., "Medieval Constantinople", στο Magdalino, P., Studies on the history and topography of Byzantine Constantinople (Aldershot 2007), σελ. 11-13.

12. Αγγελίδη, Χ., "Αφηγηματικά στοιχεία για την ανασύνθεση της φυσιογνωμίας της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα", στο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του (Αθήνα 1989), σελ. 122-123.

13. Αγγελίδη, Χ., "Αφηγηματικά στοιχεία για την ανασύνθεση της φυσιογνωμίας της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα", στο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του (Αθήνα 1989), σελ. 118.

14. Cutler, A., "The De Signis of Nicetas Choniates. A reappraisal", American Journal of Archaeology 72 (1968), σελ. 113-118.

15. Magdalino, P., "Pseudo-Kodinos' Constantinople", στο Magdalino, P., Studies on the history and topography of Byzantine Constantinople (Aldershot 2007), σελ. 1-14.

16. Sanguineti, A. – Bertolotto, G., "Nuova serie di documenti sulle relazioni di Genova coll' Impero bizantino", Atti della Societa ligure di storia patria 18 (1896-1898), σελ. 337-357· Miklosich, F. – Muller, J., Acta et diplomata graeca medii aevi (Wien 1860-1890, ανατ. Aalen 1964)· Tafel, T.L.F. – Thomas, G.M., Urkunden zur alteren Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig (Wien 1856-1857).

17. Kumaniecki, K., "Eine unbekannte Monodie auf den Einsturz der Hagia Sophia im Jahre 558", Byzantinische Zeitschrift 30 (1929-1930), σελ. 35-43.

18. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 227, σημ. 99, 100· Κουρούσης, Σ.Ι., "Αι αντιλήψεις περί των εσχάτων του κόσμου και η κατά το έτος 1346 πτώσις του τρούλλου της Αγίας Σοφίας", Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 37 (1969-1970), σελ. 211-250.

19. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 228-229.

20. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 176.

21. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 197· Fenster, E., Laudes Constantinopolitanae (München 1968), σελ. 42-47.

22. Fenster, E., Laudes Constantinopolitanae (München 1968), σελ. 196-211.

23. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών 1 (Αθήνα 1992, ανατ. 1997), σελ. 191, σημ. 99.

24. Macrides, R. – Magdalino, P., "The architecture of ekphrasis: construction and context of Paul the Silentiary's poem on Hagia Sophia", Byzantine and Modern Greek Studies 12 (1988), σελ. 53.

25. Frolow, A., "Deux églises Byzantines d’après des sermons peu connus de Léon VI le Sage", Etudes Byzantines 3 (1945), σελ. 43-91.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>