αμφορέας, ο
Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola.
|
γωρυτός, ο
Φαρέτρα. Η λέξη προέρχεται από το «χωρυτός» των αρχαίων πηγών και αυτή από το «χωρείν ρυτά», δηλαδή κυρτά τόξα. Ο πολεμιστής τοποθετούσε εκτός από τα τόξα και τα βέλη του, ώστε να έχει τα χέρια του ελεύθερα.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
κρατήρας, ο
Από το ρήμα «κεράννυμι» (αναμειγνύω). Μεγάλο ανοιχτό αγγείο για τη μείξη του οίνου με το νερό. Το κρασί αυτό εκχυόταν σε οινοχόες. Υπάρχουν πολλοί τύποι κρατήρων: οι κιονωτοί, οι ελικωτοί, οι καλυκωτοί και οι κωδωνόσχημοι. Τοποθετούνταν συνήθως στο κέντρο του δωματίου όπου γίνονταν τα συμπόσια.
|
περίκλειστο σμάλτο, το
Κονιορτοποιημένο γυαλί που τοποθετείται ανάμεσα στο κενό πλαίσιο που δημιουργεί ένα λεπτό σύρμα, το οποίο ακολουθεί το περίγραμμα ενός προκαθορισμένου σχεδίου. Αφού θερμανθεί, το χυτό αυτό γυαλί τονίζει την πολυχρωμία του απεικονιζόμενου σχεδίου.
|
πίλος, ο
Κάλυμμα κεφαλής, καπέλο ή κράνος κωνικού σχήματος.
|
ρυτό, το
Σπονδικό αγγείο με άνοιγμα στο κάτω μέρος που επέτρεπε την αργή εκροή του υγρού περιεχομένου.
|