αέτωμα, το
Τριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.
|
αμφορέας, ο
Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola.
|
αναξυρίδες, οι
Ένδυμα των λαών της Ανατολής. Πρόκειται για στενή περισκελίδα. Σε αρκετούς λαούς (Πέρσες, Σκύθες, Θράκες) οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν φαρδιές, άνετες αναξυρίδες από δέρμα. Οι Αμαζόνες εικονογραφούνται με εφαρμοστές αναξυρίδες, διακοσμημένες συχνά με ζιγκ ζαγκ ή οριζόντιες γραμμές.
|
αρύταινα, η
Μεταλλικό σκεύος με μακριά λαβή, στη μορφή της σημερινής κουτάλας, κατάλληλο για την άντληση υγρών.
|
γρύπας, ο
Μυθικό ον ανατολικής προέλευσης. Συνήθως –όχι πάντα– έχει κεφάλι και φτερά αετού, μυτερά αυτιά και σώμα λιονταριού.
|
γωρυτός, ο
Φαρέτρα. Η λέξη προέρχεται από το «χωρυτός» των αρχαίων πηγών και αυτή από το «χωρείν ρυτά», δηλαδή κυρτά τόξα. Ο πολεμιστής τοποθετούσε εκτός από τα τόξα και τα βέλη του, ώστε να έχει τα χέρια του ελεύθερα.
|
δίνος, ο (λέβης, ο)
Μεγάλο, ανοιχτό ημισφαιρικό αγγείο χωρίς λαβές και πόδι και με πολύ χαμηλό λαιμό. Χρησιμοποιούνταν ως αγγείο ανάμειξης κρασιού με νερό, ενώ δινόταν και ως έπαθλο.
|
θώραξ, ο
Μέρος του εξοπλισμού ενός πολεμιστή για την προστασία του θώρακα και της πλάτης. Αποτελούνταν από δύο κομμάτια σχεδιασμένα ώστε να φοριούνται σαν ένα. Αρχικά οι θώρακες ήταν δερμάτινοι, αργότερα όμως χάλκινοι.
|
κάνθαρος, ο
Ευρύστομο αγγείο πόσεως με χαμηλή ή υψηλή, κωνικού σχήματος, βάση (πόδι) και δύο μεγάλες ωοειδείς λαβές στα πλάγια.
|
ομφαλωτή φιάλη, η
Ανοιχτό ρηχό αγγείο με ημισφαιρικό έξαρμα (ομφαλό) στον πυθμένα.
|
ρυτό, το
Σπονδικό αγγείο με άνοιγμα στο κάτω μέρος που επέτρεπε την αργή εκροή του υγρού περιεχομένου.
|
σίκλος ή σίγλος, ο
α) Μονάδα βάρους που ισοδυναμούσε με το 1/60 της μνας και β) νομισματική μονάδα της Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερις αττικές δραχμές.
|
φιάλη, η
Είδος αγγείου, συνήθως από μέταλλο και σπανιότερα από πηλό. Ρηχό και πλατύ σαν πιάτο, χρησίμευε κυρίως για σπονδές.
|