Αλμογάβαροι, οι
Άτακτα σώματα που οργανώνονταν στην Αραγονία και στην Καταλονία και επιδίδονταν σε ληστρικές επιδρομές.
|
καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.
|
Καταλανική Εταιρεία, η
(almugavares, compagnia) Μισθοφορική ομάδα Καταλανών, με άρτιο εξοπλισμό και πολεμική ετοιμότητα, που αριθμούσαν μερικές χιλιάδες. Το 1303 ήρθαν να βοηθήσουν το Βυζάντιο στις μάχες εναντίον των Τούρκων, όμως σύντομα στράφηκαν εναντίον της Αυτοκρατορίας και επιδόθηκαν σε μεγάλες λεηλασίες. Μετά τη μάχη του Ορχομενού της Κωπαΐδας, το 1311, κατέκτησαν το βουργουνδικό δουκάτο των Αθηνών.
|
μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου. Το αξίωμα του μεγάλου δούκα αντικατέστησε το 1092 εκείνο του δούκα. Η εμφάνισή του συνδυάστηκε με την διάλυση του θεματικού ναυτικού στόλου και με την προσπάθεια, που καταβαλλόταν εκείνη την περίοδο οργάνωσης ενός ενιαίου βυζαντινού στόλου. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δουκός απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.
|
μόδιος, ο
Βυζαντινή μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας για υγρά και ξηρούς καρπούς, κυρίως σιτηρά. Επίσης μονάδα μέτρησης για εκτάσεις γης.- Θαλάσσιος ή βασιλικός μόδιος: αντιστοιχούσε σε 17,084 λίτρες και σχετιζόταν με τη γη.- Πολιτικός μόδιος: σχετιζόταν με το εμπόριο.- Αννονικός μόδιος: αντιστοιχούσε σε 11,389 λίτρες και σχετιζόταν με τη φορολογία. Στις βυζαντινές πηγές πολλές φορές χρησιμοποιείται ο όρος χωρίς να διευκρινίζεται ο τύπος του μοδίου. Από το 13ο αιώνα, το στρέμμα γίνεται συνώνυμο του μοδίου.
|
Ναΐτες, οι
Μέλη του τάγματος των Φτωχών Ιπποτών του Ναού του Σολομώντος. Το τάγμα των Ναϊτών ιδρύθηκε από τον Ούγο Ντε Παγιέν (de Payens) και μερικούς Γάλλους ιππότες στην Παλαιστίνη αμέσως μετά την Α' Σταυροφορία (1119), με σκοπό την προστασία των προσκυνητών από τις επιθέσεις των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους. Οι Ναΐτες απέκτησαν μεγάλη περιουσία και ισχύ μετά την αναγνώρισή τους από τον πάπα το 1129, ενώ οι πολεμιστές του τάγματος έχαιραν μεγάλης εκτίμησης για την ανδρεία και τα πολεμικά τους κατορθώματα. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, οι Ναΐτες μετακινήθηκαν στην Άκρα, απ' όπου αναγκάστηκαν εκ νέου να φύγουν μετά την πτώση της πόλης (1291), αυτή τη φορά για τη Λεμεσό της Κύπρου. Μετά την απώλεια και της Κύπρου από τους Μαμελούκους (1303), η δραστηριότητά τους περιορίστηκε στην Ευρώπη. Στις αρχές του 14ου αιώνα (1307-1314) βρέθηκαν υπό διωγμόν από τον Φιλιππο Δ΄ τον Ωραίο, ο οποίος τους κατηγόρησε ως αιρετικούς, κέρδισε εκβιαστικά την υποστήριξη του πάπα και διέταξε την εκτέλεση πολλών Ναΐτών, μεταξύ αυτών και των μεγάλων Μαγίστρων τους, στην πυρά. Ο διωγμός σήμανε το τέλος του τάγματος, μέλη του οποίου αφομοιώθηκαν στο Τάγμα των Ιωαννιτών.
|
στρατηγός-αυτοκράτωρ, ο
Ο αρχιστράτηγος του βυζαντινού στρατού. Το αξίωμα του στρατηγού-αυτοκράτορα αποδιδόταν ήδη από τον 6ο αιώνα, ωστόσο στη συνέχεια εμφανίστηκε ξανά στην ιεραρχική κλίμακα των αξιωμάτων το 10ο και 11ο αιώνα.
|
υπέρπυρο, το
Βυζαντινό κοιλόκυρτο χρυσό νόμισμα 4,3 γραμμαρίων και 20,5 καρατιών, που εισήχθη το 1092 από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Διατηρήθηκε σε χρήση μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με μεγάλες αλλαγές στην περιεκτικότητα σε χρυσό.
|