agentes vices, οι
Αξιωματούχοι στη Ρωμαϊκή και την πρώιμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επιφορτισμένοι με διοικητικά καθήκοντα τοποτηρητές στην υπηρεσία του επάρχου του πραιτορίου (praefectus praetorio).
|
comes domorum per Cappadociam, ο
Αξιωματούχος στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, υπεύθυνος για την περιουσία του στην Καππαδοκία. Το αξίωμα πρωτοεμφανίζεται το 379 στον Κώδικα του Θεοδοσίου. Η διοικητική μεταρρύθμιση του Ιουστινιανού (548) επέφερε αλλαγές στην domus divinae και συντονισμένη διοικητική και φορολογική πολιτική στην Καππαδοκία. Ο comes έχασε με την πάροδο του χρόνου τις αρμοδιότητές του.
|
consularis, o
(υπατικός ή κονσουλάριος). Ρωμαϊκός τίτλος που αποδιδόταν σε πρώην consul (ύπατος). Από τον 3ο αι. ο τίτλος χρησιμοποιείται για διοικητές επαρχιών που αποτελούσαν έδρα στρατευμάτων.
|
domus divinae, θηλ.
Ρωμαϊκός διοικητικός όρος, ο «θείος οίκος», απαντά στη Notitia dignitatum και αναφέρεται στην προσωπική περιουσία του αυτοκράτορα. Υπάγεται στη γενικότερη κατηγορία της res privatae και βρισκόταν σε ισχύ μέχρι το β΄ μισό του 6ου αιώνα.
|
βικάριος (vicarius), ο
Γενικά ο όρος δηλώνει τον αντικαταστάτη αξιωματούχων. Από τον 3ο αιώνα αντικαθιστά κυρίως procuratores από τις τάξεις των ιππέων. Οι πιο σημαντικοί βικάριοι ήταν οι αντικαταστάτες των επάρχων του πραιτορίου. Στην πρώιμη βυζαντινή διοίκηση κατά κανόνα ο όρος σημαίνει τους πολιτικούς άρχοντες στις «διοικήσεις» που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 310. Οι βικάριοι μπορούσαν επίσης να έχουν στρατιωτικά καθήκοντα (όπως τη διοίκηση της φρουράς της Αιγύπτου) ή και δικαστικά. Η σημασία του αξιώματος μειώθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα.
|
δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
έπαρχος πραιτορίου (praefectus praetoriο), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στο λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτoρίας» ή «των πραιτoρίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτoρίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας που περιλάμβανε επαρχίες «διοικήσεως». Το 400 μ.Χ. τέτοιες επαρχίες ήταν η Ανατολή (Oriens), η Ιλλυρία (Illyricum), η Ιταλία και η Γαλατία (Gallia). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά τον αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
επαρχότητα (υπαρχία), η (praefectura praetorio)
Επαρχότητα του πραιτορίου ή υπαρχία. Βασική διοικητική υποδιαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εισήχθη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αιώνας). Η αυτοκρατορία διαιρούνταν σε τέσσερις praefecturae ή επαρχότητες: α) praefectura praetorio per Orientem (επαρχότητα Ανατολής), β) praefectura praetorio Galliarum (επαρχότητα Γαλατίας), γ) praefectura praetorio per Illyricum (επαρχότητα Ιλλυρικού), δ) praefectura praetorio Italiae, Illyrici et Africae (επαρχότητα Ιταλίας).
|
κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.
|
ρεγιών, -ώνος η
(από το regio, -onis θηλ.) Μεγάλη περιοχής ή διοικητική υποδιαίρεση. Απαντάται στα Ύστερα Ρωμαϊκά και Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια.
|
σάλτο, το
(από το λατ. saltus, -us αρσ.). Περιοχή που εμπεριέχει δάση ή βοσκοτόπια. Είδος κτήματος που μπορεί να είναι δημόσια ή ιδιωτική περιουσία. Απαντάται στα Ύστερα Ρωμαϊκά και Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια.
|
στρατηλάτης, ο (λατ. magister militum)
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής κατά τη Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Το αξίωμα το έφερε ο επικεφαλής στρατεύματος επαρχίας με έδρα την αντίστοιχη επαρχία· magister militum per Armeniam: στρατηλάτης Αρμενίας (δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄), magister militum per Illyricum: του Iλλυρικού, magister militum per Orientem: των ανατολικών επαρχιών, magister militum praesentalis (στρατηλάτης του Πρεσέντου): επικεφαλής του στρατού με έδρα στην αυτοκρατορική αυλή, magister utriusque militiae (στρατηλάτης εκατέρας δυνάμεως): ο επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ξηράς, δηλαδή του ιππικού (equitum) και του πεζικού (peditum).
|