Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νεοκαισαρείας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)

Συγγραφή : Τερεζάκης Γιώργος (27/6/2005)

Για παραπομπή: Τερεζάκης Γιώργος, «Νεοκαισαρείας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος)», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5502>

Νεοκαισαρείας Μητρόπολις (Οθωμανική Περίοδος) (23/1/2006 v.1) Diocese of Neocaesarea (Ottoman Period) (23/1/2006 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

άσπρο, το (ακτσές, ο)
Βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο της ακμής της αυτοκρατορίας, 40 αργυρά άσπρα αντιστοιχούσαν σ' ένα χρυσό νόμισμα. Ωστόσο αργότερα υποτιμήθηκε, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί, στο τέλος του 17ου αιώνα, από το γρόσι.

εξαρχία, η
Περιφέρεια η οποία από εκκλησιαστική πλευρά δεν υπάγεται στην κοντινότερη μητρόπολη αλλά διοικείται είτε απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (οπότε οι εκκλησιαστικές της πρόσοδοι εκχωρούνται σε κάποιον αξιωματούχο του Πατριαρχείου) είτε από κάποια σταυροπηγιακή μονή.

ζητεία, η
Έκτακτη συγκέντρωση εισφορών από πιστούς εκ μέρους των εκκλησιαστικών αρχών ή των μοναστηριών.

καζάς, ο
Η βασική και κατώτερη βαθμίδα της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης. Περιλάμβανε την άμεση περιφέρεια μιας πόλης ή κωμόπολης. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο ταυτίζεται με το καϊμακαμλίκι.

μπεράτι (βεράτι), το
Σουλτανικό έγγραφο κανονιστικού χαρακτήρα, με περιεχόμενο την απόδοση κάποιου αξιώματος ή την απονομή προνομίων σε άτομα ή ομάδες. Μπεράτια δίνονταν σε όλους τους κρατικούς λειτουργούς, αλλά και στα μέλη του ανώτατου κλήρου, όπως οι πατριάρχες και οι μητροπολίτες.

σαντζάκι, το (λιβάς, ο)
Μεσαίου μεγέθους μονάδα επαρχιακής διοίκησης του οθωμανικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Υποδιαίρεση του πρώιμου οθωμανικού εγιαλετιού (ή μπεϊλερμπεϊλικιού) και του ύστερου οθωμανικού βιλαετιού. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο είναι γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι.

τακτικό, το
1. Δ Ι Ο Ι Κ: Σημαντική πηγή για την οργάνωση και την εξέλιξη της βυζαντινής διοίκησης. Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο τα τακτικά πρωτοκαθεδρίας (ή τακτικά της καθέδρας ή κλητορολόγια ή κλητοροθέσια) ήταν κατάλογοι των παρευρισκομένων στις τελετές της αυλής. Σώζονται τέσσερα τακτικά πρωτοκαθεδρίας: Uspenskij, Φιλοθέου, Benescevic, de l' Escurial.2. Σ Τ Ρ Α Τ: Ως «Τακτικά» είναι γνωστό ένα εγχειρίδιο στρατηγικής και τακτικής για πολεμικές επιχειρήσεις δια ξηράς και δια θαλάσσιες. Συντάχθηκε στις αρχές του 10ου αι. επί Λέοντα ΣΤ. Το κείμενο διασώθηκε σε επίτομη και πλήρη μορφή και επηρέασε τη σύνταξη παρόμοιων εγχειριδίων όπως το μεταγενέστερο Στρατηγικά.3. Ε Κ Κ Λ.: Το εκκλησιαστικό τακτικό (ή «συνταγμάτιο» ή “notitia episcopatuum”) είναι κατάλογος καταγραφής των εκκλησιαστικών αρχών με βάση την ιεραρχία τάξης.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>