αγάς, ο
Τίτλος που συνδέεται με αξιώματα ανώτερων στρατιωτικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από το 17ο και κυρίως από το 18ο αιώνα τον τίτλο έφεραν και σημαίνοντες μουσουλμάνοι, χωρίς να έχουν αναγκαστικά άμεση σχέση με στρατιωτικά καθήκοντα.
|
βιλαέτι (βαλιλίκι), το
Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
|
Τσέτες, οι
Άτακτα μουσουλμανικά ένοπλα σώματα που δραστηριοποιούνταν στην Ανατολία ήδη από την εποχή του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι για τις βιαιοπραγίες κατά του άμαχου ελληνορθόδοξου πληθυσμού.
|
Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηümayun)
Το σημαντικότερο διάταγμα των μεταρρυθμίσεων Τανζιμάτ (1856), το οποίο επανεπιβεβαίωσε την ισονομία των Οθωμανών υπηκόων και εξήγγειλε μέτρα για την αναδιάρθρωση του θεσμού των μιλλέτ, την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης, τη φορολογία, την απονομή δικαιοσύνης και την προστασία της τιμής, της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων. Κατά τα επόμενα χρόνια θεσπίστηκαν νόμοι που επεξεργάστηκαν τις εξαγγελίες του διατάγματος.
|