δημογεροντία, η
Κοινοτική αρχή που απαρτιζόταν από το σύνολο των κοινοτικών αξιωματούχων, οι οποίοι κατά περίπτωση ονομάζονταν άρχοντες, προεστοί, επίτροποι, δημογέροντες ή απλώς γέροντες.
|
ιλτιζάμ, το
Ενοικίαση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους από ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους.
|
Καβούκ (τουρκ. Kavuk)
Κάλυμμα κεφαλής, τουρμπάνι γεμισμένο με καπιτοναρισμένο ύφασμα.
|
Τανζιμάτ, τα
Οι μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινιάστηκαν το 1839 με το διάγγελμα του Χάτι Σερίφ και τερματίστηκαν με την παραχώρηση συντάγματος το 1876. Οι μεταρρυθμίσεις, που θεωρήθηκαν προσπάθεια εκσυγχρονισμού και φιλελευθεροποίησης του κράτους, αφορούσαν όλο το φάσμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην αυτοκρατορία. Ιδιαίτερη σημασία είχαν εκείνες που εξίσωναν νομικά τους μουσουλμάνους με τους μη μουσουλμάνους υπηκόους.
|