conventus, ο (αρσ.)
(σύνοδος ή συναγωγή): Στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο όρος αναφερόταν στις συναντήσεις των κατοίκων σε συγκεκριμένα μέρη με σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης. Τα μέρη αυτά ορίζονταν από τον πραίτορα (praetor) ή τον ανθύπατο (proconsul) κάθε επαρχίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία, η επαρχία διαιρούνταν σε περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες ονομαζόταν conventus, forum ή jurisdictio. Οι Ρωμαίοι πολίτες που διέμεναν σε μια επαρχία υπό τη δικαιοδοσία του ανθύπατου, και εφόσον είχαν υποθέσεις να διευθετήσουν σε conventus, έπρεπε να παρουσιαστούν εκεί.
|
γερουσία, η, (γερουσιαστής, ο)
Πολιτικό σώμα που απαντά σε ορισμένες πόλεις της Μικράς Ασίας και απαρτίζεται από τους σημαντικότερους πολίτες (τους γερουσιαστές).
|
εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.
|
νεωκόρος, ο/η
Ο όρος νεωκόρος (ναός/νεώς + κείρομαι) σημαίνει κατά λέξη αυτός που φροντίζει το ναό. Μετά την εφαρμογή της αυτοκρατορικής λατρείας στις πόλεις της Μικράς Ασίας ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως τιμητικός τίτλος από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι κάθε φορά επέλεγαν να τον δώσουν σε μία από τις μικρασιατικές πόλεις ως ειδική τιμή.
|
οπισθότυπος, ο
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος, στην οποία συνήθως χαράσσεται και το όνομα της εκδότριας αρχής.
|